Χρυσούλας Διπλάρη
Η Λευκή έβαλε μπόλικο make up στο πρόσωπό της και το άπλωσε με γρήγορες, νευρικές κινήσεις. Άπλωσε και την πούδρα και πλησίασε ακόμα περισσότερο τον καθρέφτη.
«Καθρέφτη καθρεφτάκι μου, πες μου…»
Ο καθρέφτης της αντιγύρισε την εικόνα ενός πολύ συμπαθητικού προσώπου, με μεγάλα, σκούρα μάτια και όμορφα χείλη, που το πλαισίωναν μαύρα μαλλιά, μακριά, μέχρι τους ώμους. Μακάρι να μην υπήρχαν κι εκείνα τα σημάδια…
Η Λευκή αναστέναξε. Ας έλεγαν όλοι ότι δεν τα έβλεπαν… Τα έβλεπε εκείνη κι αυτό ήταν αρκετό… Τώρα όμως έπρεπε να βιαστεί. Δεν ήθελε ν’ αργήσει στο μάθημα.
Στο τραίνο άφησε τις σκέψεις της να ξετυλιχτούν μαζί με το τοπίο, που περνούσε κι έφευγε. Ευχήθηκε να μπορούσε κι αυτή ν’ αφήσει τις σκέψεις που την βασάνιζαν πίσω, αλλ’ αυτές γατζώνονταν από πάνω της κι αρνούνταν πεισματικά να την εγκαταλείψουν, σαν μωρά παιδιά που αρπάζονται απ’ το βυζί της μάνας τους πεινασμένα και ρουφάνε με δύναμη, για να χορτάσουν. Άραγε η μάνα της τη θήλασε ποτέ; Την κράτησαν με λαχτάρα τα δυο της χέρια σε στοργική αγκαλιά, τη χάιδεψαν, την κανάκεψαν;
Δεν θυμόταν… Όσο και να προσπαθούσε, δεν θυμόταν. Το μόνο που θυμόταν ήταν τα σημάδια που άφησαν εκείνα τα χέρια στο πρόσωπό της, αυτά που την έκαιγαν ως μέχρι βαθιά μέσα της και μάταια προσπαθούσε να καλύψει με το μακιγιάζ.
Ένιωσε το πρόσωπό της να μυρμηγκιάζει κι έβγαλε πανικόβλητη το καθρεφτάκι από την τσάντα της.
«Καθρέφτη καθρεφτάκι μου, πες μου…»
Ο καθρέφτης την κοίταξε απαθής. Τίποτα δεν φανέρωσε. Το make up ευτυχώς κρατούσε…
Η διαταραχή διαγνώστηκε στην εφηβεία της, μετά την απόπειρα αυτοκτονίας.
«Διαταραχή σωματικής δυσμορφίας (ή σύνδρομο του καθρέφτη) είναι μία σωματόμορφη διαταραχή, στην οποία το άτομο σκέφτεται ότι το σώμα του έχει σοβαρές ατέλειες. Οι ατέλειες αυτές είτε είναι στη φαντασία του ατόμου, ή είναι πραγματικές, αλλά ασήμαντες. Ο υπερβολικός έλεγχος μπροστά στον καθρέφτη, μπορεί να είναι σημάδι δυσμορφικής διαταραχής» …είπαν οι γιατροί στην γιαγιά της. Η μάνα της έλειπε ταξίδι με τον άντρα της. Αλλά έτσι κι αλλιώς…
Μετά από τρία χρόνια ψυχοθεραπείας, πείστηκε επιτέλους να κάνει κάτι δημιουργικό. Κάτι που να βοηθάει το μυαλό της να ξεκολλήσει από τις βασανιστικές σκέψεις και τα χέρια της ν’ απασχολούνται και με κάτι άλλο, εκτός από το να βγάζει κάθε τρεις και λίγο το καθρεφτάκι και να κοιτάζεται εναγωνίως: «Καθρέφτη καθρεφτάκι μου, πες μου…»
Από τα πολλά που της είπε ο θεραπευτής, η Λευκή εστίασε σε μια παρομοίωση: «Ο εγκέφαλος έχει πλαστικότητα… είναι, ας πούμε, σαν το ζυμάρι… έχει δηλαδή την ικανότητα να πλάθεται και ν’ αλλάζει σε όλη την διάρκεια της ζωής, δίνοντας ελπίδες για την θεραπεία…» Όταν λοιπόν ήρθε η ώρα να επιλέξει μεταξύ διάφορων δημιουργικών σεμιναρίων, της έκανε κλικ εκείνο της ζαχαροπλαστικής. «Ας παίξω με τα ζυμάρια λοιπόν, να δω τι θα βγει…», είπε η Λευκή σ’ αυτήν που την κοιτούσε μέσα απ’ τον καθρέφτη.
Και να την σήμερα εδώ, ανάμεσα σε ζάχαρες, βούτυρα, αλεύρια και κρόκους αυγών, να παλεύει με τα ζυμάρια, να παλεύει με το μυαλό της, να παλεύει για τη ζωή της την ίδια… Ένα ζυμάρι είναι κι η ζωή και το πλάθεις μονάχος σου… ανακατεύεται με τον ιδρώτα σου και φουσκώνει ή δεν φουσκώνει ανάλογα τα υλικά που θα του ρίξεις και το πόσο θα το δουλέψεις και θα γίνει αφράτο ή σκληρό σαν πέτρα, ανάλογα τη φροντίδα και την προσοχή που θα του δώσεις…
«Σήμερα θα φτιάξουμε μηλόπιτα!» Η φωνή της δασκάλας, προσγείωσε απότομα την σκέψη της Λευκής πάνω στον πάγκο της ζαχαροπλαστικής.
«Πάρτε τις λίστες κι ετοιμάστε τα υλικά σας! Η συνταγή αυτή είναι λίγο διαφορετική από την κλασική μηλόπιτα που ξέρετε. Θα ξεκινήσουμε ετοιμάζοντας την γέμιση…»
Η Λευκή συγκέντρωσε τα υλικά της κι άρχισε να καθαρίζει τα μήλα. Δεν τα είχε και σε μεγάλη υπόληψη τα μήλα, εδώ που τα λέμε… ένα μήλο έδιωξε τους πρωτόπλαστους απ’ τον παράδεισό τους, ένα μήλο έδιωξε κι αυτήν από το σπίτι της… το μήλον της έριδος… ο άντρας της μάνας της. Μόνο που εκείνη δεν τον διεκδίκησε, τι να διεκδικήσει δεκαπέντε χρονών κοριτσάκι από έναν άντρα στα πενήντα του; Αλλά όταν η μάνα της γύρισε ξαφνικά μια μέρα στο σπίτι, την ώρα που την είχε στριμώξει στο μπάνιο, αυτό ισχυρίστηκε εκείνος.
Ότι αυτή τον προκάλεσε. Κι η μάνα της τον πίστεψε. Πάντα τον πίστευε η μάνα της. Λες και της έκανε μάγια. Ότι και να της έλεγε αυτός, ήταν ευαγγέλιο.
Κι εκείνη τη μέρα, εκείνη την τρομερή στιγμή, την ώρα που η Λευκή περίμενε τα χέρια της μάνας της να την αγκαλιάσουν, να την καθησυχάσουν, να την παρηγορήσουν, αυτά τα χέρια απλώθηκαν και την άρπαξαν βίαια, την τράνταξαν με βαναυσότητα και τα χαστούκια αφήσανε βαθιά σημάδια στο πρόσωπό της…άσβεστα σημάδια, ως τα τρίσβαθα της ψυχής της… και τα ίδια αυτά χέρια, την έσπρωξαν έξω από το σπίτι της, μακριά, σε μια γιαγιά που είχε αναλώσει όλα της τα συναισθήματα στο πένθος για τον γιο της, τον πατέρα του κοριτσιού που έφτασε κλαμένο ως την πόρτα της…
Το βούτυρο τσιτσίρισε πέφτοντας στο τηγάνι κι η Λευκή αναστέναξε. Το παρατήρησε για λίγο που έλιωνε κι άπλωνε γεμίζοντας τον πάτο του τηγανιού με τη λιπαρή υφή του. Σαν το βούτυρο κι η ζωή, λιώνει γρήγορα κι εξαφανίζεται καθώς το αίμα απλώνεται απ’ τις κομμένες φλέβες μέσα στο νερό…
Στο τσακ την προλάβανε… Αν δεν ήταν εκεί η νοσοκόμα… Η γιαγιά τα είχε χαμένα, δεν ήξερε τι να κάνει… τα άφησε όλα στην ξένη γυναίκα, που είχε πάει να της κάνει την ένεση, ας είναι καλά! Το νερό έτρεχε συνέχεια, ώσπου ξεχείλισε κι έτρεξε μέχρι έξω και τις ειδοποίησε… τέλος καλό, όλα καλά, είπαν.
Η Λευκή όμως δεν το πίστεψε. Τίποτα δεν ήταν καλά, τίποτα. Ο πόνος ήταν πάντα εκεί. Η βρωμιά που ένιωθε από τα βέβηλα χέρια δεν έφευγε με τίποτα, όσο και να την έτριβε. Μα το πιο φοβερό απ’ όλα, ήταν εκείνα τα σημάδια στο πρόσωπο, από τα χέρια της μάνας της. Τι κι αν δεν τα βλέπανε όλοι οι άλλοι;
Τα έβλεπε η ίδια κι αυτό έκανε τη ζωή της κόλαση. Ξόδευε πολλά σε κρέμες και πούδρες και make up, αλλά δεν ωφελούσε. Τα έβλεπε ακόμα, μέσα στον καθρέφτη. Γι’ αυτό κι εκείνη τον έσπασε και μ’ ένα του κομμάτι, έκοψε τις φλέβες της. Αλλά…
Έριξε τα κομμένα μήλα μέσα στο λιωμένο βούτυρο, πρόσθεσε μισό ποτήρι ζάχαρη, βανίλια και λίγο κονιάκ κι άρχισε να τ’ ανακατεύει. Τα αρώματα πλημμύρισαν τα ρουθούνια της κι έδωσαν μια μικρή τσιμπιά ευφορίας στην μουντή της διάθεση. «Πρέπει ν’ αφήσεις τ’ αρώματα της ζωής να εισχωρήσουν μέσα σου…» της είχε πει ο θεραπευτής της, όταν του μίλησε για την ενασχόλησή της με την ζαχαροπλαστική και την ευχαρίστηση που απολάμβανε εισπνέοντας τις ευωδίες των υλικών της. Εύκολο να το λες…
Βέβαια, έβλεπε κι η ίδια μια μικρή πρόοδο τώρα τελευταία. Πήγαινε στο μάθημα με μεγαλύτερη προθυμία και δούλευε στον πάγκο της με ολοένα αυξανόμενη όρεξη. Η δασκάλα το πρόσεξε και την επαίνεσε για τις προσπάθειές της… κι αυτό της έδωσε μια απρόσμενα μεγάλη ευχαρίστηση!
Ωστόσο, είχε δρόμο πολύ μπροστά της. Και υπήρχαν μέρες που η διάθεσή της σερνόταν στα πατώματα, να, όπως σήμερα… Μπορεί να έφταιγαν όμως και τα μήλα και οι συνειρμοί που έκανε μ’ αυτά… Και μιλώντας για μήλα… μμμ…παραλίγο ν’ αρπάξουν, είχαν πιει όλα τους τα υγρά και το μείγμα τσιτσίριζε και φουσκάλιαζε διαμαρτυρόμενο για την αδιαφορία της. Ουπς, κατάφερε να το σώσει την τελευταία στιγμή, ενώ η δασκάλα έδινε ήδη οδηγίες για την παρασκευή της ζύμης:
«Για τη ζύμη, χτυπάμε 200 γρ. αγελαδινό βούτυρο με 2 κουταλιές της σούπας ζάχαρη και 4 κρόκους και προσθέτουμε μετά 2 ½ ποτήρια αλεύρι για όλες τις χρήσεις, μέχρι να έχουμε μια μαλακή ζύμη…»
Κάτω από τις οδηγίες της, οι έξι μαθητές και μαθήτριές της ετοίμασαν την ζύμη και την χώρισαν σε δυο άνισα μέρη. Το 1/3 το τύλιξαν σε μεμβράνη κουζίνας και το έβαλαν στην κατάψυξη, όπου θα έμενε μέχρι το τέλος της διαδικασίας. Την υπόλοιπη ζύμη, την άπλωσαν με τα χέρια σε βουτυρωμένο πυρέξ, για να την ψήσουν στους 180 βαθμούς, επί 10 λεπτά…
«Η ζύμη είναι πράγμα ζωντανό, γι’ αυτό να της συμπεριφέρεστε ανάλογα…», έλεγε τώρα η δασκάλα. «Θέλει αγάπη και προσοχή, τρυφερή μεταχείριση, αλλά με σταθερότητα και σιγουριά, σα να κανακεύεις μωρό στην αγκαλιά…»
Η Λευκή μπερδεύτηκε για μια στιγμή. Στο μάθημα ήταν ή σε συνεδρία με τον θεραπευτή της; Κάπως έτσι της τα’ λεγε κι αυτός, μόνο που μιλούσε για την ζωή… Μα, αν είναι όντως έτσι, αν τόσο πολύ μοιάζουν ζυμάρι και ζωή, αν το ζυμάρι έχει ζωή κι η ζωή μπορεί να πλαστεί σαν το ζυμάρι, αν και το μυαλό μπορεί ν’ αλλάξει, όπως αλλάζει και το ζυμάρι κι εξελίσσεται, τότε… μήπως στ’ αλήθεια υπάρχει ελπίδα; Λες να κοιτάξει μια μέρα στον καθρέφτη και να μην μπορεί πια να δει τα σημάδια;
«Καθρέφτη καθρεφτάκι μου, πες μου…»
Κι εκείνος ν’ απαντήσει…
«Εσύ είσαι η ομορφότερη σ’ ολόκληρο τον κόσμο!»
Γιατί τα σημάδια δεν θα φαίνονται πια κι αυτό θα είναι μαγικό, ξέρουμε δα πόσο μαγικός μπορεί να γίνει ένας καθρέφτης, εκείνο το παραμύθι για το φαρμακωμένο μήλο και τον μαγικό καθρέφτη το λέει ξεκάθαρα…
Στο μεταξύ, είχε έρθει η ώρα ν’ ασχοληθούν με την κρέμα… Αυτή ήταν η ιδιαιτερότητα αυτής της μηλόπιτας. Ήταν μια μηλόπιτα με κρέμα.
Για την κρέμα, έπρεπε να χτυπήσουν τα ασπράδια που κράτησαν χώρια από τα αυγά της ζύμης με ¾ ποτηριού ζάχαρη, σε σφιχτή μαρέγκα και να προσθέσουν μετά 4 κουταλάκια του γλυκού άνθος αραβοσίτου στιγμής βανίλια, μέχρι να «δέσει» η κρέμα.
Η Λευκή ανάσανε βαθιά το ευεργετικό άρωμα της βανίλιας κι αυτό, έφτασε ως τα φυλλοκάρδια της, ανεβάζοντας λιγάκι την πεσμένη της διάθεση. Άρα, μάλλον ίσχυε η θεωρία ότι στην αρωματοθεραπεία, η βανίλια θεωρείται ότι βελτιώνει την διάθεση και προτιμάται όταν κανείς θέλει να τονωθεί ενεργειακά.
Ο θεραπευτής της το είχε πει κι αυτό. Ίσως να έπρεπε να κοιτάξει για εκείνη τη σειρά μασάζ που περιλάμβανε και αρωματοθεραπεία. Σιγά σιγά όμως.
Προς το παρόν, έπρεπε να τελειώνει με την μηλόπιτα. Με την καθοδήγηση της δασκάλας, οι μαθητές ετοιμάστηκαν για την τελική φάση. Έβγαλαν τα πυρέξ από τον φούρνο και άπλωσαν πάνω στην ψημένη ζύμη το μείγμα του μήλου και από πάνω, την κρέμα. Έβγαλαν και την υπόλοιπη ζύμη από την κατάψυξη και με τον τρίφτη του κρεμμυδιού, έτριψαν την παγωμένη ζύμη πάνω στην κρέμα. Τώρα το γλυκό ήταν έτοιμο για τον φούρνο, όπου θα έμενε για περίπου μισή ώρα στους 180 βαθμούς… μετά, θα δοκίμαζαν να δουν τι σόι πράγμα είχαν φτιάξει.
Η δασκάλα βγήκε έξω και οι μαθητές άρχισαν να συμμαζεύουν τους πάγκους.
«Έιιιι!» της φώναξε ο Φίλιππος, από την απέναντι μεριά του πάγκου. Τον κοίταξε ερωτηματικά. «Έχεις ένα σημάδι στο μάγουλο…», της είπε. Η Λευκή μαρμάρωσε. Τι, τώρα τα έβλεπαν κι άλλοι τα σημάδια της; Να λοιπόν, που δεν την πίστευαν, να που της έλεγαν πως τα σημάδια είναι μόνο στη φαντασία της, να που … ήταν έτοιμη να καταρρεύσει και τα χέρια της ήταν πασαλειμμένα με ζύμες και δεν μπορούσε ν’ ανοίξει την τσάντα της για να πάρει το καθρεφτάκι της και της ερχόταν ζαλάδα κι εμετός από το άγχος και ο Φίλιππος ερχόταν τώρα προς το μέρος της, θεέ μου τι ντροπή να δει τα σημάδια στο πρόσωπό της και…
«Μα τι έπαθες; Εσύ χλόμιασες, φαίνεσαι έτοιμη να λιποθυμήσεις…» της είπε ο Φίλιππος που είχε φτάσει δίπλα της στο μεταξύ, κρατώντας ένα βρεγμένο πανί. Την έπιασε απ’ τα χέρια και την έβαλε να καθίσει. Μετά, πέρασε το πανί πάνω από το πρόσωπό της.
«Ορίστε! Το νεράκι θα σε συνεφέρει! Μπορεί να σε πείραξε η ορθοστασία, συμβαίνει καμιά φορά… έφυγε και το σημάδι. Είχες λίγη ζύμη κολλημένη στο μάγουλο», είπε και της χαμογέλασε. Μετά, πολύ απαλά, σα να πέρασε αεράκι, το δάχτυλό του άφησε στο μάγουλο ένα χάδι. «Πάει τώρα! Όμορφη ξανά!» συμπλήρωσε και τράβηξε απρόθυμα το χέρι του. Η Λευκή, που τόσην ώρα κρατούσε την ανάσα της, ένιωσε τα πόδια της να τρέμουν από ανακούφιση. Το κεφάλι της βούιζε από την ένταση και την εναλλαγή των συναισθημάτων, το μυαλό της δούλευε με χιλιάδες στροφές, προσπαθώντας να επεξεργαστεί όλα τα δεδομένα… ώστε, το σημάδι ήταν από ζύμη τελικά, το ζυμάρι ήταν το μόνο που είδε ο Φίλιππος… και μετά τη σκούπισε μ’ εκείνο το πανί το βρεγμένο και σίγουρα το μακιγιάζ είχε χαλάσει, αλλά και πάλι, τίποτα δεν φάνηκε, αλλιώς θα της το είχε πει αλλά εκείνος, το μόνο που είχε πει ήταν εκείνο το «όμορφη ξανά», περνώντας το δάχτυλό του πάνω απ’ τα σημάδια της μάνας της, όπως περνάει ο μαθητής το σφουγγάρι πάνω απ’ τα γραπτά του προηγούμενου για να τα σβήσει και ν’ αφήσει από πάνω τα δικά του…
Κατάφερε με κόπο να του χαμογελάσει, μια γκριμάτσα μάλλον παρά χαμόγελο, αλλά εκείνος της το ανταπόδωσε και την έστησε στα πόδια της ξανά.
«Το ήξερες πως στην μυθολογία των Κελτών, τα μήλα είναι οι καρποί της λήθης αλλά και της αναγέννησης;»
Του έγνεψε «όχι», με το κεφάλι.
«Εμπρός, πάμε να δούμε τις μηλόπιτες, προτού γίνουν κάρβουνο!» της είπε.
Ήταν ακριβώς η ώρα που έπρεπε. Τα στόματα των φούρνων άνοιξαν διάπλατα και το υπέροχο άρωμα των γλυκών γέμισε την αίθουσα με θεϊκές ευωδίες.
«Φαίνονται όλες υπέροχες! Μπράβο παιδιά!» Είπε η δασκάλα με ενθουσιασμό, μπαίνοντας στην αίθουσα. «Και τώρα, πασπαλίζουμε με ζάχαρη άχνη!»
Ζάχαρη άχνη! Γλυκιά, όπως οι υποσχέσεις… και τόσο αέρινη, σαν χάδι στο μάγουλο…
Η Λευκή σήκωσε τα μάτια της. Από την απέναντι μεριά του πάγκου, ο Φίλιππος της χαμογελούσε…
Copyright © Χρυσούλα Διπλάρη All rights reserved, 2021
Στη συνοδευτική εικόνα βλέπετε πίνακα της Carol Marine
Επίσης: