Ἀντιγόνη

Ἠλία Βενέζη

Νικηφόρου Λύτρα (Η Αντιγόνη εμπρός στον νεκρό Πολυνείκη, 1865, Εθνική Πινακοθήκη Ελλάδας)

βρεχε σιγανά. Οἱ δύο γυναῖκες, ἡ μητέρα τῆς Καστοριᾶς κι ἡ ἀδερφὴ τῆς Θήβας, κάθονταν ἐκεῖ κάτω ἀπὸ τὸ δέντρο, λίγο πέρα ἀπ᾿ τὸν κρεμασμένο. Ἀκούγανε τὴ βροχὴ στὰ φύλλα.
-«Πόσες μέρες εἶπες εἶναι;»
-«Σήμερα εἶναι τέσσερες. Πόσο θὰ τὸν ἀφήσουν ἀκόμα;»
Κάθε πρωί, λέει, ἔρχεται ἕνας Γερμανὸς στρατιώτης νὰ βεβαιωθεῖ πὼς κανένας δὲν ἄγγιξε τὸν κρεμασμένο, πὼς εἶναι ἐκεῖ. Καὶ κάθε βράδυ. Στερεότυπα. Ἔρχεται, κοιτάζει, φεύγει. Χτὲς ἤτανε πρώτη μέρα ποὺ τὰ κοράκια κάμανε νὰ κατεβοῦνε στὸν κρεμασμένο. Γι᾿ αὐτὸ ἡ ἀδερφὴ τόλμησε νὰ πλησιάσει τὸ γερμανὸ τὸ βράδυ, σὰν ἦρθε.
-«Πότε;» τοῦ εἶπε κι ἔκλαιγε. «Πότε θὰ μᾶς τὸν δώσετε νὰ τὸν θάψουμε;»
Ὁ γερμανὸς δὲν καταλάβαινε. Ἐκείνη τοῦ ἔκανε χειρονομίες, μία τὰ χέρια πηγαίνανε στὸ κρεμασμένο σῶμα, μία στὸ λάκκο τοῦ μικροῦ ἀδερφοῦ. Ὁ γερμανὸς σήκωσε τοὺς ὤμους.
-«Δὲ ξέρω!» εἶπε ἀδιάφορα κι ἔφυγε.
Βρέχει σιγανά. Ὁ λάκκος τοῦ μικροῦ ἀδερφοῦ εἶναι μισόγεμος. Ὅταν τὸ σῶμα του ἐναποτέθηκε μέσα του, ἔπεσε πάνω του ἕνα ἐλαφρὸ στρῶμα γῆ, πέντε-δέκα δάχτυλα. Δὲν ἀφῆσαν τὸ μεγάλο ἀδερφὸ νὰ ρίξει πιὸ πολύ. Ἀνυπομονοῦσαν. Ἔτσι ὁ λάκκος μένει, περιμένοντας τὸ δεύτερο σῶμα. Ἔπειτα πάλι γῆ. Ἔτσι: ἕνα σῶμα, ἕνα γῆ· ἕνα σῶμα, ἕνα γῆ.
Βρέχει. Ἡ γῆ τοῦ λάκκου πῆρε, πῆρε νερό, πότισε τὸ σῶμα ἀπὸ κάτω, τώρα στέλνει πίσω τὸ νερό. Τὸ νερὸ κάνει μικρὲς-μικρὲς λακκοῦβες.
Πόση ὥρα πέρασε; Σὰ νά ῾ναι αἰώνας. Ἡ γυναίκα τῆς Καστοριᾶς αἰσθάνεται τὴ κούραση νὰ περνᾶ στὰ μέλη της, στὸ αἷμα, στὰ νεῦρα. Σφάλιξε τὰ μάτια. Ὅλα σὰ νὰ γίνονταν μακρινά, ἀπίθανα.
-«Ποῦ εἶμαι;» μουρμουρίζει μέσα της. «Πῶς βρίσκομαι ἐγὼ πλάϊ σ᾿ ἕνα κρεμασμένο; Χτὲς ἦταν ἕνας τρελὸς κι ἕνα λιοντάρι. Σήμερα εἶναι ἕνας κρεμασμένος. Τί γυρεύω ἐγώ;» Τίναξε ἀπότομα τὸ κεφάλι της, νὰ διώξει τὴν ἐγκατάλειψη.
-«Τὰ παιδιά μου!» εἶπε. «Πρέπει νὰ γυρίσω στὰ παιδιά μου».
-«Ναί, πρέπει νὰ γυρίσεις, τὸ καταλαβαίνω. Τί ὥρα νά ῾ναι;»
-«Μὰ τὸ μεσημέρι θὰ πέρασε. Μπορεῖ νὰ γύρισε ὁ ὁδηγός. Μπορεῖ νὰ φύγουμε».
-«Ναί, πρέπει νὰ γυρίσεις. Ἐγὼ θὰ μείνω ἀκόμα».
Θὰ μείνει ἀκόμα;
-«Ποῦ θὰ μείνεις;» τῆς λέει. «Εἶναι ἔρημα. Εἶναι ἄγρια».
Τὴν ἴδια στιγμὴ ἀκούστηκαν τὰ φτερά. Ἔρχονταν.
-«Κοίταξε!» εἶπε ἡ ἀδερφὴ τῆς Θήβας ἀνατριχιάζοντας κι ἐπίασε μὲ δύναμη τὸ μπράτσο τῆς ἄλλης γυναίκας. «Κοίταξε ἐκεῖ! Νὰ τὰ πάλι! Ἦρθαν!»
Ἦταν δύο κοράκια. Κάθισαν στὸ ψηλὸ κλαδὶ τοῦ πεύκου, σὰ νὰ θέλαν νὰ βιγλίσουν τί γίνεται, νὰ μυριστοῦν. Τὰπ τὰ φτερά, πήδησαν στὸ χαμηλότερο κλαδί. Δειλά. Δισταχτικά. Τάπ. Τὸ κρεμασμένο σῶμα τὰ ἔσερνε, τὰ καλοῦσε. Ἡ ἀδελφὴ τῆς Θήβας σκύβει, παίρνει πέτρα, τὴ ρίχνει στὸ πεῦκο.
-«Ξ-ξ-ξ-ξ!» φώναζε κι ἔκλαιγε. «Εἶδες; Εἶδες γυναίκα; Ξ-ξ-ξ-ξ!» -καὶ κουνοῦσε τὰ χέρια της νὰ διώξει τὰ κοράκια νὰ φύγουν. Φύγαν. Πάλι ἡ σιγανὴ βροχή.
-«Ἐγὼ θὰ πηγαίνω», λέει πάλι ἡ γυναίκα τῆς Καστοριᾶς. «Σ᾿ ἀφήνω».
-«Στὸ καλό. Ἐγὼ θὰ μείνω. Ἴσαμε ποὺ νά ῾ρθει ἡ νύχτα».
Ἡ Καστοριανὴ τώρα ἔτρεχε νὰ φτάσει στὸ φορτηγό. Ξαφνικά της πέρασε ἡ ἰδέα πὼς τὸ φορτηγὸ μποροῦσε νὰ εἶχε φύγει. Νὰ τὴν γυρέψαν μάταια, νὰ μὴν τὴ βρίσκαν, καὶ νὰ φύγαν.
-«Παναγία μου! Τί ἔκαμα κι ἀπολησμονήθηκα;» ἔλεγε κι ἔτρεχε.
Τὸ φορτηγὸ ἦταν πάντα ἐκεῖ, στὴ θέση του. Ὁ ὁδηγὸς ἀκόμα δὲν εἶχε γυρίσει. Ὅλοι ἦταν ζαρωμένοι μὲς στὸ φορτηγό, γιατὶ ὄξω ἔβρεχε. Τὰ παιδιά της χύμηξαν ἀπάνω της.
-«Τί ἔγινες καὶ μᾶς ἄφησες; Τί ἔγινες καὶ μᾶς ἄφησες;» κλαίγαν καὶ τὴ φιλοῦσαν.
-«Μωρά μου, τί ἔγινα!... Σωπάστε. Εἶχα ἀποξεχαστεῖ. Σωπάστε».
-«Μπὰς κι ἔφερες τίποτα; Δὲ βαστῶ πιά», εἶπε τὸ μεγάλο καὶ κοίταζε τὰ χέρια της.
-«Μωρό μου, κάμε κουράγιο νά ῾ρθει ἡ νύχτα. Τότες θά ῾χουμε φτάσει σὲ πολιτεία. Θὰ μᾶς δώσουν νὰ φᾶμε».
Κανεὶς ἄλλος δὲ μιλοῦσε στὸ φορτηγό. Ἡ γυναίκα τῆς Θράκης εἶχε κουκουλώσει τὰ δύο παιδιά της, ποὺ ἀκουμποῦσαν τὸ κεφάλι στὰ γόνατά της. Αὐτὰ εἶχαν ἡσυχάσει, τὰ εἶχε πάρει ὁ ὕπνος. Ἀπάνω τους ἀγρυπνοῦσαν τὰ μάτια τῆς μάνας τους. Θολά, μεγάλα. Κι ἡ γριὰ τῆς Θράκης σώπαινε. Κι αὐτὴ μὲ κλειστὰ μάτια. Δὲν ἤξερες ἂν κοιμόταν.
-«Ὁ ἔμπορος;… Τί ἔγινε ὁ ἔμπορος;» ρώτησε ἡ Καστοριανή.
-«Εἶπε πὼς μούδιασε. Εἶπε πὼς θὰ πάρει τὸ δρόμο τῆς Θήβας μὲ τὰ ποδάρια. Θὰ μᾶς περιμένει ἐκεῖ».
-«Κι ἂν μᾶς τύχει τώρα τίποτα;» σκέφτηκε ἡ γυναίκα τῆς Καστοριᾶς. «Γυναῖκες καταμόναχες καθὼς εἴμαστε…»
-«Τί νὰ μᾶς τύχει;» γρύλισε βραχνὰ ἡ γριὰ ἀνοίγοντας τὰ μάτια. «Τί ἄλλο φοβᾶσαι ἐσὺ νὰ σοῦ τύχει;»
-«Ὄχι γιὰ μένα. Λέω γιὰ τοῦτα», κι ἔδειξε τὰ παιδιά.
-«Κι αὐτὰ τί; Τί ἄλλο ἀπὸ πείνα ἔχουνε νὰ φοβηθοῦνε; Τὴν ἔχουν».
-«Ἔτσι τό ῾πα».
Ἡ ὥρα περνᾶ. Ὄξω ἡ βροχή. Σιγά. Σιγά. Ἡ νάρκη.
-«Εἶναι ἕνας κρεμασμένος ὄξω», λέει ἡ Καστοριανή, σὰ νὰ πρέπει νὰ ξομολογηθεῖ.
-«Τί εἶναι εἶπες;» τὰ παιδιά της τινάχτηκαν ἀπ᾿ τὴν ἀκαταμάχητη λέξη. «Εἶπες εἶναι ἕνας κρεμασμένος; Εἶναι, ἀλήθεια, ἕνας κρεμασμένος;»
-«Ποῦ εἶναι ὁ κρεμασμένος;» ρώτησε ξαφνιασμένη κι ἡ γυναίκα τῆς Θράκης. «Ἀλήθεια εἶναι κρεμασμένος;»
-«Ποῦ εἶναι; Ποῦ εἶναι;» φώναζαν τώρα τὰ παιδιὰ καὶ ξεσηκώθηκαν, ἀνυπόμονα νὰ πᾶν.
-«Ἔτσι τό ῾πα», εἶπε μετανιωμένη ἡ Καστοριανή. «Ἔτσι τό ῾πα. Δὲν εἶναι τίποτα».
-«Ἄ!»
Λίγη ἀναταραχὴ εἶχε γίνει. Πάλι ἔπεσε.
-«Πότε θὰ γυρίσει ὁ ὁδηγός; Πότε θὰ γυρίσει νὰ φύγουμε;»
-«Κι ἂν δὲ γυρίσει; Κι ἂν ἔρθει ἡ νύχτα καὶ δὲν τὰ καταφέρει νὰ σιάξει τὴ μηχανὴ καὶ νὰ γυρίσει;»
-«Ὅπως καὶ νά ῾ναι θὰ γυρίσει».
Ἡ σιγανὴ βροχή, τὸ κρύο, ἡ νάρκη. Ὁ ἥλιος ὁλοένα θὰ χαμηλώνει πίσω ἀπὸ τὰ σύννεφα. Φαίνεται ἀπ᾿ τὸ φῶς τῆς μέρας ποὺ σκουραίνει. Ἡ ἡσυχία, ἡ νάρκη. Τὰ αὐτοκίνητα ποὺ ἀνεβαίνουν, ποὺ κατεβαίνουν τὸ δρόμο, βρεμένα, κατάκλειστα, δὲ δίνουν καμιὰ αἴσθηση ζωῆς, φεύγουν σὰν φαντάσματα νὰ χωθοῦν στὸ πούσι. Ἡ νάρκη. Ἡ γυναίκα τῆς Καστοριᾶς θὰ ἤθελε νὰ κλείσει τὰ μάτια της, ὅλα νὰ σβήσουν, ὅλα νὰ εἶναι ὄνειρο. Ἕνα κατακόρυφο σχῆμα κάτω ἀπὸ κλαδὶ πεύκου πίνει νερὸ ἀπ᾿ τὰ φύλλα τοῦ πεύκου. Κι αὐτὸ θά ῾ναι ὄνειρο.
Ξαφνικά, ἐνῶ τὰ χέρια της βάραιναν, τὸ εἶδε. Πέρασε ἀπ᾿ τὴ πίσω μεριὰ τοῦ αὐτοκινήτου, ἀπ᾿ τὴν ἀνοιχτή του μπούκα. Γράφτηκε μία στιγμὴ στὸν θολὸ ἀγέρα: ἕνα μαῦρο πουλί. Πέρασε.
-«Θέ μου!» εἶπε καὶ τινάχτηκε ἡ γυναίκα τῆς Καστοριᾶς. «Θὰ τραβᾶ γιὰ κεῖ».
-«Τί εἶπες;» λέει ἡ γριά.
Ἡ ἄλλη τὴν κοίταξε ἐπίμονα, ἀνάλγητα.
-«Θὰ παραλογᾶς ἐσὺ λέω! Δὲν κατακάθεσαι πιά; Δὲν κατακάθεσαι;»
Τὸ κατακόρυφο σχῆμα, τὸ μαῦρο πουλί, ἡ μικρὴ ἀδερφὴ τῆς Θήβας. Ἡ γυναίκα τῆς Καστοριᾶς σηκώνεται.
-«Θέλω νὰ ξεμουδιάσω λίγο. Πάλι θὰ βγῶ λίγο».
-«Ποῦ θὰ πᾶς; Ποῦ θὰ πᾶς;» λένε τὰ παιδιά της. «Νά ῾ρθουμε κι ἐμεῖς;»
-«Δὲν βλέπετε; Βρέχει. Καθίστε ἐδῶ. Μπορεῖ νὰ σᾶς φέρω τίποτα».
Κατεβαίνει. Στὴν ἀρχὴ περπατᾶ μὲ προφύλαξη, νὰ μὴ τσαλαβουτᾶ στοὺς λάκκους μὲ τὸ νερό. Ὕστερα τὰ βήματά της ἀνοίγουν ὁλοένα. Σὲ λίγο τρέχει σὰ νὰ τὴ κυνηγοῦν. Τρέχει. Στρίβει τὸ δρόμο. Τὸ πεῦκο εἶναι ἐκεῖ, λίγο θολὸ μὲς στὴ βροχή. Τρέχει.
-«Ἄχ»! Ἔπεσε πάνω στὴν ἀδερφὴ τῆς Θήβας στενάζοντας μὲ ἀνακούφιση. Ἔκλαιγε.
-«Τί εἶναι;» λέει ἡ κόρη.
-«Τίποτα. Ἔλεγα πὼς δὲ θά ῾σουν, πὼς κάτι θὰ σοῦ ῾τυχε».
Τί νὰ τῆς τύχει; Ἔμενε πάντα ἐκεῖ. Κοντὰ στὸ μισόγεμο λάκκο τοῦ μικροῦ ἀδερφοῦ, κοντὰ στὸ πεῦκο τοῦ μεγάλου.
-«Μπὰς κι ἦρθε; Τὸ εἶδα ποὺ πέρασε. Τὸ κοράκι».
-«Ἦρθαν πάλι. Δὲν ἦταν ἕνα. Ἦταν πολλά. Πάλι τά ῾διωξα».
Τώρα πιὰ ἡ μικρὴ ἀδερφὴ δὲν κλαίει. Φαίνεται κουράστηκε. Τὰ μάτια της εἶναι κόκκινα. Μόνο ποὺ κάθε τόσο σκοτεινιάζουν, σὰ νὰ δουλεύει πίσω τους ἡ ἀπόφαση. Σιγά. Σιγά. Μουρμουρίζει. Μόλις ἀκούγεται.
-«Λέω τὴ νύχτα... Τώρα ποὺ μάθανε... Τώρα ἀρχίζω νὰ φοβᾶμαι τὴ νύχτα».
-«Τί εἶναι τὴ νύχτα;»
-«Λέω μπὰς κι ἔρθουν τὴ νύχτα. Πετοῦν τὰ κοράκια τὴ νύχτα; Δὲν ξέρω. Πάλι».
-«Λὲς νὰ πετοῦν τὴ νύχτα;»
-«Μπορεῖ».
Πάλι τὸ σκοτεινὸ φῶς περνᾶ ἀπ᾿ τὰ μάτια σὰν ἀστραπή. Ἡ ἀδερφὴ τῆς Θήβας δὲν εἶναι πιὰ ἡ ἴδια γυναίκα, αὐτὴ ποὺ ἔκλαιγε, ποὺ μοιρολογοῦσε. Τὸ πρόσωπό της ἔχει γίνει τραχύ, ὅσο πάει γίνεται πιὸ πολύ. Γυρίζει ἀργὰ τὰ μάτια δεξιά, ζερβά, σὰ νὰ θέλει νὰ μυρίσει τὸν ἀγέρα, ν᾿ ἀνιχνέψει τὸν κίνδυνο. Ἡσυχία. Ἀκόμα καὶ τ᾿ αὐτοκίνητα ποὺ περνᾶνε λίγο πέρα ἀπὸ κεῖ, στὸ δρόμο, σὰ νά ῾ναι φαντάσματα θολά. Διαβαίνουν, φεύγουν.
-«Θ᾿ ἀνεβῶ στὸ πεῦκο», λέει σιγά.
Βγάζει τὸ μαχαίρι ἀπ᾿ τὸν κόρφο της. Ἀργά. Τὰ μάτια της δὲν ξεκολνοῦν τώρα ἀπ᾿ τὸ σκοινί, ἀπ᾿ τὸ κεφάλι τοῦ κρεμασμένου.
-«Τί εἶναι νὰ κάμεις;» ρωτᾶ ἡ Καστοριανή.
Λέει ἥσυχα:
-«Θὰ τὸν θάψω».
