«Τεμάχια» ονόμαζαν οι Γερμανοί τους Έλληνες μετανάστες που πήγαιναν για εργασία στη χώρα τους τις δεκαετίες '60-'70.
Η μετανάστευση απλώς αλλάζει τόπους και εποχές. Και συνήθως -αν όχι πάντα- δεν αποτελεί επιλογή, αλλά βίαιη επιβολή.
Ο άνθρωπος είναι και ο τόπος του. Πάντα εκεί θα γυρίζει στα δύσκολα.
Οκτώβριος 2015.
«Μάνα, πατέρα, θα φύγουμε για Γερμανία τελικά, είναι οριστικό» ανακοινώνει επίσημα και κάπως διστακτικά ο γιος της, ο Μίλτος, στο εδώ και χρόνια καθιερωμένο κυριακάτικο τραπέζι της οικογένειας. «Μάνα, ξέρω τι πέρασες και καταλαβαίνω ότι δεν θέλεις να φύγουμε αλλά θα είναι πολύ καλύτερα για μας. Εδώ δεν υπάρχει μέλλον, σε αυτή την χώρα δεν γίνονται δίκαια πράγματα…»
Για ποιον λόγο να ξενιτεύονται τα παιδιά της; Πρώτα ο ένας, ο Δημήτρης, ο μικρότερος στην Αγγλία, τώρα ο άλλος, ο Μίλτος της στην Γερμανία… Λες και τους είχαν καταραστεί να μη στεριώνουν ποτέ στον τόπο τους, να μην προκόβουν ποτέ στα δικά τους χώματα που είχαν ποτιστεί με τόσο δάκρυ, αίμα θυσίες και αγωνίες.
Ένιωσε, η ογδοντάχρονη Κατερίνα, όπως τότε που είχε αναγκαστεί να αφήσει το βλαστάρι της, το αγοράκι της, τον πρωτότοκο Μίλτο της, για να πάρει κι εκείνη τον πικρό δρόμο της ξενιτιάς, δήθεν για ένα καλύτερο μέλλον. Σαν να της ξερίζωναν τα ζωτικά της όργανα είχε νιώσει τότε. Το ίδιο αισθανόταν και τώρα. Τόσος πόνος, τόσος κόπος, τόσα βάσανα και πίκρες για να ξαναγυρίσουν όλοι πάλι στον δρόμο του ξενιτεμού, υπηρέτες στη διαολεμένη χώρα που τους είχε διαλύσει τις ζωές. Τόσοι κόποι, τόσες θυσίες και πάλι τους καταραμένους κατακτητές να προσκυνάμε. Δεν μπορούσε να καταλάβει. Ίσως να έφταιγε που δεν ήξερε πολλά γράμματα.
Μόλις άκουσε τη λέξη Γερμανία, η σκέψη της γύρισε πίσω στην πικρή εποχή της μεταπολεμικής Ελλάδας, της φτώχειας, της αναγκαστικής μετανάστευσης και των αναγκαστικών εκπατρισμών λόγω των πολιτικών πρακτικών που είχαν ερημώσει όλα τα χωριά τους. Στο μυαλό της ξεπήδησε μια υπόσχεση που είχε δώσει στον εαυτό της πριν χρόνια: «Τα παιδιά μου θα ζήσουν καλύτερα, δεν θα αναγκαστούν να ξενιτευτούν όπως εγώ για ένα κομμάτι ψωμί». Δυστυχώς, όπως αποδείχτηκε, δεν μπόρεσε να κρατήσει αυτή την υπόσχεση.
Τον τελευταίο καιρό παρακολουθούσε και άκουγε διαρκώς στην τηλεόραση και το ραδιόφωνο ρεπορτάζ για νέους, ταλαντούχους επιστήμονες που έφευγαν αναζητώντας ένα καλύτερο μέλλον, με αξιοπρέπεια και σεβασμό, που δεν εισέπρατταν από την ταλαιπωρημένη Ελλάδα, την Ελλάδα της Οικονομικής Κρίσης. Μια τυπική, απρόσωπη ανακοίνωση από έναν ψυχρό και απόμακρο εκφωνητή, ο οποίος αδιαφορούσε για τον γκρεμό που έφερνε μ' αυτήν στις ζωές των «απλών και ασήμαντων» ανθρώπων, αυτών που, ωστόσο, κάθε φορά θα καλούνταν να γράψουν ιστορία, υπογράφοντας με το αίμα τους κάθε συμφωνία, την ίδια στιγμή που οι «μεγάλοι» υπέγραφαν με τις περίτεχνες πένες τους και τα ακριβά στυλό τους.
Λες και όλα ήταν ένας φαύλος κύκλος επαναλήψεων. Ήθελε να ουρλιάξει όπως οι λύκοι που φρένιαζαν πλησιάζοντας το χωριό κάποια κρύα απογεύματα. Έτσι ένιωθε ότι ήθελε να ουρλιάξει και τούτη τη μικρή αδιάφορη στιγμή στην ιστορία του κόσμου.
Όπως τότε.
Έβλεπε συνειρμικά μπροστά της πάλι την ίδια ταινία να επαναλαμβάνεται, με πολύ καλύτερο σενάριο βέβαια, αλλά δεν έπαυε πίσω από αυτή την απόφαση των παιδιών της να κρύβεται εκείνη η βίαιη και πιεστική δύναμη, η οποία ωθούσε ανέκαθεν τους ανθρώπους να φεύγουν από τη χώρα τους, μακριά από τους αγαπημένους τους ανθρώπους, για άγνωστους τόπους, ξένες παράταιρες συνήθειες και ανήλιαγους, ομιχλώδεις δρόμους με παράξενα, βαριά, σχεδόν αποκρουστικά ονόματα. Αυτό ήταν κάτι που το είχε ζήσει εκείνη και ο άντρας της για κάμποσο καιρό στη Γερμανία καθώς και η οικογένεια της μητέρας της. Τι σου είναι οι μνήμες;
Θεριά ανήμερα. Εκεί που θαρρείς πως είχε ξεμπερδέψει μαζί τους και τις είχε θάψει για πάντα, βάζοντας πάνω τους μάλιστα μαρμάρινη ταφόπλακα, να σου, μπροστά σου, να στέκονται άγριες σαν ύαινες, έτοιμες να σε κατασπαράξουν. Να η ίδια, πρωταγωνίστρια, μαζί με άλλους μετανάστες-«τεμάχια». Και το παιδί της, μωρό σχεδόν, παρατημένο στη δική της μάνα. Ο πρωτότοκος της, ο οποίος τώρα -τραγική ειρωνεία- φεύγει κι αυτός.
Οι γιαγιάδες είχαν γίνει μανάδες εκείνα τα σκληρά χρόνια και οι μανάδες εργάτριες σε μια αφιλόξενη, κρύα, ανήλιαγη και αδιάφορη χώρα, πλένοντας ατέλειωτα κουζινικά, λάντζα στη Γερμανία.
Ένας αριθμός ήταν η ζωή της, οι ζωές τους, οι μέρες, οι νύχτες, τα δάκρυα, οι αναπνοές τους. Αριθμός εισιτηρίου, αριθμός τρένου, αριθμός κάρτας, αριθμός «τεμαχίου». Τόσοι πολλοί αριθμοί και δεν έλεγαν να τελειώσουν ποτέ.
Ω ναι, μισούσε τους αριθμούς, τους μισούσε πολύ, και εκείνο το απόγευμα ακόμα περισσότερο. Η οικονομία που κατέρρεε, ο αριθμός των ανέργων, ο αριθμός των ανθρώπων που είχαν αυτοκτονήσει για οικονομικούς και ψυχολογικούς λόγους. Απλοί αριθμοί χωρίς κανένα συναίσθημα και όμως, έκρυβαν ανθρώπινες ζωές, κόπους, θυσίες, ματαιωμένα όνειρα και ελπίδες, για τα οποία δεν θα πλήρωνε ποτέ κανένας ούτε θα λογοδοτούσε, παρά μόνο στο δικαστήριο της προσωπικής του συνείδησης…
Κρρ, κρρ… Κάποια αποδημητικά πουλιά έκρωξαν και πέταξαν από πάνω της, γνέφοντάς της. «Φεύγουμε» της είπαν «δεν μπορείς να μας σταματήσεις. Είμαστε ελεύθερα, ενώ εσύ εκεί, κολλημένη με το παρελθόν σου. Δεν μπορείς να φύγεις, δεν μπορείς». Της φάνηκε ή πράγματι την περιγέλασαν; «Είμαστε πάντα μετανάστες και δεν φοβόμαστε σαν κι εσένα. Μας αρέσει το άγνωστο. Μας αρέσει το ταξίδι, οι ξένες πολιτείες μας μαγεύουν και μας προκαλούν, σε αντίθεση μ' εσένα που τις φοβάσαι»…
Η Κατερίνα ένιωθε όπως τότε που είχε αφήσει μωρό τον Μίλτο για να πάει στη Γερμανία. Τώρα την άφηνε αυτός… Τι τραγική ειρωνεία… Ένιωθε ότι προδόθηκε η Κατερίνα, προδόθηκε από τη χώρα της για άλλη μια φορά. Τα παιδιά της ήταν η ζωή της και τώρα θα βρισκόταν πάλι μόνη της. Πνιγόταν πάλι. Το μυαλό της δεν είναι εδώ πια, είναι πάλι πίσω στην Ελλάδα που διαρκώς την προδίδει…
Η Ελλάδα που τρώει τα παιδιά της και τους γέρους της…
Ένα συγκλονιστικό μυθιστόρημα, σπάνιας αρτιότητας, που ζωντανεύει στις σελίδες του τις τραγικές μνήμες μιας τυραννισμένης Ελλάδας, μιας χώρας που υπέφερε αρκετά, θρήνησε, θυσίασε, έδιωξε τα παιδιά της αλλά ποτέ δεν έμαθε από τα λάθη της.
Πικρό, αληθινό, συγκινητικό, σπαρακτικό, βαθύ.
Διαβάστε το.
Το μυθιστόρημα της Χρύσας Μαστοροδήμου, Τα τεμάχια, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Βακχικόν.
Η Χρύσα Μαστοροδήμου γεννήθηκε στην Κρανέα Ελασσόνας και μεγάλωσε στη Λάρισα. Σπούδασε Παιδαγωγικά και οι μεταπτυχιακές της σπουδές αφορούν στην Ειδική Αγωγή, τη Γλώσσα και τη Λογοτεχνία. Γράφει από τα εφηβικά της χρόνια και πολύ νωρίς διακρίθηκε με επαίνους και βραβεία. Το 2008 κέρδισε το Α' Βραβείο Ποίησης από την Πανελλήνια Ένωση Λογοτεχνών για το ποίημά της «Διερμηνείς», και το 2018 έλαβε έπαινο για το μυθιστόρημά της «Τα Τεμάχια». Το 2020 το διήγημά της «Όχθη» επιλέχθηκε από τις εκδόσεις Πηγή για τη συλλογή «Μείνε κοντά μου από μακριά», ενώ κι άλλα ποιήματα και διηγήματά της περιλαμβάνονται σε ανθολογίες και λογοτεχνικά περιοδικά. Εργάζεται ως εκπαιδευτικός και είναι αρχισυντάκτρια του περιοδικού Λεξωτεχνίες, που εκδίδεται από το Πολιτιστικό Κέντρο Εκπαιδευτικών Λάρισας. Διατηρεί το μπλογκ logotexnikesanafores.blogspot.com και αρθρογραφεί σε ηλεκτρονικά έντυπα.
Περισσότερα: