Στη σκιά του Μορφέα

Τζωρτζίνας Κουριαντάκη

Joan Miro (The birth of the world, Η γέννηση του κόσμου, 1925, MoMA)

Μα σαν να ήταν αλλιώτικος απόψε, σκέφτηκε. Το πρόσωπό του ήταν το ίδιο, μα εκείνος; Εκείνος έμοιαζε σαν να ‘ταν ένας άλλος. Η Αθηνά αφέθηκε να παρατηρεί για ώρα τον άντρα δίπλα της. Ψηλός, μελαχρινός με καλοσχηματισμένο σώμα, ήταν αναμφισβήτητα άκρως γοητευτικός. Αυτό που την είχε συνεπάρει από την αρχή όμως, ήταν τα μάτια του. Μήτε πράσινα, μήτε καστανά, κάτι ανάμεσα, ανακατεμένο με μία μόνιμη θλίψη, έτσι, χωρίς λόγο﮲ την είχαν κερδίσει εύκολα, αβίαστα και για πάντα. Τα χείλη του, καλλίγραμμα, ευγενικά, θαρρείς πως μόνιμα χαμογελούσαν αινιγματικά. Χάιδεψε τρυφερά τις ατίθασες μπούκλες προς τα πίσω. Τον αγαπούσε με όλη της την ψυχή... Ανέκαθεν το είχε συνήθειο να τον κάνει χάζι όταν αυτός κοιμόταν. Τα γνώριμα, λεπτά χαρακτηριστικά του, γαλήνευαν πιότερο, έτσι όπως ήταν τώρα, παραδομένα στον Μορφέα. Ήταν εκείνες οι στιγμές της ηρεμίας που τον έκαναν ακόμα πιο αγαπητό στα μάτια της, όταν δεν τον άφηναν σιωπηλό οι έγνοιες, μονάχα η γλυκιά απραξία που σου χαρίζει απλόχερα ο ύπνος. Τότε που και το σώμα και το μυαλό ξεκουράζεται. Ναι, ήταν πάντα τόσο γαλήνια αυτή η εικόνα! Ο Θάνος να κοιμάται, με τα ματάκια του κλειστά και τα χείλη του μόνιμα παντρεμένα με εκείνο το ελαφρύ μειδίαμα ευχαρίστησης. Απόψε όμως, το λιγοστό φως του επιτραπέζιου μπρούτζινου φωτιστικού, έτσι όπως έπεφτε φειδωλά επάνω του, τον έκανε να φαντάζει άγριος, σχεδόν αποκρουστικός. Μα όχι, δεν ήταν η δειλή αντανάκλαση της λάμπας, ήταν κάτι περισσότερο, αλλά τι; Ποιο όνειρο να τον είχε τόσο βίαια αρπάξει; Ποια αγωνία, ποιες σκέψεις να είχαν συμβάλλει, ώστε οι τόσο αγαπημένες γωνίες του όμορφου προσώπου του, να είναι τώρα τραβηγμένες, ξέτερες, τρομαχτικές; Έμεινε να χαζεύει το ελαφρώς ξεθωριασμένο ψάθινο καπέλο του φωτιστικού. Περίεργα σύμβολα που επαναλαμβανόντουσαν τακτικά. Κεραμιδί, πορφυρές και νεραντζιές γιρλάντες τυλίγονταν μεταξύ τους, δημιουργώντας περίπλοκα μοτίβα, σβήνοντας περίτεχνα το ένα χρώμα μέσα στο άλλο. Οι σκιές τους στον τοίχο έμοιαζαν με κλαδιά που μπλέκονταν, ίσως και με γυναικεία χέρια που τώρα ικέτευαν, ίσως...

