Ο Ζυλ Ντασέν (Jules Dassin), κατά πάσα πιθανότητα, δε χρειάζεται ιδιαίτερες συστάσεις. Είναι τόσο γνωστός κι αγαπητός που όλοι γνωρίζουν κάποιες ταινίες του, το γάμο του με τη δική μας Μελίνα Μερκούρη, λίγα πράγματα από τη ζωή και το έργο του... Με δυο λόγια ήταν γιος ρωσοεβραίου κουρέα και πέρασε τα δύσκολα παιδικά του χρόνια στις γειτονιές του Χάρλεμ. Καλλιτεχνικά «ανδρώθηκε» στα πλαίσια του επιδοτούμενου Theatre Works Project ενώ ο φίλος του, Ντάρυλ Ζάνουκ, της 20th Century Fox ήταν ο άνθρωπος που τον έστειλε στο Λονδίνο όπου γύρισε μια από τις πιο χαρακτηριστικές ταινίες του, το Night and the city, το 1950.
Πολλές δεκαετίες πριν το Sex and the city, ο Ντασέν έγραφε κινηματογραφική ιστορία στην ευρωπαϊκή πρωτεύουσα με τον ήρωά του, Χάρι Φέιμπιαν, έναν τζογαδόρο αληταράκο. Ο Χάρι, άνθρωπος της νύχτας, κάνει συνεχώς σχέδια τα οποία όμως δεν πραγματοποιούνται, τη χρηματοδότηση των οποίων αναλαμβάνει τις περισσότερες φορές η φιλενάδα του, Μαίρη, στην οποία έχει τάξει γάμο μόλις πιάσει την καλή. Ο Χάρι είναι ο έξυπνος, εύστροφος άντρας που όμως αναζητεί διαρκώς το εύκολο κέρδος μέσα από παραβατικά, υπόγεια μονοπάτια. Μια μέρα που γνωρίζει τον διασημότερο παλαιστή ελληνορωμαϊκής πάλης καταστρώνει ένα ακόμη σχέδιο ώστε να καταφέρει να αναλάβει τον έλεγχο της πάλης στο Λονδίνο χτυπώντας το μονοπώλιο, που έχει ένας γκάνγκστερ. Η υπέρμετρη φιλοδοξία και η ανυπομονησία του τον παγιδεύουν σε ανταγωνισμούς κι εκβιασμούς με καταστροφική κατάληξη.
«Ο Ντασέν κατόρθωσε να συνδυάσει την παραδοσιακή αφηγηματικότητα του κινηματογράφου του Χόλιγουντ με το οπτικό στυλ του ευρωπαϊκού κινηματογράφου. [...] Το ντοκιμαντερίστικο ύφος του, η χρήση φυσικών χώρων και η εμμονή του στα αστικά τοπία, άσκησαν πολύ μεγάλη επιρροή σ’ έναν σημαντικό αριθμό κινηματογραφικών δημιουργών».Μάρτιν Σκορσέζε
Πρόκειται για φιλμ νουάρ, βασισμένο σε ομώνυμο μυθιστόρημα τού Τζέραλντ Κερς. Διαθέτει όλη την αναμενόμενη ατμόσφαιρα της εποχής και του είδους του, υπέροχα πλάνα που γοητεύουν το βλέμμα και χαρακτήρες που μένουν. Όπως κι άλλες, το ίδιο καλές ταινίες του Dassin, διαθέτει ένα ολοκληρωμένο κι άρτια δομημένο σενάριο που δεν υποτιμά ούτε στο ελάχιστο τον θεατή· αντιθέτως προσφέρει ουσία, νοήματα και φοβερές στιχομυθίες. Και φυσικά, διαθέτει ολοκληρωμένους και άκρως συμπαθητικούς χαρακτήρες που υποστηρίζονται από καλές ερμηνείες.
Παρόλα αυτά, η ταινία δεν έλαβε και τις καλύτερες κριτικές κατά την πρώτη της προβολή στην Αμερική (στην αμερικάνικη version ο ήρωας τιμωρείται θανάσιμα στο τέλος ενώ στην βρετανική εκδοχή, που ήταν κάποια λεπτά μεγαλύτερη σε διάρκεια, «πέφτει» στα πιο μαλακά) με χαρακτηριστικότερο ίσως παράδειγμα την περίπτωση του Bosley Crowther (The New York Times) που έγραψε ότι το ταλέντο του Ντασέν ξοδεύτηκε σε ένα άσκοπο trashy yarn, το καλύτερο που πέτυχε ήταν ένα εικονογραφικό γκροτέσκο ενώ προσπάθησε να μπλοφάρει με ένα κακό σενάριο κι απέτυχε. Σήμερα, δε θα βρείτε ούτε το ελάχιστο αρνητικό σε σύγχρονη κριτικογραφία. Γιατί, άραγε; Μήπως οι συντελεστές «έπαιξαν» πάνω σε ένα ριψοκίνδυνο πεδίο; Μήπως το κοινό δεν ήταν έτοιμο ή αναζητούσε διαφορετική θεματική; Σήμερα, το Night and the city, θεωρείται αριστούργημα, κι αναρωτιέμαι αν αυτό συμβαίνει επειδή ρίξαμε τα στάνταρτς στο βωμό των ηλεκτρονικών εφέ, της ευκολίας και της κατανάλωσης ή αν η κινηματογραφική ματιά στο πρώτο μισό του προηγούμενου αιώνα ήταν διαφορετική.
Πέντε χρόνια αργότερα, το 1955, το «Ριφιφί», γυρισμένο στο Παρίσι, θα περάσει στην ιστορία ως η δεύτερη γκανγκστερική ταινία του Ντασέν σε ευρωπαϊκή πρωτεύουσα. Μάλιστα, καθιέρωσε τον όρο ριφιφί (διάρρηξη με άνοιγμα τρύπας)!
Η πρώτη σημαντική του ταινία όμως, και ένατη κατά σειρά, είναι «Ο Δήμιος των κολασμένων», δηλαδή το Brute force. Εδώ, ο παραβατικός χαρακτήρας βρίσκεται μαζί με πολλούς άλλους σε μια σκληρή φυλακή και τυραννιέται από έναν σαδιστή αρχιφύλακα. Θα την χαρακτηρίζαμε ταινία περιορισμένου χώρου αν έλλειπαν τα διάφορα φλας-μπακ μέσα από τα οποία γνωρίζουμε τις ιστορίες των έξι ανδρών που αποφασίζουν να αποδράσουν. Σε αυτές τις αναδρομές βλέπουμε το χαρακτήρα και τη ζωή τους -τα αίτια που τους οδήγησαν στη φυλακή, επίσης-, τους συμπονάμε δίνοντάς τους την πολυπόθητη άφεση αμαρτιών. Οι έξι χαρακτήρες θα αποτύχουν και η εξέγερση που θα ξεσπάσει καταλήγει σε λουτρό αίματος.
Καθηλωτικός ο Μπαρτ Λάνκαστερ, 33 ετών εδώ, μόλις στη δεύτερη του κινηματογραφική εμφάνιση.
Το φιλμ έχει splatter σκηνές -όχι όμως για να προκαλέσει-, βία, ωμό ρεαλισμό αλλά και δίψα για ελευθερία. Αποτελεί αλληγορία ενώ μεταφορικά ο μικρόκοσμος της φυλακής παραπέμπει στα ναζιστικά στρατόπεδα. Διαθέτει εξπρεσιονιστικά στοιχεία και έντονη τραγικότητα. Η βία δε, μεταφέρεται πολλαπλώς στο θεατή: του δεσμοφύλακα, του ανώτερου προς τον κατώτερο, του συστήματος, του παλαβού αρχιφύλακα κ.ά. Η βία γεννά την εκδίκηση, την άμυνα... Εντέλει, όταν ο άνθρωπος έχει χάσει τα πάντα, δεν έχει τίποτα να χάσει, τότε είναι έτοιμος για όλα! Τότε έρχεται η «έκρηξη», το τόλμημα, ακόμα κι αν είναι απεγνωσμένο και εκ των προτέρων χαμένο. Μπορεί η μάχη να είναι καταδικασμένη και το πολυπόθητο ανέφικτο όμως, ακόμα κι έτσι, οφείλεις να κρατήσεις την αξιοπρέπειά σου, να δείξεις το ανάστημά σου, κι αυτό μας δείχνει η ιστορία εδώ.
Χαρακτηριστικό και των δύο αυτών ταινιών -όπως και άλλων του είδους, του σκηνοθέτη ή και της εποχής- είναι το σενάριο. Ειδικά στο Brute force θα δείτε σκηνές που διαρκούν αρκετά λεπτά με διαλόγους ανάμεσα σε δύο-τρεις χαρακτήρες, δηλαδή ό,τι σπανίζει στις πολύ μοντέρνες που όλα γίνονται φειδωλά και πολύ γρήγορα. Θα προσέξετε ότι αυτοί οι διάλογοι σε στατικές σκηνές, ενώ θα μπορούσαν να γίνουν άκρως βαρετοί και επαναλαμβανόμενοι, είναι πολύ σωστά δομημένοι, βοηθούν στο σύνολο των νοημάτων, προσφέρουν ουσία, εξυπηρετούν το γενικότερο πλαίσιο και σίγουρα δεν κουράζουν.
Στις εικόνες βλέπετε και screenshots των ταινιών εκτός των αφισών τους.
Και οι δύο ταινίες υπάρχουν ελεύθερες στο διαδίκτυο με ελληνικούς υπότιτλους.