Αναμφισβήτητα ο πιο διάσημος άντρας της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 υπήρξε ο στρατηγός Θεόδωρος Κολοκοτρώνης (1770-1843).
Η ιστορία του είναι τεράστια. Χαρακτηριστικά μπορούμε να αναφέρουμε ότι την περίοδο 1809-1817 βρέθηκε στα αγγλοκρατούμενα Επτάνησα. Έγινε αξιωματικός στον αγγλικό στρατό κι έφτασε στον βαθμό του ταγματάρχη. Έλαβε μέρος σε πολλές μάχες στην Πελοπόννησο στη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης. Μετά την επανάσταση έζησε στο Ναύπλιο δίπλα στον Κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια και μετά τη δολοφονία του από τους Μαυρομιχαλαίους, ο Κολοκοτρώνης μετακόμισε στην Αθήνα, σε ένα μέτριο σπίτι όπου και πέθανε.
Αυτό βρισκόταν στον δρόμο που σήμερα φέρει το όνομά του, πίσω από τη λεγόμενη «Παλαιά Βουλή», δηλαδή το σημερινό Εθνικό Ιστορικό Μουσείο. Αλλά τότε ονομαζόταν ακόμα «Οδός Ανακτόρων», αν και ο κόσμος την αποκαλούσε «ρούγα του γέρου», προς τιμή του «Γέρου του Μοριά». Στην εποχή του ήταν πολύ διάσημος και η μορφή του απεικονίστηκε από πολλούς καλλιτέχνες την περίοδο 1830-1843.
Πέρα από όσα αναφέρονται για αυτόν, υπάρχει μια πολύ ενδιαφέρουσα μαρτυρία για τον στρατηγό από τον φιλέλληνα ιατρό-συνταγματάρχη Elster J.D., που πολέμησε στην Επανάσταση το 1822. Αυτός συνάντησε τον στρατηγό και τον περιγράφει ως εξής:
«Ήταν απέναντι στον στρατό του φοβερά αυστηρός και γι’ αυτό δεν τον αγαπούσαν ή τον εκτιμούσαν αλλά τον φοβόντουσαν. Ήδη η σχεδόν πάντοτε σκοτεινή του όψη, η βάρβαρη και αδίστακτη συμπεριφορά στον καθένα που έπεφτε στη δυσμένειά του, έκανε όλους να υπακούν στις διαταγές του και κανένας δεν τολμούσε παρουσία του, έστω με μια λέξη ή μορφασμό να εναντιωθεί στη θέλησή του. Τον είδα πολλές φορές. Το χρώμα του προσώπου του ήταν βρόμικο, κίτρινο-καφέ. Από το κάτω σαγόνι πρόβαλλε ένα μεγάλο δόντι, που του έδινε μια πεισματάρικη όψη. Σε αυτό ταίριαζαν και τα δυο μικρά μαύρα μάτια […] και του έδινα ένα ασίγαστο πείσμα. […] Συνήθως φορούσε ένα αλεξίσφαιρο γιλέκο που οι γραμμές του ήταν από ασήμι και χρυσάφι […] το είχε πάρει από έναν Τούρκο πασά που είχε σκοτώσει ο ίδιος […] Αυτή ήταν η εμφάνιση ενός ανθρώπου, που έστω και αν δεν μπορούσες, δικαίως, να πεις πολλά κολακευτικά, εντούτοις πρέπει να ονομαστεί ήρωας. Πολεμούσε πάντοτε όταν οδηγούσε τον στρατό του στην πρώτη γραμμή και έδινε με το παράδειγμά του το κουράγιο και τη γενναιότητα σε όλους. Έτσι έγινε γρήγορα το όνομά του ο τρόμος των Τούρκων, όπως ήταν και των Ελλήνων […] Το μίσος του και την εκδίκησή του τη φοβόντουσαν όλοι, γιατί όταν τους τσάκωνε, δεν υπήρχε σωτηρία. Πλάι στην τσιγκουνιά και στη φιλαργυρία κυριαρχούσε στη σκοτεινή ψυχή του πάντοτε και η αυταρχικότητα. Όταν αργότερα ξέσπασε η επανάσταση και μπήκε σε αυτήν σαν υπερασπιστής της πατρίδας απέβλεπε μόνο σε μεγαλύτερο κύρος και γόητρο στην Ελλάδα… Γι’ αυτό μισούσε την Κυβέρνηση και τους ξένους […] Είχε αρκετό μυαλό για να αναγνωρίζει την υπεροχή των δοκιμασμένων, σε τόσες μάχες και πολέμους, Ευρωπαίων αξιωματικών. Αλλά ακριβώς γι’ αυτό αισθανόταν άσχημα κοντά τους […] Για τον ίδιο λόγο […] σπανίως δεχόταν ξένους στον στρατό του. Και όταν αυτό γινόταν, έπρεπε αυτοί να ντυθούν αμέσως ελληνικά…»
Πηγή αποσπάσματος: Το τάγμα των Φιλελλήνων, μτφρ. Χρίστος Οικονόμου, Ιστορική Εθνολογική Εταιρεία Ελλάδας, σσ. 68-70, Αθήνα 2010
Στη συνοδευτική εικόνα βλέπετε πίνακα του λαϊκού ζωγράφου Θέμη Τσιρώνη