Πώς εμπνέεστε; Ποιο είναι το έναυσμα που οδηγεί στη συγγραφή μιας νέας ιστορίας;
Γιώργος Ζώτος: Ποτέ δεν θα μπορέσω να εξηγήσω τι με εμπνέει. Μπορεί να μου εξιστορεί κάποιος για ώρες μια πολύ ενδιαφέρουσα ιστορία και να μην μου κάνει το κλικ για να ασχοληθώ και μπορεί να πάρει το αυτί μου ένα διάλογο όπως τον παρακάτω:
- Με λένε Πένυ.
- Πένυ, από το Παναγιώτα;
- Μπα, που τέτοια τύχη, από το Παγώνα. Και δεν μου αρέσει καθόλου, αλλά έλα που έλεγαν τη γιαγιά μου έτσι, ανάθεμα την ώρα…
Στο θεατρικό μου έργο «Η γιαγιά μας πέθανε» το χάσμα των γενεών μεταξύ της γιαγιάς Παγώνας και της εγγονής Πένυς, παίζει μεγάλο ρόλο στην υπόθεση.
Τι σας ώθησε στο αστυνομικό μυθιστόρημα;
Γ.Ζ.: Από μικρό μου άρεσαν οι γρίφοι και τα μυστήρια κι έτσι σιγά σιγά ξεκίνησα να διαβάζω εκείνα τα βιβλία τσέπης, τα αστυνομικά βίπερ, που τα περισσότερα ακόμα κοσμούν τη βιβλιοθήκη μου. Με κάμποσες δόσεις Σέρλοκ, άφθονο Πουαρό, μερικά σφηνάκια Πέρι Μέισον, δυο σταγόνες Σελ Σκοτ και φυσικά μπόλικο αστυνόμο Μπέκα δεν άργησε να γίνει το κακό. Στα δεκατρία μου έγραψα το πρώτο μου αστυνομικό διήγημα, έναν φόνο που λάμβανε μέρος στην πολυκατοικία που ζούσα στους Αμπελόκηπους. Κι αν για αρκετά χρόνια δεν τόλμησα να κάνω το επόμενο βήμα, δεν σταμάτησα να διαβάζω –όχι μόνο αστυνομική λογοτεχνία– κάτι που έκανε το μυαλό μου να υφαίνει ιστορίες που παρέμεναν εκεί, μέχρις ότου βρήκα την ευκαιρία (και κυρίως βρήκα τον εκδότη, τον Γιώργο τον Βασιλείου) για να τις μεταφέρω στο χαρτί. Και τι χαρτί! Πολυτελέστατο και προσεγμένο μέχρι τελευταίας σελίδας!
Μέσα από τα κοινωνικά δίκτυα σίγουρα έρχεστε σε επαφή με πολλούς αναγνώστες. Ποια ήταν η καλύτερη στιγμή που θυμάστε και ποια εκείνη που θέλετε να ξεχάσετε;
Γ.Ζ.: Καμιά στιγμή δεν θέλω να ξεχάσω, ίσως γιατί δεν έχω αντιμετωπίσει κάποια κακοπροαίρετη κριτική ως τώρα. Πιστεύω ότι ακόμα και οι σκληρές κριτικές είναι ωφέλιμες, με βοηθούν να βελτιωθώ και αυτό φαίνεται από βιβλίο σε βιβλίο. Οι καλές στιγμές είναι όταν κάποιοι δηλώνουν ότι είχαν χρόνια να ανοίξουν βιβλίο και τους κατάφερα με τη δική μου γραφή. Η καλύτερη στιγμή ήταν όταν κάποιος «εξαιτίας μου» όπως είπε, έγινε φανατικός αναγνώστης και όχι μόνο δικός μου.
Αν έπρεπε να χαρακτηρίσετε το «Ντέστινι» με μια φράση, ποια θα ήταν αυτή;
Γ.Ζ.: Το «Ντέστινι» είναι το καθρέφτισμα όλων των γυναικών της Αφρικής που ξεκινούν το ταξίδι τους για την Ευρώπη των ονείρων τους και καταλήγουν σε μια καινούργια ζούγκλα, πολύ χειρότερη από αυτή της πατρίδας τους.
Κι αν έπρεπε να το περιγράψετε με τρεις λέξεις;
Γ.Ζ.: Η οδύσσεια μιας γυναίκας.
Κλείστε αυτή τη μικρή συνέντευξη με ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα.
Γ.Ζ.:
Το οίκημα ήταν φτιαγμένο από τσιμεντόλιθους και λάσπη και καλυπτόταν από τσίγκινες λαμαρίνες. Ήταν η μεγαλύτερη σε μια σειρά από παρόμοιες χρωματιστές παράγκες στο τέλος ενός αδιέξοδου χωματόδρομου από τους πολλούς που συγκροτούσαν την παραγκούπολη του Μπενίν σίτι. Σε κάθε στέγη υπήρχε και ένας κρεμασμένος κουβάς για να μαζεύει το νερό της βροχής, απαραίτητο πολλές φορές μιας και ολόκληρη η περιοχή έπαιρνε καθαρό νερό από δυο-τρία βυτιοφόρα που έρχονταν μέρα παρά μέρα.Από τα δέκα της χρόνια η Ντέστινι, όπως και όλα τα παιδιά στην ηλικία της, αναλάμβαναν κάθε πρωί να στήνονται στην ουρά για να γεμίσουν ένα μπιτόνι των εικοσιπέντε λίτρων με καθαρό νερό και να το κουβαλήσουν μέχρι την παράγκα τους.Η πρώτη εργασία τους ξεκινούσε πριν ακόμα κλείσουν τα πέντε χρόνια και ήταν να μεταφέρουν τα απορρίμματα του σπιτιού και της γειτονιάς στον σκουπιδότοπο, στην άλλη άκρη της περιφερειακής οδού. Αυτή ήταν και η πιο ευχάριστη εργασία μιας και μετά είχαν αρκετό χρόνο για να εξερευνήσουν τον σκουπιδότοπο και να βρουν θαμμένους «θησαυρούς».Μόνη ένδειξη πολιτισμού στον καταυλισμό, ήταν ότι μερικά σπίτια, είχαν ηλεκτρικό ρεύμα, κλεμμένο από τις κολώνες της PHC, της δημόσιας επιχείρησης ηλεκτρισμού της Νιγηρίας. Τα σπίτια αυτά συχνά μετατρέπονταν σε στέκια που μάζευαν τους περίοικους, ιδίως όταν υπήρχε κάποιο αθλητικό γεγονός στην τηλεόραση.Σε μια χώρα που οι εξαγωγές πετρελαίου ξεπερνούν τα δύο εκατομμύρια βαρέλια την ημέρα, το ηλεκτρικό ρεύμα και η βενζίνη θεωρούνταν είδη πολυτελείας και το υπερβολικό κόστος της τιμής των καυσίμων, εξαιτίας της τεράστιας διαφθοράς που κυριαρχούσε, συχνά ήταν και το πρώτο αίτιο απεργίας.Η κλοπή του ρεύματος με τα εκτεθειμένα καλώδια πρόσθετε άλλον έναν θανατηφόρο κίνδυνο, αυτόν της ηλεκτροπληξίας, σε αυτούς που ήδη υπήρχαν εξαιτίας των σκουπιδιών: τη μόλυνση από τα έντομα, ιδίως τα κουνούπια και τον αυξημένο κίνδυνο πυρκαγιάς. Και δεν ήταν και οι μοναδικοί λόγοι που οι τρεις χιλιάδες κάτοικοι της παραγκούπολης έπαιζαν κάθε μέρα ρώσικη ρουλέτα. Επιδημίες όπως ο Έμπολα, η χολέρα ή το Aids ξεσπούσαν αδυσώπητα κατά καιρούς και θέριζαν ολόκληρες οικογένειες…
Το μυθιστόρημα του Γιώργου Ζώτου, Ντέστινι, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Βασιλείου. Στο οπισθόφυλλο λέει:
Είναι απαραίτητο αυτό;" ρώτησε η Ντέστινι τον Ρόμπι που οδηγούσε αφοσιωμένος στον δρόμο.
Εκείνος χαμήλωσε τη μουσική στο ραδιόφωνο και κοίταξε από τον καθρέφτη το νεανικό προσωπάκι της κοπέλας που είχε καρφώσει με τα μεγάλα, κατάμαυρα μάτια της πάνω του.
"Είπες κάτι;" την ρώτησε.
"Λέω, είναι απαραίτητο αυτό;"
"Ναι κορίτσι μου, είναι. Όλες το έκαναν. Και η Κέιτ και η Αμέλια και όλες".
"Και η Τζό;"
"Τη Τζο θα την πάω μετά. Καθεμία ξεχωριστά", έκανε σηκώνοντας το δεξί του χέρι και κουνώντας χωριστά τα δύο δάχτυλα.
"Φοβάμαι λίγο" είπε κοιτάζοντας έξω από το παράθυρο.
Ο Ρόμπι μίλησε συνεχίζοντας να έχει τα μάτια του στραμμένα στον δρόμο:
"Και καλά κάνεις! Με τον θεό δεν παίζουνε. Πρέπει να τον φοβόμαστε τον θεό. Και να τον αγαπάμε φυσικά. Αλλά πρώτα να τον φοβόμαστε".
Η Νιγηρία είναι μια χώρα εκατόν ογδόντα εκατομμυρίων ανθρώπων με τεράστιο φυσικό πλούτο: Πετρέλαιο, διαμάντι, χρυσός, φυσικό αέριο. Κι όμως σε αυτή τη χώρα οι περισσότεροι άνθρωποι ζουν σε συνθήκες εξαθλίωσης. Η Ντέστινι, μια δεκαοκτάχρονη κοπέλα παίρνει την απόφαση να αφήσει την πατρίδα της και να ταξιδέψει στην Ευρώπη των ονείρων της. Όμως τα όνειρά της δεν θα έχουν καμία σχέση με την πραγματικότητα που θα βρεθεί αντιμέτωπη. Η Αθήνα αποδεικνύεται χειρότερη ζούγκλα από αυτή της πατρίδας της.
Περισσότερα: