Δημήτρη Χατζῆ
Σὲ ἀρκετὲς πόλεις τῆς Ἑλλάδας ὑπῆρχαν ὡς τὰ τελευταῖα χρόνια συντεχνίες, δηλαδὴ κλειστὲς ἐπαγγελματικὲς ὁμάδες, ποὺ λέγονταν ἐσνάφια ἢ ἰσνάφια ἢ σινάφια τέτοιες ἦταν: τῶν χαλκωματάδων, βυρσοδεψῶν (ταμπάκηδων ἢ ταμπάκων) κ.ἄ. Πολλὲς ἀπ᾿ αὐτὲς τὶς συντεχνίες ἔχουν τὶς ῥίζες τους στὴν οἰκονομικὴ ὀργάνωση τῶν βυζαντινῶν χρόνων. Ἡ ἐποχή μας ἐξαφάνισε τὶς περισσότερες. Στὸ μαρασμὸ τῆς συντεχνίας τῶν ταμπάκων στὰ Γιάννενα ἀναφέρεται καὶ τὸ διήγημά μας.
Γαλαζοπράσινη καὶ βαθιά, δίπλα στὴ μικρὴ πόλη, ἁπλώνεται ἡ λίμνη. Μέσα στὰ νερά της καθρεφτίζει τὰ ψηλά του τὰ τείχια τὸ παλιὸ μεσαιωνικὸ καὶ -θέλουν νὰ λὲν- ἀκόμα παλιότερα κάστρο της.
Πίσω ἀπ᾿ τὴν ἀνατολικὴ πλευρὰ τοῦ κάστρου, στὴν ἄκρη, ἄκρη τῆς λίμνης, πάνω στὴν ὄχτη της, βρισκόταν ὁ μαχαλᾶς τῶν ταμπάκικων. Ἔτσι τὰ λέγανε τὰ βυρσοδεψεῖα. Καὶ ταμπάκους λέγανε τοὺς βυρσοδέψες -ταμπάκηδες ποὺ τοὺς λένε στὶς Σέρρες, στὸ Βόλο, θαρρῶ καὶ στὴ Σύρα.
Σ᾿ ὅλο τὸ μάκρος τοῦ μαχαλᾶ, μέσα στὸ νερὸ τῆς λίμνης, ἀραδιαζόντανε τὰ τομάρια, τεζαρισμένα καλὰ σὲ ξύλινα τελάρα καὶ τὰ παίρναν ὕστερα, ἅμα μουλιάζαν καὶ τ᾿ ἀργάζανε μέσα στ᾿ ἀργαστήρια- στὰ ταμπάκικα.
Ὅλα θὰ ῾τανε καμιὰ δεκαπενταριὰ-εἴκοσι αὐτὰ τ᾿ ἀργαστήρια, λιθόκτιστα, δίπατα, ὅλα μὲ θολωτὲς μεγάλες πόρτες, στὴ σειρὰ κι ἀκουμπισμένα στὰ τείχια τοῦ κάστρου. Τὸ κάτω πάτωμα εἶχε τὰ παράθυρα μικρά, σὰν πολεμίστρες. Ἦταν ὅλο ἕνα μεγάλο χαγιάτι πλακόστρωτο, μὲ κάτι ξύλινες σκάφες ἀπὸ δῶ κι ἀπὸ κεῖ. Μέσα σ᾿ αὐτὰ τὰ χαγιάτια, κᾶνε ξυπόλητοι, κᾶνε μὲ κάτι μεγάλα ποδήλατα καὶ ξεβράκωτοι -δηλαδὴ μονάχα μὲ τὸ βρακί τους- δουλεῦαν οἱ ταμπάκοι τὰ δέρματα. Τ᾿ ἀπάνω πάτωμα πρόβαλλε στὸ δρόμο κάπου μισὸ μέτρο παραέξω ἀπ᾿ τὸ κάτω κι εἶχε τὰ παράθυρα μεγάλα -εἶδος βενετσιάνικα. Ἤτανε τὸ κατοικιό τους ἐκεῖ κι ἀνεβαῖναν ἀπὸ μία μικρὴ ξύλινη σκάλα μέσ᾿ ἀπ᾿ τ᾿ ἀργαστήρια. Ὁ τόπος, ὅλος τριγύρω βρωμοκόπαγε τὴν ξινὴ δριμίλα τοῦ τομαριοῦ.
Οἱ ταμπάκοι παινεύονταν πὼς ἦταν ἀπὸ τοὺς παλιότερους κατοίκους αὐτῆς τῆς πόλης καὶ πὼς ἦταν ὅλοι τους ἀρχόντοι «καστρινοὶ» ποὺ τοὺς πέταξαν οἱ Τοῦρκοι ἀπ᾿ τὸ κάστρο ὕστερα ἀπ᾿ τὴν ἐπανάσταση τοῦ Σκυλόσοφου, στὰ 1612. Καὶ στ᾿ ἀλήθεια, μιλούσανε τὸ ἰδίωμα τῆς πόλης καθαρότερα ἀπ᾿ ὅλους τοὺς ἄλλους καὶ τὸ κρατοῦσαν ἀμόλευτο στὸ λεξιλόγιο καὶ στὴ φωνητική του.
Τὰ νταραβέρια τους ὡστόσο μὲ τὴν πόλη ἦταν πολὺ λιγοστά. Σχεδὸν ποτὲ δὲν ἀνεβαῖναν «ἀπάνω» ἂν δὲν εἴχανε κάποια δουλειά. Καταφρονούσανε τοὺς καινούριους κατοίκους της καὶ μπορεῖ κανένας νὰ πεῖ πὼς μήτε τοὺς ἤξεραν τοὺς μαχαλᾶδες ποὺ φκιάσαν οἱ μικρασιάτες πρόσφυγες. Ἔμεναν ἐκεῖ, πίσω ἀπὸ τὸ κάστρο, ἕνας κόσμος ξεχωριστὸς καὶ κλεισμένος. Τελειωμένος.
Λίγο παραπάνω ἀπ᾿ τὰ δικά τους τ᾿ ἀργαστήρια, ἤτανε τὰ ξυλάδικα. Μετσοβῖτες καὶ ζαγορίσιοι -ἀπ᾿ τὰ βλαχοζάγορα- δουλεύαν ἐκεῖ. Οἱ ταμπάκοι δὲν εἴχανε κανένα νταραβέρι μαζί τους. Δύο δρόμους παραπάνω οἱ βαρελᾶδες-μετσοβῖτες καὶ βλάχοι κι αὐτοὶ βοβουσιῶτες καὶ ντρομπρινοβίτες, κοπανούσανε χρόνια ἐκεῖ πέρα, πάνω στὰ ρόμπολα καὶ τὶς ὀξιές, μὲ τὰ ξύλινα σφυριά τους, τὸν ἴδιο μόχτο. Οἱ ταμπάκοι τοὺς ξέρανε, τοὺς καλημερίζαν, διαφορὲς δὲν εἶχαν μαζί τους καὶ πάρα-δῶσε δὲν εἶχαν. Ἦταν, βλέπεις ντατσκαναραῖοι, ἤγουν χωριάτες. Λίγο παρακάτω, δίπλα στ᾿ ἀργαστήρια τους ἦταν ἡ Σκάλα. Τὰ μεγάλα καΐκια τῆς λίμνης, σκαφιδωτὰ κι ἀργοκίνητα, σφαχτά, τυριά, βουτύρατα καὶ τὰ τέτοια. Οἱ ταμπάκοι ψωνίζαν ἅμα χρειαζότανε κάτι, μὰ καὶ κεῖ δὲν εἴχανε πολλὰ νταραβέρια -τί νταραβέρια μὲ τοὺς χωριάτες; Τὸ βράδυ πηγαίνανε σὲ δικά τους κρασοπουλειὰ ὅπου δὲν πατούσαν χωριάτες -μονάχα καϊκτσῆδες ἀπὸ τὸ μικρὸ νησὶ τῆς λίμνης μπαίνανε καμιὰ φορὰ καὶ πίνανε λίγο μαζί τους, πρὶν γυρίσουν στὸ νησί τοὺς τὸ βράδυ. Μ᾿ αὐτοὺς τοὺς ἕνωνε τὸ πάθος τοῦ κυνηγιοῦ -γι᾿ αὐτὸ τοὺς δίναν τὸ ἐλεύτερο νὰ κάτσουνε δίπλα τους.
Σ᾿ αὐτὰ τὰ κρασοπουλειὰ τὰ δικά τους τὰ τραπέζια ἤτανε χαμηλὰ κι εἴχανε στὴ μέση μία τρύπα, γιὰ νὰ μπαίνει τὸ χειμώνα τὸ μαγκάλι. Καθότανε γύρω, γύρω, σὲ σκαμνιὰ ποὺ ῾τανε κι αὐτὰ χαμηλὰ καὶ τὸ κρασὶ πρὶν τὸ πιοῦνε τὸ ζεσταίνανε σὲ χαλκωμένους μαστραπᾶδες. Ἡ κουβέντα γύριζε πάνω σὲ παλιὲς ἱστορίες, κυνήγια, τέτοια πράματα. Ἄντρες σκληροὶ καὶ περήφανοι, σπάνια μιλούσανε γιὰ δουλειὲς καὶ συμφέροντα -δὲν τὸ καταδέχονταν. Καὶ πολιτικὴ δὲ μιλούσανε -δὲν εἴχανε μὲ ποιὸν νὰ τσακωθοῦνε, γιατί ῾ταν ὅλοι τους σφόδρα βενιζελικοί- Ἑλλάδα τῶν πέντε θαλασσῶν, καθὼς ταιριάζει σὲ παλιοὺς καστρινοὺς ἀρχοντᾶδες. Ψήφιζαν πάντοτε καὶ τὸ βενιζελικὸ ὑποψήφιο δήμαρχο καὶ τοὺς βενιζελικοὺς ἐπιτρόπους στὸ μητροπολιτικὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου καὶ τελειώνανε καὶ μ᾿ αὐτά. Αὐτάρκεια. Ἠθική. Κοινωνική. Πολιτική.
Καὶ ἐπαγγελματική. Κανένας δὲν ἔφυγε ἀπ᾿ τὸ ἐπάγγελμα καὶ κανένας ξένος δὲν ἔμπαινε -ἡ παράδοση τοῦ συναφιοῦ, πού ῾ταν κι ἀπὸ τὰ παλιότερα τῆς πόλης, λὲν οἱ ἁρμόδιοι, δὲν εἶχε ἀλλάξει ἀκόμα. Μόνο ποὺ στὰ χρόνια ποὺ γράφω, καθὼς ἦταν λιγοστοὶ καὶ δενόνταν ὅλοι μὲ συγγένειες μεταξύ τους, εἶχε γίνει πιὰ καὶ δουλεῦαν συνεταιρικὰ σὲ κάθε ργαστήρι. Μαστόροι καὶ καλφᾶδες γίναν ἕνα -ἦταν ὅλοι τους μαστόροι πιά- καὶ νοικοκυραῖοι. Αὐτὸ μονάχα εἶχε ἀλλάξει. Ὅλα τ᾿ ἄλλα μέναν ὅπως ἦταν ἀπὸ τὸν καιρὸ ποὺ πρωτόγιναν αὐτὰ τ᾿ ἀργαστήρια. Πολὺ λίγο γνοιαζόνταν αὐτοὶ νὰ μάθουν τί γίνεται ἀλλοῦ μὲ τὰ δέρματα. Ἀκόμα καὶ στὴν ψαρόκολλα -τσουκάλι τὴ λέγανε- τὴ φκιάχνανε πάντα μονάχοι τους ἀπὸ τὰ ψάρια τῆς λίμνης. Καὶ βαφὲς καὶ βαψίματα ὅπως τὰ ξέραν, ὅπως τὰ βρῆκαν. Καὶ ὅλα. Ὅπως τὰ ξέραν, ὅπως τὰ βρῆκαν. Ἀναντὰμ παπαντάμ.
Ταμπάκος ἀναντὰμ παπαντὰμ ἤτανε κι ὁ Σιούλας. Ἀπὸ πατέρα ταμπάκο, ἀπὸ μάνα κόρη ταμπάκου. Ἐκεῖ γεννήθηκε. Ἐκεῖ ἔπαιξε τὰ κότσια καὶ τὴ σκλέντζα -ὅπως λέγανε τὸ ξυλίκι- τὶς ὁμάδες -ὅπως λέγανε τὶς ἀμάδες- τ᾿ ἀμπελοπήδημα καὶ τὰ σκλαβάκια καὶ χτυπήθηκε στὸν πετροπόλεμο μὲ τὰ παιδιὰ ἀπ᾿ τοὺς γειτονικοὺς μαχαλᾶδες. Ἐκεῖ ἔμαθε γράμματα καὶ κολύμπι, πρωτοπῆγε στὴν ἐκκλησιὰ καὶ στὸ κυνήγι στὴ λίμνη. Καὶ μεγάλωσε, μπῆκε στὴ δουλειά, παντρεύτηκε κι ἔφκιασε δική του φαμίλια κι ἔμεινε πάντα μὲ τὴν ψυχή του γεμάτη κλειστὴ περηφάνεια, ἀτράνταχτη αὐτάρκεια κι ἀδυσώπητη καταφρόνια γιὰ κάθε καινούριο. Κάθε νεωτερισμὸς ἦταν ξιπασμός.
Ἕνας δικός τους -σπανιότατο πράμα- πῆγε καὶ ξενιτεύτηκε. Πῆγε μακριὰ καὶ γύρισε κάποτε μὲ χρυσὴ καδένα στὸ γιλέκο καὶ παρᾶδες στὴν τζέπη. Καὶ καθὼς τὸ αἷμα δὲ γίνεται νερό, στριφογύριζε ὅλη μέρα στὰ ταμπάκικα καὶ τὸ βράδυ πήγαινε στὰ κρασοπουλειὰ τὰ δικά τους καὶ καθόταν μαζί τους. Καὶ γιατί νὰ μὴ κάθεται. Μόνο ποὺ ξεπήδαγε κάθε τόσο κι ἤθελε πάντα νὰ λέει γιὰ τὶς χῶρες τὶς μακρινὲς καὶ τὰ θάματα πού ῾δαν τὰ μάτια του. Τὸν στραβοκοιτάξανε στὴν ἀρχή, τὸν ἀποπήρανε καναδυὸ φορές, πάλι δὲν ἔλεγε νὰ τὸ κόψει.
Ἤτανε λέει μεσημέρι, καλοκαίρι, κι οἱ ταμπάκοι, ὅπως ἤτανε μὲ τὰ βρακιά τους μονάχα στ᾿ ἀργαστήρια, βγῆκαν λίγο νὰ ξαποστάσουν καὶ νὰ πάει καὶ τὸ ψωμὶ παρακάτω, ὅσο νὰ πιάσουνε πάλι δουλειά. Ἤτανε κι αὐτὸς ἐκεῖ καὶ πῆγε πάλι κάτι νὰ πεῖ, πάλι γιὰ τὰ ταξίδια.
-Καὶ δὲ μοῦ λές, σὲ περικαλοῦμε, τὸν ρώτησε ἄξαφνα ὁ Σιούλας καὶ σηκώθηκε σιγὰ σιγὰ καὶ πῆγε κοντά του. Ἔμαθες καὶ νὰ διαβάζεις τίποτα φράγκικα ἐκεῖ ποῦ πῆγες;
-Καὶ βέβαια... Κατιτὶς ἔμαθα, εἶπε ὁ ἀνύποπτος ἄνθρωπος.
-Τότες διάβασέ μας ἐδῶ πέρα τί γράφει. Τοῦ γύρισε τὸ πισινά του καὶ χτυποῦσε μὲ τὶς δύο του τὶς παλάμες τὰ μεγάλα γράμματα τῆς ξενικῆς μάρκας ποὺ ῾τανε σταμπαρισμένα, στὸ πανὶ τοῦ βρακιοῦ του.
Οἱ ταμπάκοι γελούσανε δυνατά, γελοῦσαν κι οἱ γυναῖκες ἀπ᾿ τὰ παράθυρα. Αὐτὸς χτύπαγε πάντα μ᾿ ἄγριο πάθος τὰ πισινά του μὲ τὶς παλάμες του.
-Διάβασέ τα, ντέ...
Ὁ ἄνθρωπος λέει ἔβγαλε τὴν καδένα ἀπ᾿ τὸ γιλέκο καὶ ποτές του δὲν ξαναμίλησε γιὰ τὰ ταξίδια του καὶ τοὺς Φράγκους του -τουλάχιστον ἐκεῖ στὰ ταμάκικα. Δὲν εἶχε ἀστεῖα μ᾿ αὐτούς.
Περνᾶν ὡστόσο τὰ χρόνια, οἱ ἄνθρωποι γερνᾶνε, ῥεύουνε χρόνο μὲ χρόνο τὰ τείχια τοῦ κάστρου, ἀλλάζουν ὅλα καὶ μήτε προφταίνεις νὰ τὸ νιώσεις. Δίχως νὰ τὸ νιώσει κι ὁ Σιούλας, τὰ μαλλιά του πῆραν κι ἀσπρίζαν. Τὰ πόδια του, χρόνια μέσα στὰ νερά, κάπου τὸ βράδυ πιανότανε. Ἡ Σιούλαινα, σὰν κουνέλα, κάθε χρόνο γεννοῦσε καινούριο Σιουλόπουλο. Καὶ μία τρακάδα παιδιά, πρέπει νὰ χορτάσουν καὶ νὰ ντυθοῦν καὶ νὰ ποδεθοῦν καὶ νὰ πᾶνε σκολειό -ἀλέθεται ὁ ἄνθρωπος μὲ τοῦτο καὶ κεῖνο καὶ τό ῾να καὶ τ᾿ ἄλλο, μὲ τὸ σήμερα καὶ μὲ τ᾿ αὔριο, δὲν προφταίνει μία στιγμὴ νὰ σταθεῖ καὶ νὰ ἰδεῖ τί γίνεται ὁλόγυρά του.
Καὶ οἱ ταμπάκοι δὲν προφτάσαν κι αὐτοὶ νὰ ἰδοῦνε τί γίνεται γύρω τους, τί ν᾿ ἄλλαξε τάχα καὶ πότε ν᾿ ἄλλαξε, κι ἡ δουλειὰ στὰ ταμπάκια ὅλο καὶ χειρότερα πήγαινε. Σεβρά, λουστρίνια, ἀδιάβροχα τὰ φέρναν ἀπόξω, φτηνότερα καὶ καλύτερα δουλεμένα, ἀκόμα καὶ τὶς βακέτες καὶ τὰ σολοδέρματα. Δύο τρεῖς παλιοὶ δερματεμπόροι στὸ παζάρι τῆς πόλης τὸ βρήκανε συμφερότερο, αντὶ νὰ παιδεύονται μὲ τοὺς ταμπάκους, νὰ μαζώνουνε τὰ τομάρια καὶ νὰ τὰ στέλνουν ἀκατέργαστα στὴν Ἰταλία, στὴ Μασσαλία, ἀκόμα καὶ στὴ Σύρα, γιὰ νὰ τ᾿ ἀργαστοῦν ἐκεῖ. Μὲ τὶς μηχανές.
Ἄρχισε ἔτσι σιγὰ σιγὰ καὶ κάθε βράδυ στὰ κρασοπουλειὰ τῶν ταμπάκων ἁπλωνότανε μία θολὴ καταχνιὰ πάνω ἀπὸ τὰ σκυμμένα κεφάλια. Καμπόσοι δουλεύανε πιὰ δύο τρεῖς μέρες τὴ βδομάδα μονάχα. Καμπόσοι ξέραν πὼς δὲν ἀφήσανε τίποτα στὸ σπίτι τους γιὰ τὸ βράδυ. Καὶ τὸ ξέραν ὅλοι πὼς οἱ γυναῖκες τους διακονεύονται ἡ μία μὲ τὴν ἄλλη, μοιράζονται αὐτὲς τὸ φαρμάκι καὶ τὸ πίνουνε μοναχές τους, δίχως νὰ τοὺς λένε τίποτα μήτε παραέξω νὰ λένε, ἂν τύχει κι ἔχουν δικούς τους.
Αὐτοὶ -κανένας δὲν κλαιγότανε, δὲν μαρτύραγε τίποτα γιὰ τὴ φτώχειά του, ντρεπόνταν ὁ ἕνας τὸν ἄλλονε νὰ μιλήσουν. Καὶ κανένας δὲν ξέκοβε, δὲν ἔφευγε νὰ πιάσει ἄλλη δουλειά, τέτοια προδοσιὰ δὲν τὴν ἔκανε. Βαστοῦσαν ὅλοι μαζὶ τὸ ταμπάκικο, τὸ βαστούσανε σὰν ἕνα ταμπούρι, σὰν νὰ μὴν ἄλλαξε τίποτα. Καὶ τὶς Κυριακές, ὅλο τὸ χειμώνα, τὰ δίκαννά τους ἀπὸ τὴ λίμνη ἀντιλαλούσανε πάντα στὴν πόλη σὰν ἕνα ἀδάμαστο «παρών» -τ᾿ ἀντρίκειο πάθος τους, τ᾿ ἀρχοντικὸ τοῦ κυνηγιοῦ.
Στὰ μεγάλα κλείσματα -κλεισίματα τῶν πουλιῶν δηλαδὴ- ποὺ γινόνταν στὴ λίμνη ἀπ᾿ ὅλους μαζὶ τοὺς κυνηγούς, αὐτοὶ μένανε πάντα πρῶτοι καὶ καλύτεροι. Τό ῾χανε σὰν προνόμιο ν᾿ ἀρχίζουν αὐτοὶ πρὶν ἀπὸ τὸ χάραμα ἀπὸ τὴν πιὸ μακρινὴ ἄκρα τῆς λίμνης, λαμβάνοντας, ἀγάλια ἀγάλια καὶ ὅλο κλείνοντας μὲ τὸ ντουφεκίδι τους πρὸς τὴ μέση της λίμνης τὰ τρομαγμένα κοπάδια ἀπ᾿ ἀγριόπαπιες -γέσια καὶ καναβές, καθὼς τὰ ῾λέγαν- φαλαρῖδες -τὰ μαῦρα νεροπούλια μὲ τὶς ἄσπρες μύτες- καὶ κάποτε καὶ τὶς μεγάλες ὄμορφες ἀγριόχηνες πὄχουνε μπροστὰ στὰ στήθια τους κάτω ἀπ᾿ τὰ φτερά τους ἕνα δεύτερο φτερό, σὰ μετάξι καὶ σὰ μαλλί, ποὺ τὸ λένε μπάλσαμο καὶ τὸ φύλαγαν οἱ γυναῖκες γιὰ τὶς πληγὲς -τέλειο πράμα.
Στὴ μέση της λίμνης στεκόνταν ἀράδα μέσα στὶς βάρκες τους μὲ τὰ δίκαννα στὸ χέρι, οἱ ἄλλοι κυνηγοὶ ἀπὸ τὴν πόλη καὶ τὸ νησί. Καὶ τὰ πουλιὰ πέφτανε πάνω τους, κοπάδια ὁλόκληρα, χέρια μονάχα νά ῾χεις ἐκείνη τὴν ὥρα νὰ ντουφεκίζεις κι ἄνθρωπο νὰ σοῦ γεμίζει -δουλειὰ ποὺ τὴν ἔκανε συνήθως ὁ καϊκτσῆς, λάμνοντας κιόλας σιγὰ-σιγὰ γιὰ νὰ μαζεύει τὰ σκοτωμένα πουλιὰ- σὲ κάθε βάρκα λογαριαζόταν δικό της τὸ πουλὶ ποὺ βρισκόταν κοντά της, ἄσκετο ἀπὸ ποιὸν βαρέθηκε.
Καὶ σ᾿ αὐτὰ τὰ κλεισίματα τῶν πουλιῶν τὰ μεγάλα καὶ στὰ δικά του τὰ μοναχικὰ κυνήγια τῆς Κυριακῆς, ὁ Σιούλας ξαναζοῦσε ἀκόμα τοὺς καημοὺς καὶ τὰ μεράκια καὶ τὶς περηφάνιες τῆς ψυχῆς του ἀπὸ τὸν καιρὸ τῆς νιότης του ὡς τὰ τώρα ποὺ πῆρε καὶ γέρασε, πῆρε καὶ φτώχυνε -ξέπεσε. Τὸ βράδυ γύριζε σπίτι κατακομμένος, μὲ τὰ πόδια πιασμένα ἀπὸ τὸ κάτσιμο σταυροπόδι ὅλη μέρα μέσα στὸ στενὸ καραβούλι μὲ τὰ ροῦχα μουσκεμένα ἀπ᾿ τὴν ὑγρασία. Ἄνοιγε τὴν πόρτα σπρώχνοντάς την μὲ τὴν πλάτη καὶ πετοῦσε τὰ κυνήγια στὸ πάτωμα στὴ μέση ἀπ᾿ τὸ δωμάτιο. Ξαπλωνόταν δίπλα στὸ τζάκι στὸ «μπάσι» πού ῾χαν ὅλα τὰ σπίτια στὸ χειμωνιάτικο τὸ δωμάτιο -ἔπεφτε μπρούμυτα κι ἔβαζε τὰ παιδιά του ν᾿ ἀνεβοῦν ὅλα στὴν πλάτη του νὰ τὸν πατήσουν- νὰ πατήσουν τὴν πλάτη του ποὺ τὸν πόναγε. Τὰ παιδιὰ ξεφώνιζαν, γελοῦσαν, τὸν χτυποῦσαν κλοτσιές, ξεφώνιζε κι αὐτός. Τὸ σκυλὶ ξετρελαινόταν καὶ δὲν ἤξερε ποιὸν νὰ πρωτογαβγίσει. Ἦταν ἀκόμα μία εὐτυχισμένη στιγμὴ μέσα στὴν καταχνιὰ ποὺ κατέβαινε στὰ ταμπάκικα.
Μονάχα ἡ Σιούλαινα γονατισμένη στὸ πάτωμα μέτραγε καὶ ξαναμέτραγε τὰ παπιά. Τέσσερα γιὰ τὸ σπίτι, ἕνα ζευγάρι στὴν ἀδερφή της, ἕνα ζευγάρι στὴν πεθερά της -ἂν πουλοῦσαν τὰ ρέστα; Ἦταν μία σκέψη ποὺ μήτε μὲ τὰ μάτια δὲν εἶχε κουράγιο νὰ τὴ φανερώσει σ᾿ αὐτόν. Οἱ καϊκτσῆδες, οἱ νησιῶτες κι ἄλλοι φουκαρᾶδες μέσα στὴν πόλη κυνηγούσανε, κάναν τὸ κέφι τους, τρώγαν ὅσα θέλαν καὶ βγαίναν ὕστερα στὸ παζάρι, κᾶνε μοναχοί τους κᾶν᾿ οἱ γυναῖκες ἢ τὰ παιδιά τους καὶ τὰ περιπλέον τὰ πούλαγαν. Ἕνας ταμπάκος ποτές. Γιὰ τὸν κόσμο ὅλον...
Κι ἦρθε τότε μία βδομάδα ὁλόκληρη ποὺ τ᾿ ἀργαστήρι τοῦ Σιούλα σταμάτησε. Οὔτε στ᾿ ἄλλα γινόταν τίποτα -ψευτοδούλευαν. Ἡ γυναίκα του τά ῾φερε βόλτα μοναχή της, ξετίναξε τὸ σπίτι, πῆρε κι᾿ ἀπὸ τὶς ἄλλες γυναῖκες -εἶναι ἀλήθεια πὼς ἔδωσε κάτι κρυφὰ καὶ στὸν ἑβραῖο τὸν παλιατζῆ, πού ῾χε μυριστεῖ τί γινόταν στὰ ταμπάκικα. Αὐτουνοῦ δὲν τοῦ ῾πε τίποτα, δὲν τὸν ρώτησε τίποτα, μήτε τὸν κοίταξε στὰ μάτια, ὅλη τὴ βδομάδα. Παραπάνω δὲν τὸ μπόρεσε. Σταύρωσε τὰ χέρια κι ἔκατσε κι ἔκλαψε καρτερώντας τὸ μεσημέρι ποὺ θά ῾ρχονταν ὅλοι καὶ δὲ θά ῾χε νὰ τοὺς δώσει μήτε φαῒ μήτε ψωμί.
