Θεοδόση Ἀγγ. Παπαδημητρόπουλου
Ὕδωρ καὶ πέλαγο, τόσο πολύ ποὺ σᾶς πίστεψα!, εἶπα.
Πόντε καὶ θάλασσα, τόσο πολύ ποὺ σᾶς πόθησα πάντα!
Τ’ ἄλογα τώρα καλπάζουν καὶ φέρνουνε πάνω τους μένα·
ἀποθαυμάζω τὸν Ἥλιο: Οἱ κόρες-ἀχτῖδες του παίζουν -
φτειάχνουνε μαρμαρυγὴ στὴ γαλάζια τῶν ἵππων τὴ χαίτη.
Πλέω δακρύων καὶ νά: γαληνεύει τὸ δάκρυ τὸ κῦμα.
Νύπτω τὰς χεῖρας μου εἰς Ὕδατα Εἰρήνης εὐθύνην λαμβάνων
δι’ ὅλον τὸ μῆκος τοῦ βίου, τὸ μέλλον τοῦ ζῶντος αἰῶνος.
Λίθος δικαίου-ἀληθείας ὑψώνετ’ ἐντὸς τῆς καρδίας·
σῶμα τῆς Ὕλης καὶ Πνεύματος εὔρωστα μὲ τὸν ρυθμό της
πάλλεται κι ὅλο προσμένει νὰ ζήσῃ, νὰ μάθῃ τὸν Κόσμο.
Ἦλθε πιὰ ἡ ὥρα τὴ Γῆ νὰ πατήσω, τὰ σπλάχνα της μέσα
μόνος νὰ δῶ -ν’ ἀντικρύσω, καινούργια-παληὰ νὰ νοήσω·
κι ἄραξα κ’ ἔρριξα κάτω τὴν ἄγκυρα -πίσω ’χω πλώρη -
μπρός μου τὴν πρύμνη. Μεγάλο τοπίο ξανοίγεται τώρα:
Λόφος τερπνὸς καὶ λειμῶνες τριγύρω καὶ δάση στὸ βάθος.
Πάνω του πάλλευκος οἶκος· θεμέλια μάρμαρου ποὺ ἔχουν
ἔντεχνα σμίλη καὶ χέρι δουλέψει· συμπλέγματα τοῦ ᾍδου:
Μίνωες, Κέρβεροι, τέρατα, φάσματ’ ἀνθρώπων δικαίων
καὶ τὰ μαρτύρια ἀδίκων, Τιτάνες καὶ τῶν Ἡλυσίων
τὰ ἥσυχα πέρα πεδία χρυσᾶ μές σ’ ἀχτῖδες ἡλίου
λάμποντος πάνω ἀπ’ τὴν ἔρημο τῆς Μεθορίου τῶν ὄντων.
Πάλι τὸ βλέμμα γυρίζει στὸ πλῆρες τοῦ ὁράματος μπρός μου·
μέθη ὡραιότητος ἅρπαξε μένα· τραγούδι ἀρχινίζω:
Πόσον ὡραῖα τὰ λούλουδ’ ἀνθίζουν καὶ πόσον ἀλήθεια
γρήγορα κάτω μαραίνονται-πέφτουν ἐκεῖ στὸν λειμῶνα.
Ἔτσι καθὼς ἀτελεύτητ’ ἀλλάζουν τὰ χρώματα πάνω
στὸ μουσαμᾶ τοῦ ἀζωγράφιστου πίνακ ́ ἀκόμα τῆς ζήσης
(κεῖ μές στὸν ἄνεμο Φῶς καὶ Σκοτάδι συνέχεια παίζουν),
χάνεται, πάει, μοῦ ξέφυγε μιὰ ὅποια ἑνότητα βίου.
Χάνεται -χάθηκε -ποιός νὰ νοιασθῇ νὰ φροντίσῃ τὸ γῆρας
σὰν τὸ προσμένω γιὰ πρόσωπα πρῶτα νὰ κλείσῃ τὸν κύκλο -
πρόσωπα ποὖν’ ὁλα τόσο κοντά μου. Ἡ λέξη: ἀγάπη
δέν τὰ χωράει· κ’ ἐκείνη – ἀκόμα κ’ ἐκείνη! – στενεύει.
Ἤθελα νὰ περπατῶ στοὺς ἀγροὺς σὰν ποιμένας μὲ ράβδο
ἤρεμα ἐληές-κυπαρίσσια μετρῶντας τὶς μέρες καὶ νύχτες,
καὶ τὰ κοπάδια τῶν σκέψεων φύλακα νἄχουν τὸν νοῦ μου.
Πότε τους εἶδαν τὰ μάτια μου τόπο ἐνδοξότερο ἐτούτου;
Μέρες καὶ νύχτες περνᾶνε λοιπὸν ἀσταμάτητα κ’ ἥσκιοι
βάζουν στὸ ζύγι τὴ δύναμη ποὔχουν τὰ μάτια νὰ βλέπουν.
Πάντα ἡ καινούργια σὰν ἔρχεται μέρα σκοτώνει τὴ νύχτα,
μ’ ὅλες τὶς ἀναβολὲς καὶ τοῦ Σκότους τὴν τόσην εὐφρόνη.
Ὅμως, ὁ χρόνος τῆς σχόλης μοῦ τέλειωσε: Τώρα τὸ δρόμο
πῆρα καὶ πάτησα σ’ ἄλλα χωράφια σπαρμένα μὲ τρόμο.
Χῶμα ξερό μενει μόνο στὰ πόδια -τὸ πράσινο φεύγει.
Λάσπη καὶ γλίτσα καὶ σκώληκες κάτω τὰ μέλη διπλώνουν.
Χόρτα καὶ λούλουδα χάθηκαν· βλέπω μιὰν ἔρημο μόνο.
Φάρος μου, ὁ ἥλιος μὲ λάμψη νὰ καίῃ τὰ πάντα τριγύρω.
Λήθη προβαίνει στὸ Φῶς τοῦ κενοῦ καὶ παλεύω ν’ ἀντέξω!
Ποιά μ’ ὁδηγεῖ ἐπιθυμία, τὸν δυστυχισμένο, σ’ Ἐκεῖνο;
Μνήμη μου ἐσύ; Ἑαυτέ τοῦ ἑαυτοῦ μου; Καὶ ζήση τῆς ζήσης;
Τρεῖς οἱ φορὲς ποὺ τὸ ρώτησα· τρεῖς μιὰ σιωπὴ νὰ καλύπτῃ -
τὸ Ἅπαν αὐτή νὰ συνέχῃ -ἀπάντηση μόνη νὰ μένῃ.
Δύναμη παίρνω, ἀέρα γι’ ἀνάσα μαζεύω καὶ κράζω:
Κρύβεσαι πίσω ἀπὸ τοῦτα; Καὶ λές νὰ βαδίσω στὴν Κύμη
τῶν Κιμμερίων μὲ τὴν καταβόθρα; Νὰ μπῶ καὶ νὰ μάθω;
Νέφη καὶ σκότος νὰ διώξω; Ἀστέρια ν’ ἀνάψω καὶ δᾷδες;
Νύχτα καὶ θλίψη ν’ ἀφήσω; Ἡμέρα-χαρὰ ν’ ἀπολαύσω;
Μεῖνε καὶ σῷσε, πανάρχαια οὐσία, τὴ δικὴ παρουσία!
Στάσου νὰ γείρω κ’ ἐκεῖ νὰ ξαπλώσω στὸν κόρφο σου μέσα.
Πιά περιμένω τὴ Γῆ νὰ μὲ πάῃ στὴν Κόρη της κάτω·
πρόβαλε κ’ ἦρθε σὰ νύφη μου δίχως ἐγὼ νἀχω πλοῦτο:
φτώχεια κυνηγάει τὰ μέλη π’ ἀκόμα κινοῦνται καὶ ζοῦνε.
Χέρι δεξὶ μὲ δεξί της μοῦ ἁρπάζει καὶ τὸ ἄλλο θαυμάζει -
κλῶνο κρατάω ἱκεσίας κ’ ἐκείνη ρωτάει νὰ μάθῃ:
– Πές μου γιατί στοὺς νεκροὺς ζωντανοὺς ὁλο ψάχνεις γιὰ ναὔρῃς;..
– Ψάχνω νὰ βρῶ στοὺς νεκροὺς ὁσ’ ἀφῆσαν καὶ φτάσαν στὸν ᾍδη·
κάτω ἀνιχνεύω καὶ βρίσκω τῆς πτώσης τὴν ὅποιαν αἰτία.
Μίλησα-γύρισα κάπως νὰ τήνε κοιτάξω στὰ μάτια.
Ὅμως ἐκείνη τὸ βλέμμ’ ἀποστρέφει μὲ φόβο μεγάλο·
χέρι καὶ κλῶνον ἀφήνει στὴν ἄκρη καὶ φεύγει ταχέως,
χάνεται ἀμέσως σὰ φάσμα μὲ τ’ ἄσπρο της πέπλο στὰ βάθη.
Κάνω νὰ πέσω στὴ Γῆ· πολεμῶ νὰ σταθῶ καὶ ν’ ἀντέξω·
χέρι τὴ νοιώθω στοργῆς ποὺ μὲ πιάνει κ’ ἐκεῖ μὲ βαστάει!
Τώρα κατάλαβα: Μήτηρ στὴ θέση τῆς Κόρης μοῦ ἐστάθη,
ὅπως ταξίδευε κάτω μαζί, γιὰ νὰ βρῇ τὸν βλαστόν της·
λύπη κι ἀγάπη τὸ χέρι της κίνησαν, ὅταν ἐμένα πεσμένο
στὸ ἔδαφος εἶδε ποὺ πάλευα ξέπνοος στὰ ἔγκατα νἄμπω.
Δύναμη μοῦ ’δωσε. Κίνησα πάλι μὲ θάρρος μεγάλο.
Ἵσταμαι τώρα καὶ ἀνέστην· στὰ σώματα μέσα βαδίζω.
Ἄδικους-δίκαιους βλέπω τὰ μάτια σὲ μέ νὰ καρφώνουν
κ’ ἔτσι φωτιὰ γαλανὴ τῆς παράκλησης στέλνουν ἀμέσως:
Φύγε, προχώρει, δὲν ἦρθε ὁ καιρός σου -ἀκόμα ἐχεις χρόνο...
Φεύγω καὶ τρέχω -περνῶ ἀπὸ κορμιὰ δρασκελῶντας χιλιάδες.
Ξάφνου μιὰ λάμψη καὶ χτύπος μακάβριος σήμαντρου ἀρχαίου:
Νέκρωσε ὁ τόπος ὁλάκερος -ψυχῶν πιὰ κενός στεκει ὁ ᾍδης.
Ψῦχος μονάχα στὸν ἄνεμο νοιώθω -τὶς φλόγες παγώνει
καὶ στὸν ἀντίλαλο ἀκούω χαλκὸ τοῦ ζυγοῦ νὰ κινῆται.
(Θἄχ’ ἡ ψυχή μου τὸ βάρος τοῦ πούπουλου γιὰ νὰ περάσῃ
ἀπὸ τὴν ψυχοστασία τοῦ ψυχοπομποῦ λυκομόρφου;
Τ’ ὅραμα μπρὸς θὰ τὸ ἀντέξω; Μοῦ φθάνεις ν’ ἀντέξω, ἐγώ μου;)
Εὖα κι Ἀδὰμ δεξιά-ἀριστερὰ νἀχουν φύγει, κ’ οἱ θύρες πεσμένες
κεῖ σταυρωτά μὲ κλειδιὰ κι ἁλυσίδες στὸ μαῦρο νὰ λάμπουν.
Ἄρατε πύλας ἀνάσες νὰ βγοῦνε στερνές στὸν ἀέρα!
Ἄρατε νἄβγουν τὰ φάσματα καὶ νἄμπουν οἱ σκέψεις!
Βρίσκομαι μόνος στοῦ Χρόνου τὸ Χῶρο· στοχάζομαι μήπως
ἤμουν ὁλόιδιος ἀπὸ τὴν Ἀρχὴ καὶ στὸ Τέλος ἐπίσης
ζῶν καὶ παρὼν κι ἀενάως ἐρχόμενος, πάλι καὶ πάλι...
Βρέφος θυμήθηκα γέροντα· τότε τὸ μέλλον μου πίσω
ἔτρεχε ὡσὰν ἀστραπή νὰ γλυτώσῃ παληά-περασμένα,
ὅπως φανῆκαν μπροστά μου: Ἀκίνητ’ ἀγάλματα λέγαν
ὅλες τους τὶς ἀπειλές (ἀπὸ μένα τὶς μάθαν ἀπέξω).
Λάσπη καὶ βοῦρκος στὸν ἔρημο δρόμο π’ ἀνοίξαν καὶ πάω·
βρίσκω δικά μου τὰ χνάρια στὸ χῶμα καθὼς προχωράω.
Πέτρα καὶ σίδερο καὶ νὰ τραντάζεται τὸ ἅπαν τοῦ Κόσμου!
Κάθε μου βῆμα ἀντηχεῖ στὸ κενό -σχηματίζονται τότε
ὄρη, κοιλάδες καὶ θάλασσες, πόλεις μεγάλες στὰ μάτια!
Πᾶσαν ἀντίκρυσα ἐστίαν τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἐννόησα ἐντός μου.
Πᾶν ἐνδιαίτημα πνεύματος ηὗρον καὶ ἀξίαν εἰς Κόσμον.
Γίνε, μοῦ λέει φωνή: ὁποιος εἶσαι μαθαίνοντας γίνε!
Δέ μὲ ξαφνιάζῃ. Καθόλου. Στὸν νοῦ λες καὶ τὄχα συνέχεια!
Τοῦτος... ὁ δρόμος μου... ὁ τελικός; Καὶ τὰ σπίτια στὸ βάθος
μές στὶς πολύβοες πόλεις ψηλώνουν, τὸ Χῶρο καλύπτουν,
κλείνοντας καὶ περισφίγγοντας, σὰν τῆς ἁλμύρας τὰ φίδια
πάνω στὸ ξόανο τῆς Ὕπαρξης μὲ τὰ παιδιά της στὰ πόδια.
Καὶ τὰ δικά μου ποδάρια βουλιάζουν στὴ λάσπη μπροστά μου.
Εἶμαι ἡ ὁδὸς τὴν ἀλήθεια ψάχνοντας, ζῶντας τὴν πάντα.
Πλέω πιὰ τώρα καὶ πάνω – ψηλά! – μὲ φτερά καὶ πετάω·
ρέω καὶ σβήνω καὶ χάνομαι κ’ ἔρχομαι ἀκέραιος, λέω -πιστεύω...
Τί ἐχω γιὰ φόβο;.. Σὰν τί νὰ τὸ τρέμω;.. Ρωτάω,.. ρωτάω...
Τἄχω πλακάκια ὁλα κάμει μὲ μένα τὸν ἴδιον ἐν τέλει.
Γνῶθι σαυτόν! Καὶ κατέκτησα τὸν «ἑαυτόν»! Ἀλλ’ ἂν ὄντως
ἔμαθα, γνώρισα ἐμένα -αὐτό νὰ τὸ γράψω τὸ θάρρος
δέν βρηκα ἀκόμα. Ἀργότερα, ἴσως... Ἀργότερα κάπως...
Ὤω! Γιατί μὲ πιέζετε; Δέ,.. δὲ μὲ βλέπετε;.. Θέμα,..
θέμα νὰ ποῦμ’ ἐχετε ἄλλο;.. Θαὐρῶ κατιτίς νὰ σᾶς γράψω!
Θέτε χαρά νὰ σᾶς φέρῃ; Μὴ θέτε τὴ λύπη, τὴ γνώση;
Τὴ χαρμολύπη καὶ τὴ «σκοτεινή» ὀψη τοῦ πράγματος μήπως;
Δύτη πνευμόνια μοῦ φύτρωσαν μέσα στὸ στέρνο. Ἀνάσα
πῆρα μεγάλη καὶ βούτηξα σ’ Ἄβυσσο (Ἔβερεστ ὄρος
μὲ τὴν κορφὴ γυρισμένη: οἱ πρόποδες πάνω νὰ στέκουν).
Πίεση σπρώχνει τὸ τοίχωμα τοῦ βαθυσκάφους καὶ νοῦ μου.
Ὅσους κι ἂν ἄκουσα λόγους, κανείς τους νὰ φτάσῃ σὲ τοῦτο:
πὼς τὸ σοφὸ χωρισμένο θὰ βρίσκεται πάντα, καὶ μόνο.
Κι ὅμως κοιτᾶς στὸ σκοτάδι τὰ ἐνδότερα καὶ τὰ κρυμμένα,
δίχως νὰ τρέμῃς καὶ δίχως καμμιά ἀνταμοιβή ν’ ἀναμένῃς!
Δέ σὲ πλανεύουν τὰ τόσα ποὺ νοιώθεις καὶ σκέφτεσαι τώρα.
Βούτηξες,.. τόλμησες,.. ἔφτασες κάτω -στὸ σκότος κεικάτω:
Κάτι παράδοξο ἀρχίζει νὰ φέγγῃ στὰ βάθη τοῦ Κόσμου...
Ἄστρα στὴν ἄβυσσο μέσα φωτίζουν τὸν τόπο ὁλοῦθε,
σὰν ὁ οὐρανὸς συναντάῃ τοῦ πόντου τὴν ἅλμη καὶ λάμψη.
Τοῦτα, κατόρθωμα μέγα -πανάξιο! Κεῖνο στοχεύω
νἄχω κ’ ἐγώ! Ν’ ἀποκτήσω! Στὸν Κόσμο νὰ λάμπω! Αἰώνια!
Ἴδια κι Αὐτός καταλάμπει στὸ φῶς τῆς ὑπέρβασης τούτης.
Ἴδια καὶ λάμψη καὶ Κόσμο ν’ ἀφήσω χωρίς νὰ δακρύσω.
Ποιάν ὡρα θἆρθα στὸ Χῶρο; Καὶ ποιά χωρα χάρισε μένα
τ’ ὄνομα; Ποιοί ἀνθρωποι χάρισαν σχῆμα, μορφή, νὰ βαδίζω;
Σκόνη τὰ πόδια σηκώνουν καὶ σκόνη στὸ βάθος προβάλλει.
Μέσα στὸν ὀρυμαγδό, ὁσους γνώρισα, κεῖνους ποὺ δὲ βρῆκα,
ὅσους ποτέ δὲ συνάντησα, πάθη κι ἀγάπες καὶ φόβους,
μὰ κι ἀρετὲς κ’ ἱκανότητες γέλιου καὶ κλάματος ὅμοια
γιὰ τὰ ποθούμεν’ ἀδιάφορα κ’ ἐνδιαφέροντα πρᾷα·
πράγματ’ ἀνίκητα καθὼς κι ἀδύναμ’ ἀδύναμων τόσων...
Γιατὶ στὸ χέρι μου νὰ τὰ διαλέξω δὲν ἦταν. Ἀλήθεια,
τίποτα ἐγὼ δὲν ἐπέλεξα -ἔτσι μὲ μάθαν νὰ λέω.
Ἤμουν μέσα στὸ σκοτάδι καὶ μᾶλλον συνέθετα σκότος
καὶ σκουντουφλοῦσα νὰ μήν ἐπιλέγω! Ἐφεύρισκα «αἰτίες» -
ξέρετε τί ἀλλοθι πρῶτο εἰν’ ἡ «αἰτιοκρατία» ἡ δικιά μου;..
̓́Αχ! Τὰ Μαθηματικά, τοὺς Ἀρχαίους σπουδάζω καὶ βρίσκω
μένα νὰ στέκωμαι καταμεσῆς τῶν στροφῶν,.. τῶν συμβόλων...
Κῶλα καὶ δεῖκτες κ’ ἐκθέτες καὶ γράμματα, κλάσματα -ὅρους
μοίρας ἀδέκαστης γιὰ ὅλους μας -δίχως ἐμᾶς, συντριβῆς μας:
μόνοι τους βέβαιο μόνο πὼς ἄνθρωποι ἐμεῖς καὶ νοοῦμε.
Δέ λογαριάζω λογάκια ποὺ τἄχουνε κάνει «κουλλοῦρες»:
Ἄλλο ’ν’ ἡ μόρφωση κι ἄλλο ἡ παιδεία· κ’ ἡ γνώση δὲ φτάνει.
Γνώση;.. Μιλᾶνε γιὰ γνώση ὡς νὰ ξέρουν τοῦτοι σὰν τί ’ναι
ὅ,τι ποτέ δὲ φτερούγισε μέσα στὰ στήθη τοῦ νοῦ τους.
Πίστη σοῦ λένε καὶ κλαῖνε -«συναίσθημα νὰ ξεχειλίζῃ»·
καὶ μιὰ βλακεία ἀπροσπέλαστη ἀπὸ τοῦ θεοῦ τους τὸ πνεῦμα.
Μπέρδεψαν ὅ,τι τοὺς εἶπε καὶ βάλαν στομάχι στὴ θέση
κεῖ τῆς καρδιᾶς καὶ προτρέπουν μ’ ἐκεῖνο νὰ σκέφτεσαι σκέττα.
Κόλλησαν κι ἄλλους πολλοὺς μὲ τὸ «βάθος» καὶ τὸ «εὖρος» τῆς «πίστης»:
Κάνεις ν’ ἀνοίξῃς βιβλία καὶ βρίσκεις κατήχηση μέσα,
ἄρνηση, μῖσος καὶ φθόνο, διωγμὸ λογικῆς κ’ ἐμπειρίας,
μὰ πουθενά μιὰν ὑπέρλογη σύλληψη καὶ σωτηρία.
Ἀδιαφορῶ λοιπὸν γιὰ λεξοῦλες ποὺ λέν νὰ ξεφύγουν.
Κάθομαι κάτω καὶ πιάνω-συνθέτω μὲ ἀδήριτη ἀνάγκη.
Γράφω ἐξισώσεις· ἰσόρροπα στέκομαι στὶς ἀνισώσεις·
στίχους σκαρώνω λοιπόν: σταθμιστὲς γιὰ τοὺς ἤχους τῆς γλώσσας,
μὰ καὶ τοῦ νοῦ ρυθμιστὲς γιὰ γαλήνη· προδρόμους σᾶς στέλνω
μιᾶς πολυπόθητης ἀπειροδιάστατης ἀταραξίας·
μέσα τους εἶμαι σημεῖο συσσώρευσης πάνω στὴ σφαῖρα·
δίδω συμπάγεια σ’ ἀκολουθίες ἀπρόβλεπτων ὄντων.
Ὅποιος κατάφερε αἰτία νὰ βρῇ μές στὸ πρᾶγμα: εὐδαίμων!
Ὅποιος κατάφερε νὰ τὴν ἀντέξῃ μακάριος στέκει!
Ὅποιος κατάφερε νὰ τὴν ἐκφράσῃ στολίδι τοῦ Κόσμου!
Ὄργανον ἔχει μονάχα τὸν ἦχο κ’ ἰσχύν του τὴ λέξη:
Δάκτυλ’ οἱ στίχοι καὶ μ’ ἕξι τοὺς τόνους κ’ μ’ ἕντεκα κιόλας
ἄτονες θέσεις, τὸ λόγο ρυθμίζουν καὶ χάρη τοῦ δίδουν·
Ἕλλην ἐκεῖνος ὁ λόγος κ’ ἠχεῖ στὴ δομὴ τῶν ἀτόμων.
(Μήγαρις ἄλλο στὸ νοῦ μου τῆς ἐλευθερίας καὶ γλῶσσας;)
Στίχοι φημόνοοι τοῦ ἔπους, γιατὶ παραδίδουν οἱ μῦθοι
ὅτι τὰ πράγματα ἐκείνων πὼς ἕπονται ἀποψιλωμένα.
Ἄπειρα πράγματα ἐκεῖ συναντάω, καθὼς τοὺς μετράω.
̔́Ενα δὲ βρίσκω: δικαιολογία τὸν Φάουστ στὸ παζάρι
ν’ ἀκολουθήσω, στὸν πάγκο τοῦ διάβολου ἀνάσα ν’ ἀφήσω.
Νιᾶτα καὶ πλούτη τοῦ ζήτησε κ’ ἔβαλε πνεῦμα ὑποθήκη.
(Λές καὶ τὰ δυό τους κορῶσαν ἀπὸ τὴν πολλήν εὐτυχία...)
Εἶναι γλυκύτατος ὁ πειρασμός: Ἡδονή τοῦ ζητᾶνε
καὶ μοναχὰ τοὺς παρέχει μιὰ σκέττην ὀδύνη γιὰ νἄχουν.
Κάκιστοι ἐμπόροι! Τοὐλάχιστο πίκρα καὶ βάσανο ἂν εἶναι
ἔπειτ’ ἀπὸ μῆνες καὶ χρόνια μὲ τόκο μικρό νὰ τοῦ δίνουν.
Ὁ Γερμανὸς θεολόγος, ἐκεῖ, σὰ νὰ τἄφερε βόλτα,
κάπως νὰ λύτρωσε γένος-πατρίδα στὰ τόσα ποὺ κάναν...
Χώρα μεγάλη τὴ γνώση του γέννησε· Ἕλληνες τότε
σπούδασε καὶ τοὺς Λατίνους ἐννόησε κ’ ὕστερα πλέον
ξέχασε, πρόδωσε, ἀργυρολόγησε, ἔσφαξε· τέλος
χάθηκε μὲ γραμματεῖς-φαρισαίους γκισὲ νὰ γυαλίζουν.
Ὅμως συνέλαβε ὁ Φάουστ, ἀπόφαση πῆρε γενναία:
Βάζεις ποὺ βάζεις γι’ ἀσφάλιστρα «ἐγγυητή»,.. νὰ διαλέξῃς
ὄχι τὸν δίκαιο, ἀλλὰ τὸν Ὕψιστο. Λύνει καὶ δένει:
Ἅμα λοιπὸν τὴν ἀπόφαση λάβῃ, τὴν ψυχή σοῦ χαρίζει!
̓͂Ω ἑαυτέ μου! Ψυχή μου, ποὺ δὲν ἀνακάλυψα ποῦθε
ἔρχεσαι -ποῦ κατοικοῦσες τὰ χρόνια ποὺ λέω πὼς σ’ ἔχω.
Χάρισμα νἆσαι θεοῦ; Μές στὸ σῶμα μου ποῦ θενα σ’ εὕρω;!
Σὰν ψιθυρίζῃ, ὁ δαίμων θὰ πρέπει ζωή νὰ σοῦ δίνῃ·
κώνειο ἀμέσως μετὰ θὰ κεράσῃ ἀθανάτου σοφίας·
ἅλως ὑπάρξεως τότε μὲ δόξα θὰ σὲ στεφανώσῃ.
Ὅμως, ἡ σάρκα πονάει καὶ νοιώθει-ἀντιδρᾷ, σὰν χτυπᾶνε
ἄγρια τὰ ὕδατ’ ἀπέξω τὴ βάρκα τὴν τρύπια, μὲ μένα
μέση νὰ κάθωμαι καὶ κυβερνήτης κουπί νὰ τραβάω.
Πάνω της κεῖ συλλογιέμαι λιγάκι ν’ ἀντέξω στὸ κῦμα...
Ὁ κυβερνήτης,.. ἡ βάρκα,.. κουπιὰ καὶ τιμόνι,.. εἰν’ ὅλα
ἕνα: ἐγώ· καὶ ἡ θάλασσα γύρω ποὺ πνίγει τὴ χώρα!
Καὶ μὲ μετράω, μὲ ξαναμετράω καὶ πάντα λογαριάζω τὸν ἕνα:
μένα τὸν ἴδιο περίκλειστο καὶ μοναχό στὸν καιρό μου.
Ἄνοιξε πέρα τὸ μαῦρο τοῦ σύννεφου· φαίνεται κι ἄλλη -
νῆσος καινούργια στὸ βάθος προβάλλει κι ἁπλώνει ν’ ἀγγίξῃ -
πέρασμ’ αὐτὴ προσπαθεῖ -συντροφιά καπως ναὔρῃ γιὰ κείνη.
Ὅμως τὰ κύματα ὀρθώνονται καὶ γαληνεύουν συνέχεια·
κρύβουν τὴ μιά ἀπὸ τὴν ἄλλην· καὶ τὰ καταπράσινα στήθη
μὲ τὸ σεντόνι σκεπάζονται ἁλμύρα γεμᾶτο καὶ δάκρυ.
Τρίαινα! Τρίαινα στέκουν τὰ πάθη στ’ ἀνάμεσο ἀνθρώπων.
Οἱ ἄνεμοι πῶς νὰ ξανάμπουν στ’ ἀσκιὰ μές τοῦ Αἰόλου, νὰ σβήσουν;..
Ἥρα κυνήγι ξεκίνησε κάθ’ εὐτυχία νὰ χαλάσῃ·
ἥρωες μέσα στὸ πέλαγος θέλει νὰ πνίξῃ -στὰ βάθη!
Θρήνησα κ’ ἔκλαψα πλοῖα-ζωὲς ρημαγμένες καὶ μόνες.
Ὕμνο ξεκίνησα ὑψίφωνο ἀλλὰ ἡ ἀνάσα μου ἐπνίγη
πάνω στὸν πρῶτο τὸν τόνο ἀπὸ κάποια παρτίτα κελύφους.
Βούτηξα ὁπότε! Βαρέλι ἡ ψυχή μου μὲ μοῦστο· μαζεύτη
χρόνους καὶ χρόνους πολλούς -τελευταίας ποιότητας ξύδι!
Μέσα ζυμώνομαι καὶ πελεκάω ἐγω ξύλο καὶ τσέρκι.
Πνεῦμα κ’ οἰνόπνευμα διυλιζόμενα πρὸς τὸ κεφάλι.
Μέσα κλειδώθηκα -τοῦ βαρελιοῦ κεῖ τὸν πάτο γιὰ σπίτι
ἔλαβα καὶ τὰ ντουβάρια σὰν ὤρθωσα μὲ τὶς σανίδες
ποὔκοψα κ’ ἔβγαλα μές ἀπὸ δάσος ψυχῆς μετὰ πεύκης.
Ὅταν Κατάβασιν τόλμησα ἐγώ, μιὰν ἀνάβασιν τότε
ἄμεση, γρήγορη-ἀπότομη ἐκτέλεσα σχίζοντας πόδια·
ὄνομα αὐτῆς: ἡ συνείδηση. Ξέμπλεξα, σκέφτηκα κ’ εἶπα -
ποῦ νὰ γνωρίζω πὼς κείνη τὴν ὥρα τὰ πάντ’ ἀρχινίσαν:
Ὅ,τι κι ἂν νοιώθω καὶ κλαίγω, ὁ ἀπέναντι δέ θενα μάθω
μήπως ἐξίσου τὸ αἰσθάνεται, δάκρυ κ’ ἐκεῖνος ν’ ἀφήνῃ
πάνω νὰ πέσῃ στὸ μάγουλο λίγο καὶ νὰ τὸ δροσίσῃ·
πάλι μαζί του θὰ βρίσκωμαι μᾶλλον μονάχος νὰ λέγω
– ὅλο νὰ λέγω – ἐκεῖνο ποὺ νοιώθω, μὰ κι ὅ,τι διαφεύγει!
Καὶ τῆς ζωῆς μου τὸ μῆκος συνέχεια μακραίνει καὶ τρέχει,
χάνεται πέρα στὸ φῶς καὶ στὸ φόνο τοῦ πόθου μου.
Πῆρα λοιπὸν μές στὸ χέρι μαχαίρι καλό, τροχισμένο,
δίκοπο κι ἄρχισα γράφοντας-κόβοντας μου τὸ κεφάλι,
μέσα σὲ πιάτο-βιβλίο νὰ τὸ βάλω καὶ νὰ τὸ γαρνίρω.
Τὸ ἔδωσα σ’ ὅλους ἀκέρηο καὶ λίγοι μετεῖχαν στὸ δεῖπνο -
λίγοι δεχθῆκαν νὰ τὸ διαμελίσουν καὶ νὰ τὸ φᾶνε·
ποῦθε νὰ βροῦν ἀντοχὴ καὶ κανίβαλοι κάπως νὰ γίνουν...
Ἄναψα φρίγανα πρῶτα μαλλιά, γιὰ ν’ ἁρπάξῃ τὸ σύμπαν,
κ’ ἔπιασα καὶ τραγουδοῦσα φωνάζοντας ἄγρια τώρα:
Γώ εἰμ’ αὐτὸ τὸ πουλὶ στὴν πυρά ποὺ σιμώνω,
καίγομαι, γίνομαι στάχτη κ’ εὐθύς ξανανιώνω πετῶντας.
Διόνυσος, φοίνικας εἶμαι-ἀναστήθηκα· σ’ ἄπιστους στέκω
μπρός καὶ κηρύττω σ’ αὐτοὺς τοὺς Πενθεῖς τὴν ἀλήθεια τὴ θεία!
Ἄρχισα κ’ ἔλεγα κ’ ἔλεγα καὶ τελειωμὸ τὸ τραγούδι
δέν εἰχε μέσα στὸ στόμα, καθὼς ἡ ψυχή μου ἀντηχοῦσε:
Χῶρος καὶ Χρόνος «κενά» εἰναι πληρέστατα νόμων κι οὐσίας -
ἕδρες ἀδιάφορες καὶ δεκτικώτατες Σύμπαντος Κόσμου.
Τὸ ἄπειρο ἐντός μου – ἐξ ἴσου – ἑδράζεται πάνω στοὺς δύο.
Τὸ ᾆσμα μου τοῦτο – κομμάτι καὶ μέρος τῆς φύσης τῶν ὅλων –
βάθρα τῶν ὄντων ὑπόκωφα σείει, θυμὸν διεγείρει.
Ἔτσι σὰ μίλησα, ἔλαβα ἀπάντηση ἀπὸ μιὰ γυναῖκα:
Κείνη ποὺ κρύβεται ἀμίλητη μές στὸ παλάτι τῆς ζήσης,
σένα ἀναμένει γιὰ νὰ ἔρθῃς μιλιά στὴν καρδιὰ νὰ τῆς δώσῃς·
σένα ἀναμένει νὰ σῴσῃς ἑαυτὸν ἀπὸ χρόνιο βάρος·
νέα προσμένει μαζί σου πνοὴ ν’ ἀποκτήσῃ κι ἀγάπη.
Τράβα λοιπὸν σὲ καινούργιες χαρὲς καὶ θυμίσου, θνητέ μου:
Κύκλος τὰ πράγματα, κέντρο του ἐσύ· περιφέρεια φτειάχνουν -
πάντα καλὰ καὶ κακὰ σὲ τροχιὰ περιφέρονται πάνω·
πέφτουν κομῆτες ἀκράτητοι πά’ στὸ φλοιὸ τοῦ σαρκίου·
πόνο σοῦ φέρνουν ἀκόμα κι ἀγάπης καὶ δόξας συγκρούσεις.
Ἔτσι σὰ μίλησε, εἶδα μπροστά μου μυστήριο μέγα:
Νά τα προβάλλουνε δίδυμα ἀστέρια καὶ δίδυμοι ταῦροι·
φτειάχνουν εἰκόνα πανάρχαιη καὶ μυστικὴ μές στὸ πλῆθος
κάπως ν’ ἀκούσῃ τὸ κήρυγμα· γέφυρα πέφτει στὸ χάσμα:
Σέρνουν χορό στὸ βουνὸ Κιθαιρῶνα· μαινάδες τριγύρω
πεύκη λυγίζουν-τοξεύουν τοὺς ἥλιους ποὺ δίδυμοι φέγγουν,
κι ὅλο μοῦ γνέφουν· καλοῦνε μαζί τους καὶ πέρα νὰ πάω,
νἄμπω στὴν πύλη τὴ χρυσελεφάντινη καὶ νὰ περάσω
πέρα στὸ Ἄπειρο, κεῖ νὰ ταξιδέψω Κατάβασιν ἔχοντας κάνει,
ἔχοντας ἤδη πιὰ πέτρα κ’ αἰθέρα σ’ ἑνότητα λειώσει,
ἔχοντας ἤδη πιὰ νοιώσει τὴν ἕλξη -τὴν ὤση, τῶν ἄστρων!
Κίνησα κ’ ἔφτασα μές σὲ νεφέλωμα σχῆμα σὰ δίδῃ,
σκόνη κ’ ἐνέργεια εἰς πῦρ καθὼς τρέπει -εἰς πῦρ ζωογόνον.
Πάτησα πιά πά’ στὶς ὄχθες τῶν ἥλιων καὶ πύρωσα ὅλος -
βρέθηκα στὰ ὕψη τραβῶντας τὴν ἄγκυρα στὰ τρίσβαθα κάτω.
Τώρ’ ἀποτέλειωσα σκέψεις τοῦ πρώτου μου μίσου στὴ ζήση·
τὸ ἕτερον ἥμισυ ἀρχίζω· γενναῖα τὸ νέο ἀντικρύζω.
Παίρνω τὰ πεῦκα ποὺ στέκουν ἀχτῖδες στὸ στέμμα τῶν ἥλιων
καὶ τὰ σωρώνω ν’ ἀνάψω φωτιά, μὲ τιμὲς γιὰ νὰ κάψω
ὅσα πεθάνανε πιά. Μὰ μαζεύω τὴ στάχη ἀποκάτω.
Κόκκο τὸν κόκκο συλλέγω μὲ κλάμα καὶ θρῆνο καὶ πόνο.
Λάρνακα φέρω γιὰ νὰ παραδώσω τοὺς δάκτυλους τούτους,
ποὺ ἔψαλα μέσα στὸν ᾍδη Ὀδυσσεὺς κι Ἀχιλλεὺς ἐπανῆλθα.
Θεοδόσης Ἀγγ. Παπαδημητρόπουλος
Προδημοσίευση ἀποσπασμάτων.
Ὅταν ὁλοκληρωθῇ τὸ ἐπικὸ ποίημα, θὰ τυπωθῇ στὶς ἐκδόσεις ΘΑΠ
Στη συνοδευτική εικόνα βλέπετε το Νεφέλωμα του Αετού (Eagle Nebula), ένα ανοικτό αστρικό σμήνος μέσα σε ένα νεφέλωμα εκπομπής, σε απόσταση 7.000 ετών φωτός.