Πώς σας ήρθε η ιδέα; Τι πυροδότησε τη σύλληψη και συγγραφή της νουβέλας «Η γη τρέχει πιο γρήγορα»;
Παναγιώτης Τσίτος: Η αλήθεια είναι πως δεν υπήρξε κάποια συγκεκριμένη αφορμή για τη συγγραφή του βιβλίου. Πάντοτε θυμάμαι να έχω φιλοσοφικούς προβληματισμούς και συγγραφικές ανησυχίες, ειδικά σε υπαρξιστικά ζητήματα. Απλώς, κάποια πράγματα χρειάζονται και τις αντίστοιχες παραστάσεις, τα αντίστοιχα προσωπικά βιώματα και να πάρουν τη μορφή ενός κειμένου. Οι ανησυχίες μόνο δε φτάνουν. Έφτασε κάποια στιγμή που ένιωσα ότι ήθελα και είχα πράγματα να πω, για την ακρίβεια να γράψω, οπότε αποφάσισα να το τολμήσω, χωρίς να σκέφτομαι αν τελικά θα πάρουν αυτές οι σκέψεις τη μορφή ενός βιβλίου, ή αν θα μείνουν στο συρτάρι μου. Ήταν περισσότερο ανάγκη και λιγότερο συνειδητή απόφαση. Αυτό ίσως και να φαίνεται στον εξομολογητικό τόνο του κειμένου.
Γενικότερα, τι είναι αυτό που σας κάνει να εκφράζεστε με τη γραφίδα;
Π.Τ.: Η συγγραφή σου επιτρέπει να εκφραστείς με τρόπο με τον οποίο δεν επιτρέπει η καθημερινή ομιλία. Φτιάχνεις ένα δικό σου σύμπαν, οι κανόνες και οι συμβάσεις τού έξω κόσμου παύουν να ισχύουν και μένουν μόνο αυτοί που επινοείς εσύ. Ακόμη και η επικοινωνία σου με τους άλλους μέσω της ανάγνωσης του βιβλίου είναι κατά βάθος πολύ πιο άμεση και ειλικρινής γιατί δεν διαμεσολαβούν «καθωσπρεπισμοί», ή ακόμη και ο φόβος της αντίδρασης του άλλου. Γράφεις αυτό που θες να πεις, όπως το σκέφτεσαι. Δεν υπάρχει ανειλικρίνεια στο χαρτί, γιατί ούτε καν από τον ίδιο σου τον εαυτό δεν μπορείς να κρυφτείς.
Σας έχουν αγγίξει/επηρεάσει άλλοι συγγραφείς, και πώς;
Π.Τ.: Οι επιρροές μου είναι αρκετές, αλλά όλες αρκετά συγγενείς ως προς το θέμα. Η beat γενιά, ο Καμύ, ο Ντοστογιέφσκι, ο Ισμάνς, ο Κάφκα, μεταξύ άλλων, όλοι καταπιάνονται με το περιθώριο, την εσωτερική μοναξιά, το υπαρξιακό κενό, τα ανθρώπινα πάθη. Αυτά τα ζητήματα μου τραβούσαν και μου τραβούν το ενδιαφέρον, γιατί δεν επιδέχονται καμία αλήθεια, καμία απάντηση. Είναι ανεξάντλητα και καθένας που «μπαίνει» σε αυτά, δίνει και μια διαφορετική προσέγγιση. Αυτή θεωρώ ότι είναι και η γοητεία τους. Σε τελική ανάλυση δεν ψάχνεις καν απαντήσεις, αλλά προσπαθείς να κάνεις διαφορετικές ερωτήσεις.
Τι θα θέλατε να πείτε στο βιβλιόφιλο που θα διαβάσει τη νουβέλα;
Π.Τ.: Ελπίζω να του κινήσει το ενδιαφέρον και να θέσει τις δικές του απαντήσεις στα ερωτήματα που προκύπτουν. Νομίζω πως αυτή είναι η επιτυχία ενός κειμένου, να μην επιβάλλεται στον αναγνώστη, αλλά να του δίνει τον χώρο για μια δική του ερμηνεία στα γεγονότα και στη θεματολογία του έργου. Να δει τον εαυτό του μέσα στο βιβλίο.
Αν έπρεπε να περιγράψετε το βιβλίο με μια φράση, ποια θα ήταν αυτή;
Π.Τ.: Όσο και αν τρέχεις, δεν τρέχεις πιο γρήγορα από τη σκιά σου. Αυτό είναι από τα βασικά θέματα του βιβλίου, το ότι είναι αδύνατον να αποφύγεις τη σύγκρουση με τον εαυτό σου. Κανείς δεν τρέχει τόσο γρήγορα.
Ποια είναι η αγαπημένη σας φράση από αυτό;
Π.Τ.: Έχει αρκετά σημεία που με εκφράζουν, αλλά πιστεύω ότι η αγαπημένη μου φράση είναι το «όλα τρεμοσβήνουν». Είναι μια φράση μου ανήκει σε έναν από τους χαρακτήρες, την οποία λέει πριν τον θάνατό του. Αυτό που μου αρέσει είναι ότι δεν εξηγείται ποτέ το τί ακριβώς εννοούσε και είναι στο χέρι του αναγνώστη να το ερμηνεύσει. Ακόμη και δυο από τους ήρωες, ο Μ. και η Ρόουζι, μπαίνουν στη διαδικασία να την νοηματοδοτήσουν. Επίσης, πιστεύω πως περιγράφει με ακρίβεια τον κόσμο του κειμένου, έναν κόσμο που τίποτα δεν είναι σταθερό, τίποτα δεν διαρκεί, έναν κόσμο που «όλα τρεμοσβήνουν».
Ο Παναγιώτης Τσίτος μιλάει για/με αφορμή τη νουβέλα του, Η γη τρέχει πιο γρήγορα, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Βακχικόν. Στην περίληψη διαβάζουμε:
Ο Μ. ξυπνά από ένα όνειρο που τον ταράζει χωρίς να μπορεί να εξηγήσει το πώς. Σιγά σιγά τα πάντα γύρω του χάνουν το νόημά τους και καταρρέουν ανεξήγητα μπροστά στα μάτια του. Ο θυμός, το κενό και η ακατανίκητη ανάγκη να ξεφύγει από όλους και από όλα γιγαντώνονται μέσα του· η φυγή είναι πια αναπόφευκτη. Το ταξίδι, με σκοπό να ανακαλύψει τί έχει συμβεί στη ζωή του, ξεκινά, ενώ η επαφή του με ανθρώπους, πόλεις και νέες εμπειρίες προσφέρουν το νόημα που τόσο του έλειπε. Ωστόσο, προσωρινά. Μια σειρά από γεγονότα τον κάνουν να τρέξει και πάλι μακριά από έναν κόσμο ο οποίος απορρυθμίζεται. Όταν η τελική αναμέτρηση του Μ. με το κενό που επιμένει να τον κυνηγά συντελείται, ανακαλύπτει ότι ο μόνος τον οποίον πρέπει να αντιμετωπίσει είναι ο ίδιος του ο εαυτός.
Με επιρροές από τα έργα των Καμύ, Κάφκα, Κέρουακ, καθώς και από τη φιλμογραφία του Ντέιβιντ Λιντς, το «Η γη τρέχει πιο γρήγορα» ξεδιπλώνεται ως μια νουβέλα που ακροβατεί ανάμεσα στο ρεαλιστικό και το σουρεαλιστικό. Ταυτόχρονα, η τριμερής διαίρεση του βιβλίου ακολουθεί το βασικό θέμα που διατρέχει όλη την πλοκή: το υπαρξιακό κενό, όπως αυτό βιώνεται από τον κεντρικό ήρωα.
Ο Παναγιώτης Τσίτος είναι 27 ετών, γεννήθηκε στην Αθήνα και μεγάλωσε στο Ίλιον Αττικής. Σπούδασε Κοινωνιολογία στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και ολοκλήρωσε το Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα του τμήματος, με κατεύθυνση την Κοινωνική και Πολιτική Θεωρία. Η επαφή του με τη λογοτεχνία ξεκίνησε από σχετικά νεαρή ηλικία, κυρίως με έργα κλασικών συγγραφέων, όπως ο Ντίκενς, ο Τολστόι και ο Ντοστογιέφσκι. Στα φοιτητικά του χρόνια, ήρθε σε επαφή με τους Μπουκόφσκι, Καμύ και Ουισμάνς, καθώς και με τους «καταραμένους ποιητές» και την μπιτ γενιά. Οι παραπάνω τον ενέπνευσαν να ασχοληθεί με την υπαρξιστική λογοτεχνία, τα ανθρώπινα πάθη και τη λογοτεχνία του περιθωρίου. Παράλληλα, σημαντική επιρροή αποτελεί η ενασχόλησή του με τη φιλοσοφία -η νιτσεϊκή και μετανιτσεϊκή σκέψη, τα έργα των Μαρξ, Χάιντεγκερ, Σαρτρ και Μαρκούζε. Ακόμη, παραστάσεις αντλεί τόσο από τη μουσική -κλασική τζαζ, μπίμποπ, ροκ, ραπ-, όσο και από τον κινηματογράφο. Συμμετείχε με το δοκίμιο «Προς μια φιλοσοφική επαναδιαπραγμάτευση της έννοιας του ανθρώπου. Η περίπτωση του Peter Sloterdijk» στο συλλογικό έργο Ο άνθρωπος και τα άλλα ζώα, Άννα Λυδάκη (επιμ.), Εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα, 2019.