Στο νέο της βιβλίο, η Μαίρη Παναγιώτου, μας διηγείται μια μεγάλη ιστορία αγάπης που έμελλε να ανθίσει -και να τυραννηθεί- στα χρόνια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου και αργότερα, κατά τον εμφύλιο.
Στην υπόθεση: βρισκόμαστε το Ναύπλιο του 1940, κι εκεί θα γνωρίσουμε τη Μαρία και τον Κωστή. Στα δρομάκια με τις βουκαμβίλιες, που ανθίζουν σε πείσμα ανθρώπινων δεινών, μεταξύ διχασμών, διωγμών, θανάτων και ανέχειας, εκεί ανθίζει και ο έρωτας. Η κοινωνία προσπαθεί να επιβιώσει, να επουλώσει τις πληγές της και να προχωρήσει, φυσικά. Ως τα μέσα της δεκαετίας του '50 θα γίνουν πολλά και θα αλλάξουν ακόμα τόσα, όπως και η θέση των γυναικών -διεκδικείται το δικαίωμα ψήφου, το μοντέρνο ντύσιμο, η μόρφωση, η ανεξαρτησία...
Οι πρωτοπρόσωπες ημερολογιακές αφηγήσεις κερδίζουν πραγματικά τον αναγνώστη. Όπως και τα συναισθήματα που πηγάζουν -ξεχειλίζουν καλύτερα- καθώς πρόκειται για ένα βαθιά φορτισμένο και συγκινητικό μυθιστόρημα. Η συγγραφέας έχει την τεχνική της «αποπλάνησης» του βιβλιόφιλου, γνωρίζει πώς να κερδίσει το μπράβο και πώς να εξιστορήσει με αρτιότητα, ομορφιά, κάλλος, αισθαντισμό τα τεκταινόμενα. Κι ενώ υπάρχουν πάμπολλες πληροφορίες για την εποχή, εμβόλιμες στις εξομολογήσεις, το σύνολο απέχει κατά πολύ από ένα, βαρετό για πολλούς, ιστορικό σύγγραμμα. Ο πόλεμος σκιαγραφείται έντεχνα, αποδίδεται ο αντίκτυπος στις ζωές (τους), η ψυχολογία (τους), δίνονται εγκυκλοπαιδικά στοιχεία χωρίς όμως να αποσπάται η εμπειρία από τις εξελίξεις και το μύθο.
Κι ανάμεσα ή παράλληλα με όλα τα άλλα, σημειώνω και πάμπολλα αποσπάσματα που αξίζουν την προσοχή. Μικρές ή μεγαλύτερες φράσεις ή παράγραφοι εμπλουτίζουν συμβουλευτικά και με σοφία το σύνολο.
Ξεχώρισα κάποιες.
Για τον πόλεμο:
Οι άνθρωποι είναι ο πόλεμος επειδή αυτοί τον αποφασίζουν, πρώτα τον υποθάλπουν και ύστερα τον υπηρετούν.
Το φως δε θα είχε νόημα για μας, αν δεν υπήρχε το σκοτάδι, η ελευθερία αν δεν υπήρχε η κατοχή, τα πλούτη αν δεν είχαμε υπάρξει φτωχοί. Χωρίς πόλεμο, πόνο και αμαρτία, θα ήμασταν τέλειοι, αλλά στατικοί και χωρίς δυνατότητα περαιτέρω προόδου.
Για τους ανθρώπους:
Τα δίκαια κρίνονται από ίσους στη δύναμη, ενώ τα δυνατά πράττονται από τους ισχυρούς.
Ο διάλογος είναι η φυσική ανάγκη για το πνεύμα, όσο και η αναπνοή για το σώμα.
Η ύπαρξη ξαφνιάζεται μπρος στη θεϊκή διάσταση των ενεργειών μας, όταν αποφασίσουμε να δημιουργήσουμε την τύχη μας.
Κανένας άνθρωπος δε γίνεται τέλειος, αν πρώτα δε γυρίσει πίσω, να θυμηθεί το καλό και το κακό, να προσφέρει αγάπη ή να ζητήσει συγνώμη για κάτι.
Για τη θρησκεία:
Οι μορφωμένοι Έλληνες επιμένουν στο θρησκευτικό πεδίο να αγνοούν το μέσον και να κρατούν τα άκρα. Ή λατρεύουν αντιπνευματικά και ύποπτα ειδωλολατρικά ή απορρίπτουν ορθολογιστικά, αρνούμενοι την ύπαρξή του. (του Θεού)
Για τον έρωτα:
Γιατί, τι άλλο είναι ο έρωτας, αν όχι η απόλυτη ταύτιση ψυχής και σώματος;
Ωδή στην ατόφια αγάπη, γιατί τα όνειρα κτίζονται από δύο, κι επειδή καθένας έχει μόνο μία ευκαιρία γιατί η ζωή δεν έχει αντίγραφο, γιατί δεν υπάρχει δώρο ουρανοκατέβατο -το τυχαίο συμβαίνει όταν το προκαλείς- και το θείο δεν είναι αλώβητο -τον Θεό εμείς τον σκοτώνουμε- ή διότι οι μυθοπλάστες «πάσχουν» από χαρούμενη φαντασία. [...] Επιθυμούσαν να μιλήσουν για την παλλόμενη διαφάνεια του αέρα, για την υγρή αγκαλιά της θάλασσας, για τα αστέρια που ερωτεύονται ξετσίπωτα και πληθαίνουν... για όλα αυτά και άλλα τόσα, αυτή η γλυκιά, τρυφερή και σκληρή ιστορία μάς επιβραβεύει για το ταξίδι.
Το μυθιστόρημα της Μαίρης Παναγιώτου, 10 χρόνια και μια μέρα, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Υδροπλάνο.
Ευχαριστώ τη Μαίρη Παναγιώτου και τις εκδόσεις για τη διάθεση του βιβλίου.
Το παραπάνω περιέχει αποσπάσματα.