-«Κακόμοιρη! Τί μελετᾶς;» λέει τρομαγμένη ἡ ἄλλη, ἀπροετοίμαστη ἀκόμα νὰ τὸ δεχτεῖ. «Κι ἂν σὲ πιάσουν; Θὰ σβήσει πιὰ μὲ σένα ὁλάκερο τὸ σπιτικό σας! Κακόμοιρη, τί μελετᾶς;»
Ἡ ἄλλη κάνει μία κίνηση μὲ τὸ χέρι:
-«Μὴ μὲ βαστᾶς. Τὸ πῆρα ἀπόφαση».
Προχωρεῖ σιγά, χωρὶς προφύλαξη, χωρὶς ταραχὴ πιὰ στὸ πρόσωπο, στὰ βήματα. Γαλήνη ποὺ εἶναι τώρα σ᾿ αὐτὸ τὸ πρόσωπο τὸ στεφανωμένο μὲ καστανὰ μαλλιά.
-«Τί πᾶς νὰ κάμεις; Τί πᾶς νὰ κάμεις!»
Ἡ κόρη προχωρεῖ πάντα στὸ κορμὸ τοῦ πεύκου. Ἡ ἄλλη, σὰ μαγνητισμένη, βλέπει τὰ βήματα ποὺ πορεύονται. Τὰ βήματα φωνάζουν. Διστάζει. Τὰ βήματα φωνάζουν. Ἀρχίζει νὰ τ᾿ ἀκολουθά. Ὅμως αὐτή, ἡ Καστοριανή, τρέμει. Τὸ νιώθει στὰ γόνατά της, στὰ χέρια, στὴ καρδιά. Κοιτᾶ καταφοβισμένη γύρω της. Ὡστόσο ἀκολουθᾶ σὰν ὑπνωτισμένη.
-«Τί πᾶς νὰ κάμεις; Τί πᾶς...»
Ἡ ἀδερφὴ τῆς Θήβας ἔφτασε στὸ πεῦκο. Τὰ χέρια της δὲν εἶναι λεύτερα, κρατοῦν τὸ μαχαίρι. Βάζει τὸ μαχαίρι στὰ δόντια της, τὸ δαγκάνει. Τώρα τὰ χέρια της εἶναι λεύτερα. Ἀγκαλιάζουν τὸ δέντρο. Ἀρχίζει νὰ σκαρφαλώνει. Τὸ δέντρο εἶναι ὑγρό, τὰ χέρια γλιστροῦν. Ξαναρχίζει. Τώρα δὲν ὑπάρχει ὁ κρεμασμένος, δὲν εἶναι ἐκεῖ πλάι. Τώρα ὅλα εἶναι πυκνωμένα στὸν κορμό, δὲν ὑπάρχει παρὰ ἕνας κορμὸς κι ἕνα κλαδὶ ψηλά. Ἴσα! Ἴσα! Τὰ χέρια, τέλος, φτάνουν στὸ σταυρὸ τοῦ δέντρου, ἐκεῖ ποὺ ἀρχίζουν τὰ κλαδιά. Τὸν κρατοῦν γερὰ τὸ σῶμα ἀνεβαίνει. Τώρα βιάζεται. Ἀκουμπώντας τὰ χέρια στὰ κλαδιὰ σκύβει, σέρνεται, γλιστρᾶ. Λίγο ἀκόμα! Λίγο!
-«Γλήγορα! Γλήγορα!» φωνάζει σιγανὰ ἡ Καστοριανὴ ἀπὸ κάτω, ὁλοένα κοιτάζοντας δεξιὰ-ζερβά.
Τὰ χέρια, ψηλά, πιάνουν τὸ σκοινί. Τὰ χέρια παίρνουν τὸ μαχαίρι ἀπὸ τὰ δόντια. Ἡ γυναίκα ἀπὸ κάτω βλέπει τὸ μαχαίρι ν᾿ ἀρχίζει τὸ ἔργο του στὸ σκοινί, ἀκούει τὸν ἦχο του. Σὲ λίγο τὸ κρεμασμένο σῶμα, ἐλεύθερο, θὰ πέσει. Θὰ πέσει. Ἀσυναίσθητα ἡ Καστοριανὴ ἀνοίγει τὰ χέρια της, ἀγκαλιάζει τὰ πόδια τοῦ κρεμασμένου νὰ τὸν στηρίξει. Ρίγος τὴν περνᾶ βίαια καθὼς ἀγκαλιάζει αὐτὸ τὸ γλιστερό, ὑγρὸ πράμα. Ὅπου, χράπ, αὐτὸ γλιστρᾶ μὲς στὰ χέρια της, λευτερωμένο ἀπὸ τὸ δέντρο, χαμηλώνει, ἀγγίζει μὲ τὰ πόδια τὴ γῆ. Τὰ στήθια της τώρα ἀκουμποῦν στὰ στήθια του. Εἶναι ἄγριο. Δὲν τολμᾶ νὰ τὸ κοιτάξει στὸ πρόσωπο. Τὰ μάτια της εἶναι στὴ γῆ.
-«Γλήγορα! Γλήγορα!» φωνάζει, ἐνῶ ὁλοένα σφίγγει ἀπάνω της νὰ τὸ στηρίξει, νὰ μὴν τῆς φύγει τὸ κατακόρυφο νεκρὸ σῶμα. «Γλήγορα!»
Ἡ ἄλλη σέρνεται νευρικὰ στὸ δέντρο γιὰ νὰ κατέβει. Βιαστικὰ ἀγκαλιάζει τὸν κορμό.
-«Γλήγορα! Γλήγορα!»
Τέλος ἡ ἀδελφὴ τῆς Θήβας πατᾶ πάλι τὴ γῆ! Πιάνει τὸ σῶμα τοῦ νεκροῦ ἀπ᾿ τὸ κεφάλι. Ἡ ἄλλη ἀπ᾿ τὰ πόδια.
-«Στὸ λάκκο! Γλήγορα!»
Προχωροῦν. Τὸ σκοινί, ξεκινώντας ἀπ᾿ τὴ θελιὰ τοῦ λαιμοῦ, σέρνεται στὴ γῆ, σὰ νὰ συνοδεύει τὸ σῶμα. Ἡ βροχὴ ἔχει σταματήσει. Ὁ μισόγεμος λάκκος ἔχει λίγο θολὸ νερό. Κάτω ἀπ᾿ τὸ θολὸ νερὸ εἶναι θαμμένος ὁ μικρὸς ἀδερφός. Οἱ γυναῖκες ἀποθέτουν τώρα στὸ λάκκο, πάνω ἀπ᾿ τὸν μικρὸ ἀδερφό, τὸν ἄλλο, τὸν κρεμασμένο. Ἔκαμε πλάφ. Τὰ μάτια τῶν γυναικῶν τεζαρισμένα ἄγρια. Ἡ γυναίκα τῆς Καστοριᾶς τότε μόνο βλέπει τὸ πρόσωπο τοῦ νεκροῦ, ποὺ κοιτάζει τὸν οὐρανό. Εἶναι μελαψό, ἀπαίσιο.
-«Γιέ μου...», ψιθυρίζει.
-«Ρίχνε! Ρίχνε!» φωνάζει ἡ ἀδερφὴ σπρώχνοντας μὲ τὶς χοῦφτες της τὸ χῶμα τὸ στοιβαγμένο πλάι στὸ λάκκο.
Ἀρχίζει κι ἡ ἄλλη νὰ ρίχνει χῶμα. Ἦταν μαλακό, δὲν ἀντιστεκόταν. Ρίχνουν πρῶτα στὰ πόδια, στὸν κορμό. Τὸ πρόσωπο μένει ἀκόμα ἄγγιχτο.
-«Νὰ βγάλω αὐτό...», λέει ἡ γυναίκα τῆς Καστοριᾶς.
Τὸ εἶχαν ξεχάσει. Ἀνασηκώνει τὸ κεφάλι, βγάζει τὴ θελιὰ ἀπ᾿ τὸ λαιμό. Τὸ σκοινὶ εἶναι σὰν ζωντανὸ βρεμένο πράμα, σιχαμερό. Τὸ πετᾶ πλάι. Βγάζει καὶ τὴν ταμπέλα μὲ τὰ γράμματα ἀπ᾿ τὸ στῆθος του. Ἡ ἀδερφὴ τῆς Θήβας βλέπει γιὰ τελευταία φορὰ τὸ πρόσωπο. Τὰ μουσκεμένα μαλλιὰ πέφτουν στὸ μέτωπο, σκεπάζουν τὰ μάτια. Μὲ τὰ λασπωμένα τῆς δάχτυλα στρώνει τὰ μαλλιά, λευτερώνει τὰ μάτια. Τὰ δάχτυλα μένουν. Λίγο λάσπωσε τὸ μέτωπο. Τὰ δάχτυλα τὸ καθαρίζουν τὸ χαϊδεύουν, μία. Ἀκόμα μία. Ὕστερα ἀργὰ τὸ σκεπάζουν μὲ τὸ χῶμα.
Σηκώθηκαν ὄρθιες. Ὁ ἱδρώτας ἔτρεχε ἀπ᾿ τὰ ἀγριεμένα πρόσωπά τους. Ἀνάσαιναν βαθιά. Ἄξαφνα ἀκούστηκε, μὲς στὴ θολούρα, σκληρός, ἐπίμονος κρότος. Ὁλοένα πλησίαζε.
-«Αὐτὸ εἶναι», λέει ἡ κόρη τῆς Θήβας. «Ἔλα! Ἔρχεται ὁ γερμανός».
Ἡ μοτοσυκλέτα ἀκουγόταν καθαρά, πλησίαζε. Ἅρπαξαν ἡ μία τὴν ἄλλη ἀπ᾿ τὸ χέρι, χύμηξαν ἀπ᾿ τὴν ἀντίθετη διεύθυνση πρὸς τὸ μέρος τοῦ φορτηγοῦ. Ἔμεινε στὸ χῶρο τοῦ πεύκου, ἔρημο, πάνω στὸν τάφο, τὸ μαχαίρι ποὺ ἔκοψε τὸ σκοινί. Γυάλιζε. Καὶ τὸ πεῦκο κουνοῦσε τὰ φύλλα.
Πρόφτασαν νὰ κρυφτοῦνε πίσω ἀπὸ ἕνα βράχο. Εἶδαν τὸ γερμανὸ νὰ κατεβαίνει ἀπ᾿ τὴ μοτοσικλέτα, νὰ προχωρεῖ στὸ πεῦκο, ξαφνιασμένος νὰ κοιτάζει: τὸ πεῦκο, τὸν τόπο γύρω. Εἶδε τὸ κομμάτι τοῦ σκοινιοῦ ποὺ εἶχε μείνει στὸ πεῦκο νὰ κρέμεται, Ὕστερα εἶδε τὸ λάκκο. Πλησίασε. Εἶδε τὸ μαχαίρι, τὴ θελιὰ τοῦ σκοινιοῦ, τὴν ταμπέλα, ἀφημένα ἐκεῖ, ὄξω ἀπ᾿ τὸ λάκκο. Πῆρε τὸ μαχαίρι, ἀνέβηκε στὴ μοτοσυκλέτα, ἔφυγε βιαστικὰ νὰ πάει νὰ δώσει τὸ μαντάτο.
-«Πάει νὰ τὸ πεῖ! Ἂς φύγουμε! Ἂς φύγουμε γλήγορα ἀπὸ δῶ!»
-«Ποῦ νὰ πᾶμε; Ποῦ λὲς νὰ πᾶμε;»
-«Ἔλα στὸ φορτηγό μας! Ἔλα κι ἐσύ!»
Φτάσαν λαχανιασμένες, ἀλλοσούσουμες στὸ φορτηγό. Τὰ παιδιὰ φώναζαν.
-«Τί εἶναι; Γιατί εἶσαι ἔτσι;» ρωτοῦσε ἡ γυναίκα τῆς Θράκης τὴ Καστοριανῆ. «Τί ἔπαθες;»
-«Τίποτα! Τίποτα!»
-«Ποιὰ εἶν᾿ αὐτή;»
-«Τίποτα. Εἶναι μία κοπέλα ἀπ᾿ τὰ μέρη ἐδῶ, ἀπ᾿ τὰ μέρη τῆς Θήβας». Καὶ στρέφοντας σ᾿ αὐτήν: «Ἔλα πάνω», τῆς λέει καὶ τὴ βοηθᾶ ν᾿ ἀνέβει στὸ αὐτοκίνητο.
-«Χριστὲ καὶ Παναγία! Δὲ φαινόσαστε καλά!» λέει ἡ γυναίκα τῆς Θράκης. «Εἴσαστε καταλασπωμένες. Τί ἔγινε;»
-«Τίποτα. Τίποτα».
Τὰ παιδιὰ τῆς Καστοριανῆς ρωτοῦσαν ἂν τοὺς ἔφερε τίποτα νὰ φᾶνε. Ἦταν σὰ χαμένη, ὁ νοῦς της γύριζε ἀλλοῦ, ἔτρεμε. Ἡ πράξη ἄρχιζε τώρα μόλις, νὰ κάνει τὸ ἔργο τῆς μέσα της, ἔχυνε τὸ δέος κύματα-κύματα.