Το φως χαμήλωσε μόνο του και ένα ελαφρύ, δροσερό αεράκι που μπήκε από το ανοιγμένο παράθυρο την έκανε ν’ ανατριχιάσει, έτσι όπως διαπέρασε τα πυρρόξανθα, μακριά, ως το ύψος του στήθους, μαλλιά της. Η κατάλευκη, πλεγμένη στο χέρι, ολοκέντητη κουρτίνα, την χάιδεψε φευγαλέα και αυτό το χάδι την έκανε να ανατριχιάσει ακόμα περισσότερο. Οι σκιές πίσω απ’ τη λάμπα είχαν τώρα εξαφανιστεί. Ένα απόκοσμο βουητό, θαρρείς ερχόμενο από το πιο σκοτεινό σημείο του Άδη, την έκανε να θέλει να πεταχτεί από το κρεβάτι, μα το σώμα της δεν υπάκουσε. Το καλοσχηματισμένο, καμπυλόγραμμο γυναικείο κορμί της, είχε μετατραπεί σε ένα σύνολο νεύρων που δεν έπαιρναν καμία εντολή από τον εγκέφαλο. Δεν την υπάκουγαν τα άκρα της. Λες και είχαν ουσιαστικά πετρώσει. Κοίταξε με τα έντονα γαλαζοπράσινα μάτια της, τον σύντροφό της. Μα τι...; Αυτή τη φορά πετάχτηκε πάνω μονομιάς. Το δέρμα του Θάνου είχε μετατραπεί σε μικροσκοπικά κομματάκια ενός τεράστιου παζλ. Ασήμιζε ολόκληρος, είχε γίνει ένα με το χρώμα του κάγκελου από πάνω του, αυτού, του σιδερένιου κρεβατιού που τώρα έδειχνε να έχει πάρει ζωή και να προσπαθεί να ρουφήξει τα κομμάτια που έλκυε, σαν ένας τιμωρός μαγνήτης... Τα κομμάτια; Ανοιγόκλεισε τα βλέφαρα, όμως, δεν της βγήκε σε καλό. Τώρα ένα-ένα τα μικρά κομματάκια αποκολλούνταν από τον αγαπημένο της και άφηναν πίσω τους... κενό. Ούρλιαξε. Ούρλιαξε με όλη τη δύναμη που της είχε απομείνει. Έκανε να πιάσει το παλαιού τύπου τηλέφωνο, μα εκείνο έγινε σκόνη, μία κόκκινη, στο χρώμα της συσκευής, σκόνη, ενώ το καντράν μετατράπηκε σε ένα τεράστιο χρυσαφένιο δαχτυλίδι, που συρρικνωνόταν, συρρικνωνόταν, μέχρι που έπεσε στα πόδια της, εκεί, δίπλα στις πατούσες, έχοντας πια το μέγεθος μιας βέρας. Την σήκωσε και διάβασε το όνομα μέσα της. «Γιάννης». Έτρεξε στη σκάλα κατευθυνόμενη προς την εξώπορτα, μα στο προτελευταίο σκαλοπάτι, κάτι βρισκόταν καταμεσής του φρεσκογυαλισμένου παρκέ. Γλίστρησε. Έφταιγε εκείνο το αναθεματισμένο χαρτί. Ήταν τόσο φωτεινό σαν να ήταν ο ίδιος ο ήλιος, έτσι όπως αν κανείς τον κοιτάζει απότομα, έχοντας μόλις ανοίξει τα μάτια του από βαθύ ύπνο. Το σήκωσε διστακτικά. «Τα λευκά αιμοσφαίρια είναι σε μη φυσιολογικά επίπεδα». Το άφησε κάτω απορημένη. Μύριζε φρεσκοψημένος ελληνικός καφές. Μα από πού ερχόταν η μυρωδιά; Ένα παιδάκι, ήταν δεν ήταν, πέντε χρονών, ντυμένο στα μαύρα έκλαιγε δίπλα σε μία... κάσα; Καταμεσής στο σαλόνι, ένα κατάμαυρο, από ακριβό ξύλο τριανταφυλλιάς φέρετρο και γύρω του μαυροντυμένες γριούλες που ενώ είχαν μαζεμένα τα μαλλιά, τυλιγμένα σε δίχτυ, έκρυβαν, ίσως άθελά τους το πρόσωπό τους. «Σώπα, Ορέστη μου, σώπασε», του έλεγαν. «Τώρα πια ξεκουράζεται». Έσκυψε να δει τον νεκρό, μα το ορθάνοικτο ως τότε φέρετρο, έκλεισε άξαφνα και οι ως πρότινος συμπονετικές γριούλες, άρπαξαν τον μικρό Ορέστη με τη βία. Τα πρόσωπά τους, τερατόμορφα. Σκιάχτηκε. Τον τραβούσαν άγαρμπα, έξω από το σαλόνι, προς το δάσος, ενώ πού και πού γύριζαν και την κοιτούσαν απειλητικά με τα μάτια τους, ίδια φωτιά, μανία, λύσσα. Οι ντυμένοι με ακριβή, εμπριμέ ταπετσαρία, τοίχοι ήταν τώρα ανύπαρκτοι και το παλιό αρχοντικό σού έδινε την εντύπωση ότι ήταν μία απλή ξύλινη καλύβα, ανοικτή, χωρίς περιοριστικά καλούπια, κομμάτι της ίδιας της φύσης και της αγριάδας που απλωνόταν μπροστά της. Τότε ήταν που το άκουσε. «Μαμά, μαμά!»

Είχε λιποθυμήσει. Ανασηκώθηκε δισταχτικά, καθώς ένιωθε ότι δεν είχε τίποτα καλό να περιμένει. Μια πεταλούδα θέλησε να την ξελογιάσει με το ανέμελο πέταγμά της. Για λίγο στάθηκε πάνω σε ένα ξύλινο, φθαρμένο από την αλμύρα, κουπί. Έτσι απλά, με τα πιτσιλωτά πολύχρωμα φτερά της, την σαγήνευσε. Ανοιγόκλεινε τα θαλασσί, με σταχτιές ραβδώσεις φτερά, και ετούτη η κίνηση ήταν τόσο υπνωτιστική... Μαβιά, από κάτω ήταν μαβιά με γαλαζοπράσινες κουκκίδες. Πιτσιλιές άραγε ποιανού ζωγράφου της φύσης; Του ίδιου του δημιουργού των πάντων, σκέφτηκε και χαμογέλασε, ούσα ακόμα γοητευμένη. Μπήκε σαν υπνωτισμένη στη φρεσκοβαμμένη βάρκα που βρέθηκε μπροστά της και τράβηξε προς τη μεριά της σελήνης. Πρόσεξε ότι είχε λερώσει το λουλουδάτο νυχτικό της με κάτι που κολλούσε, αλλά μύριζε σαν πλαστική βαφή. Κάποιος είχε πρόσφατα περάσει τη βάρκα με γυαλιστικό βερνίκι. Από κάτω όμως, έβλεπες τις ρωγμές, τα χτυπήματα, τη φθορά. Ίσως έπρεπε να την είχαν περάσει με γυαλόχαρτο πρώτα, ίσως να βιάστηκαν να την καλλωπίσουν για τα μάτια άλλων. Ποιος ξέρει... Ίσως να ήταν απλά μια επιπόλαιη απόφαση. «Αγάπη μου, πιο σιγά, δεν βιαζόμαστε». Λίγο έλειψε να πέσει στο παγωμένο, αρκετά αγριεμένο, νερό από την τρομάρα της. Ένας γοητευτικός, μάλλον συνομήλικός της άντρας, της χαμογελούσε, αποπνέοντας μια εκνευριστική αυτοπεποίθηση. «Ποιος, ποιος είσαι;», ψέλλισε. Ένας δυνατός άνεμος έστελνε τώρα κάπου την ίδια πάνω σε ένα... άλογο. Μια εκκλησιά. «Να ζήσετε, να ζήσετε! Και καλούς απογόνους!» Ήταν δίπλα της εκείνος ο άντρας πάλι. Πανύψηλος, καστανόξανθος, γεροδεμένος. Τα μάτια του, μελιά, σχεδόν διάφανα, την κοιτούσαν με θαυμασμό. Έδειχνε να την αγαπά με μια αγάπη που την έκανε να νιώθει περίεργα. Μια αγάπη που δεν ζητούσε καν την ανταπόδοση, μια αγάπη αλλιώτικη, που δεν την γνώριζε. Η εκκλησία έμοιαζε να είναι βγαλμένη από τις πιο προσεχτικά επιμελημένες σελίδες ενός παραμυθιού. Ο στολισμός θα ταίριαζε μάλλον σε κάποια πριγκίπισσα και όχι σ’ εκείνη. Εκείνη αισθανόταν ντροπή και ενοχή... Μα, ήταν και αυτός πάλι εδώ; Ο μικρούλης, ο Ορέστης ήταν εκεί, λίγο μεγαλύτερος, ντυμένος παραγαμπράκι. Έκανε να του γνέψει, μα εκείνος έπαιζε με έναν λευκόχρυσο σταυρό στον λαιμό του και φαινόταν ολοκληρωτικά απορροφημένος στις σκέψεις του. Μία αχτίνα του ήλιου που περιέργως εκείνη τη στιγμή ανέτελλε, έπεσε πάνω στην καλοδουλεμένη πλατίνα με τα γνώριμα αρχικά που έμοιαζαν να είναι ξαφνικά κάτω από έναν αόρατο μεγεθυντικό φακό. Μα ήταν ο σταυρός του Θάνου! Θα τον έπαιρνε πίσω, θα...

Ένα δυνατό χαστούκι την έκανε να πέσει κάτω. Μια νοσηλεύτρια την σήκωσε, χαρίζοντάς της δειλά το πιο συμπονετικό χαμόγελο που είχε δει στη ζωή της. Η ζωή της... «Θάνο! Θάνο!» Πάλι χαστούκι! Αυτήν τη φορά είδε από πού ερχόταν. Μα πόσο γλοιώδες, πόσο ξεδιάντροπο ήταν αυτό το χαμόγελο! Την ταρακουνούσε με τα κατάλευκα μεν, βρωμερά από τον ιδρώτα δε, χέρια του και ταυτόχρονα της χαμογελούσε. Ένας μεσόκοπος, άγνωστός της άντρας, με άσπρη, ιατρική ρόμπα, θολωμένα γυαλιά από το ίδιο του το χνώτο και τουλάχιστον έξι χρυσά δόντια, την ειρωνευόταν δίχως να αρθρώσει λέξη. Απλά ένιωθε να την περιπαίζει. Ύστερα ήταν κι αυτό το βλέμμα του, το τόσο γεμάτο κοροϊδία... Η ανάσα του βρομούσε. Έκλεισε τα μάτια σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια να αποφύγει τη δυσοσμία, λες και τα μάτια φιλτράρουν την οσμή... Κι όμως, τα κατάφερε. Η απουσία της όσφρησης τής έκανε την τόση μικρή απόσταση από εκείνον, λιγότερο ανυπόφορη. Μα τι σόι γιατρός ήταν αυτός, που χρησιμοποιούσε τη σωματική βία; Η νοσοκόμα είχε τώρα δακρύσει. Ίσως να ντρεπόταν, σκέφτηκε, για τον προϊστάμενό της. Ίσως να μισούσε τον εαυτό της για όλα εκείνα για τα οποία έδινε σιωπηλή συναίνεση, ούσα άτολμη να ορθώσει ανάστημα. Την έπιασε από το χέρι και την οδήγησε αμίλητη, σε ένα δωμάτιο τόσο άδειο, που δεν είχε τίποτα να της πει, πόσω μάλλον να της δώσει. Λευκοί, υγρασιασμένοι τοίχοι, ένα σιδερένιο κρεβάτι χωρίς κεφαλάρι, στρωμένο με λευκά σεντόνια, μία καρέκλα ξύλινη δίπλα του, πράσινη, φτιαγμένη στο ίδιο καλούπι των σχολικών καθισμάτων των παιδικών της χρόνων. Όλα ήταν πολυκαιρισμένα και τα σημάδια που έφεραν πάνω τους, έδειχναν αφειδώλευτα την ηλικία τους. Πήγε να κάτσει αποκαμωμένη στην καρέκλα. Έσκυψε το κεφάλι, ξεκουράζοντάς το μες στις δυο παλάμες της, όταν η καρέκλα της άρχισε να κουνιέται και να σηκώνεται τρεμάμενη έτσι, από το λεκιασμένο μωσαϊκό. Ένα δυνατό φύσημα του αέρα τής έδωσε μια απρόσμενη ώθηση προς τα πάνω και...

Αυτήν τη φορά τον χάρηκε τον άνεμο που την τράβηξε μακριά από εκείνο το νοσοκομείο. Ή μήπως ήταν κλινική; Έτσι τουλάχιστον είχε προλάβει να διαβάσει, κοιτάζοντας πίσω της, την πέτρινη, απρόσωπη πύλη, λίγο πριν βρει τον εαυτό της σε ένα... βαγόνι με όλους εκείνους τους λευκοφορεμένους επιβάτες, ο ένας σχεδόν πάνω στον άλλον, με έκδηλη την αγωνία στα πρόσωπά τους, τρομοκρατημένοι, έτσι απάνθρωπα στοιβαγμένοι, λες και πήγαιναν στο εκτελεστικό απόσπασμα. Για κάποιον ανεξήγητο λόγο τούς ένιωσε οικείους, τόσο που... τους εμπιστεύτηκε την αναζήτησή της για τον Θάνο. Τότε εκείνοι άρχισαν να κλαίνε, και να κλαίνε, και να κλαίνε... Κοίταξε γύρω της δακρυσμένη και είδε πως τώρα βρισκόντουσαν σε έναν κήπο. Έναν κήπο που απλωνόταν μέσα από την πύλη της κλινικής. Δεν είχε φύγει, λοιπόν; Είδε μια κυρία να έρχεται προς το μέρος της. «Μητέρα;», άκουσε την ίδια της τη φωνή να λέει. Μα γιατί την αποκαλούσε έτσι; Δεν ήταν η μαμά της. Η ευγενική άγνωστη την φίλησε τρυφερά στο πρόσωπο. «Μου είπαν πως είχες άλλη μια κρίση, σήμερα. Άστον να φύγει από μέσα σου, έχεις ένα παιδί και έναν σύζυγο, τώρα. Μην σας το κάνεις αυτό. Κάνε το και για τον Ορέστη μας». Δεν καταλάβαινε τίποτα. Η γυναίκα τής έδωσε έναν σταυρό, του Θάνου τον σταυρό. «Ο Ορέστης μού είπε να στον φέρω. Να σε προσέχει, είπε. Παιδί μου, μάνα είσαι, ξέρεις πόσο πονώ για τον Θάνο, αλλά πρέπει να είμαστε δυνατές για τον Ορέστη. Τι θα πει ο άντρας σου; Σου έχει σταθεί σε όλα και τα πηγαίνατε τόσο καλά... Γιατί πάλι τα ίδια; Γιατί;» Αυτή τη γυναίκα την αγαπούσε. Της ενέπνεε εμπιστοσύνη. Αλλά ποια ήταν; Ήταν μπερδεμένη. Δεν μίλησε. Μία αυστηρή, κεκαλυμμένη με ευγένεια φωνή, διέκοψε τις άτακτες σκέψεις της. «Κυρία Ειρήνη, το επισκεπτήριο έληξε. Αν δεν σας πειράζει...»

Βρέθηκε πάλι μες στο τρένο, μόνη της αυτήν τη φορά. Έτρεχαν πολύ... Η μηχανή έσκουζε, θαρρείς σε μια προσπάθεια να παρακαλέσει τον οδηγό να μην την ζορίζει τόσο, ενώ οι εικόνες, έτσι βιαστικά που περνούσαν έξω από το παράθυρο, φάνταζαν τρομαχτικές. Τα δέντρα έμοιαζαν με χέρια που ερχόντουσαν λαίμαργα προς τα πάνω της. Μα εκείνη, τελευταία στιγμή τους ξέφευγε, όλο τους ξέφευγε... Το τρένο σταμάτησε σε ένα... λιμάνι. Είχε τώρα βραδιάσει. Εκείνη, διαβαίνοντας την μπουκαπόρτα του τεράστιου οχηματαγωγού, άκουσε πάλι τη γνώριμη φωνή. «Μαμά! Μαμά!» Ήταν ο Ορέστης. Είχε αρχίσει να τον συμπαθεί τον μικρούλη και ας την αγρίευε η αλλοπρόσαλλη επικοινωνία τους ως τώρα. «Η γιαγιά σε είπε τρελή. Μα εγώ το αρνήθηκα, μαμά». Πιο πίσω, μια γυναίκα σκοτεινή, σκυθρωπή, σκυμμένη, την κοίταζε λοξά, μα με τρόπο εξερευνητικό. Τόσο εξερευνητικό, που ένιωθε γυμνή. «Δεν είμαι η γιαγιά σου!», αναφώνησε με έκδηλη την κακία στο πρόσωπό της η άλλη. Ένα κύμα την άφησε δίχως ρούχα και την πέταξε με ορμή στη θάλασσα. «Γιάννη! Γιάννη, βοήθεια...» Ήταν η φωνή της...

