Edgar Allan Poe
Μάλιστα! ...νευρικός, πολύ νευρικός, τρομερά νευρικός! Πάντοτε υπήρξα τέτοιος και θα είμαι αιωνίως! Αλλά διατί επιμένετε να λέγετε ότι είμαι τρελλός; Αι δυστυχίαι ελέπτυναν τα νεύρα μου, αλλά δεν τα μετέβαλαν, ούτε τα εξησθένησαν. Καλύτερον από όλας τας άλλας αισθήσεις διατηρώ την ακοήν ιδιαιτέρως εξαιρετικήν. Ήκουα το παν -παν ό,τι ήτο δυνατόν να ακούσω εις τον ουρανόν και εις την Γιν· ήκουσα πολλά πράγματα σχετιζόμενα με τον Άδην. Τότε πώς θα ήτο δυνατόν να είμαι τρελλός; Ακούσατε! Και σημειώσατε με ποίον λογικόν και συστηματικόν τρόπον θα σας διηγηθώ εν εκτάσει την ιστορίαν. Δεν θα ημπορούσα να είπω πώς κατά πρώτον η ιδέα εισεχώρησεν εις τον εγκέφαλόν μου· αλλ' αφ' ότου την συνέλαβα, με συνεκλόνισεν ημέρα και νύκτα. Αιτία δεν υπήρχε. Το πάθος δεν συνέβαλεν εις τίποτε. Αγαπούσα αυτόν τον γέροντα. Ποτέ δεν μου έκαμε κακόν. Ποτέ δεν με προσέβαλε. Το χρυσάφι του; Ποτέ μου δεν το εφθόνησα. Νομίζω, ότι επρόκειτο διά το μάτι του! Μάλιστα δι' αυτό! Ένα από τα μάτια του ήτο όμοιον με το μάτι γυπός. Ένα μάτι γαλανά ωχρό, με ασπράδι προς τα επάνω. Κάθε φορά που το μάτι του έπεφτε επάνω μου επάγωνε το αίμα μου. Και να, ότι βαθμιαίως ωλίσθησεν εις το πνεύμα μου η σκέψις ν' αφαιρέσω την ζωήν από τον γέροντα αυτόν, και ν' απαλλαγώ τοιουτοτρόπως από το μάτι του.
Επί του παρόντος, ιδού το ζήτημα. Φαντάζεσθε ότι είμαι τρελλός, αλλ' οι τρελλοί δεν γνωρίζουν τίποτε! Έπρεπε να παρατηρήσετε, έπρεπε να ιδήτε πόσον εστάθην συνετός κατά την διάρκειαν της υποθέσεως αυτής... με πόσην προφύλαξιν, με πόσην πρόνοιαν, με πόσην μυστικότητα εξετέλεσα το έργον μου αυτό. Ποτέ δεν εσυμπάθησα άνθρωπον περισσότερον από τον γέροντα αυτόν καθ' όλην την προηγουμένην εβδομάδα της δολοφονίας. Και κάθε νύκτα, όταν ήρχετο το μεσονύκτιον, έστρεφα το ρόπτρον της θύρας του και την άνοιγα! ω! τόσον ήσυχα! Και τότε, όταν το άνοιγμα ήτο αρκετόν διά να περάση η κεφαλή μου, έβαζα μέσα ένα κρυφοφάναρο, κλειστό, πολύ κλειστό, διά να μη φεύγη κανένα φως, και τότε επερνούσα το κεφάλι μου εις το δωμάτιον. Ω! θα είχετε γελάσει εάν εβλέπατε όταν έβαζα το κεφάλι μου, με πόσην προφύλαξιν το έβαζα! Το επροχώρουν αργά, πολύ αργά, διά να μη ταράξω τον ύπνον του γέροντος. Έπρεπε να παρέλθη τουλάχιστον μία όλη ώρα έως να χώσω το κεφάλι μου μέσα εις την οπήν, αρκετά μακράν διά να τον ίδω αναπαυόμενον επάνω εις το κρεββάτι του. Α! Πώς ένας τρελλός θα ήτο τόσον γνωστικός; Και τότε, όταν το κεφάλι μου ευρίσκετο μέσα εις το δωμάτιον, άνοιγα το φανάρι μου με προφύλαξιν, ω! με πόσην προφύλαξιν, διότι αι στρόφιγγες έτριζαν -το μισάνοιξα τόσον, ώστε να είναι δυνατόν το πέρασμα μιας λεπτής δέσμης φωτός, την οποίαν διηύθυνα εις το γύπειον μάτι. Και αυτό, το επανέλαβα, επί επτά όλας νύκτα -κάθε νύκτα το μεσονύκτιον ακριβώς. Αλλά πάντοτε εύρισκα το μάτι κλειστόν και ούτω δεν ήτο δυνατόν να θέσω εις πέρας τον σκοπόν μου, διά τον απλούστατον λόγον ότι εκείνο που με ετάρασσε δεν ήτο ο γέρων αλλά το μάτι. Και κάθε πρωί, όταν εξημέρωνεν, επήγαινα αποφασιστικά εις το δωμάτιόν του, και του ωμιλούσα ελεύθερα, μεταχειριζόμεμος το όνομά του με πολύ φιλικόν τόνον, και ερωτών πώς είχε περάσει την νύκτα. Όπως λοιπόν βλέπετε καλά, είναι πολύ αληθές ότι τίποτε δεν συνέβη απρόοπτον εις τον γέροντα, ώστε να υποψιασθή ότι κάθε νύκτα, ακριβώς την δωδεκάτην ώραν, τον παρετήρουν να κοιμάται.
Την ογδόην νύκτα, μετεχειρίσθην μεγαλυτέραν αφ' ό,τι συνήθως προφύλαξιν διά ν' ανοίξω την θύραν.
Ο ωροδείκτης ενός ωρολογίου προχωρεί ταχύτερον από το ιδικόν μου χέρι. Ποτέ, μέχρι της νυκτός αυτής, δεν είχα εις καλυτέραν κατάστασιν όλας τας πνευματικάς δυνάμεις μου, όλην μου την φρόνησιν. Μόλις ήτο δυνατόν να συγκρατήσω τα αισθήματά μου από ικανοποίησιν. Σκεφθήτε ότι ήμουν εκεί, ότι ήνοιγα την πόρταν λίγο-λίγο και ότι ο γέρων δεν ήτο δυνατόν να διανοηθή τας πράξεις ούτε τας σκέψεις τας οποίας έκρυπτα. Και όμως δεν ημπόρεσα να κρατήσω ένα ελαφρόν σαρκασμόν, τον οποίον ο γέρων ήκουσε πιθανώς, διότι έκαμε μίαν αιφνιδίαν κίνησιν εις την κλίνην του, ωσάν να εσκίρτα. Τότε νομίζετε αναμφιβόλως ότι έφυγα... αλλά καθόλου, Η πυκνότης του σκότους καθίστα το δωμάτιον μαύρο σαν την πίσσα, διότι τα παράθυρα ήσαν ερμητικώς κλεισμένα από τον φόβον των λωποδυτών. Βεβαιωμένος ότι δεν ημπορούσε να διακρίνη το άνοιγμα της πόρτας, εξηκολούθησα να την σπρώχνω κανονικά-κανονικά.
Είχα το κεφάλι εις το εσωτερικόν του δωματίου και ητοιμαζόμην ν' ανοίξω το φαναράκι, όταν ο αντίχειρ μου ωλίσθησεν ανοίγοντάς το, καμωμένον από λευκοσίδηρον, και ο γέρων ανεσκίρτησεν εις το κρεββάτι του φωνάξας:
— Ποιος είν' εκεί;
Έμεινα πραγματικώς ακίνητος και δεν είπα λέξιν. Επί μίαν όλην ώραν δεν εκίνησα ούτε ένα μυώνά μου, και όλος αυτός ο χρόνος επέρασε χωρίς να τον ακούσω ν' αποκοιμηθή. Έμεινεν εις το κρεββάτι του, κατά το ήμισυ ορθός, και ήκουεν, όπως συνήθιζε πολλάκις επί πολλάς νύκτας διαδοχικώς, προσέχων εις το ωρολόγιον του θανάτου, που ήτο κρεμασμένον εις τον τοίχον.
Τέλος ήκουσα ένα ασθενή αναστεναγμόν, και αντελήφθην ότι ήτο μία διαμαρτυρία προερχομένη από επιθανάτιον τρόμον. Δεν ήτο πόνος δυστυχίας ή βασάνου. Ω! όχι! Αλλ' ο χαμηλός και συγκαλυμμένος ήχος που εσηκώνετο από το βάθος μιας βασανισμένης από την στενοχώρια ψυχής.
Δεν ήτο άγνωστος ο ήχος αυτός. Πόσας φοράς, την νύκτα, το μεσονύκτιον ακριβώς, όταν ο κόσμος όλος εκοιμάτο, πόσας φοράς εβγήκεν από το δικό μου στήθος, και εβάρυνε με τον τρομακτικόν ήχον του το βάθος του σκότους που με ετρόμαζε. Λέγω ότι δεν ήτο άγνωστος. Εγνώριζα ό,τι εδοκίμαζεν ο γέρων, και τον ελυπούμην, αν και εγελούσα από το βάθος της καρδιάς μου. Εγνώριζα ότι ήτο ανασηκωμένος από τον πρώτον μικρόν θόρυβον και ότι εστράφη εις το κρεββάτι του. Έκτοτε ο τρόμος δεν έπαυσεν αυξάνων. Έκαμεν όλα τα δυνατά διά να πεισθή ότι ο τρόμος αυτός ήτο χωρίς αιτίαν, αλλά δεν κατώρθωσε να το επιτύχη. Είπε μόνος του : «δεν είνε τίποτα, είνε ο άνεμος μέσα εις το τζάκι ή το κάτω κάτω ένας ποντικός που τρέχει εις το πάτωμα», ή το περισσότερον: «είνε αναμφιβόλως απλούστατα η κραυγή ενός γρύλου». Ναι: έκαμε τα αδύνατα των αδυνάτων να λάβη θάρρος με τοιαύτας υποθέσεις. Αλλ' απέβησαν εις μάτην. Όλαι αι προσπάθειαι είναι μάταιαι, διότι ο θάνατος προσεγγίζει, επέρασεν από εμπρός του με την μαύρην του σκιάν, με την οποίαν καλύπτει το θύμα του. Και ακριβώς ηπλούτο επ' αυτού η θλιβερά επίδρασις της αοράτου σκιάς, αν και αυτός δεν ημπορεί ν' ακούση ούτε και να ιδή· του κατέστησεν αντιληπτήν την παρουσίαν της κεφαλής εις το εσωτερικόν του δωματίου.
Αφού επερίμενα επί πολύ, με μεγάλην υπομονήν, χωρίς να τον ακούσω να ξαναπλαγιάση, απεφάσισα ν' αποκαλύψω ολίγο το φανάρι μου -αλλά λιγούτσικα, ω! τόσο λιγούτσικα! Το απεκάλυψα, δεν μπορείτε να φαντασθήτε, πόσον λαθραία, μέχρις ότου επί τέλους μία ωχρά ακτίς, όπως ένα νήμα αράχνης, εβγήκεν από την ρωγμήν του φανού και έπεσεν επάνω εις το μάτι που έμοιαζε ωσάν γυπός. Ήτο ανοικτό, πολύ ανοικτό, ορθάνοικτο· η θέα αυτή με κατέστησεν αλλόφρονα. Το είδα κατά τρόπον τελείως καθαρόν, ολογάλανο, από ένα ξέθωρο γαλανόχρωμα με την αθλίαν δέσμην φωτός που απεδίδετο εξ αυτού και ένοιωσα να παγώνη το μυαλό εις τα κόκκαλά μου. Αλλά δεν ημπορούσα να ίδω το υπόλοιπον του προσώπου του γέροντος, ή όλον τον πρόσωπόν του. Διότι με ένα ενστικτώδη τρόπον διηύθυνα την ακτίνα ακριβώς εις το καταδικασμένον σημείον. Και την στιγμήν αυτήν -δεν σας έχω είπει ότι εκεί όπου βλέπετε τρέλλαν δεν υπάρχει πραγματικώς παρά μία υπεραισθησία των αισθήσεών μου;- την στιγμήν αυτήν, λέγω, να που ένας θόρυβος ελαφρός εκτύπησεν εις το αφτί μου, ένας θόρυβος απονεκρωμένος, ταχύς ωσάν τον θόρυβον ωρολογίου περιβεβλημένου βάμβακα. Τον ήχον αυτόν τον εγνώριζα αρκετά καλώς. Ήτο η καρδιά του γέρου που εκτύπα. Καθώς ο κρότος του τυμπάνου κεντρίζει τα θάρρος του στρατιώτου, ο θόρυβος αυτός δεν έκαμεν άλλο τίποτε από του ν' αυξήση την μανίαν μου.
Συνεκρατήθην ακόμη ολίγον, και εστάθηκα εμβρόντητος. Μόλις ανέπνεα. Εκρατούσα το φανάρι ακίνητον. Με πόσην επιμονήν προσπαθούσα να κρατήσω την ακτίνα ακριβώς επάνω εις το μάτι. Και κατά τον χρόνον αυτόν η καρδία επετάχυνε το υποχθόνιον εωθινόν της. Εγίνετο επί μάλλον και μάλλον ταχύς και επί μάλλον και μάλλον ευδιάγνωστος. Ο τρόμος του γέροντος έφθανεν εις το κατακόρυφον. Ο θόρυβος, λέγω, από στιγμής εις στιγμήν εγένετο περισσότερον διακεκριμένος... Καταλαβαίνετε καλά; σας είπα ότι ήμουν νευρικός; είμαι, ναι. Και ιδού ότι εις αυτήν εδώ την φρικώδη ώραν της νυκτός, εν μέσω της νεκρικής σιγής της παλαιάς αυτής οικίας, τόσον παράδοξος ήτο ο ψίθυρος, ώστε μου επροξένησεν ακατανόμαστον τρόμον· εν τούτοις ολίγα λεπτά ακόμη εκρατήθηκα και δεν έβγαλα τσιμουδιά. Αλλά το τικ-τακ επεταχύνετο πάντοτε, πάντοτε. Εσκεπτόμην ότι η καρδιά θα εκραγή. Και τότε νέα ανυπομονησία με κατέλαβεν: ο θόρυβος αυτός, αν τον ήκουε κανείς γείτονας! Η ώρα του γέροντος ήχησε. Με ένα μεγάλο ούρλιασμα απεκάλυψα το φαναράκι και επήδηοα εις το δωμάτιον. Δεν έβγαλε παρά μίαν κραυγήν, παρά μίαν μόνην. Σε μια στιγμή τον έρριψα κάτω, τον εθρυμμάτισα ρίψας επάνω του όλον το βάρος της κλίνης. Τότε εγέλασα εύθυμα, βλέποντας ότι ήρχισε το έργον. Αλλά επί πολλά λεπτά η καρδιά εξηκολούθει να κτυπά με πνιγμένον ήχον. Αλλ' όμως κανείς τόσον αδύνατον ήχον δεν μπορούσε πλέον ν' ακούση διά μέσου του τοίχου. Τέλος εσταμάτησεν. Ο γέρων είχεν αποθάνει. Ξανάβαλα το κρεββάτι εις την θέσιν του και παρετήρησα τον νεκρόν. Ναι, ήτο άκαμπτος ως νεκρός. Εστήριξα το χέρι εις το μέρος της καρδιάς και το εκράτησα έτσι επί τινα λεπτά. Δεν εκτυπούσε πλέον. Ο γέρος ήτο άκαμπτος, νεκρός. Τέλος το μάτι του δεν θα με ετρόμαζε πλέον!
