Thomas Stearns Eliot
Lord, the Roman hyacinths are blooming in bowls and
The winter sun creeps by the snow hills;
The stubborn season has made stand.
My life is light, waiting for the death wind,
Like a feather on the back of my hand.
Dust in sunlight and memory in corners
Wait for the wind that chills towards the dead land.
Grant us thy peace.
I have walked many years in this city,
Kept faith and fast, provided for the poor,
Have taken and given honour and ease.
Who shall remember my house,
where shall live my children’s children
When the time of sorrow is come?
They will take to the goat’s path, and the fox’s home,
Fleeing from the foreign faces and the foreign swords.
Before the time of cords and scourges and lamentation
Grant us thy peace.
Before the stations of the mountain of desolation,
Before the certain hour of maternal sorrow,
Now at this birth season of decease,
Let the Infant, the still unspeaking and unspoken Word,
Grant Israel’s consolation
To one who has eighty years and no to-morrow.
According to thy word,
They shall praise Thee and suffer in every generation
With glory and derision,
Light upon light, mounting the saints’ stair.
Not for me the martyrdom, the ecstasy of thought and prayer,
Not for me the ultimate vision.
Grant me thy peace.
(And a sword shall pierce thy heart,
Thine also.)
I am tired with my own life and the lives of those after me,
I am dying in my own death and the deaths of those after me.
Let thy servant depart,
Having seen thy salvation.
🍃
Άσμα για τον Συμεών
Κύριε, οι υάκινθοι της Ρώμης ανθίζουν στα κύπελλα και
Ο χειμωνιάτικος ήλιος έρπει πλάι στους χιονισμένους λόφους·
Η πείσμων εποχή αντιστέκεται σκληρά.
Η ζωή μου είναι ελαφριά, περιμένοντας τον άνεμο του θανάτου,
Σαν ένα πούπουλο στη ράχη του χεριού μου.
Σκόνη στο ηλιόφως και μνήμη στις γωνίες
Αναμένει τον άνεμο που παγώνει τη γη των πεθαμένων.
Την ειρήνη σου δος ημίν.
Έχω βαδίσει αρκετά χρόνια αυτήν την πόλη,
Τήρησα πίστη και νηστεία, ελέησα τους φτωχούς,
Έδωσα και πήρα τιμή και ανάταση.
Δεν υπήρξε διωγμένος από την πόρτα μου.
Την οικία μου ποιος θα θυμάται,
που θε να ζήσουν τα παιδιά των παιδιών μου
Όταν έρθει ο καιρός της οδύνης;
Θα καταφύγουν σε μονοπάτι τράγου, και σ' αλεπούς φωλιά,
Φεύγοντας απ' τα αλλότρια πρόσωπα κι από τα αλλότρια ξίφη.
Την εποχή προ χορδών και μάστιγων και θρήνων
Την ειρήνη σου δος ημίν.
Πριν τους σταθμούς του όρους της ερήμωσης,
Πριν τη βέβαιη ώρα της μητρικής θλίψης,
Τώρα, την γενετήσια εποχή τής αρρώστιας,
Επέτρεψε στο Βρέφος, τον ως τώρα αμίλητο και ανείπωτο Λόγο,
Να χορηγήσει την παρηγοριά του Ισραήλ
Σε όποιον έχει ογδόντα έτη και κανένα αύριο.
Σύμφωνα με το λόγο σου,
θα Σε υμνούν και θα υποφέρουν σε κάθε γενεά,
Με δόξα και χλευασμό,
Φως επί φωτός, ανεβαίνοντας την κλίμακα της αγιοσύνης.
Όχι για μένα το μαρτύριο, η έκσταση του στοχασμού και της προσευχής,
Όχι για μένα το τελικό όραμα.
Την ειρήνη σου δος μοι.
(Κι αν σπαθί διαπεράσει την καρδιά σου,
Κι αυτό δικό σου.)
Κουράστηκα με τη δική μου ζωή και με τις ζωές εκείνων μετά από εμένα,
Πεθαίνω με τον δικό μου θάνατο και τους θανάτους αυτών μετά από εμένα.
Άσε το δούλο σου να αποχωρήσει,
αφού δει το σωτήριόν σου.
🍃
Thomas Stearns Eliot
Μετάφραση: Τζένη Κουκίδου [βάση μιας λέξη-προς-λέξη λογικής παρά μιας ποιητικής απόδοσης]
Στη συνοδευτική εικόνα βλέπετε πίνακα Vincent van Gogh (Mulberry tree, 10/1889)