Βρέθηκε στο χειρουργείο. Αίματα παντού. Ο Θάνος! Κρατούσε στα χέρια του ένα μωρό. Το δικό τους μωρό; Ο γιατρός τής ζήτησε να ξεκουραστεί. Είχε μόλις γίνει μητέρα. Ο Θάνος την κοιτούσε φανερά συγκινημένος. Έδειχνε ευτυχισμένος, μα μια σκιά στα μάτια του, σκοτείνιαζε το τόσο αγαπημένο βλέμμα... Μια σκιά που την έκανε να δαγκωθεί. Μα τι να του συνέβαινε; Της έκρυβε κάτι; Ένας ήχος δυνατός την παρέσυρε και την πήγε... Το κουδούνι είχε χτυπήσει και είχε πάει να πάρει τους βαθμούς. Ποιανού; Ένας μελαχρινός, όμορφος νεαρός την κοιτούσε, προσπαθώντας με αγωνία στα περιέργως γνώριμα μάτια του, να μαντέψει τι της είχαν πει οι καθηγητές. Κοίταξε τον έλεγχο. «Κουμανιτάκης Ορέστης» Κουμανιτάκης; ΚΟΥΜΑΝΙΤΑΚΗΣ; Το χαρτί άρπαξε φωτιά, έγινε αστραπιαία στάχτη και έπεσε κάτω στο προαύλιο. Η γη άρχισε να τρέμει και το έδαφος της αυλής να αλλάζει σύσταση. Το τσιμέντο μετατράπηκε σε υγρό μπετόν. Ένιωσε να την ρουφά, προσπάθησε να πιαστεί, μα...

«Μαμά;» Ήταν η μητέρα της. Το μόνο σταθερό στη ζωή της. «Ηρέμησε, κοριτσάκι μου, μπορεί και να έχουν κάνει λάθος οι γιατροί». Οι δυο γυναίκες έκλαιγαν δίπλα στον μαρμάρινο νεροχύτη της κουζίνας, προσπαθώντας μάταια να βάλουν σε μια σειρά τις φλύαρες σκέψεις τους, το μοιραίο. «Γιατί σ’ εμάς, γιατί σ’ εκείνον;» Μα ποιον να εννοούσαν; Γιατί έκλαιγαν; Το γνώριμο σπίτι της μητέρας, το πατρικό της, ένας χώρος πάντα φιλόξενος, τώρα προσπαθούσε να της συμπαρασταθεί με τρομαχτικό τρόπο. Ήταν σαν να είχε πάρει ζωή. Έβγαζε ανά τετράδες χέρια σε κάθε γωνιά του, όλα τους έτοιμα να την αγκαλιάσουν. Όλα τους ήθελαν να την χαϊδέψουν, έπρεπε να την παρηγορήσουν. Οι τοίχοι ήταν τώρα υγροί. Δάκρυα κυλούσαν επάνω τους, ανεβαίνοντας γοργά τη γυψοσανίδα, από το δάπεδο προς το ταβάνι, καταρρίπτοντας τον νόμο της βαρύτητας. Η Αθηνά άρχισε να κλαίει με λυγμούς, μα τα δάκρυά της ήταν γλυκά, σαν το κομμάτι φρεσκοψημένου ραβανί που της πρόσφερε τώρα ο λατρεμένος της σύντροφος. «Θάνο μου, δεν θέλω, ευχαριστώ». Εκείνος επέμενε, κι έτσι η Αθηνά έβαλε μια μικρή μπουκιά στο στόμα της, να τον ευχαριστήσει. Η γλυκιά γεύση που διαπέρασε τον ουρανίσκο και τη γλώσσα, ήταν σαν μια μικρή γιορτή για τους γευστικούς της κάλυκες. Κατάπιε με ικανοποίηση, όμως τότε... ένιωσε κάτι σκληρό στο στόμα της, ένα απροσδιόριστο υλικό, που σίγουρα δεν ταίριαζε με τη συνταγή. Έβαλε κόντρα τη γλώσσα και το έσπρωξε στα ακροδάχτυλά της. Ένα δόντι. Της είχε φύγει ένα δόντι, χωρίς καν να το καταλάβει. Το πάτωμα άρχισε να την τραβάει προς τα κάτω. Εκείνη πάσχιζε να κρατηθεί από κάπου, μα δεν έβρισκε τίποτα να βασταχτεί. Ένα στιβαρό χέρι την τράβηξε επάνω απότομα.

Άνοιξε τα μάτια τρομαγμένη. Η καρδιά της χτυπούσε σε τρελούς ρυθμούς. Αυτόν τον άντρα κάπου τον είχε ξαναδεί. «Εγώ είμαι καρδιά μου, ο Γιάννης, τι έπαθες;» Πάλι το αίσθημα της ενοχής... Ένιωσε μια έντονη αναγούλα. Δεν ένιωθε πια τα πόδια της, δεν είχε καν φωνή. Τον κοίταξε παρακλητικά. Ποιος ήταν; Γιατί την αγαπούσε τόσο; Γιατί αισθανόταν τώρα να τον αγαπά κι εκείνη; Πάλι ενοχή... Για άλλον λόγο ετούτη τη φορά. Είχε μπερδευτεί.

«Ώσπου να μας χωρίσει ο θάνατος». Ήταν πάλι η φωνή του Γιάννη, μα είχε τη μορφή του Θάνου. Άρχισε να τρέχει μακριά του. Δεν ήξερε από ποιον από τους δύο. Οι αχτίνες του ήλιου έπαιζαν κρυφτό ανάμεσα στα γυμνά από το κρύο του Χειμώνα, δέντρα. Ήταν τώρα πάλι στο νεκρό, θαρρείς παγωμένο χρόνια, δάσος. Ένα παιδάκι καθόταν πάνω σε μια πέτρα και έκλαιγε. «Έχασες τη μητέρα σου; Χάθηκες; Χρειάζεσαι βοήθεια;», του είπε συμπονετικά. Μα εκείνο δεν απαντούσε. Καθόταν εκεί, σκυμμένο κι έκλαιγε. Προσπάθησε να το αγκαλιάσει, μα εκείνο χάθηκε μέσα από τα χέρια της, σαν να ήταν καπνός, νεφέλη, αερικό, ενώ η φωνή του ήταν ακόμα εκεί. «Δεν κλαίω γιατί την έχασα, κλαίω γιατί εκείνη έχει χαθεί».


«Ξύπνα, τεμπέλα! Σήμερα είναι η μεγάλη μέρα». Η φωνή του Θάνου την έκανε να ξεσπάσει σε κλάματα. Έγειρε αμέσως πάνω του και φίλησε με μανία το ξαφνιασμένο του πρόσωπο. Μικρά, απότομα φιλιά στα αγαπημένα μάτια, στη λεπτή μυτούλα, στα χαμογελαστά χείλη...
«Μα τι έπαθες, κοριτσάκι μου; Εφιάλτη έβλεπες; Έλα, ηρέμησε, δεν πάω πουθενά, εδώ είμαι, ναι;»
«Ναι, Θάνο μου, ναι. Πουθενά!» Συνέχισε να τον φιλάει μέχρι να ηρεμήσει ο χτύπος της καρδιάς της. Μόνο τότε σταμάτησε. Πήγε στο μπάνιο και το είδε. Χαμογέλασε. Είχε ξεχάσει πως το είχε αγοράσει χθες από το φαρμακείο. Το άνοιξε προσεχτικά, σχεδόν με ευλάβεια και άρχισε να διαβάζει σχολαστικά τις οδηγίες.

Μες στην κρεβατοκάμαρα, ο Θάνος ανέλυε τον δικό του εφιάλτη. Δεν πίστευε στα όνειρα, ούτε ως ευσεβείς πόθους, ούτε ως προμηνύματα από κάποια ανώτερη δύναμη. Ήταν απλά όνειρα. Εξάλλου, είχε δει την Αθηνά να γελά στο τέλος του ονείρου. Δεν θα μπορούσε να γελά, αν όντως αυτός πέθαινε, έτσι; Χαμογέλασε με τον κτητικό τρόπο που την αγαπούσε. Ναι, ήταν τρελός για τη γυναίκα του. Γυναίκα του... Ήθελε τόσο να την κάνει δική του για πάντα... Έλεγξε το κουτάκι για άλλη μια φορά. Το δαχτυλίδι ήταν εκεί.
«Και τι όνειρο είδες εσύ, χθες; Φαινόσουν ανήσυχος». Ας του έπιανε την κουβέντα μέχρι να δείξει το αποτέλεσμα το τεστ, γιατί αλλιώς θα τρελαινόταν από την αγωνία.
«Τίποτα, ανοησίες, ότι ήμουν βαριά άρρωστος. Εγώ δεν φοβάμαι ούτε τον ίδιο τον θάνατο, ακούς;», είπε ευδιάθετος και φόρεσε το αγαπημένο του πουκάμισο. Σήμερα θα την γνώριζε στους δικούς του.
«Μην λες τέτοια, αγριεύομαι». Βγήκε από την τουαλέτα, αναψοκοκκινισμένη. «Να σε ρωτήσω..., τη μητέρα σου είπες την λένε Ειρήνη;»
«Εσύ θα την λες μητέρα».
«Καλά, καλά, ας φτάσουμε σε αυτό το σημείο και τα συζητάμε αυτά». Τον φίλησε δακρυσμένη, με ένα αινιγματικό χαμόγελο να συγκρατεί τα χείλη της που έτρεμαν.
«Αγάπη μου, είμαι έγκυος!»

Όλα έγιναν αστραπιαία στο άκουσμα της πολυπόθητης ανακοίνωσης. Την άρπαξε από τη μέση και, εκεί, δίπλα στο κρεβάτι που τόσες φορές της έκανε έρωτα, της ανακοίνωσε με τη σειρά του ότι θα γίνει γυναίκα του. Δεν γονάτισε, δεν ικέτευσε, δεν το ζήτησε καν. Αυτό ήταν εκείνο που την εξίταρε μα και την νευρίαζε ανέκαθεν σ’ εκείνον. Η εκνευριστική αυτοπεποίθησή του. Μα αν έκανε κάτι διαφορετικά, δεν θα ήταν εκείνος.
«Γιατί πριν ρώτησες για το όνομα της μητέρας μου; Αγοράκι θα είναι, έχω ένστικτο».
«Το ένστικτο της μάνας, χαζούλη, το ξέρουν όλοι, είναι πιο δυνατό».
«Της μάνας, ναι, αλλά εγώ δεν είμαι οποιοσδήποτε πατέρας, εγώ τον μυρίζομαι ήδη τον Ορέστη μας».

Το δωμάτιο άρχισε να γυρίζει, ο αγαπημένος της μαονί, σκαλιστός καθρέπτης έμοιαζε έτοιμος να πέσει με φόρα στο παρκέ και τα τοποθετημένα, σε άριστη συμμετρία κάδρα είχαν στήσει έναν τρελό χορό. Το κρυστάλλινο φωτιστικό κουνιόταν πέρα δώθε σαν ένα τεράστιο εκκρεμές και εκείνη... σωριάστηκε στο πάτωμα.
«Γιατί; Γιατί τον είπες Ορέστη;»
«Κοριτσάκι μου όμορφο, κιόλας ζαλάδες; Έλα να ξεκουραστούμε λίγο και θα πάμε αργότερα. Θα ενημερώσω τον πατέρα μου ότι θα αργήσουμε. Αυτόν λένε Ορέστη. Γι’ αυτό το είπα...»


Τ Ε Λ Ο Σ


Copyright © Τζωρτζίνα Κουριαντάκη All rights reserved, 2020
Στη συνοδευτική εικόνα βλέπετε πίνακα Joan Miro (The birth of the world, Η γέννηση του κόσμου, 1925, MoMA)

Περισσότερα: