Η ταινία του Βιττόριο Ντε Σίκα, Umberto D. (Ό,τι μου αρνήθηκαν οι άνθρωποι, 1952), θεωρείται κορυφαίο έργο του νεορεαλισμού. Ανήκει στα μεταπολεμικά του έργα -μαζί με τα: Λούστρος παπουτσιών (Sciuscia, 1946), Κλέφτης ποδηλάτων (Ladri Di Biciclette, 1948) και Θαύμα στο Μιλάνο (Miracolo A Milano, 1951)- στα οποία εκφράζει τη δραματική κοινωνική κατάσταση εκείνης της εποχής: άνεργοι, άστεγοι, εγκαταλειμμένα παιδιά...
Το σενάριο υπογράφει ο Cesare Zavattini. Ο πρωταγωνιστής δεν ήταν ηθοποιός αλλά καθηγητής Γλωσσολογίας που στα 70 του επιλέχθηκε από τον σκηνοθέτη για τον ρόλο του Ουμπέρτο. Δεν έπαιξε σε καμία άλλη ταινία.
Μια ταινία μεγάλης διάρκειας. Ένας ηλικιωμένος κι ένας σκύλος. Παρακολουθούμε αυτούς τους δύο βασικούς χαρακτήρες και γνωρίζουμε τις συνθήκες διαβίωσής τους. Ο μεγάλης ηλικίας άντρας, πλήρως απογοητευμένος από τη ζωή και τους ανθρώπους, αποφασίζει την αυτοχειρία αφού πρώτα εξασφαλίσει ένα σπίτι για τον σκύλο και καλύτερο φίλο του.
Παρακάτω, θα σας πω τι είδα μέσα από τις σκηνές της. Όχι τα τετριμμένα, γνωστά ήδη, πράγματα.
Μια απλή υπόθεση. Λιτή κι απέριττη και μια κοινωνία ανθρώπων έτοιμων να σε εκμεταλλευτούν, να σε κατασπαράξουν χωρίς έλεος -ούτε καν δεύτερη σκέψη- σε έναν μαρτυρικό αγώνα επιβίωσης μέσα στη φτώχεια, την εξαθλίωση, τη μιζέρια. Η μεταπολεμική Ιταλία έχει ακόμη τραύματα να κλείσει ενώ οι πολίτες, ξεχνώντας την τραγικότητα του πολέμου και ό,τι βίωσαν, είναι έτοιμοι να διεκδικήσουν τη ζωή, ακόμα κι αν πατήσουν επί πτωμάτων. Αυτό το «επί πτωμάτων» προκύπτει αρκετά κυριολεκτικό, κι όχι απλά μεταφορικό σχήμα λόγου, καθώς βλέπουμε διάφανα την αχαριστία να βασιλεύει τριγύρω, τον κόσμο έτοιμο να «ληστέψει» τον διπλανό του -μα, ο πόλεμος, δε μας έχει διδάξει τίποτα;-, να κατασπαράξει τον άλλο για λίγα χρήματα, για κάτι μικρότερο κι από λίγα χρήματα, σχεδόν για το τίποτα!
Μια υπηρέτρια γίνεται θύμα των περιστασιακών εραστών της, ξέρει πως θα διωχθεί από το σπίτι που εργάζεται μόλις αποκαλυφθεί η εγκυμοσύνη της ενώ κι εκεί που βρίσκεται, έτσι κι αλλιώς, έχει να αντιμετωπίσει άθλιες συνθήκες, βαριά εργασία όλη μέρα, υποβιβασμούς, καθημερινές υποτιμήσεις, προσβολές κ.ο.κ από μία σπιτονοικοκυρά η οποία αντί να βλέπει όλα τα καλά που έχει (την υγεία της, το σπίτι της, τα δωμάτια που νοικιάζει και της εξασφαλίζουν τη διαβίωσή της) κοιτάζει πώς θα τα αυξήσει διαθέτοντας εαυτόν προς «πούληση» σε ευκατάστατο γαμπρό -τον πλουσιότερο από όλους, προφανώς.
Ο βασικός χαρακτήρας από την άλλη, συνταξιούχος πια, προσπαθεί να αντεπεξέλθει οικονομικά ενώ οι μόνες απαιτήσεις που έχει ουσιαστικά είναι ένα δωμάτιο που νοικιάζει και ένα πιάτο φαΐ. Όταν πληροφορείται πως δεν είναι πια ευπρόσδεκτος στο σπίτι και θα πρέπει να αφήσει το δωμάτιό του θα κάνει τα πάντα προκειμένου να συγκεντρώσει τα χρήματα που οφείλει. Θα ξεπουλήσει τα πράγματά του, όμως ακόμη κι αυτό δεν είναι αρκετό. Η άπληστη σπιτονοικοκυρά χρειάζεται το δωμάτιο για να κάνει το γάμο της και να διεκδικήσει μέσω του συζύγου της περισσότερα χρήματα, κι έτσι επιδιώκει το διωγμό του με κάθε τρόπο. Όταν εκείνος καταφέρνει να συγκεντρώσει ένα καλό ποσό, η σκέψη να νοικιάσει αλλού δεν είναι μία επιλογή. Το μένος του προς εκείνη είναι μεγαλύτερο, ο θυμός και το πείσμα του θα τον οδηγήσουν στις επόμενες λανθασμένες ενέργειες και τη μελαγχολία. Είναι διατεθειμένος να διαθέσει τα πολύτιμα αυτά χρήματα για να την πολεμήσει, με απώτερο σκοπό να κρατήσει το δωμάτιο.
Το δωμάτιο γίνεται μήλο της έριδος, σηματοδοτεί το άπαν συμβολίζοντας έναν αχρείαστο σκοπό-στόχο, την πεισματική, εγωιστική εμμονή χωρίς το ουσιαστικό, το σημαντικό όφελος. Ο ήρωας θυμώνει κι επιμένει, ενδυναμώνοντας τη μιζέρια του αντί να συνειδητοποιήσει ψύχραιμα τις επιλογές του. «Κλειδώνει» σε αυτό που θεωρεί δεδομένο του, με όποιο τίμημα. Κι αφού, μετά από διάφορα παθήματα, αισθανθεί τη ματαιότητα, πέφτει σε κατάθλιψη κι αποφασίζει να τερματίσει τη ζωή του, σε μία ακόμη εγωιστική πράξη μην αντέχοντας να παραδεχτεί μια ήττα και να προχωρήσει παρακάτω.
Ο σκύλος, από την άλλη, που έχει περίπου τις ίδιες βασικές ανάγκες, μια γωνιά να κοιμάται κι ένα πιάτο φαΐ, δε χάνει στιγμή το ενδιαφέρον του για τη ζωή, τη χαίρεται και τη δέχεται όπως κι αν έρθει, με στωικότητα. Διαθέτει άσβεστη τη φλόγα της επιβίωσης μέσα του και είναι πάντα πρόθυμος να παίξει, να διασκεδάσει, να περάσει καλά... με το οτιδήποτε, τον οποιοδήποτε και οπουδήποτε.
Ο σκύλος είναι χαρούμενος με το πιο μικρό πράγμα, με το τίποτα. Το άτομο μπορεί να έχει τα πάντα και να είναι δυστυχισμένο. Αυτό ήθελε να πει ο Ντε Σίκα, μεταξύ άλλων, με τον συνταξιούχο του. Η πολυπλοκότητα του ανθρώπου τον ωθεί σε επιπρόσθετα άγχη, σε μανίες... του αφαιρεί από το πεδίο τις εναλλακτικές του, του στερεί το «οξυγόνο», τον φτάνει ως την απελπισία, το θάνατο.
Ο σκύλος ξέρει να εκτιμά ό,τι και όποιον έχει. Και είναι τρισευτυχισμένος για αυτό.
Ο συνταξιούχος λαμβάνει χαρά μόνο από τον σκύλο του. Είναι η πιο αυθεντική σχέση στη ζωή του, η πιο αλτρουιστική και αληθινή. Ο σκύλος δεν είναι σε θέση να τον βλάψει παρά μόνο να τον αγαπά με όλη του την καρδιά.