-«Ναί..., ναί...», ἔλεγε στὰ παιδιά της νὰ τὰ ἡσυχάσει. «Σωπάστε τώρα. Τὸ βράδυ θὰ φᾶτε. Τὸ βράδυ».
-«Ἐγὼ λέω, ἐσὺ κόρη μου εἶσαι γιὰ τὰ σίδερα», κάνει ἡ γριὰ τῆς Θράκης. «Δὲν κάθεσαι, λέω, νὰ δεῖς τὰ μωρά σου; Τί κάνεις μ᾿ αὐτὰ τὰ πᾶνε κι ἔλα; Καὶ τούτη ἐδῶ τί θέλει;»
-«Εἶναι ἀπὸ τὴ Θήβα. Θὰ τὴ πάρουμε ἴσαμε τὴ Θήβα».
-«Νὰ δοῦμε τί λέει κι ὁ ἄνθρωπος ποὺ ὁρίζει τὸ αὐτοκίνητο! Τώρα κάνεις κουμάντο καὶ στὸ ξένο πράμα;»
-«Ὄχι δὲν κάνω κουμάντο. Ὅμως, ποῦ εἶναι αὐτός; Ἀκόμα δὲ φάνηκε;»
-«Ἀκόμα. Μοῦ φαίνεται πὼς θὰ ξενυχτήσουμε ἐδωνά».
Ἡ ὥρα περνᾶ. Πάλι εἶναι ἡσυχία μὲς στὸ φορτηγό. Στὸ δρόμο ἔξω περνοῦν τ᾿ αὐτοκίνητα, γλιστροῦν, φεύγουν. Πάλι βρέχει λίγο.
-«Θαρρῶ πὼς θὰ ξενυχτήσουμε ἐδωνά...»
Σιγὰ-σιγὰ ἡ λέξη σχηματίζει κύκλους, τοὺς μεγαλώνει, ὁλοένα. Νὰ ξενυχτήσουν ἐκεῖ; Ἡ ἀδερφὴ τῆς Θήβας σὰ νὰ συνεφέρνει, μόλις. Σὰ νὰ εἶχε γίνει ἕνα κενὸ ἀνάμεσα σ᾿ αὐτὴ καὶ στὸ ἔργο της. Καὶ τώρα, πάλι γυρίζει ἡ μνήμη της νὰ δεθεῖ μὲ τὴν πράξη.
«Νὰ ξενυχτήσουν ἐκεῖ; Εἶπε νὰ ξενυχτήσουν;»
-«Τί εἶπε; Τί εἶπε;» λέει ἡ γυναίκα τῆς Καστοριᾶς.
-«Εἶπε, μπὰς καὶ δὲ προφτάσει ὁ ὁδηγὸς νὰ σιάξει τὴ μηχανὴ πρὶν νυχτώσει. Μπὰς καὶ μείνουμε τὴ νύχτα ἐδῶ».
-«Ἐδῶ; Νὰ μείνουμε ἐδῶ; Πλάι σ᾿ αὐτό;»
Δὲν πρόλαβε ν᾿ ἀποτελειώσει τὴ σκέψη της. Ἕνα κρότος ἐπίμονος, βαρύς, ὁλοένα πιὸ εὐδιάκριτος ἄρχισε νὰ φτάνει ἀπ᾿ τὸ μέρος τοῦ δρόμου τῆς Θήβας. Δὲν ἦταν αὐτοκίνητο. Ἦταν σὰν ἐκεῖνον τὸν ἄλλο, τὸν γνώριμο, τὸν δεμένο μὲ τὴν ἄγρια πράξη τους. Μόνο ποὺ τοῦτος ἦταν πιὸ δυνατός, πιὸ πυκνός.
-«Ἀκοῦς;»
-«Ναί», λέει ἡ Καστοριανή. «Τί εἶναι;»
-«᾿Ἄκουσε καλά!»
-«Ἀκούω! Ἀκούω! Λὲς νὰ εἶναι...» Λίγο στάθηκε: «Λὲς νὰ εἶναι αὐτός, ὁ πρίν;»
Ἔξαλλη πετάχτηκε ἡ κόρη:
-«Εἶναι αὐτός σου λέω! Δὲν εἶναι αὐτὸς μονάχα! Εἶναι πολλοί! Ἔρχουνται! Εἶναι πολλοί, κι ἔρχουνται!»
Οἱ κρότοι ἀπὸ πολλὲς μοτοσυκλέτες ποὺ πλησίαζαν δὲν ἄφηναν τώρα καμιὰ ἀμφιβολία.
-«Ἔρχουνται οἱ γερμανοί! Πρέπει νὰ φύγω! Θὰ μὲ πιάσουν!»
Τὰ μωρὰ ξεσηκώθηκαν, οἱ Θρακιώτισσες, ρωτοῦσαν μὲ ἀγωνία:
-«Τί εἶναι αὐτὰ ποῦ λές; Τί εἶναι αὐτά; Τί γερμανοὶ λέει καὶ τί φοβᾶται;»
-«Ἔρχουνται οἱ γερμανοί! Πρέπει νὰ φύγω!» φώναζε ἡ Θηβαία. «Φύγε κι ἐσύ!» φώναζε στὴν Καστοριανή. «Φύγε!»
Χύμηξε πρὸς τὴ μπούκα τοῦ αὐτοκινήτου.
Τὴν ἴδια στιγμὴ ἕνα ἄλλο φορτηγὸ φάνηκε νὰ ἔρχεται ἀπ᾿ τὴ Θήβα τραβώντας γιὰ τὴ Λιβαδειά. Ἦταν σαράβαλο, Ἀγκομαχοῦσε ν᾿ ἀνοίξει ὅσο γίνεται ταχύτητα.
-«Τί καθόσαστε ἐδῶ!» φώναξε ὁ ὁδηγὸς στὸ σταματημένο φορτηγό. «Ἔρχουνται οἱ γερμανοί! Θάψαν τὸν κρεμασμένο, κι ἔρχονται! Θὰ σᾶς σκοτώσουν ἂν σᾶς βροῦν!» Εἶπε, χάθηκε.
Ἡ ἀναστάτωση πιὰ μὲς στὸ φορτηγὸ ἦταν μεγάλη.
-«Παναγία μου! Τί εἶν᾿ αὐτὰ γιὰ κρεμασμένους καὶ γιὰ γερμανούς;» ἔλεγε ἡ γυναίκα τῆς Θράκης.
-«Βιαστεῖτε! Βιαστεῖτε!» φώναξε ἡ ἀδερφὴ τῆς Θήβας, κατεβασμένη κάτω. «Κάντε γλήγορα!»
-«Ἔρχουμαι! Ἔρχουμαι!» μάζευε τὰ παιδιά της ἡ Καστοριανή. Τοὺς ἔβαζε ἀπὸ ἕνα μπόγο στὸ χέρι, αὐτὴ πῆρε δύο χράμια τους καὶ τὸ ταγάρι. Ἀσυναίσθητα, μηχανικά. «Ἄειντε κι ἐσεῖς!» φώναζε στὶς Θρακιώτισσες. «Ἄειντε κι ἔρχουνται κι εἶναι φόβος! Κάντε γλήγορα!»
-«Ἄχ, Παναγία μου, τί εἶναι πάλι τοῦτο; Τί εἶναι πάλι τοῦτο;» ἔλεγε ἡ γυναίκα τῆς Θράκης κατεβάζοντας τὰ δύο παιδιά της.
Πῆραν ὅλοι στὰ χέρια τοὺς ὅ,τι ἦταν πιὸ πρόχειρο, κατεβῆκαν. Οἱ κρότοι ἀπ᾿ τὶς μοτοσυκλέτες ἦταν πιὰ κοντά. Ὅπου νά ῾ναι θὰ φτάναν στὴ στροφὴ τοῦ δρόμου.
-«Ἀπὸ δῶ! Ἀπὸ δῶ!»
Ἡ Θηβαία, ξέροντας τὰ κατατόπια, ἔπεσε πρώτη μὲς στὸ χωράφι ἀπ᾿ τὰ ζερβὰ τοῦ δρόμου. Τὸ βρεμένο χῶμα ἦταν δύσκολο, κολνοῦσε στὰ πόδια τους.
-«Ἐλᾶτε! Ἐλᾶτε!»
Τρέχαν. Τρέχαν.
-«Νὰ προφτάσουμε νὰ πᾶμε κεῖ! Ἐκεῖ θὰ μᾶς κρύψει ὁ βράχος. Νὰ προφτάσουμε τὸ βράχο!»
Στὸ μικρὸ λόφο ποὺ ὑψωνόταν ἐκεῖ, ὁ μαῦρος βράχος σφάνταζε. Ἡ βροχὴ εἶχε σταματήσει, τὸ πούσι ἀραίωνε. Κι οἱ κρότοι ἀπ᾿ τὶς μοτοσυκλέτες σώπασαν. Σίγουρα οἱ γερμανοὶ θὰ εἶχαν φτάσει στὸ τόπο τοῦ πεύκου. Τώρα θὰ ἐξέταζαν. Ὅπου νά ῾ναι θ᾿ ἄρχιζαν νὰ κάνουν ἔρευνες γύρω.
Τὸ μικρὸ κοπάδι τῶν κυνηγημένων λαχανιασμένο ἔφτασε στὸ βράχο. Ἡ γριὰ βλαστημοῦσε καὶ καταριόταν.
-«Ἄ, ποὺ νὰ σᾶς πάρει ὁ τρισκατάρατος! Ἅ, ποὺ νὰ σᾶς πάρει ἡ κατάρα!» ἔλεγε στὶς δύο γυναῖκες. «Σὲ τί μπελάδες μᾶς βάλατε! Ξεβουλῶστε τὸ καὶ πέστε μας: Τί ἔγινε; Γιατί φύγαμε;»
-«Μίλησε λοιπόν! Τί εἶναι;» ἔλεγε κι ἡ ἄλλη, ἡ γυναίκα τῆς Θράκης. «Πὲς μᾶς τί εἶναι; Γιὰ τί κρεμασμένο ἔλεγε αὐτός; Τί ἔλεγε;»
-«Κοιτάξτε κεῖ! Κοιτάξτε!» εἶπε ἡ ἀδερφὴ τῆς Θήβας.
Προστατεμένες πίσω ἀπ᾿ τὸ μεγάλο βράχο κοίταζαν. Ὁ δρόμος ἀπὸ κεῖ θά ῾ταν ἴσαμε ὀχτακόσια-χίλια μέτρα μακριά. Οἱ γερμανοί, μὲ τὰ ὅπλα στὸ χέρι, προχωροῦσαν στὸ δρόμο, ψάχναν. Ἕνας-δύο ἄφησαν τὸ δρόμο, μπῆκαν λίγο μὲς στὰ πλαϊνὰ χωράφια, κοίταζαν τὰ χαντάκια, γύριζαν. Φτάσαν στὸ ἔρημο φορτηγό. Τὸ τριγύρισαν. Ἕνας ἀνέβηκε μέσα. Κάποιος ἄλλος τράβηξε πηγαίνοντας πίσω, νὰ εἰδοποιήσει τὸν ἀξιωματικό τους. Γύρισαν μὲ τὸν ἀξιωματικό. Κουβέντιαζαν. Φαίνεται πὼς παίρναν ἀπόφαση. Ἕνας στρατιώτης ἀνέβηκε στὸ φορτηγό, κάτι κατέβασε, ἀπὸ κεῖ. Ὕστερα ἄρχισε νὰ φέρνει βόλτα γύρω, κουνοῦσε τὰ χέρια του, κάτι ἔκανε. Σὰ νὰ ἔριχνε κάτι στὸ φορτηγό.
-«Τί κάνουν;» ἀναρωτιόταν στὸ βράχο, μὴ μπορώντας νὰ ξεχωρίσουν καθαρὰ τὸ τί γινόταν.
Σὲ λίγο οἱ φλόγες τινάχτηκαν, τύλιξαν τὸ φορτηγό.
-«Θέ μου!»
-«Βάλαν φωτιά! Βάλαν φωτιά!»
-«Τὸ καῖνε!»
-«Τὸ καῖνε! Χαθήκαμε!»
Τὰ τελευταῖα ὑπάρχοντά τους καίγονταν μὲς στὸ φορτηγό. Ὅ,τι εἶχαν πάρει πρὶν ἀπὸ λίγο στὴ βιασύνη τους, τὸ βλέπαν τώρα πὼς ἦταν ἀσήμαντο.
-«Εἴμαστε γυμνοὶ πιά! Πᾶμε σὲ ξένο τόπο ὁλόγυμνοι!»
-«Θέ μου, γιατί μᾶς τυραννᾶς τόσο; Τί κάναμε, Θέ μου;» Ὀλοφύρονταν οἱ Θρακιώτισσες. Κλαίγαν τὰ παιδιά. Κοίταζαν τὴ φωτιὰ καὶ κλαίγαν.
-«Ἄ, ἐσὺ διαολόπραμα!» μούγκριζε ἡ γριὰ στρέφοντας στὴν κόρη τῆς Θήβας. «Ἐσύ ῾σαι ὁ αἴτιος! Κανεὶς δὲ μοῦ τὸ βγάζει ἀπ᾿ τὸ μυαλό μου πὼς ἐσὺ εἶσαι! Τί ἤθελες, φίδι, καὶ βρέθηκες στὸ δρόμο μας;»
Χύμηξε ἀπάνω της, τὴν ἅρπαξε ἀπ᾿ τὰ μαλλιά, ἔσερνε τὰ νύχια της στὰ μάγουλά της.
-«Διαολόπραμα! Κουτάβι! Ποιὰ ὀργὴ σ᾿ ἔστειλε μπροστά μας; Ποιὰ κατάρα;»
-«Μή! Μή!» χύθηκε νὰ τὴ γλιτώσει ἡ Καστοριανή. «Μή, κι εἶναι κρίμα πιά», ἔλεγε. «Φτάνει ἡ πίκρα της πιά. Φτάνει καὶ ξεχείλισε! Ἐγὼ τό ῾καμα. Ἐγώ».
Ἡ κόρη τῆς Θήβας κάθεται ἐκεῖ, μὲ τὰ μαῦρα της μαλλιά, μὲ τὸ χλωμό της πρόσωπο, ἀσάλευτη, νὰ τὴ δέρνουν, νὰ τὴ σκίζουν. Δὲν ἔκανε καμία κίνηση νὰ προφυλαχτεῖ. Τίποτα. Μόνο ἔκλαιγε σιγανά, τὰ δάκρυα τρέχαν στὸ ἀτάραχο πρόσωπο.
-«Μὴ σοῦ λέω! Μή!» φώναζε ἔξαλλη ἡ γυναίκα τῆς Καστοριᾶς. «Ἐγὼ τό ῾καμα σοῦ λέω! Ἐγὼ φταίω! Ἐγὼ τὸν ξεκρέμασα!» Ἦταν ἀπίθανο, αὐτὴ ἡ σιγανή, ἡ ἥμερη ὕπαρξη, ἔτσι ποὺ ξαφνικὰ εἶχε στυλωθεῖ καὶ πάλευε καὶ φώναζε: «Ἐγὼ φταίω σᾶς λέω! Ἐγὼ τὸν ξεκρέμασα! Ἐγώ!»
Τί εἶπε; Τὸν ξεκρέμασε εἶπε; Τὰ χέρια τῆς γριᾶς ποὺ χτυποῦσαν τὴν κόρη τῆς Θήβας λύθηκαν, τὴν ἄφησαν.
-«Τὸν ξεκρέμασες εἶπες; Ποιὸν ξεκρέμασες;» Ἔβλεπε τὴν Καστοριανὴ κατάματα.
-«Τὸν ξεκρέμασα, εἶπα! Αὐτὸν ποὺ κρέμασαν οἱ γερμανοί! Τὸν ξεκρέμασα καὶ τὸν ἔθαψα. Κι οἱ γερμανοὶ θὰ σκοτώσουν αὐτὸν ποὺ τὸν ἔθαψε. Θὰ σκοτώσουν ὅποιον βροῦν!»
Χύθηκαν τὰ παιδιὰ τῆς ἀπάνω της.
-«Μάνα μου! Μάνα μου!»
-«Τὸ ἔκαμες αὐτό; Τὸ ἔκαμες αὐτό;» στεκόταν σὰ χαζὴ καὶ τὴ κοίταζε ἡ γριά.
-«Τὸ ἔκαμα! Τὸ ἔκαμα!»
-«Ἄχου τρισκατάρατη! ᾿Ἄχου δαιμονισμένη! Ἄχου, ποῦ νὰ σὲ πάρει ἡ κόλαση! Καὶ τί σ᾿ ἔνοιαζε ἐσένα γιὰ κρεμασμένους;»
-«Τί καθόμαστε, λοιπόν; Τί καθόμαστε;» φώναξε ἡ γυναίκα τῆς Θράκης. «Πᾶμε νὰ φύγουμε καὶ θὰ μᾶς φτάσουν! Πᾶμε νὰ φύγουμε!»
Μὲ τὸν τρόμο στὰ μάτια, μὲ χέρια ποὺ τρέμαν σήκωσαν τὰ λίγα πράματα ποὺ εἶχαν πάρει μαζί τους.
-«Ποῦ νὰ πᾶμε; Πρὸς τὰ ποῦ νὰ πᾶμε;»
Ὅλα τὰ μάτια ἦταν γυρισμένα στὴν ἀδερφὴ τῆς Θήβας. Ἀτάραχη πάντα, κοίταζε χαμηλὰ τὸν καπνό. Λίγο πέρα ἀπ᾿ τὸν καπνό, τὸν τόπο τοῦ πεύκου. Σὰ νὰ ἦταν ξένη ἐκεῖ.
-«Ἐσένα λέω! Ποῦ νὰ πᾶμε! Πρὸς τὰ ποῦ νὰ πᾶμε;»
-«Ἀπὸ δῶ», εἶπε σιγανά. Πάλι: «Ἀπὸ δῶ εἶναι τὸ βουνό». Πάλι: «Ἀπὸ δῶ εἶναι τὸ βουνό μας».
Τότε ὅλοι σήκωσαν τὰ μάτια, τὸ κοίταξαν. Στέρεη γραμμή, γυμνή, ἀτάραχη.
Ὁλοένα τὸ βράδυ ἐρχόταν. Βάδιζαν σιωπηλοί. Μπροστὰ ἡ ἀδερφὴ τῆς Θήβας, πίσω τὰ πρόσωπα τῆς Θράκης, τὰ πρόσωπα τῆς Καστοριᾶς. Πλησίαζαν τὸ βουνό. Στοὺς βράχους του, στὰ φαράγγια του κάποτε εἶχε ἀκουστεῖ ἡ σπαραχτικὴ κραυγή. Ὁ τυφλωμένος Οἰδίποδας πορευόταν γιὰ τὸν Κολωνό. Ὁ Οἰδίποδας χάθηκε. Ὅμως ὁ θρῆνος μένει στὸ βουνὸ δεμένος μὲ τοὺς βράχους.

Περιμένει...


Ηλίας Βενέζης
Στη συνοδευτική εικόνα βλέπετε πίνακα Νικηφόρου Λύτρα (Η Αντιγόνη εμπρός στον νεκρό Πολυνείκη, 1865, Εθνική Πινακοθήκη Ελλάδας)