Εάν επιμένετε να με νομίζετε τρελλόν, η ιδέα αυτή θα εξαλειφθή όταν θα σας περιγράψω τα συνετά μέτρα τα οποία μετεχειρίσθην διά να εξαλείψω το σώμα. Η νύκτα επερνούσε, και έπρεπε να περατώσω το έργον μου γρήγορα χωρίς θόρυβον. Προ παντός άλλου επελέκισα τον νεκρόν· του έσπασα το κεφάλι, τους βραχίονας και τας κνήμας, έπειτα απέσπασα τρεις μεγάλας σανίδας και τον ετοποθέτησα μέσα εις το πάτωμα. Μετά τούτο ξανάβαλα τας σανίδας με τόσην επιτηδειότητα, που κανένα μάτι ανθρώπινον, ούτε το ιδικόν του ακόμη, δεν θα ηδύνατο να διακρίνη τίποτε το ακανόνιστον. Δεν είχα τίποτε να πλύνω -ούτε την ελαχίστην οιανδήποτε κηλίδα, ούτε το ελάχιστον σημείον αίματος. Προς τούτο έλαβα όλα τα μέτρα μου. Το παν εξηφανίσθη μέσα εις ένα πακέτο, α! α!
Όταν το έργον αυτό ετελείωσεν, ήταν τέσσαρες πρωί και έκαμνε τόσον σκοτάδι όσον και τα μεσάνυκτα.
Όταν το ωρολόγι εκτυπούσεν αυτήν την ώραν, ένα κτύπημα αντήχησεν εις την πόρταν του δρόμου. Κατέβηκα ν' ανοίξω με ελαφρά καρδιά, διότι τι είχα πλέον να φοβηθώ; Τρεις άνθρωποι εισήλθαν, με σοβαρόν ύφος, ωσάν αξιωματικοί της αστυνομίας. Ένας γείτονας είχεν ακούσει κραυγήν κατά το μεσονύκτιον. Συνέλαβαν την υπόνοιαν μήπως συμβαίνη κανένα δυστύχημα και οι αξιωματικοί αυτοί ανέλαβαν το έργον της ανακρίσεως.
Εγέλασα, διότι, και πάλιν το λέγω, τι ημπορούσα να φοβηθώ; Είπα καλημέρα εις τους κυρίους αυτούς. Την κραυγήν, εφώναξα, ήμουν εγώ που την έβγαλα στον ύπνο μου. Όσον διά τον γέροντα, εξηκολούθησα, ευρίσκεται εις την εξοχήν. Ωδήγησα τους επισκέπτας μου εις όλας τας γωνίας της οικίας μου. Τους εβίασα να ζητούν, να ζητούν επιμελώς. Τους ωδήγησα τέλος εις το ιδικόν του δωμάτιον. Τους έδειξα το χρήμα του, που ήταν όλο εκεί και το οποίον κανείς δεν το ήγγισεν. Από την μεγάλην μου πεποίθησιν ετακτοποίησα τα καθίσματα εις το δωμάτιον και τους παρεκάλεσα ν' αναπαυθούν εκεί.
Και εγώ ο ίδιος, με το εκπληκτικόν θράσος που μου ενέπνεε μία τόσον τελεία επιτυχία, ετοποθέτησα το κάθισμά μου εις το μέρος όπου ευρίσκετο το πτώμα του θύματός μου. Οι αστυνομικοί εξεπλάγησαν. Οι τρόποι μου τους έπεισαν τελείως. Ήμουν εξαιρετικώς ευδιάθετος. Εκάθησαν και ωμίλησαν διά διάφορα πράγματα, εις τα οποία απαντούσα. Αλλά δεν ήργησα να εννοήσω ότι εκιτρίνιζα και ότι επιθυμούσα να τους ίδω να φεύγουν. Είχα πονοκέφαλον και εφανταζόμην ότι ήκουα ένα ήχον εις τα αφτιά μου.
