Τον ποιητή του Ρωμηού τον γνώρισα από τα μαθητικά μου χρόνια, όχι βέβαια από τα εγκύκλια μαθήματα του σχολείου, αλλά τυχαία, από τη βιβλιοθήκη ενός φιλικού σπιτιού. Τον διάβασα και, τώρα πια γράφοντας η ίδια ποίηση, εξακολουθώ να τον εκτιμώ πολύ, μέχρι θαυμασμού. Αλλά, είναι, θα έλεγα, ιεροσυλία να εκθειάζει κανείς 100 χρόνια μετά τον θάνατό του, έναν ποιητή που ο ίδιος εν ζωή έχει δηλώσει, στο ποίημά του Η ΔΙΑΘΗΚΗ ΜΟΥ, ότι δεν θέλει να υμνηθεί μετά θάνατο:
Πένα στη θανή μου ύμνους να μη γράψει,
ούτε δάκρυ θέλω να χυθή κανένα,
κι ούτ' αυτός ακόμη θέλω να με κλάψει,
που ελπίζει ψήφο να 'χει κι από μένα.
και πιο κάτω γράφει:
Κανείς φίλος λόγο να μην απαγγείλει
κι αν στο νου του τέτοιο έγκλημα περάσει,
να τον σακατέψουν στις σβερκιές οι φίλοι,
κι είθε τη μιλιά του στη στιγμή να χάσει.
Διακινδυνεύοντας λοιπόν είτε να με σακατέψετε με σβερκιές είτε να χάσω τη μιλιά μου, κατά τους στίχους του ποιητή, θα επιχειρήσω να σας μεταφέρω μερικές μου σκέψεις γύρω από το θέμα της επικαιρικότητας του Σουρή.
Είναι ο Σουρής ένας νέος Αριστοφάνης, όπως ομόφωνα οι σύγχρονοί του τον χαρακτήρισαν; Κι αν είναι τέτοιος, πόση απήχηση μπορεί να έχει ένας σατιρικός ποιητής στο ευρύ κοινό την σημερινή εποχή; Μια εποχή που η αισθητική της ποίησης βρίσκεται τόσο μακριά από την εποχή του Σουρή, όπου κυριαρχούσε η ρίμα και η ομοιοκαταληξία όσον αφορά στη μορφή του ποιήματος, τα δε νοήματα, που εκφράζονταν με την ποίηση, ήταν άμεσα και ξεκάθαρα, σε αντίθεση με την σημερινή, μοντέρνα ή μεταμοντέρνα ποίηση, η οποία χαρακτηρίζεται από κρυπτικότητα.
Την σαφήνεια του Σουρή παρατήρησε και εκθείασε ο Εμμ. Ροΐδης, σύγχρονος του Σουρή, τονίζοντας ότι αυτή είναι που του δίνει την πρωτοκαθεδρία ανάμεσα στους σύγχρονούς του (Γ. Βαλέτας, Εισαγωγή, σ. 43, 1ος τόμος, Άπαντα Σουρή). Ο Ροΐδης γράφει επίσης για τον Σουρή:
Αν ενός μόνον νεωτέρου Έλληνος ποιητού ήτο δυνατόν να σώσω εκ γενικής πυρκαϊάς τα έργα, θα επροτίμων αδιστάκτως του Σολωμού... εκ δε των ζώντων σήμερον ποιητών προτιμώ τον Σουρήν, αν όχι δια την πρωτοτυπίαν των νοημάτων, ως τον κάλλιον τουλάχιστον παντός άλλου κατορθώσαντα να εκφράση ακριβώς και ζωηρώς όσα έχει να είπη, ενώ πολλοί άλλοι της νεωτάτης μάλιστα Σχολής φαίνονται ακόμη έχοντες ανάγκην ερμηνείας, όπως καταστήσωσι καταλήπτά εις τον πολύν κόσμον όσα αισθάνονται μεν ίσως, αλλά δεν κατορθούσι ακόμη να διατυπώσωσι μετά ποιητική εναργείας.
Εναργής, λοιπόν –καθαρός– πρωτότυπος και εφάμιλλος, σε ποιητική αξία, του Σολωμού, είναι ο Σουρής κατά τον Ροΐδη.
Αλλά και με άλλους σπουδαίους λογοτέχνες της νεοελληνικής ποίησης έχει παραλληλιστεί ο Σουρής, όπως, με τον Παπαδιαμάντη και τον Καρυωτάκη. Αναμφισβήτητα, με τον Παπαδιαμάντη ο Σουρής έχει κοινά στοιχεία βίου, όπως την ταπεινή καταγωγή ή την σχέση του με την ιεροσύνη – ο μεν Παπαδιαμάντης ήταν γιος παπά και ο ίδιος δόκιμος μοναχός στο Άγιον Όρος, ο δε Σουρής προοριζόταν από τον πατέρα του για ιερέας, αλλά δεν έγινε. Επίσης, και οι δύο, Παπαδιαμάντης και Σουρής, ήταν φοιτητές της Φιλοσοφικής Σχολής των Αθηνών, αλλά κανένας από τους δύο δεν πήρε πτυχίο. Με τον Καρυωτάκη όμως, ο Σουρής συνδέεται με μια πιο ουσιαστική, εσωτερική θα έλεγα σχέση: Είναι η μηδενιστική στάση και των δύο απέναντι στη ζωή και την πραγματικότητα της εποχής τους. Με μόνη διαφορά, ότι ο Σουρής χρησιμοποιεί το χιούμορ, τη σάτιρα, τον σαρκασμό και την ευθυμία για να ξορκίσει τους δαίμονες των καιρών του, κι αυτό ίσως είναι τελικά που τον σώζει, σε αντίθεση με τον Καρυωτάκη που όλοι γνωρίζουμε το τέλος του. Κατά τ' άλλα και οι δύο βιώνουν και εκφράζουν την απελπισία τους για μια Ελλάδα που δεν στέκει αντάξια των προσδοκιών τους. Και μπορεί ο Σουρής να αστειεύεται και να κάνει τον κόσμο να γελά, στην πραγματικότητα όμως πρόκειται για κλαυσίγελο.
Ο ποιητής και γενικότερα ο λογοτέχνης, μέσα από την υποκειμενική ματιά του για τον κόσμο, εκφράζει τους συνανθρώπους του και κυρίως την εποχή του. Γιατί μόνο τότε η ποίηση δεν είναι ομφαλοσκοπική, αλλά αφορά όλους ή τους περισσότερους από εμάς. Κατά πόσο πέτυχε σ' αυτό ο Σουρής; Ήταν η ποίησή του προσωπική ή εξέφραζε ολόκληρο τoν ελληνικό λαό της εποχής του; Κι αν εξέφραζε τους σύχρονούς του, κατά πόσο μπορεί να εκφράζει και τον σημερινό Έλληνα; Για να απαντήσουμε σ' αυτά τα ερωτήματα, πρέπει να κάνουμε μια σύντομη, έστω, αναφορά τόσο στο ιστορικοπολιτικό πλαίσιο της εποχής του Σουρή, που είναι η ύστερη μετεπαναστατική περίοδος, όσο και στην λογοτεχνική γενιά του και στη συνέχεια να τα συγκρίνουμε με το σήμερα.
Γράφει η Ευαγγελία Πετρουγάκη (φιλόλογος και ποιήτρια):
Για να κατανοήσουμε καλύτερα τη σάτιρα του Σουρή και την επικαιρότητά της θα πρέπει να θυμηθούμε ποια ήταν η πολιτική και οικονομική κατάσταση του ελληνικού κράτους, που από τις απαρχές του ξεκινά η εμφάνιση αλλεπάλληλων οικονομικών κρίσεων, ως αποτέλεσμα δομικών προβλημάτων στον τομέα της παραγωγικής ανασυγκρότησης. Ο εξωτερικός δανεισμός αποτελεί μόνιμο εργαλείο όχι μόνο σ’ όλη τη διάρκεια του επαναστατικού αγώνα, αλλά και στα επόμενα χρόνια, μέχρι και τη δικής μας εποχή. Το 1843 δέκα χρόνια μετά την έλευση του Όθωνα, επειδή το κράτος αδυνατεί να αποπληρώσει τα τοκοχρεολύσια του μεγάλου δανείου των 60 εκατομμυρίων φράγκων που του δόθηκε από τις προστάτιδες δυνάμεις (Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία), οι δανειστές διεμήνυσαν πως η χώρα έπρεπε να υιοθετήσει οικονομικές μεταρρυθμίσεις. Περικοπές μισθών, απολύσεις στο δημόσιο τομέα, αναστολή κάθε αναπτυξιακής διαδικασίας κτλ. Η χώρα μπαίνει σε καθεστώς Επιτροπείας. Απολύεται το 30 τοις εκατό των δημοσίων υπαλλήλων, περικόπτεται το 20 τοις εκατό των μισθών, γίνεται παύση πληρωμών σε συντάξεις στο δημόσιο τομέα, επιβάλλεται προκαταβολή φόρου εισοδήματος και ο φόρος της δεκάτης στα αγροτικά προϊόντα κτλ.
Το 1855 έχουμε πάλι οικονομική κρίση με τον Κριμαϊκό πόλεμο, όπως και το 1865-1866. Κατά τα έτη 1878-1893, ο Τρικούπης για να εκσυγχρονίσει και να αναπτύξει τις υποδομές του κράτους με εκτεταμένες επενδύσεις και δημόσια έργα, ο Ισθμός της Κορίνθου, οι σιδηρόδρομοι και πολλά άλλα για παράδειγμα γίνονται τότε, συνάπτει δάνεια 640 εκατομμυρίων χρυσών φράγκων. Το έργο του Τρικούπη ήταν πραγματικά αξιοθαύμαστο και ο ίδιος σπουδαίος πολιτικός. Αλλά δυστυχώς, λόγω των δανείων, αλλά και άλλων συγκυριών, το 1893 αναγκάζεται να κηρύξει πτώχευση του Δημοσίου. Αποτέλεσμα, το 1898 εγκαθίσταται στη χώρα επιτροπή που ονομάζεται Διεθνής Οικονομικός Έλεγχος (ΔΟΕ). Συνάπτεται άλλο δάνειο 151 εκατ. φράγκων προκειμένου να δοθεί πολεμική αποζημίωση στην Τουρκία 31 εκατ. φράγκα για τον ατυχή πόλεμο του 1897. Η συμφωνία προβλέπει υποθήκευση των φορολογικών εσόδων για την αποπληρωμή των δανείων. Ο ρόλος του ΔΟΕ είναι κυρίαρχος. Παράλληλα από το 1898 ως το 1909 υπάρχει πολιτική αστάθεια. Τα χρόνια κοινωνικά προβλήματα παγιώνονται και η κοινωνική πόλωση αυξάνεται. Και έπεται συνέχεια με το διχασμό, τη Μικρασιατική Καταστροφή κτλ.
Μέσα σε τέτοιες δύσκολες συνθήκες οικονομικής κρίσης και εξαθλίωσης, η σάτιρα αποτελεί μια δικλείδα ασφαλείας και εκτόνωσης της οργής του λαού για την κακοδιαχείριση των δανείων, για τη διασπάθιση του δημόσιου χρήματος, για τους ανίκανους πολιτικούς και βουλευτές, για την κατάντια γενικώς του Ρωμαίικου.
Στο παραπάνω κείμενο οι λέξεις: οικονομική κρίση, εξωτερικός δανεισμός, Διεθνής Οικονομικός Έλεγχος, τοκοχρεολύσια, περικοπές συντάξεων και μισθών, φόροι, και εντέλει, κατάντια του Ρωμαίικου, μήπως θυμίζουν κάτι; Είναι νομίζω μια κατάσταση πανομοιότυπη με αυτήν που ζούμε την τελευταία δεκαετία στην Ελλάδα. Μέσα σ' αυτή την πραγματικότητα άνθισε η σατιρική πένα του Σουρή.
Από την άλλη, στη λογοτεχνική πραγματικότητα της εποχής εκείνης επικρατούσε η εξής κατάσταση: Μιλάμε, βέβαια, για την λογοτεχνική γενιά του 1880. Σ' αυτήν ανήκει και ο Σουρής, αφού η πρώτη ποιητική του συλλογή με τίτλο Συλλογή λυρικών ασμάτων δημοσιεύεται το 1873, και η εφημερίδα Ο Ρωμηός, που είναι ίσως το σπουδαιότερο από τα έργα του, γιατί σκιαγραφεί λεπτομερώς μια ολόκληρη εποχή, εκδίδεται από το 1883 μέχρι το 1918.
Το λογοτεχνικό ρεύμα του ρομαντισμού που άφησε αριστουργηματικά έργα της ελληνικής και ξένης λογοτεχνίας, άρχισε να ξεφτίζει, γιατί περιέπεσε σε υπερβολή. Τον ρομαντισμό διαδέχεται ο παρνασσισμός, ο οποίος αντιτίθεται στην εξομολογητική και δακρύβρεχτη στάση του ρομαντισμού και δημιουργεί έργα πιο απαθή ή συναισθηματικά αποστασιοποιημένα, πρεσβεύει το δόγμα η τέχνη για την τέχνη, επιδιώκει την τελειότητα της μορφής και αντλεί τα θέματά του από αρχαίους πολιτισμούς και εξωτικές χώρες. Τίποτα απ' όλα αυτά δεν ακολουθεί η ποίηση του Σουρή. Γιατί ο Σουρής είναι από μόνος του μια Σχολή. Είναι αυτός που επινοεί την κωμικοσατιρική ποίηση και την καλλιεργεί στο έπακρο, έτσι ώστε, μετά απ' αυτόν, οτιδήποτε σατιρικό γράφει κανείς στην ποίηση, να λέμε ότι αυτό είναι Σουρής. Πολλοί τον κατηγόρησαν ότι έγραφε πρόχειρα, ότι δεν δούλευε δηλαδή τον στίχο του όπως κάνουν όλοι σχεδόν οι ποιητές. Άλλοι, όπως ο Ψυχάρης, τον είπαν στιχοπλόκο και του αρνήθηκαν κι αυτή ακόμα την ιδιότητα του ποιητή. Αντίθετα, ο Γρυπάρης, ο Μητσάκης και ο Ξενόπουλος πίστευαν πολύ στην μεγαλοφυΐα του, ο τελευταίος, μάλιστα, τον αποκαλούσε γίγαντα.
Κατά τον Μητσάκη, η απλότητα των στίχων του είναι στοιχείο της μεγαλοφυΐας του.
Ο Παλαμάς είχε αμφίθυμη στάση απέναντι στον Σουρή. Άλλοτε τον εκθείασε γράφοντας ένα ποίημα γι' αυτόν, όπου λέει:
Σουρή, τρελέ τραγουδιστή και γνωστικέ τεχνίτη
κι ελεύθερε τραγουδιστή και ποιητή μαγνήτη
όταν ολόκληρο λαό πίσω απ' τον στίχο σέρνεις
και πιο κάτω:
ο στίχος σου –έτυχε πολλές φορές να τον ζηλέψω
Άλλοτε, όμως, ο Παλαμάς κατηγόρησε τον Σουρή ότι κολακεύει τα χαμηλά γούστα του όχλου: Φασουλήδες μακρυά, κι εσείς παλιάτσοι / στην αστόχαστη πλέμπα μην πλερώνεις / Σατιριστή, του σκλάβου το χαράτσι, λέει ο Παλαμάς. Ενώ ο Παπαδιαμάντης αναφώνησε: Χαίρε ώ Σουρή, εσύ ο οποίος απέδειξες, ότι υπάρχει ακόμη ελληνική ευφυΐα.
Ο Ν. Πολίτης είδε πρώτος το λαϊκό στοιχείο που πλημμυρίζει την ποίηση του Σουρή και γράφει γι' αυτόν: O ποιητής του Ρωμηού και ιδρυτής της φιλοσοφικής σχολής του Φασουλή μού είναι προσφιλής όχι τόσο για την ποιητική του τέχνη, τους λείους στίχους και τις πλούσιες και απροσδόκητες ομοιοκαταληξίες τους, ούτε για την τακτική γονιμότητά του και τον εύθυμο και άδολο διασυρμό των καθ' ημάς, όσο για την απήχηση των αισθημάτων και των ιδεών του λαού στα έργα του.
Ο Ξενόπουλος εκτιμούσε τόσο τον Σουρή, που δεν διστάζει να χαρακτηρίσει αριστουργήματα τα έργα του και να τον κατατάξει ανάμεσα στα πέντε δέκα μεγάλα ονόματα που έχει να δείξει στο [σατιρικό] είδος η παγκόσμια λογοτεχνία.