Αὐτὸς ἀνέβηκε πάνω, μπῆκε στὸ δωμάτιο, τὴν εἶδε στὴ γωνία, τά ῾νιωσε τὰ μάτια τῶν παιδιῶν του κι ἦταν καρφωμένα πάνω του.
- Καὶ τ᾿ ἄφησες ἔτσι τὰ παιδιά;
Αὐτὴ δὲ μίλησε, καθόταν πάντα στὴν ἄκρη μὲ τὸ κεφάλι σκυμμένο.
- Καὶ δὲν ἔπαιρνες κατιτὶς ἀπὸ τὸ μπακάλη;
Ἡ γυναίκα σήκωσε μία φορὰ τὰ μάτια της καὶ κοίταξε. Μήτε λύπη, μήτε παράπονο, μήτε θυμὸς δὲν ἤτανε μέσα -τὰ μάτια της τὸν παρακαλούσανε νὰ σωπάσει. Αὐτὸς ἀγρίεψε:
- Τί δὲ μιλᾶς; Γιατί;
Ξανάσκυψε τὸ κεφάλι της:
- Δὲν μᾶς δίνει πιά, εἶπε μὲ ταπεινοσύνη, σὰ νά ῾φταιγε αὐτή.
- Καὶ ψωμί; Τί δὲν ἔπαιρνες λίγο ψωμί;
- Μήτε ὁ φοῦρνος μᾶς δίνει.
Σηκώθηκε κι ἔφυγε γρήγορα γρήγορα γιὰ νὰ κρύψει τὰ δάκρυα ποὺ τὴν ἔπνιξαν. Πιὸ πολὺ γιὰ τὴν ἀδικία τὴ δική του παρὰ γιὰ τὴ δυστυχία.
Τὰ παιδιὰ σκορπίσανε, ἔφυγε κι ἐκείνη, πῆγε στὴν ἀδερφή της νὰ κλάψουν μαζί. Αὐτὸς ἀπόμεινε μόνος μέσα στὸ δωμάτιο, μέσα στὸ σπίτι. Πιὸ πολὺ κι ἀπὸ τὴ δυστυχία, ἀπ᾿ τὴν πληγωμένη περηφάνια καὶ τὴν ντροπὴ μπροστὰ στὰ παιδιά του, ὅλο τ᾿ ἀπόγεμα, μοναχός του ἐκεῖ μέσα, σκεφτότανε τὴ γυναίκα -τὴν ἀδικία του. Ἕνας κόμπος ἀνέβαινε καὶ ξανανέβαινε στὸ λαιμό του. Εἴκοσι χρόνια μαζί της, πρώτη φορὰ στοχαζότανε τώρα γι᾿ αὐτήν.
Ἔπαιρνε νὰ βραδιάσει ὅταν σηκώθηκε. Κανένας τους δὲν εἶχε ἀκόμα γυρίσει στὸ σπίτι. Ξεκρέμασε τὸ δίκαννο, τὸ κοίταξε, τὸ ξανακοίταξε, τὸ πῆρε παραμάσκαλα καὶ κατέβηκε.
- Τί ἔπαθε -ρώτησε ὁ γύφτος- κι ἔκανε νὰ τὸ πάρει.
Δὲν τοῦ ῾χε τὴν ὄρεξη ν᾿ ἀνοίξει τώρα κουβέντες μαζί του. Ἦταν ἕνας γύφτος, ὄνομα καὶ πράμα, φουκαρᾶς ψευτοντουφεξῆς σὲ μία τρύπα στὰ μπιζεστένια -δίπλα στ᾿ ἀργαστήρια τῶν κουδουνάδων- κι ἔφκιαχνε γιὰ ἕνα τίποτα τὰ ντουφέκια τῶν φουκαράδων. Δὲν τοῦ ῾δωσε τὸ ντουφέκι, τὸν κοιτοῦσε στὰ μάτια, τὸν κάρφωνε μὲ τὰ μάτια του.
-Τό ῾χω γιὰ πούλημα, εἶπε τέλος κοφτὰ καὶ τοῦ ῾δωσε τὸ ντουφέκι. Θὰ πάρω ἄλλο.
Ἦταν ἕνα καλὸ βελγικὸ δίκαννο, δωδεκάρι δίχως λύκους. Ὁ γύφτος τό ῾ξερε ἀπὸ παλιά, μήτε τὸ πῆρε στὰ χέρια του μήτε τὸ κοίταξε. Κοίταζε αὐτόν, καὶ τὰ γύφτικα μπιρμπίλικα μάτια του παίζανε στὸ καπνισμένο του μοῦτρο. Κούνησε τὸ κεφάλι τοῦ πέρα δῶθε:
-Ὄχι. Σιούλα... Μὴ τὸ δώσεις, ἀδερφέ μου.
-Δὲν τὸ παίρνεις δηλαδή;
-Ἐγὼ τὸ παίρνω καὶ τὸ παραπαίρνω... Καὶ διάφορο θά ῾χω...
-Δὲν τ᾿ ἀφήνεις αὐτὰ τὰ γύφτικα τὰ παζάρια; Πόσα δίνεις;
-Ξέρω, εἶπε ἤρεμα, ἦταν μαθημένος νὰ τὸν λένε γύφτο -δὲν τὸν πείραζε. Ξέρω, Σιούλα, ποὺ δὲ θὰ πάρεις ἄλλο... Στενοχώριες, ἀναδουλειές, τὰ παιδιά... Μὰ μὴ τὸ δώσεις, ἀδερφέ μου, τὸ δίκαννο, δὲν τὸ ξαναπαίρνεις ὕστερα.
Ὁ γύφτος δὲν παζάρευε.
-Ξέρω... Ἤρθανε κι ἄλλοι ταμπάκοι, πολλοί, κακὸ πράμα. Ὅποιος τό ῾χε ἕνα μονάχο, ἐγὼ δὲν τὸ πῆρα... Χρόνια τρώω τὸ ψωμί σας, ὅλο μὲ τοὺς φουκαρᾶδες... Δῶστ᾿ το σ᾿ ἄλλον. Δὲν τὰ μολεύω τὰ χέρια μου...
Κατέβασε τὰ μάτια του, κατέβασε τὸ κεφάλι του. Ἕνας γύφτος τὸν εἶχε πεῖ φουκαρᾶ. Καὶ πὼς δὲν μολεύει τὰ χέρια μὲ τὸ δίκαννο τὸ δικό του. Δὲν ἤτανε γι᾿ αὐτό -μήτε τὸ σκέφτηκε. Ἀκόμα μία φορὰ μέσα στὴν ἴδια μέρα ξαναστοχαζότανε τώρα τὴν ἀδικία -κι ἀπὸ τὸ φοῦρνο τί δὲν ἔπαιρνες λίγο ψωμί; καὶ δὲν τ᾿ ἀφήνεις τὰ παζάρια τὰ γύφτικα; Ἂν ὁ γύφτος δὲν ἔβγαζε τὰ καπνά του νὰ στρίψουν τσιγάρο, θά ῾φευγε κυνηγημένος τὴν ἴδια στιγμὴ- ντρεπότανε.
-Ἔχεις δίκιο, εἶπε σὲ λίγο χωρὶς νὰ σηκώσεις τὰ μάτια του. Ὕστερα τὰ σήκωσε καὶ τὸν κοίταξε. Καλὸς ἄνθρωπος εἶσαι, τοῦ ῾πε σὰ νὰ τοῦ τὸ χρώσταγε καὶ τοῦ χαμογέλασε. Κίνησε νὰ φύγει.
Ὁ γύφτος τὸν σταμάτησε.
-Ξέρω εἶπε πάλι... Δυσκολίες, ἀναδουλειές, τὰ παιδιά... Μὰ μὴ τὸ δώσεις τὸ ντουφέκι σου, ταμπάκος ἄνθρωπος. Θὰ μαραθεῖς.
Ἔβγαλε καὶ τοῦ ῾δωσε ἕνα κατοστάρικο.
-Ἅμα εἶναι, τὸ ξαναφέρνεις...
Τὸ πῆρε. Τὸ πῆρε καὶ δὲν ἔνιωθε καμιὰ ντροπή. Τὸ κράταγε μέσα στὴ χούφτα του καὶ μία γλύκα περνοῦσε σ᾿ ὅλη του τὴν ψυχὴ ὡς τὸ κορμί του τὴν ἔνιωθε, σὰ μία ζέστα. Ὄχι ποὺ θὰ τὸ πήγαινε σπίτι. Πιὸ πολὺ γι᾿ αὐτὴ τὴ γνωριμιὰ τῶν ἀνθρώπων -πρώτη φορὰ στὴ ζωή του, τὴ γνωριμιὰ τῶν φουκαράδων, πού ῾πε κι ὁ γύφτος, πρώτη γνωριμιὰ τοῦ ἑαυτοῦ του- δὲν εἶσαι ἄδικος, ἐσὺ Σιούλα... Καθὼς περνοῦσε τοὺς δρόμους κατεβαίνοντας γιὰ τὰ ταμπάκια, κατιτὶς καινούριο, ζωντανὸ καὶ ζεστό, σὰν ἕνα φῶς ἔπαιζε μέσα του. Σχεδὸν χαρούμενο μέσα στὴν κατάμαυρη δυστυχία. Κάτι ποὺ δὲ μαραίνεται.
Εἶχε νυχτώσει πιὰ ὅταν πέρναγε τὸ δρόμο πού ῾χαν τ᾿ ἀργαστήρια τους οἱ ξυλᾶδες κι οἱ βαρελᾶδες. Ἄκουσε ποὺ φώναζαν τ᾿ ὄνομά του. Ἦταν ἕνας βαρελᾶς Μετσοβίτης -ἕνας ροδοκόκκινος, καταστρόγγυλος ἄνθρωπος μὲ φουσκωμένες τὶς πλάτες ἀπὸ τὸ σκύψιμο.
-Καλησπέρα.
-Καὶ γιὰ ποῦ βραδιάτικα μὲ τὸ δίκαννο;
-Νὰ μωρέ, ζάβωσε λίγο καὶ τὸ πῆγα στὸ γύφτο. Καλὸς ἄνθρωπος, εἶπε ξαφνικὰ χωρὶς νὰ τὸ θέλει.
-Δὲν τὸν ξέρω, εἶπε ὁ βαρελᾶς. Καὶ τί μᾶς ἔφταιξε ἐμᾶς; Ἔλα νὰ πιεῖς μία ρακή.
Ποτές του δὲν εἶχε μπεῖ σ᾿ αὐτὸ τὸ κρασοπουλειό -χάνι καὶ κρασοπουλειὸ μαζί, ποὺ πηγαῖναν οἱ ξυλάδες, οἱ βαρελᾶδες, φαμελῖτες νοικοκυραῖοι, φουκαρᾶδες τῆς γειτονιᾶς καὶ χωριάτες ποὺ νυχτώθηκαν στὴν πόλη. Ὁ βαρελᾶς πέρασε τὸ ρακὶ κι ἄρχισε κι ἔλεγε γιὰ τὶς ἀναδουλειὲς καὶ τὰ βάσανα.
-Κι ἐσεῖς δὲν εἶστε καλά, εἶπε σὲ μία στιγμή.
-Ὄχι, δὲν εἴμαστε καλά, ἀποκρίθηκε αὐτὸς καὶ δὲν ντρεπόταν καθόλου ποὺ τό ῾πε. Δὲν εἴμαστε καλά.
-Καὶ τί θὰ κάνετε;
-Δὲν ξέρω... Κανένας δὲν ξέρει...
-Κακὸ πράμα, εἶπε ὁ βαρελᾶς.
Αὐτὸς δὲν τὸν ἄκoυγε πιά. Ἔνιωθε μέσα του κείνη τὴν ὥρα σὰν ἕνα ξεχείλισμα καὶ τίποτα ἄλλο δὲν ἤθελε παρὰ νὰ σηκωθεῖ καὶ νὰ τοὺς κεράσει ὅλους ἐκεῖ μέσα, τοὺς βλάχους, τοὺς γύφτους, τοὺς χωριάτες, τοὺς φουκαρᾶδες, ὅλους. Δὲν ἔκαμε τίποτα τέτοιο. Κέρασε κι αὐτὸς ἕνα ρακὶ τὸ βαρελᾶ του καὶ τὸν καληνύχτισε πρόσχαρα.
-Καλὸς ἄνθρωπος εἶναι κι αὐτός, τὸ ῾λέγε καὶ τὸ ξανάλεγε μέσα του, νὰ τὸ νιώσει, νὰ τὸ χορτάσει. Καλὸς ἄνθρωπος -μὰ ποῦ στὸ διάολο κρύβονταν ὅλοι τους;
Μπαίνοντας στὸ δρόμο τῶν ταμπάκικων, βρέθηκε μπροστὰ σ᾿ ἕνα ἀπ᾿ τὰ κουτσούβελα τὰ δικά του. Τὸ φώναξε κοντά, τοῦ ῾δωσε κρυφὰ λεφτὰ νὰ τὰ δώσει στὴ μάνα του, τοῦ ῾δωσε καὶ τὸ ντουφέκι. Ντρεπότανε νὰ πάει μονάχος του. Κι οὔτε πῆγε ὡς ἀργὰ τὴ νύχτα, ὅταν σιγουρεύτηκε πιὰ πὼς ἐκείνη πλάγιασε καὶ κοιμήθηκε. Ἔπεσε δίπλα της στὸ στρῶμα, οὔτε κείνη μίλησε, οὔτε αὐτός, οὔτε σάλεψαν.
Πρὶν ἀπ᾿ τὸ χάραμα σηκώθηκε. Πατώντας στὰ νύχια πῆρε πάλι τὸ δίκαννο καὶ κατέβηκε. Ἐκείνη οὔτε σάλεψε πάλι. Αὐτὸς μπῆκε στὸ καραβούλι καὶ τράβηξε γιὰ τὴ Μεγάλη Βαθειά -ἔτσι τὸ λέγανε τ᾿ ἀνοιχτὸ μέρος τῆς λίμνης. Ἐλαμνε κατὰ τὶς καλαμιές, χώνοντας βαθιὰ τὰ κουπιὰ στὸ νερὸ -βιαζότανε.
Ὅταν γύρισε πίσω εἶχε φέξει πιὰ γιὰ καλά. Μία κρύα φωτεινὴ χειμωνιάτικη μέρα. Στὴν πόρτα, στ᾿ ἀργαστήρια στάθηκε κι ἔβαλε μία φωνή. Τὰ παιδιὰ κατεβῆκαν καὶ θάμαζαν τὸ πλούσιο κυνήγι. Ξεκρέμασα ἀπ᾿ τὴν πλάτη του τὸ δίκαννο καὶ τοὺς τό ῾δωσε, τοὺς ἔδωσε καὶ τρία παπιά.
-Δῶστε τα στὴ μάνα σας, τοὺς εἶπε μόνο.
Ξανάφυγε μὲ καμιὰ δεκαριὰ πουλιὰ στὰ χέρια του κι οὔτε γύρισε νὰ κοιτάξει κατὰ τὸ σπίτι. Ἤξερε πὼς πίσω ἀπ᾿ τὸ τζάμι ἦταν τὰ δάκρυά της. Καὶ τράβηξε γραμμὴ κατὰ τὸ παζάρι, μέσα ἀπ᾿ τὰ ταμπάκικα, μπροστὰ ἀπ᾿ τὰ ἀργαστήρια, στητός, χτυπώντας βαριὰ τὰ ποδήματά του...
-Ἔτσι πῆγε κάποτε ὁ πρῶτος ταμπάκος καὶ στάθηκε στὸ παζάρι καὶ πούλησε τὸ κυνήγι του -ὕστερα πήγανε κι ἄλλοι. Πίσω του ἐκείνη τὴ μέρα οἱ σάλπιγγες τῶν νέων καιρῶν γκρεμίζαν ἀπὸ θεμέλια τὰ τείχη τῆς ταμπάκικης Ἱεριχῶς μέσα σὲ πανδαιμόνιο ἀπ᾿ οὐρλιαχτὰ μηχανῶν. Κόντευε ἡ ἄνοιξη καὶ πάνω ἀπ᾿ τὴ λίμνη κοπάδια ἀγριόχηνες τραβούσανε πιὰ γιὰ ψηλότερα. Σὰν τρομαγμένα κι αὐτά...
Δημήτρης Χατζῆς
Το κείμενο περιέχεται στη συλλογή διηγημάτων «Το τέλος της μικρής μας πόλης» (1963).
Στη συνοδευτική εικόνα βλέπετε εξώφυλλα από διάφορες εκδόσεις του βιβλίου του.