Ο Άνεμος

Πίνακας ζωγραφικής Inna Montano

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ο Άνεμος. Ναι, ο Άνεμος. Αυτός ο αόρατος που κάνει τα σύννεφα να τρέχουν στον ουρανό και που σηκώνει τα κύματα στη θάλασσα. Αυτός που κάνει τα φύλλα να θροΐζουν και τη ζεστή σάρκα ν’ ανατριχιάζει στο άγγιγμά του.
Ένα δειλινό, σε μιαν ακρογιαλιά και ενώ για μία ακόμα φορά έκανε τα νερά να σκιρτούν, είδε μια γυναικεία μορφή να βγαίνει από τη θάλασσα. Το πιο φυσικό θα ήταν να την προσπεράσει και να συνεχίσει το αντάριασμα του νερού, όμως εκείνος στάθηκε και η ορμή του κόπασε. Απέμεινε σιωπηλός να κοιτάζει τη μισόγυμνη γυναίκα, που τα νερά έτρεχαν ακόμα απάνω της. Την πλησίασε σιωπηλά και μύρισε την αλμύρα στο κορμί της, το άρωμα που η αδερφή του η θάλασσα είχε ποτίσει το δέρμα της.

Και ο Άνεμος, ερωτεύτηκε...

Εκείνη, σαν να ένιωσε κάποιον γύρω της και τινάχτηκε.
- Ποιος είναι εκεί; ρώτησε αλλά απόκριση δεν πήρε.
Ο Άνεμος έμεινε γύρω της ασάλευτος, αθόρυβος μην την τρομάξει πιο πολύ.
- Τι να σου πω και πώς να με ακούσεις; είπε εκείνος.
- Ποιος μίλησε; ξαναφώναξε εκείνη.
- Με ακούς; ρώτησε αυτός, χωρίς να καταλαβαίνει ποια μυστική δύναμη είχε ταράξει την ασπίδα που εμπόδιζε θνητούς να δουν και ν’ ακούσουν πλάσματα σαν κι αυτόν.
- Ναι, σε ακούω. Ποιος είσαι; Πού είσαι; ξαναφώναξε εκείνη.
- Είμαι ο Άνεμος, αποκρίθηκε εκείνος.

Η κοπέλα είδε ξαφνικά τον αέρα μπροστά της να πυκνώνει και να σχηματίζεται η μορφή ενός άνδρα. Τα μάτια του ήταν αφύσικα γκρίζα μες στο σκοτάδι και η μορφή του διάφανη. Δεν πατούσε πουθενά, αιωρείτο. Άπλωσε το χέρι της να τον αγγίξει κι ένιωσε στη σάρκα της την παγωμένη πνοή του Ανέμου. Τα δάχτυλά της χάιδεψαν τη μορφή της θείας οντότητας, αλλά εκείνος δεν ένιωσε τίποτα.

- Είσαι τόσο παγωμένος, του ψιθύρισε.
- Εγώ δε μπορώ να σε νιώσω, της είπε. Είναι η κατάρα της αθανασίας. Τίποτα γήινο δε μπορεί να μας αγγίξει, καμιά αίσθηση δεν μπορεί να φτάσει στον πυρήνα του είναι μας.

Η νύχτα περνούσε και τα δυο πλάσματα, θνητό και αθάνατο, γυναίκα και άνδρας, προσωρινό και αιώνιο έμεναν εκεί. Μιλούσαν σιγά, κινούνταν ελάχιστα και πλησίαζε ο ένας τον άλλον. Πλησίαζαν και πλησίαζαν και ξαφνικά ο αέρας δάκρυσε, αλλά δεν ένιωσε τα δάκρυά του. Και το κορίτσι τον άγγιξε, αλλά δε χάρηκε τη ζεστασιά της. Τα χείλη της πλησίασαν τα δικά του, αλλά ενώ εκείνη ρίγησε αυτός δεν είχε τη γεύση της στα χείλη του.

Οι μέρες περνούσαν και οι δυο εραστές μεγάλωναν την αγάπη τους. Ήταν πραγματικά απίστευτο πώς συνέβαινε κάτι τέτοιο. Όλα τα αιώνια πλάσματα της γης χαίρονταν μα και ζήλευαν τους δυο παράταιρους εραστές, που όμως αλληλοσυμπληρώνονταν σαν δυο σταγόνες νερό, σαν δυο ριπές ανέμου, σαν δυο αχτίδες φωτός. Ο Άνεμος όμως δε μπορούσε να νιώσει την αγαπημένη του. Το σμίξιμό τους άφηνε σε κείνη μιαν αίσθηση θεία ενώ σε εκείνον το απόλυτο κενό. Έπαιρνε χαρά μόνο από τη χαρά της και ικανοποίηση από κάθε λάμψη στα μάτια της, αλλά λαχταρούσε να τη νιώσει όσο πολύ την αγαπούσε.
Κάποτε μην αντέχοντας άλλο, γύρισε τα μάτια του στον ουρανό και έκλαψε. Έκλαψε τόσο δυνατά και τόσο πολύ που το υπέρτατο ον τον λυπήθηκε. Ένιωσε την απελπισία στην καρδιά του τόσο μεγάλη που φοβήθηκε πως αν δεν έβρισκε μια λύση σύντομα ο πόνος του Ανέμου θα γινόταν ανεμοστρόβιλος που θα κατέστρεφε τα πάντα στο πέρασμά του.

- Άνεμε, του φώναξε μια μέρα. Άνεμε, με ακούς;
- Σε ακούω άρχοντά μου, απάντησε εκείνος με φωνή που έσταζε δυστυχία.
- Αφού είναι τόσο ανυπόφορα οδυνηρό για σένα, θα σου χαρίσω το δικαίωμα να νιώθεις και να αισθάνεσαι την αγαπημένη σου, αλλά θα απαρνηθείς την αθανασία. Θα γίνεις θνητός και ευάλωτος σε καθετί που μπορεί να βλάψει τους ανθρώπους, θα γεράσεις, θα πονάς και θα αρρωσταίνεις όπως εκείνοι και θα χάσεις όλες τις θείες δυνάμεις σου.
Ό,τι θες θα το αποκτάς με τον μόχθο σου και μόνο.

- Ναι, άρχοντά μου, σε ευγνωμονώ για τη μεγαλοσύνη σου. Είμαι διατεθιμένος να απαρνηθώ τα πάντα για χάρη της.
- Ας είναι, απάντησε το υπέρτατο ον. Πάρε την αγαπημένη σου και πήγαινέ την στην άκρη ενός γκρεμού που από κάτω θα είναι θάλασσα. Βάλε τη μέσα και αφού ξανοιχτεί στη θάλασσα, βούτα στα νερά του ωκεανού από την κορυφή του γκρεμού. Πέφτοντας στο νερό οι δυνάμεις σου θα σκορπίσουν στο νερό και εσύ θα αναδυθείς θνητός.
- Τρέχω άρχοντά μου, τρέχω, φώναξε ο Άνεμος και γύρισε να πάει στην αγαπημένη του να της πει τα νέα.
- Πρόσεχε Άνεμε, αν ανέβεις εκεί πάνω και δεν πέσεις στο κενό πριν η βάρκα χαθεί στα ανοιχτά, εσύ θα μείνεις για πάντα θεός κι αυτή θνητή και δεν θα την ξανανταμώσεις ποτέ.
- Κατάλαβα, φώναξε εκείνος και άρχισε να τρέχει.

Λίγο πριν τη δύση του ήλιου η Νεφέλη ήταν ήδη μέσα σε μια βάρκα στη θάλασσα και ο Άνεμος ετοιμαζόταν να πηδήξει από τον γκρεμό στα άπατα νερά του ωκεανού· ταξίδι στη λύτρωση. Εκείνη την ώρα όμως, άνθρωποι κακοί πάνω σε μια βάρκα είδε να πλησιάζουν την αγαπημένη του. Της μίλαγαν πρόστυχα και προσπαθούσαν να πλευρίσουν τη βάρκα. Προσπαθούσαν να την πιάσουν, να λαβώσουν τη σάρκα της και να σκοτώσουν την ψυχή της.
Εκείνος ήταν μακριά. Δε μπορούσε να τη βοηθήσει. Εκείνη πάλι δεν τράβαγε κουπί να απομακρυνθεί να σωθεί, μην τάχα και χαθεί από τη ματιά του και μαζί της χαθεί και η μοναδική ευκαιρία που είχαν να ζήσουν στον κόσμο μαζί.
- Νεφέλη, τράβα κουπί, απομακρύνσου, της φώναξε.
Αυτή όμως δεν τολμούσε να κουνηθεί και τα κτήνη πλησίαζαν. Μπορούσε ακόμη να ακούσει τι έλεγαν τα στόματά τους, ό,τι θα της έκαναν. Μπορούσε να νιώσει ακόμα τη μαύρη ψυχή τους και το φαρμάκι που είχαν για αίμα στις φλέβες τους. Και όλο πλησίαζαν... όλο πλησίαζαν.

Όμως ο Άνεμος δε θα μπορούσε ποτέ να αφήσει την αγαπημένη του να πάθει κακό, όποιο και να ήταν το τίμημα. Με όλη τη θεϊκή του πνοή φύσηξε δυνατά και ξαναφύσηξε και τα κύματα σηκώθηκαν στο άκουσμα του θεού και παρέσυραν μακριά τα ανθρώπινα μιάσματα.
Όσο φυσούσε όμως για να πάει τους εχθρούς μακριά ξεμάκραινε και η βάρκα της αγαπημένης του. Ξεμάκραινε όλο και πιο πολύ ώσπου στο τέλος χάθηκε από τα μάτια του. Και μαζί με την εικόνα της χάθηκε και τ’ όνειρό τους.

- Νεφέλη, φώναξε ξεψυχισμένα. Νεφέλη, αγάπη μου. Αντίο, αγάπη μου, ψιθύρισε και χάθηκε στον ουρανό ηττημένος.

Η Νεφέλη όταν κατάλαβε τι είχε συμβεί, έπεσε στα ανοιχτά της θάλασσας και έκανε τα παγωμένα νερά αιώνια κατοικία της. Νυμφεύτηκε το θάνατο γιατί έκανε το λάθος να διεκδικήσει τη ζωή. Ο Άνεμος δεν έμαθε ποτέ για το τέλος της αγαπημένης του, ούτε η αδερφή του η Θάλασσα τόλμησε ποτέ να του το ξεστομίσει. Στα άπατα βάθη της έφτιαξε έναν τάφο αντάξιο της αγάπης που είχε ο αδερφός της στη Νεφέλη και την κράτησε για πάντα εκεί.

Ο Άνεμος πιστεύοντας πως η αγαπημένη του ζει, συχνά ανοίγεται στα πέλαγα και ψάχνει να τη βρει. Και όταν αποκαμωμένος και απογοητευμένος πια καταλήγει στο πουθενά, θυμάται πόσο κοντά έφτασε στην ευτυχία και πόσο άδικα την έχασε μέσα από τα χέρια του. Τότε θυμώνει και στροβιλίζεται γύρω από τον εαυτό του τόσο γρήγορα που οι ανεμοστρόβιλοί του μπορούν να προκαλέσουν την υπέρτατη καταστροφή πάνω στη γη. Μια λυσσασμένη δύναμη που κανείς δεν μπορεί να τη δαμάσει.
Την επόμενη φορά που θα δείτε τις καταστροφές που προκαλεί ένας τυφώνας, σκεφτείτε τον πόνο που προκάλεσε η απώλεια μιας αγάπης όταν μια παράξενη νύχτα μια γυναίκα, η Νεφέλη, και ένας θεός, ο Άνεμος, συναντήθηκαν σε μια ακροθαλασσιά.


Έπαινος παραμυθιού στον 33ο λογοτεχνικό διαγωνισμό της Πανελλήνιας Ένωσης Λογοτεχνών.
Στη συνοδευτική εικόνα βλέπετε πίνακα από την Inna Montano