Edgar Allan Poe
Εις την σπουδήν των ιδιοτήτων και των τάσεων, των πρώτων ελατηρίων της ανθρωπίνης ψυχής, οι φρενολόγοι παρέλειψαν να περιλάβουν μίαν φυσικήν κλίσιν, η οποία αν και υπάρχη εναργέστατα, αλλ' όμως ελησμονήθη ακόμη και από όλους τους ηθικολόγους, οι οποίοι προηγήθησαν των φρενολόγων. Η ατασθαλία του λογικού μας υπήρξεν αιτία της παραλείψεως. Το να έχωμεν αφήσει την ύπαρξίν της να κρύπτεται από τα μάτια μας, τούτο προέκυψεν από έλλειψιν πίστεως -πίστεως εις την αποκάλυψιν ήτοι εις την μαγείαν- να έχωμεν πίστιν, ότι θα εννοήσωμεν από εδώ την πίστιν εν τη αποκαλύψει, είτε την πίστιν εν τη μαγγανεία.
Η ιδέα δεν παρουσιάσθη ποτέ εις το πνεύμα μας εξ αιτίας του περιττεύοντος χαρακτήρος ον έχει η τάσις αυτή, η κλίσις αυτή δεν ανταπεκρίνετο εις καμμίαν ανάγκην τίποτε δεν μας επέτρεπε λοιπόν να την θεωρώμεν ως αναγκαίαν· αν η γνώσις του πρώτου ελατηρίου επεβάλλετο αφ' εαυτής, δεν θα κατορθώναμεν όμως ούτε θα κατορθώσωμεν μέχρι σήμερον να εννοήσωμεν κατά ποίον τρόπον θα ημπορούσε να χρησιμεύση εις τους σκοπούς μας. Είτε προσκαίρως είτε αιωνίως εις τους σκοπούς της ανθρωπότητος. Δεν ημπορεί ν' αρνηθή κανείς ότι η φρενολογία, όπως επίσης κατά το πλείστον και πάντα τα συστήματα της μεταφυσικής, διετυπώθη κατά την μέθοδον του εκ των προτέρων συλλογισμού. Ο άνθρωπος που σκέπτεται διά τον νουν ή τον λόγον -περισσότερον από τον άνθρωπον που περιορίζεται να εννοή και να παρατηρή- προσπαθεί να φαντασθή από παντού τα σχέδια του Θεού, και να του αποδώση σκέψεις.
Αφού αντελήφθη καλά τας προθέσεις του Ιεχωβά, κατασκευάζει επ' άπειρον συστήματα διά την φύσιν του πνεύματος. Όσον διά την φρενολογίαν, παραδείγματος χάριν, έχομεν κατά πρώτον λόγον καθορίσει -όπως είναι εξ άλλου φυσικό- ότι η πρόθεσις της προνοίας ήτο να τρώγη ο άνθρωπος. Εδώκαμεν λοιπόν εις τον άνθρωπον έν όργανον τροφής, και το όργανον αυτό είναι το μαστίγιον με το οποίον ο Θεός αναγκάζει τον άνθρωπον να τρώγη, είτε θέλει, είτε δεν θέλει.
Η δευτέρα μας ανακάλυψις απέδιδεν εις τα σχέδια του Θεού και τον σκοπόν που είχε διά τον άνθρωπον προς διαιώνισιν του είδους του, και κατά πλειονοψηφίαν σχεδόν, εύρομεν εις τον σκοπόν αυτόν την έδραν πάσης συμπαθείας· και ούτω καθεξής διά την βιοπάλην, την ιδεολογίαν, την δημιουργικότητα· κάθε όργανον με μια λέξι ανταπεκρίνετο είτε εις ένα ηθικόν ένστικτον, είτε εις επιτηδειότητα καθαρώς πνευματικήν. Και εις την τοιαύτην κατανομήν των νόμων της ανθρωπίνης δράσεως, οι μαθηταί του Σπουρτσχάιμ αδίκως ή παραλόγως, γενικώς ή ειδικώς, δεν έκαμαν άλλο παρά ν' ακολουθήσουν, τουλάχιστον κατ' αρχήν, τα ίχνη των προηγουμένων των, καθορίζοντες κάθε σημείον εξ υπαγωγής κατά την ιδέαν μιας εκ των προτέρων γνωστής μοίρας των ανθρώπων, και λαμβάνοντες ως βάσιν τους σκοπούς του Δημιουργού.
Φρονιμώτερα και ασφαλέστερα θα ήτο να θεμελιώσουν την ταξινόμησιν αυτήν (εάν και πάλιν είναι αναγκαία η τάξις) επί του γεγονότος ότι πολλαί πράξεις του ανθρώπου προέρχονται εκ συνηθείας, καί τινες άλλαι είναι εξαιρετικαί, και μόνον εξαιρετικαί, αντί να την θεμελιώσουν επί της ιδέας, ότι η θεότης προέγραψεν εκ των προτέρων την εκπλήρωσιν των γεγονότων τούτων. Εάν δεν δυνάμεθα να μάθωμεν τον Θεόν εις τα ορατά του έργα, τι θα κάμωμεν διά τα ανεξιχνίαστα σχέδιά του τα οποία προκαλούν εις την ζωήν αυτά ταύτα τα έργα; Εάν δεν δυνάμεθα να εισχωρήσωμεν εις τα αντικειμενικά του έργα, πώς θα εγνωρίζαμεν τας υποκειμενικάς διαθέσεις του και τας φάσεις της δημιουργίας του;
Εάν μετεχειρίζοντο την επαγωγήν, δηλαδή την μέθοδον εκ των υστέρων, οι φρενολόγοι θα παρεδέχοντο ως έμφυτον και κύριον νόμον της ανθρωπίνης δράσεως κάτι το παράδοξον, το οποίον θα το ωνομάζαμεν "διαστροφήν", εκτός εάν υπάρχη και άλλη λέξις η οποία χαρακτηρίζει καλύτερα την σκέψιν μου. Με την σημασίαν που αντιλαμβάνομαι την λέξιν αυτήν, φανερώνει αύτη πραγματικώς ένα ελατήριον άνευ αιτίου, ένα αίτιον στερούμενον αιτίας. Σύμφωνα με την υποβολήν εργαζόμεθα χωρίς καταληπτόν σκοπόν, ή άλλως διότι τα λόγια αυτά θα φανούν αναμφιβόλως αντικρουόμενα ημπορώ να μεταβάλω την πρότασιν δίδων τοιαύτην μορφήν: Σύμφωνα με την υποβολήν εργαζόμεθα διά μόνον το αίτιον άνευ ουδενός σκοπού. Θεωρητικώς δεν υπάρχει λόγος μάλλον άλογος. Αλλά πρακτικώς, τίποτε δεν είναι ισχυρότερον. Μερικά πνεύματα εις μερικάς περιστάσεις είναι απολύτως αδύνατα ν' αντισταθούν. Το γεγονός ότι αναπνέω δεν είναι δι' εμέ ακριβέστερον από αυτό: η αλήθεια είναι ότι μία οιαδήποτε πράξις, ένα κακόν ή ένα σφάλμα είναι πολλάκις η μόνη και αναντίρρητος δύναμις, η οποία μας ωθεί, και η οποία μόνη μας ωθεί εις την εκπλήρωσιν. Και αυτή η βιαία τάσις διά να κάμωμεν το κακόν από την αγάπην προς το κακόν δεν δέχεται την ανάλυσιν ή την αποσύνθεσιν εις δευτερεύοντα στοιχεία. Είναι ένα ελατήριον, ριζικόν, κύριον -στοιχειώδες. Δεν θα παραλείψω να προσθέσω ότι, εάν η ιδική μας επιμονή προς ωρισμένην δράσιν προέρχεται εκ του ότι αισθανόμεθα ότι η επιμονή μας αύτη είναι ένοχος, η διαγωγή μας τότε είναι απλή μεταβολή των συνηθειών μας συνεπεία φρενολογικής διαμάχης. Αλλ' αρκεί μία στιγμή ν' αποκαλύψωμεν το ψεύδος της ιδέας αυτής. Η κατά φρενοπάθειαν πολεμικότης έχει ως κύριον λόγον την ανάγκην της αμύνης, οία είναι προφύλαξίς μας, λόγου χάριν, κατά του αδίκου... Ο νόμος ούτος αφορά αποκλειστικώς την ιδικήν μας βελτίωσιν και την επιθυμίαν προς αυτήν. Έπεται λοιπόν ότι και η επιθυμία της βελτιώσεως θα τροποποιήται εκ παραλλήλου με πάντα άλλον νόμον ο οποίος δεν θα ήτο άλλο τι ειμή μία παραλλαγή της φρενοπαθούς πολεμικότητος. Αλλ' εις την περίστασιν αυτήν, την οποίαν χαρακτηρίζω υπό το όνομα δ ι α σ τ ρ ο φ ή, όχι μόνον η επιθυμία της διατηρήσεως του γένους δεν είναι εις κίνδυνον, αλλ' απεναντίας έν αίσθημα όλως αντίθετον τώρα μόλις λαμβάνει την γένεσιν. Μία έρευνα της ιδικής μας συνειδήσεως είναι προ παντός, ο καλύτερος τρόπος ν' αρνηθώμεν το συζητούμενον επιχείρημα. Όποιος έχει πλήρη εξουσίαν επί της ψυχής του και την εξετάζει κατά βάθος, δεν δύναται ν' αρνηθή την ριζικήν υπόστασιν της περί ης πρόκειται ροπής. Είναι ολιγώτερον πασιφανής ή ακατάληπτος. Δεν ευρίσκεται ανθρώπινον ον, το οποίον εις οιανδήποτε στιγμήν της ζωής δεν εβασανίσθη, παραδείγματος χάριν από την ζωηράν επιθυμίαν του να σκανδαλίση τον ακροατήν του με περιφράσεις. Εκείνος που ομιλεί έχει την συνείδησιν ότι δυσαρεστεί, έχει την μεγαλειτέραν πρόθεσιν να ευχαριστή· είναι συνήθως σύντομος, ακριβής και διαυγής. Η μάλλον λακωνική και φωτεινή έκφρασις τού έρχεται εις τα χείλη και ζητεί να βγη. Αναγκάζεται να μεταχειρισθή βίαν διά να της απαγορεύση την δίοδον· φοβείται και θα ήθελε να προφυλαχθή την αγανάκτησιν του ακροατού. Εν τούτοις είναι υποτελής της ιδέας αυτής, η οποία με τας περιφράσεις και τας παρενθέσεις, γεννά την προστριβήν αυτήν. Η ιδέα αυτή αρκεί: η κλίσις μεταμορφώνεται εις σχέδιον, το σχέδιον εις επιθυμίαν, η επιθυμία εις ανάγκην ακατανίκητον, και η ανάγκη αυτή (με μεγάλην μας θλίψιν, διά τας συνεπείας που θα πηγάσουν) πρέπει να ικανοποιηθή. Είμεθα λοιπόν προ ενός έργου που πρέπει να εκτελεσθή εις βραχύτατον διάστημα. Δεν αγνοούμεν ότι μία επιβράδυνσις θα είναι ολεθρία. Είναι η κυρία κρίσις της υπάρξεώς μας: ως μία φωνή σάλπιγγος, μας συνιστά την άμεσον ενέργειαν και δράσιν. Καιόμεθα, αγανακτούμεν από ανυπομονησίαν να πραγματοποιήσωμεν το έργον αυτό. Η εικασία μόνη των λαμπρών αποτελεσμάτων αρκεί ν' ανάψη την ψυχήν μας. Πρέπει, πρέπει απολύτως ν' αρχίσωμεν το έργον αυτό την ιδίαν ημέραν και εν τούτοις αναβάλλομεν διά την αύριον. Διατί; Δεν ημπορούν παρά ν' απαντήσουν ως εξής: ο λόγος είναι διότι εννοούμεν ότι αυτό είναι διεστραμμένον -διά να μεταχειρισθώ την λέξιν χωρίς να δώσω και την ακριβή σημασίαν. Έρχεται η αύριον και μαζί με αυτήν μία μεγαλειτέρα ανησυχία η οποία μας ωθεί να πράξωμεν το καθήκον μας· αλλ' εν όσω αυξάνει αυτή η στενοχωρία, υπάρχει μία ανώνυμος και αληθώς τρομακτική επιθυμία, σχεδόν απαραβίαστος, μία ακόρεστος επιθυμία ν' αυξήσωμεν ακόμη την αναβολήν μας. Κάθε στιγμή που περνά αυξάνει και την δύναμιν της επιθυμίας αυτής. Διαθέτομεν ακόμη μίαν τελευταίαν ώραν προς δράσιν. Φρικιώμεν υπό την βίαν της μάχης, η οποία θέτει εν ημίν εις αγώνα το ωρισμένον και το αόριστον, την πραγματικότητα και την σκιάν. Αλλ' εάν η μάχη έφθασεν εις αυτό το σημείον, τότε θα υπερισχύση η σκιά, μάτην δε αγωνιζόμεθα. Η καμπάνα αντηχεί, είναι η πένθιμος κωδονοκρουσία της παρελθούσης ευτυχίας μας. Είναι ακόμη η κραυγή του πετεινού διά την σκιάν που τόσον μας παρέλυσεν. Ίσταται, σβύνεται, είναι η απελευθέρωσις! Η παλαιά δράσις μας ενεφανίσθη. Θα εργασθώμεν του λοιπού. Αλλοίμονον! Είναι πολύ αργά!
Είμεθα ορθοί εις το χείλος ενός κρημνού. Αισθανόμεθα την άβυσσον και μας πιάνει ζαλάδα και ίλιγγος. Το πρώτον μας μελέτημα είναι ν' απομακρυνθώμεν από τον κίνδυνον. Αλλά χωρίς κανένα πιθανόν αίτιον παραμένομεν εις την θέσιν. σιγά-σιγά, και διαδοχικώς, η ζάλη μας, ο ίλιγγός μας και η φρίκη μας πυκνούνται εις το σκοτεινόν νέφος ενός αμνημονεύτου αισθήματος. Με διαβαθμίσεις μάλλον ανεπαισθήτους ακόμη, το νέφος αυτό λαμβάνει μίαν μορφήν, όπως ο ατμός επάνω από την φιάλην οπόθεν αναβρύει το πνεύμα των χιλίων και μιας αραβικών νυκτών. Αλλ' από το πνεύμα μας, εις το χείλος της αβύσσου βγαίνει μία μορφή επί μάλλον και μάλλον απτή και τρομερά και όλα τα πνεύματα και όλοι οι δαίμονες των παραμυθιών· και εν τούτοις δεν είναι παρά μία ιδέα, αλλά μία ιδέα τρομερά, μία ιδέα που παγώνει μέχρι του μυελού των οστέων σας, και σας υποβάλλει τας αγρίας ηδονάς της φρίκης. Απλούστατα είναι η σκέψις του τι θα αισθανθώμεν πίπτοντες από ένα τόσον μεγάλο ύψος. Και η πτώσις αυτή, η αιφνίδια εκμηδένισις, διά μόνην την αιτίαν ότι παράγεται απ' αυτήν το μάλλον οδυνηρόν και το μάλλον φρικώδες από όλα τα φρικώδη και όλα τα φοβερά οράματα του θανάτου και της θλίψεως, όσα ποτέ παρουσιάσθησαν εις την φαντασίαν μας -διά μόνην αυτήν την αιτίαν μας είναι επιθυμητή έκτοτε υπερβολικά. Και το γεγονός ότι η κρίσις μάς απομακρύνει από το χείλος της αβύσσου μας προσεγγίζει εις αυτήν με μεγαλυτέραν δύναμιν. Δεν υπάρχει πάθος εις την φύσιν σατανικώτερον και μάλλον ανυπόμονον από το πάθος ενός ανθρώπου, ο οποίος, ενώ φρικιά εις το χείλος μιας αβύσσου, ονειρεύεται να πέση εις αυτήν. Το να σκεφθώμεν τώρα, ή να προσπαθήσωμεν να σκεφθώμεν, έστω και μίαν στιγμήν, σημαίνει ότι θα καταστραφώμεν αναντιρρήτως, διότι η σκέψις μας πιέζει ν' αποφύγωμεν τον κίνδυνον, και αυτή αρκεί πάλιν να μας καταστήση ανικάνους. Εάν δεν ευρίσκεται εκεί ο βραχίων ενός φίλου να μας συγκρατήση, ή, εάν δεν προβώμεν αιφνιδίως εις μίαν προσπάθειαν οπισθοχωρήσεως, θα κρημνισθώμεν αυθωρεί και θα συντριβώμεν.
Αναλύοντες τας πράξεις αυτάς και όλας τας άλλας του αυτού είδους, θα παρατηρήσωμεν ότι προέρχονται μόνον εκ του πνεύματος "της διαστροφής". Εννοούμεν ότι δεν πρέπει να τας πραγματοποιήσωμεν, και είναι ο μόνος λόγος διά τον οποίον τας πραγμαποιούμεν. Πέραν του λόγου αυτού δεν ημπορούμεν να εύρωμεν νοητόν νόμον και θα ημπορούμεν ανεπιφυλάκτως να θεωρήσωμεν την διαστροφήν αυτήν ως μίαν απ' ευθείας υποβολήν του βασιλέως του Άδου, εάν δεν υπήρχε βεβαιωμένον ότι είς τινας περιστάσεις γίνεται αύτη χάριν του καλού.
***
Ό,τι σας ανέπτυξα διεξοδικώς, σας το ανέπτυξα διά να μου επιτρέψετε οπωσδήποτε να σας απαντήσω εις το ερώτημά σας -να σας εξηγήσω διατί είμαι εδώ και να σας καταστήσω γνωστόν το τι δύναται επί του παρόντος να δικαιολογήση τα δεσμά αυτά, διά των οποίων τυραννούμαι, και την παρουσίαν μου εις το κελλί αυτό του καταδίκου. Άνευ των μακρών αυτών εξηγήσεων ή δεν θα με είχετε εννοήσει καθ' όλην την γραμμήν, ή μάλλον, όπως όλος ο κόσμος, θα με εκλάβετε ως τρελλόν.
Και ιδού σεις, διά ν' απαλλαγήτε ευκολώτερα από εμέ, θα με θεωρήσετε ότι είμαι ένα από τα άπειρα θύματα του δαίμονος της "διαστροφής". Δεν υπάρχει άλλη πράξις που να εμελετήθη μάλλον επισταμένως. Επί εβδομάδας όλας, επί μήνας, εστάθμισα τους διαφόρους τρόπους προς πραγματοποίησιν της δολοφονίας αυτής Απεμάκρυνα πολλά σχέδια, διότι η εκτέλεσίς των ενείχεν έστω και έν ενδεχόμενον ανακαλύψεως. Μίαν ημέραν τέλος, όταν εδιάβαζα γαλλικά απομνημονεύματα, συνήντησα περίπτωσιν ασθενείας οιονεί θανατηφόρου, που επήλθεν εις μίαν κυρίαν Πιλώ, εξ αιτίας ενός τυχαίως δηλητηριώδους κηρίου. Αμέσως η ιδέα αυτή εδέσποσε της φαντασίας μου. Εγνώριζα ότι το θύμα μου είχε την συνήθειαν να μελετά κλινήρες. Εγνώριζα εξ άλλου ότι το δωμάτιόν της ήτο πνικτικόν και κακώς αερισμένον. Αλλά δεν είναι ανάγκη να σας επιβαρύνω με ανωφελείς λεπτομερείας, ούτε να σας περιγράψω τα εύκολα στρατηγήματα διά των οποίων κατώρθωσα ν' αντικαταστήσω το κηρί του κηροπηγίου με άλλον ιδικόν μου. Την επαύριον πρωίαν εύρον το πρόσωπον νεκρόν εις το κρεββάτι, και η ιατροδικαστική γνωμάτευσις ήτο ότι: «απέθανεν από την επίσκεψιν του Θεού».
Εκληρονόμησα την περιουσίαν του και εκαλοπερνούσα επί πολλά έτη. Ούτε μίαν φοράν δεν επέρασεν από το μυαλό μου ότι ήτο δυνατόν ν' ανακαλυφθή το έγκλημα. Εξηφάνισα επιμελώς και τα υπόλοιπα του κηρίου. Δεν άφησα να υπάρχη ούτε η παραμικροτέρα σκιά υπονοίας, ούτε κατά φαντασίαν, ότι εγώ εδολοφόνησα την γυναίκα. Δεν ημπορεί να φαντασθή κανείς τι μεγάλο αίσθημα ικανοποιήσεως εβλάστανεν εις την καρδίαν μου όταν εφανταζόμην την τελείαν ευμάρειαν της καταστάσεώς μου. Επί πολύ ακόμη εσυνήθισα να ευχαριστούμαι εις το αίσθημα αυτό. Μου παρείχε μεγαλυτέρας ευχαριστήσεις από όλα τα υλικά καλά που το έγκλημα μού έγινεν η πηγή των. Αλλ' ολίγον κατ' ολίγον ήλθεν η στιγμή όπου η ευχαρίστησις αυτή μετεβλήθη σχεδόν με ανεπαισθήτους βαθμούς εις μίαν τυραννικήν και διεστραμμένην σκέψιν, και η οποία με εκούραζε διότι με ηνώχλει. Μόλις μου επέτρεπε μίαν στιγμήν αναπαύσεως. Είναι πράγμα κοινότατον να έχωμεν τα αφτιά μας κουρασμένα ή μάλλον την μνήμην από ένα είδος βόμβου, ως αντήχησιν ενός αθλίου άσματος, ή κομματιού όπερας με χωρίς κανένα ενδιαφέρον. Και η νευρική ταραχή δεν είναι μικροτέρα όταν το τραγούδι έχει μίαν ιδικήν του αξίαν, ή εάν το ύφος της όπερας έχη κάποιαν αξίαν.
Έτσι λοιπόν ήρχισα να μελετώ και εγώ την ευμάρειάν μου και να επαναλαμβάνω με χαμηλήν φωνήν την φράσιν αυτήν: «Δεν έχω τίποτε να φοβηθώ».
Μίαν ημέραν, όταν περιεφερόμην κατά μήκος των οδών, επρόφερα σχεδόν με υψηλήν φωνήν τας συνήθεις συλλαβάς. Με μίαν ασυνήθη ευστροφίαν τας επανέλαβα υπό νέαν μορφήν. Δεν έχω να φοβηθώ, -δεν έχω τίποτε να φοβηθώ- μάλιστα, -εφ' όσον δεν θα κάμω την ανοησίαν να καταγγελθώ εγώ ο ίδιος.
Μόλις απήγγειλα τας λέξεις αυτάς, οπότε ένοιωσα να μου περνά πάγος την καρδιά μου.
Είχα μορφώσει κάποιαν πείραν από τας εξάρσεις αυτάς της διαστροφής, αι οποίαι μ' εβασάνιζαν όταν επεχείρουν ν' αναλύσω την φύσιν, και δεν υπωπτευόμην καν ότι δεν θα ημπορούσα καθ' οιονδήποτε λόγον να κατανικήσω τας επιθέσεις των. Και ιδού ότι η πρόσκαιρος αυθυποβολή -το δυνατόν του να καταγγελθώ ο ίδιος- με συνώρευε με την σκιάν αυτήν του θύματός μου και με τραβούσε προς τον θάνατον. Πρώτα-πρώτα επεχείρησα ν' αποσείσω τον λήθαργον αυτόν. Ήρχισα να βαδίζω νευρικά -γρηγορώτερα- ταχύτερα ακόμη -και τέλος ήρχισα να τρέχω. Εδοκίμασα την καταστρεπτικήν ανάγκην να φωνάξω με όλας μου τας δυνάμεις. Κάθε επιδρομή νέας σκέψεως μου προσέθετε και νέους τρόμους. Διότι, αλλοίμονον, ήξευρα πολύ καλά ότι πάσα σκέψις, εις την κατάστασιν που ήμουν, εσήμαινε και την καταστροφήν μου. Σαν ένας τρελλός, επηδούσα από τους δρόμους γεμάτους από ανθρώπους. Τέλος οι διαβάται ετρόμαξαν και ήρχισαν να με καταδιώκουν. Καταλάβαινα τότε ότι η δυστυχία μου επλησίαζεν. Εάν ημπορούσα να ξεσχίσω την γλώσσαν μου θα το έκαμνα. Αλλά μία αγρία φωνή ήχησεν εις τα αφτιά μου, και ένα χέρι ακόμη αγριώτερον με άρπαξεν από τον ώμο. Εγύρισα πίσω, εζήτησα ν' αναπνεύσω και πάλιν. Μίαν στιγμήν υπέστην όλην την φρίκην του πνιγμού· έγινα τυφλός, κουφός, ανόητος· και μοι εφάνη ότι ένας δαίμων αόρατος μου έδινεν από πίσω μια γερή γροθιά. Το μυστικόν, που τόσον καιρόν ήτο κρυμμένον, εβγήκεν από την ψυχήν μου.
Φαίνεται ότι εξεφράσθην με μίαν πολύ καθαράν φωνήν, με ένα διαυγή τονισμόν, και με μίαν μεγάλην ταχύτητα, ωσάν εφοβούμην μήπως διακοπώ προ του τέλους της σύντομης διακηρύξεώς μου, αλλά και θεμελιώδους, αφού με έκαμνε λείαν του δημίου και του Άδου.
Όταν είπα παν ό,τι ήτο αναγκαίον διά να πείσω πληρέστατα την δικαιοσύνην, έπεσα με τα μούτρα χάμω, λιπόθυμος.
Αλλά διατί να είπω περισσότερα; Τώρα ιδού φορτωμένος αλυσίδες εις την φυλακήν αυτήν. Αύριον θα είμαι ελεύθερος. Αλλά πού;
Edgar Allan Poe, Weird stories (Αλλόκοτες ιστορίες)
Μετάφραση Νικόλαου Σπανδώνη για τον εκδοτικό οίκο Γεωργίου Φέξη, 1914
Πηγή: Project Gutenberg
Διαβάστε την επόμενη αλλόκοτη ιστορία!