Αλλά έμειναν καθισμένοι, και εξηκολούθουν να φλυαρούν. Ο ήχος επεταχύνετο, επέμενε και επεταχύνετο επί μάλλον και μάλλον. Ωμίλησα με ένα ύφος περισσότερον ελεύθερον διά ν' απαλλαγώ από αυτό το βάσανο. Αλλ' η ταραχή εξηκολούθει, και επεβάλλετο κυριολεκτικώς εις όλας τας δυνάμεις μου, αν και ήθελα να πείσω τον εαυτόν μου ότι ο θόρυβος δεν υπήρχεν εις τα αφτιά μου. Είμαι βέβαιος ότι έγεινα τότε πολύ ωχρός. Έγεινα ευγλωττότερος και εσήκωσα την φωνήν μου. Αλλ' ο ψίθυρος ηύξανε, και τι ημπορούσα να κάμω;
Ήτο ψίθυρος υπόκωφος, σβυσμένος, ταχύς, πραγματικός, όπως ο ήχος ενός ωρολογίου σκεπασμένου με βάμβακα. Ελαχάνιαζα και εν τούτοις οι αξιωματικοί της αστυνομίας δεν εφαίνοντο ότι ήκουον τίποτε. Εφλυάρησα με περισσοτέραν ευκινησίαν και τόλμην. Αλλ' ο θόρυβος δεν έπαυεν από του ν' αυξάνεται. Εσηκώθηκα, ωμιλούσα με μεγάλην φωνήν και με σχήματα βίαια, αλλ' ο θόρυβος δεν έπαυε ν' αυξάνεται. Πώς συνέβαινε να μη θέλουν να φύγουν! Διέτρεξα το παρκέ καθ' όλας τας διευθύνσεις, με βήματα αργά και πλατειά, προσποιούμενος ότι εταράχθην υπερβολικά από τας αντιλογίας αυτών των ανθρώπων. Αλλ' ο θόρυβος δεν έπαυεν από του ν' αυξάνεται. Ω! Θεέ μου, τι πρέπει να γείνη; Αφρίζων, παραλογιζόμενος, καταρώμενος έσεισα το κάθισμα, που εκαθήμην επάνω προηγουμένως, και το ετσάκισα επάνω εις το πάτωμα. Αλλ' ο θόρυβος εσηκώνετο πάντοτε, ο θόρυβος δεν έπαυσε ν' αυξάνη. Έγεινεν ισχυρότερος, ισχυρότερος, &ακόμη ισχυρότερος&. Και αυτοί οι άνθρωποι, που εξηκολούθουν να φλυαρούν, ν' αστειεύωνται και να γελούν, πώς δεν ήτο δυνατόν ν' ακούουν; Θεέ μου παντοδύναμε! Αλλ' όχι, όχι, ήκουον το παν, υπωψιάζοντο το παν, εγνώριζαν το παν, ενόουν τον τρόμον μου. Τέτοια ήτο η σκέψις μου, τέτοια εξακολουθεί να είναι αιωνίως. Αλλά δεν ξέρω διατί ήτο προτιμοτέρα από την αγωνίαν αυτήν. Ήτο περισσότερον υποφερτή από το σκώμμα αυτό! Δεν ήτο δυνατόν να υποφέρω επί μακρότερον την υποκρισίαν των γελοίων αυτών. Ενόησα ότι έπρεπε να φωνάξω ή ν' αποθάνω... και ιδού, ακόμη, ακούσατε! δυνατώτερα! δυνατώτερα, δυνατώτερα! ακόμη δυνατώτερα!
«Κακούργοι, εφώναξα, δεν αξίζει πλέον τον κόπον ν' αποκρύψω τίποτε. Το αναγνωρίζω, εγώ έκαμα το έγκλημα! Σηκώσατε τας σανίδας αυτάς, εδώ κτυπά η βδελυρά καρδιά του!»
Edgar Allan Poe, Weird stories (Αλλόκοτες ιστορίες)
Μετάφραση Νικόλαου Σπανδώνη για τον εκδοτικό οίκο Γεωργίου Φέξη, 1914
Πηγή: Project Gutenberg
Διαβάστε την επόμενη αλλόκοτη ιστορία. Ξεκινήστε από την πρώτη εδώ!