Σε μια εποχή που το γλωσσικό ζήτημα ήταν οξύ, και η διαμάχη μεταξύ δημοτικιστών και καθαρευουσιάνων έπαιρνε διαστάσεις εμφυλίου πολέμου, ήταν φυσικό, ένας ποιητής όπως ο Σουρής, που χρησιμοποιούσε τη μικτή γλώσσα, δηλαδή δημοτική με αρκετές λέξεις καθαρεύουσας χάριν του μέτρου ή για τους σκοπούς της σάτιρας, να δέχεται δριμύα και πολλές φορές χλευαστική κριτική από άλλους ομότεχνούς του, ακραίους δημοτικιστές, όπως ήταν ο Ψυχάρης. Η ιστορία, όμως, φαίνεται να δικαίωσε τον Σουρή, γιατί πράγματι και σήμερα η κρατούσα γλώσσα είναι η μικτή, αφού περισπάσθηκαν οι ακρότητες τόσο της δημοτικής όσο και της καθαρεύουσας.
Όπως βλέπουμε, υπάρχουν αντιφατικές απόψεις για την ποιητική αξία του έργου του Σουρή, η πλάστιγγα όμως φαίνεται να γέρνει προς την γενική αναγνώριση της αξίας του. Το βέβαιο είναι πως ο λαός τον αγάπησε πολύ όσο ζούσε. Γιατί, όπως γράφει ο Γ. Βαλέτας: H αλήθεια είναι, ότι ο Σουρής, σαν μεγάλος διαπλαστής και εκπολιτιστής των συγκαιρινών του, σαν αληθινός διαφωτιστής, κατέβηκε στο χαμηλό επίπεδο της πλέμπας –αν έτσι μπορούμε να χαρακτηρίσουμε τον μάρτυρα και δημιουργό ελληνικό λαό της εποχής του– για να δείξει όλα τα ελαττώματά του με τα σύμβολα της θαυμαστής επινοίας του, το Φασουλή και τον Ρωμηό, να τον αφυπνίσει και να τον ανεβάσει. Ο Φασουλής ήταν ότι και ο Καραγκιόζης, μια γνήσια ελληνική φιγούρα που συμπεριείχε όλα τα ελαττώματα και τις αρετές της φυλής μας.
Kι έρχομαι στο τελευταίο ερώτημα που έθεσα αρχικά: Μπορεί ο Σουρής να εκφράσει τον μέσο σύγχρονο Νεοέλληνα σήμερα; Δεν μπορώ να δώσω μια γενική απάντηση, γιατί πιστεύω ότι αυτό είναι ερώτημα του καθενός χωριστά. Η κοινωνία μας έχει ίσως πάψει να παρουσιάζει την ομοιογένεια που παρουσίαζε την εποχή του Σουρή. Αν με ρωτάτε προσωπικά, θα έλεγα απερίφραστα ότι εμένα με αγγίζει και με εκφράζει ο Σουρής. Ποιος μπορεί όμως να είναι βέβαιος ότι αυτό ισχύει για τον καθένα; Θα έλεγα ότι αξίζει τον κόπο να τον γνωρίσουμε, ως ένα σημαντικό στοιχείο της πνευματικής μας κληρονομιάς. Από 'κεί και πέρα, ο καθένας ας πάρει τις αποστάσεις του.
Γεωργία Γιαννιού
Συγγραφέας, ποιήτρια, Ειδική γραμματέας ΦΣΠ
Σημείωση της συγγραφέα: To παραπάνω κείμενο εκφωνήθηκε από την ίδια ως εισήγησή της στην γιορτή για τα 100 χρόνια από τον θάνατο του Γ. Σουρή, που διοργανώθηκε από την Φιλολογική Στέγη Πειραιώς σε συνεργασία με την Ένωση Παλαιών Προσκόπων Ν. Φαλήρου και έλαβε χώρα στην αίθουσα εκδηλώσεων της Ένωσης Παλαιών Προσκόπων Ν. Φαλήρου, την 13η Δεκεμβρίου 2019.
Το κείμενο της Ευαγγελίας Πετρουγάκη πρωτοδημοσιεύτηκε στο fractalart.gr.