Μαγική κολοκύθα γεμιστή

Χρυσούλας Διπλάρη

Γεμιστή κολοκύθα. Φωτογραφική σύνθεση: Τζένη Κουκίδου

Ο Μάνος γκάζωσε άγρια κι η βαριά μηχανή έφυγε μπροστά, σπινιάροντας στον βρεγμένο δρόμο. Αν είχε μπροστά του εκείνο τον ελεεινό τον Τσεκούρα, σίγουρα θα πέρναγε από πάνω του με μεγάλη ευχαρίστηση! Τσεκούρας, όνομα και πράγμα ο κερατάς, που είχε απολύσει ένα σωρό ανθρώπους παραμονή Χριστουγέννων! Περικοπές, λέει… Τι περικοπές ρε αλήτες, έτσι κι αλλιώς ψίχουλα μας πληρώνετε και πάτε και κάνετε offshore στα Κέιμαν και τις Μπαχάμες κι εμείς δεν έχουμε να βγάλουμε το μήνα… άκου περικοπές… γιατί στενεύεται οικονομικά ο Τσεκούρας! Ο Μάνος κάγχασε νευρικά για να διώξει τον κόμπο στον λαιμό του. Τι γίνεται τώρα μου λες; Στην τσέπη είχε μόνο καμιά πενηνταριά ευρώ, ότι απόμεινε από το δώρο Χριστουγέννων, μετά την πληρωμή του ενοικίου, των λογαριασμών και της δόσης για την καινούργια του φωτογραφική μηχανή, που με όλους αυτούς τους φακούς και τα λοιπά μαραφέτια, ήταν όντως πανάκριβη. Ήταν μια κούκλα όμως η άτιμη! Χρόνια την ονειρευόταν και πριν ένα μήνα το τόλμησε, βλέποντάς το σαν επένδυση στο κάτω κάτω, αφού αυτή ήταν η δουλειά του, φωτογράφος κι ας μην έβγαζε ακριβώς τις φωτογραφίες που ονειρευόταν… κι ας δούλευε στην παλιοφυλλάδα του Τσεκούρα για ένα κομμάτι ψωμί μπαγιάτικο… με την καινούργια μηχανή όμως, θα είχε επιτέλους το κατάλληλο εργαλείο για να κάνει πράξη αυτά που είχε στο κεφάλι του και τις νύχτες δεν τον άφηναν να κοιμηθεί… Τώρα όμως; Τώρα ήταν τελείως άφραγκος και μέχρι να γίνει η εκκαθάριση και να δει λεφτά στην τσέπη του, ζήσε Μάη μου! Κι όσο για άλλη δουλειά… χαχαχα, αυτό κι αν ήταν αστείο! Μ’ αυτή την κατάσταση… Κι είχε και το τραπέζι απόψε! Βλαστήμησε άγρια και φρενάρισε απότομα προσπαθώντας να αποφύγει ένα γατί που πετάχτηκε απότομα μπροστά του. Η μηχανή γλίστρησε κι έγειρε επικίνδυνα στο γλιτσιασμένο οδόστρωμα, αλλά κατάφερε με τα χίλια ζόρια να την κρατήσει και σταμάτησε στην άκρη του δρόμου βαριανασαίνοντας και βλαστημώντας ακόμα χειρότερα από πριν, με αξόδευτο ακόμα τον θυμό του.

Στάθηκε στην άκρη του δρόμου σα χαμένος και πέρασε το χέρι στο πρόσωπό του. Από τη σύγχυσή του, δεν είχε φορέσει το κράνος φεύγοντας. «Ε, όχι και να σκοτωθώ για το μαλάκα… δεν θα σου περάσει ρε κερατά, κάπως θα τα καταφέρω… θα βρω τον τρόπο, δε μπορεί, πάντα υπάρχει τρόπος, αρκεί να μπορέσεις να τον διακρίνεις μέσα στη θολούρα της πίεσης και του άγχους…» Κάπως πιο ήρεμος ένιωθε τώρα… Ανάσανε βαθιά τον υγρό αέρα κι άρχισε να σκέφτεται το τρέχον πρόβλημα του βραδινού τραπεζιού. Τι τραπέζι άραγε μπορεί να κάνει κανείς, παραμονή Χριστουγέννων, σ’ ένα κορίτσι που του αρέσει πολύ, με λιγότερα από πενήντα ευρώ στην τσέπη; Χμμμμ… θέμα προς μελέτη, για να μη σου πω προς διατριβή… να ζητήσει δανεικά από τον κολλητό, μπα, στην ίδια κατάσταση ήταν κι αυτός, μαζί απολύθηκαν. Από τους γονείς; Όχι, όχι, αυτούς τους άφηνε καβάτζα για μετά τα Χριστούγεννα. Έπρεπε να τα βγάλει πέρα με αυτά που είχε στην τσέπη. «Ψυχραιμία… πρέπει να βάλω το μυαλό μου να δουλέψει…» μουρμούρισε μέσα απ’ τα δόντια του. Τι ήξερε γι’ αυτήν; Λίγα πράγματα… ότι την έλεγαν Ρόζι και ήταν χορεύτρια, ότι ήταν χαριτωμένη και αεικίνητη σαν μικρό ξωτικό, ότι είχε κολλήσει στο μυαλό του σαν τσίχλα σε ύφασμα, ότι είχε χαρεί αφάνταστα όταν είχε δεχτεί να περάσουν μαζί την παραμονή των Χριστουγέννων… Αυτά. Τι της άρεσε όμως να τρώει και να πίνει; Τι τρώνε άραγε τα ξωτικά; Χαμογέλασε μόνος του. Στάσου. Θυμήθηκε! Κάτι του φώναξε φεύγοντας… «Είμαι vegan!», είχε πει. Ωχ, αμάν, αμάν… γαμώτο! Όλα αυτά τα περίεργα και τα βιολογικά που τρώνε αυτοί, στοιχίζουν μια περιουσία! Ο Μάνος έπιασε το κεφάλι του με τα δυο του χέρια και το έσφιξε δυνατά. «Σκέψου!», πρόσταξε τον εαυτό του. «Σκέψου!» Ξαφνικά θυμήθηκε πως φεύγοντας το πρωί από το σπίτι, είδε εκεί κοντά μια λαϊκή. Κάτι μπορεί να έβρισκε εκεί πέρα. Κοίταξε το ρολόι του με άγχος. Μπορεί και να τους προλάβαινε.

Η λαϊκή, ένα πολύχρωμο μωσαϊκό από τρόφιμα και διάφορα άλλα χρειαζούμενα, εκτεινόταν σε μεγάλο μήκος. Ωστόσο μερικοί πάγκοι είχαν ήδη ξεπουλήσει και τα μάζευαν. Ο Μάνος αγχώθηκε ακόμα περισσότερο. Τι να κάνει; Τι να πάρει; Ανάθεμα κι αν ήξερε! Ωστόσο γυρίζοντας απελπισμένος το βλέμμα δεξιά-αριστερά, ανάμεσα σε δυο πάγκους που ήδη μάζευαν, είδε κάτι πορτοκαλί να γυαλίζει και τράβηξε κατά 'κει. Πέντε-έξι μεγάλες κολοκύθες στέκονταν μεγαλόπρεπα στην μέση του σχεδόν άδειου πάγκου, σαν φάροι που έστελναν παρήγορο φως στην θύελλα που μαινόταν στο κεφάλι του… Ναι, αλλά τι θα μπορούσε να φτιάξει με τις κολοκύθες;

«Να, αυτή είναι για σένα»… δυο ροζιασμένα χέρια απλώθηκαν προς το μέρος του, κρατώντας μια στρογγυλή κολοκύθα τόσο κίτρινη, που έμοιαζε με ήλιο σε παιδική ζωγραφιά. Το βλέμμα του ακολούθησε τα χέρια, ανέβηκε στο στέρνο και κατέληξε στο στρογγυλό, γερασμένο πρόσωπο που του χαμογελούσε.
«Ναι, είναι πολύ ωραία… αλλά εγώ… να, δεν ξέρω… δεν έχω ξαναφτιάξει φαγητό με κολοκύθα…»
Ωστόσο, τα χέρια επέμεναν. «Μα είναι το πιο εύκολο πράγμα του κόσμου! Είμαι σίγουρη πως δεν θα το μετανιώσεις… θα σου δώσω εγώ μια συνταγή, να γλείφεις τα δάχτυλά σου!»
Ο Μάνος, λίγο από ντροπή, λίγο από αμηχανία, πήρε την κολοκύθα και την κράτησε στα δικά του χέρια.
«Ξέρετε…», άρχισε να λέει αλλά η γριά τον πρόλαβε: «Κορίτσι;» ρώτησε ξαφνιάζοντάς τον. «Ε… ναι! Και είναι χορτοφάγος, ξέρετε, και δεν τρώει τίποτα, μόνο λαχανικά, φρούτα και καρπούς και… και… δεν ξέρω τι να κάνω!» ξέσπασε τελικά, ξαφνιάζοντας αυτή την φορά ο ίδιος τον εαυτό του. Δεν συνήθιζε να συμπεριφέρεται έτσι. Καθόλου. Μάλλον τα πρωινά γεγονότα τον είχαν επηρεάσει πολύ άσχημα. Η γριά γέλασε καλόκαρδα. «Μη σκας παλληκάρι μου! Έχω ό,τι ακριβώς σου χρειάζεται, σ’ αυτόν εδώ τον πάγκο!» Ο Μάνος πρόσεξε τώρα λίγα μανιτάρια σε μια ακρούλα, μια χουφτίτσα κάστανα σε μια άλλη, και τρία μεγάλα χρυσοπράσινα κυδώνια, μισοκρυμμένα από τις κολοκύθες. Ένα ματσάκι μαϊντανός αναπαυόταν πίσω πίσω, μαζί με κάποιο άλλο χορταρικό που δεν το αναγνώριζε. Πώς θα έκανε φαγητό μ’ αυτά τα πράγματα; Μπας και τα ’χε παίξει η γιαγιά, ή τον είδε έτσι άσχετο και βρήκε την ευκαιρία ν’ αδειάσει τον πάγκο; «Είναι όλα από τον κήπο μου!», συνέχισε ακάθεκτη εκείνη. «Βιολογικά!» πρόσθεσε και του έκλεισε το μάτι. Ο Μάνος αναπήδησε. Βιολογικά; Είπε βιολογικά; Λες όντως να έβγαινε κάτι από όλη αυτή την περίεργη φάση; Αλλά προτού προλάβει να μιλήσει, η γριά άρχισε πάλι:
«Λοιπόν… άκου προσεκτικά, γιατί ο χρόνος είναι λίγος… Θα πλύνεις καλά την κολοκύθα και θα την σκουπίσεις. Θα κόψεις ένα καπάκι μεγάλο στην κορφή της, όπως κάνει η μάνα σου στις ντομάτες, όταν έχει γεμιστά. Με ένα κουτάλι θα βγάλεις τα σπόρια και τις ίνες από μέσα και θα ρίξεις αλάτι και πιπέρι στο εσωτερικό της και μπόλικο κοπανισμένο μαραθόσπορο…» και σα να έβγαζε κουνέλι από καπέλο, παρουσίασε από το πουθενά ένα σακουλάκι, που μύριζε έντονα γλυκάνισο. «Το ήξερες πως η γνώση που προερχόταν από τους Ολύμπιους θεούς, έφτανε στους ανθρώπους μέσα σε ένα βολβό μάραθου, που περιείχε ένα πυρωμένο κάρβουνο;» του ψιθύρισε συνωμοτικά.

«Ωραία λοιπόν, τελειώσαμε με την κολοκύθα για την ώρα. Την αφήνουμε στην άκρη και πάμε να φτιάξουμε τη γέμιση. Βάζουμε σε μια κατσαρόλα λίγο λάδι και τσιγαρίζουμε τα μανιτάρια, κομμένα σε φέτες, ίσα να ροδίσουν λιγουλάκι. Προσοχή με τα μανιτάρια, μην χάσουν τα συστατικά τους με το ψήσιμο, γιατί είναι πολύτιμα! Χαρίζουν πνευματική διαύγεια -πράγμα που μου φαίνεται πως το έχεις απόλυτη ανάγκη- και σκελετική υγεία -χορεύτρια δεν είπες πως είναι η κοπέλα;- (πότε το είχε πει αυτό και δεν το θυμόταν;) Μετά, προσθέτουμε το ρύζι, -καστανό ρύζι για το κορίτσι σου- έχεις; Καλά το φαντάστηκα πως δεν έχεις! (και με τον ίδιο, ταχυδακτυλουργικό τρόπο, εμφάνισε ένα πάνινο σακούλι με σκουρόχρωμο ρύζι)… προσθέτουμε λοιπόν το ρύζι και το ανακατεύουμε για ένα λεπτό μόνο. Αλάτι και πιπέρι μετά, δυο φλιτζάνια βραστό νερό και πολύ χαμηλή φωτιά για να γίνει όμορφα το ρύζι, χωρίς να κολλήσει. Μόλις πιει τα υγρά του, είναι έτοιμο. Ρίχνουμε τώρα μέσα στο ρύζι τα υπόλοιπα καλούδια… ένα κυδώνι καθαρισμένο και τριμμένο στον τρίφτη, για το άρωμα, αλλά και για προστασία από κακές ενέργειες (τον κοίταξε λοξά, με ύφος περίεργο)… α, είναι και αφροδισιακό, λένε κάποιοι (και κρυφογέλασε με το κοκκίνισμά του), γιατί στους παλιούς μύθους, το κυδώνι είναι το χρυσό μήλο που έδωσε ο Πάρις στην Αφροδίτη, που του έταξε την πιο όμορφη γυναίκα του κόσμου… μην ξεχάσουμε τον κουκουναρόσπορο για πλούτο και καλοτυχία (άλλο μυστηριώδες σακουλάκι έκανε την εμφάνισή του και στοιβάχτηκε στον σωρό που είχε αρχίσει να σχηματίζεται μπροστά του)… να ξέρεις όμως, ότι για να βρεις πλούτο και καλοτυχία, πρέπει να έχεις ανοιχτό το τρίτο σου μάτι, το μάτι της ψυχής… όταν η ψυχή είναι ανοιχτή, το τρίτο μάτι μαθαίνει να βλέπει κι έτσι μπορεί να αναγνωρίσει αυτά, που εκ πρώτης όψεως μπορεί να φαίνονται άσχημα και στενάχωρα… χμμμ… λοιπόν, που είχαμε μείνει; Α, ναι… λίγο μαϊντανό για γερή και δυνατή καρδιά, λίγο ιερό βασιλικό (νάτο το άγνωστο χορταρικό!) για το στρες -γιατί με τόσο στρες δε σε βλέπω καθόλου καλά γιε μου!-… δεν μοιάζει καθόλου με τον άλλο τον βασιλικό που έχουμε στη γλάστρα μας, τούτος δω είναι πιπεράτος και πικάντικος, σαν κι αυτά που συμβαίνουν ανάμεσα σ’ ένα αγόρι κι ένα κορίτσι στην αρχή του έρωτα… και φυσικά τα βρασμένα κάστανα, γιατί… το κάστανο θέλει κρασί και το καρύδι μέλι και το κορίτσι φίλημα, πρωί και μεσημέρι!» κατέληξε η γριά και έσκασε στα γέλια με το παραζαλισμένο ύφος του Μάνου, που την κοιτούσε με στόμα μισάνοιχτο και βλέμμα χαζεμένο, να δίνει οδηγίες, να εμφανίζει ως διά μαγείας διάφορα μυστηριώδη υλικά, να στοιβάζει, να δίνει πληροφορίες, να λέει μαντινάδες, να ταιριάζει συμβουλές, ενέργειες και σπόρους και να γελάει με τα χάλια του!

«Πρόσεξε τώρα καλά!» συνέχισε απτόητη εκείνη. «Μόλις ανακατευτούν τα υλικά, γεμίζουμε την κολοκύθα σε στρώσεις. Βάζουμε μια στρώση, πασπαλίζουμε με σπόρο μάραθου, ακόμα λίγη γέμιση, πάλι σπόρο μάραθου. Συνεχίζουμε έτσι, μέχρι να γεμίσει. Δεν πιέζουμε τα υλικά, για να δώσουμε χώρο να ψηθούν με τα υγρά της κολοκύθας. Όπως πρέπει να δίνουμε χώρο και στην αγάπη ν’ ανασαίνει, όπως πρέπει να δίνουμε χώρο και στα όνειρά μας, το κατάλαβες αγόρι μου;» είπε και τον κοίταξε έντονα στα μάτια. Κούνησε το κεφάλι πάνω κάτω αμίλητος, σαν υπνωτισμένος… Ωστόσο, εκείνη συνέχισε τις συμβουλές για το ψήσιμο. «Βάζουμε την κολοκύθα σε ταψί στρωμένο με λαδόχαρτο, την αλείφουμε με λάδι και την τυλίγουμε ολόκληρη με αλουμινόχαρτο. Την βάζουμε στον φούρνο που έχουμε προθερμάνει, στους 200 βαθμούς και μετά από μία ώρα, χαμηλώνουμε στους 180 και συνεχίζουμε το ψήσιμο για μιάμιση ώρα ακόμα. Κατά την διάρκεια του ψησίματος, τρυπάμε την κολοκύθα με ένα ξύλο από σουβλάκι για να διαπιστώσουμε αν η σάρκα της είναι μαλακή -αν είναι τη βγάζουμε από τον φούρνο, διαφορετικά συνεχίζουμε το ψήσιμο».

Η γυναίκα άρχισε να βάζει τα πράγματα σε σακούλες, ενώ συνέχιζε να μιλάει. Ο Μάνος ένιωθε το κεφάλι του σαν καζάνι που βράζει και είναι έτοιμο να εκραγεί. Ήδη είχε ξεχάσει τα περισσότερα απ’ όσα άκουσε κι αναρωτιόταν ποιος από τους δυο ήταν ο πιο τρελός, η παράξενη γριά που πουλούσε κολοκύθες απ’ τον κήπο της κι έπαιζε στα δάχτυλα την ελληνική μυθολογία, ή αυτός που καθόταν και την άκουγε, νομίζοντας πως όντως μπορεί να μαγειρέψει αυτό το πράγμα; Σα να είχε διαβάσει τις σκέψεις του «τώρα νομίζεις πως δεν θα θυμηθείς τίποτα από όλα αυτά, γιατί είσαι θολωμένος», του είπε. «Να δεις όμως που όταν ξεκινήσεις να μαγειρεύεις, θα τα θυμηθείς όλα με τη σειρά τους. Έχε εμπιστοσύνη, το φαγητό θα είναι μαγικό! Να έχεις την ψυχή σου ανοιχτή και ν’ ακολουθείς την έμπνευσή σου! Και τότε θα δεις να συμβαίνουν θαύματα!» Ο Μάνος είχε την αίσθηση πως δεν του μιλούσε μόνο για μαγειρική, αλλά δεν είπε τίποτα. Άρχισε τις ευχαριστίες, αλλά εκείνη, πάλι τον έκοψε. «Το φαγητό πρέπει να φαγωθεί πριν τα μεσάνυχτα!» Την κοίταξε με το στόμα ανοιχτό. Άλλο και τούτο πάλι! «Γιατί;» Κατάφερε να ψελλίσει… «Μα γιατί τα μεσάνυχτα, θα φιλήσεις το κορίτσι κάτω απ’ το γκι ανόητε!» τον αποτέλειωσε εκείνη, βάζοντας στα ήδη φορτωμένα χέρια του ένα μεγάλο μάτσο χριστουγεννιάτικες πρασινάδες, με μπόλικο γκι ανάμεσά τους.
Αυτό πάλι που το είχε κρυμμένο; Ο Μάνος ανασήκωσε τους ώμους παραιτημένος. Δεν καταλάβαινε τίποτα… Η γριά είχε βγει τώρα από την έξω μεριά του πάγκου και τον έσπρωχνε μαλακά, προς τον δρόμο. «Άντε τώρα, στο καλό παλληκάρι μου, βιάσου, ο χρόνος περνάει γρήγορα κι έχεις πολλά να κάνεις…» Κοίταξε το ρολόι του και φρίκαρε. Αμάν! Δεν θα προλάβαινε με τίποτα! Γύρισε κι άρχισε ν’ απομακρύνεται με μεγάλα, βιαστικά βήματα. Μόλις είχε τακτοποιήσει τα πράγματα στη μηχανή κι ετοιμαζόταν να καβαλήσει, όταν η σκέψη τον χτύπησε κατακούτελα: δ ε ν  ε ί χ ε  π λ η ρ ώ σ ε ι! «Φτου γαμώ την γκαντεμιά μου μέσα! Με την κουβέντα ξεχάστηκα! Μα κι αυτή… γιατί δεν μου τα ζήτησε;» Και παρατώντας τα πράγματα και την μηχανή, άρχισε να τρέχει προς τα πίσω, να την προλάβει. Φτάνοντας ωστόσο λαχανιασμένος στο σημείο που ήταν ο πάγκος, δεν βρήκε τίποτα! Ούτε πάγκος, ούτε γριά, ούτε κολοκύθες! «Μα καλά, πότε πρόλαβε να τα μαζέψει και να εξαφανιστεί; Αδύνατον! Διακτινίστηκε;» Ο Μάνος προβληματίστηκε πάλι… Τι μυστήρια πράγματα ήταν αυτά; Συνέβησαν στ’ αλήθεια ή τα φαντάστηκε; Έτρεξε ξανά ως την μηχανή, σίγουρος πως δεν θα έβρισκε τα ψώνια, γιατί υπήρχαν μόνο στη σφαίρα του φανταστικού, που ονειροβατούσε την τελευταία ώρα. Γελάστηκε όμως! Ιδού η μηχανή, φορτωμένη τις σακούλες με τα πράγματα, τον περίμενε στο σημείο που την άφησε. Κούνησε πέρα-δώθε το κεφάλι του να ξεθολώσει, μαρσάρισε κι αποφάσισε ν’ αναβάλει γι’ αργότερα τους προβληματισμούς. Τώρα, είχε δουλειά να κάνει…

Μετά από τέσσερις ώρες αδιάκοπης, σκληρής δουλειάς, ο Μάνος βγήκε από το ντους κι έπεσε ξεφυσώντας στον καναπέ κλείνοντας με ανακούφιση τα μάτια. Επιτέλους, τα πράγματα φαίνεται πως είχαν μπει σε μια σειρά… η κολοκύθα αργοψηνόταν στον φούρνο, η κουζίνα είχε τακτοποιηθεί και το πτυσσόμενο τραπέζι που επιστρατευόταν όταν καλούσε φίλους για φαγητό, ήταν ήδη στημένο και φάνταζε πολύ γιορτινό με όλες αυτές τις χριστουγεννιάτικες πρασινάδες, με τις οποίες τον φόρτωσε αυτή η περίεργη γριά. Το γκι το κρέμασε σε στρατηγική θέση, ώστε να επιτελέσει το έργο για το οποίο προοριζόταν… όχι πως του καιγόταν καρφί γι’ αυτά τα σαχλά έθιμα βέβαια, αλλά η Ρόζι ήταν μισή Αγγλίδα και εκεί κάτι τέτοια, τα τηρούσαν με θρησκευτική ευλάβεια. Όπα, για μισό λεπτό, πώς ήξερε η γριά και του έδωσε το γκι; Ανακάθισε στον καναπέ κι έτριψε τα μάτια του. Άρχιζε να τον πιάνει πονοκέφαλος μ’ αυτή την περίεργη ιστορία. Μπα! Πού να το ξέρει; Τυχαίο ήταν, άλλωστε όλοι πουλούσαν χριστουγεννιάτικες πρασινάδες στην λαϊκή, είπε η φωνή της λογικής. Ναι, αλλά του είχε πει πως είναι και χορεύτρια και δεν θυμόταν να της είχε αναφέρει τέτοια λεπτομέρεια… ή μήπως το ανάφερε όταν της έλεγε τα περί χορτοφαγίας και δεν το θυμόταν; Πάντως, όλα είχαν γίνει όπως τα είχε πει εκείνη. Θυμήθηκε επακριβώς τι έπρεπε να κάνει σε κάθε φάση της προετοιμασίας του φαγητού και τελικά απόλαυσε και τη διαδικασία, πολύ περισσότερο απ’ ότι περίμενε. Όχι πως δεν μαγείρευε, αλλά δεν μπορούσε να πει ότι οι ικανότητές του ήταν υψηλού επιπέδου και το σημερινό, ήταν πραγματικό κατόρθωμα! Το σπίτι είχε ήδη πλημμυρίσει από θεσπέσιες, γιορταστικές ευωδιές! Ξανάφερε στο μυαλό του εκείνη την παράξενη γυναίκα. Πως ήξερε τόσα πολλά και ιδιαίτερα πράγματα μια απλή αγρότισσα; Τα χέρια της ήταν ροζιασμένα και τα νύχια της μαύρα από τα χώματα του κήπου της, άρα, όντως ασχολούνταν με την γη. Και δηλαδή, όποιος ασχολείται με την γη, απαγορεύεται να ασχολείται με οτιδήποτε άλλο, ή να έχει γνώσεις για διάφορα πράγματα; Ξανά η φωνή της λογικής. Ναι, αλλά… Δεν έχει αλλά! Η φωνή της λογικής είχε αγριέψει για τα καλά τώρα. Πάψε να φαντάζεσαι διάφορα, χαλάρωσε, απόλαυσε την βραδιά που έχεις μπροστά σου και μην ψάχνεσαι για πράγματα που μπορεί να έχουν μια απλή εξήγηση. Άλλωστε, την άλλη εβδομάδα, θα γίνει ξανά λαϊκή και τότε θα πας να την βρεις, να της πληρώσεις τα ψώνια, να της ζητήσεις συγγνώμη που έφυγες έτσι βιαστικά, να την ευχαριστήσεις και να την ρωτήσεις ό,τι θέλεις. Η φωνή της λογικής ήταν πολύ πειστική. Ο Μάνος ανακουφίστηκε. Ναι, θα πήγαινε να την βρει… και να την φωτογραφήσει κιόλας! Η σκέψη του ήρθε ξαφνικά και τον ενθουσίασε. Να ένα ωραίο θέμα! Η λαϊκή αγορά με την πολυχρωμία και την πολυκοσμία της, ήταν ό,τι έπρεπε για ν’ αρχίσει να βγάζει επιτέλους τις δικές του φωτογραφίες και όχι ότι σκουπιδαριό τον έστελνε να κλικάρει ο Τσεκούρας. Η διάθεσή του ανέβηκε κατακόρυφα. Σηκώθηκε σφυρίζοντας από τον καναπέ, έβαλε μουσική και πήγε να ντυθεί. Πλησίαζε εννιάμιση. Η Ρόζι είχε πει πως θα ερχόταν μετά τις δέκα. Είχε πρόβα για ένα καινούργιο χορευτικό και μπορεί ν’ αργούσε.

Στις έντεκα, ο Μάνος καθόταν στα καρφιά. Λες να μην έρθει τελικά; Φρίκαρε όταν σκέφτηκε τί του είχε συμβεί από το πρωί κι ότι αυτό μπορεί να ήταν το κερασάκι στην τούρτα… κοίταξε την κολοκύθα που στεκόταν σε μια πιατέλα στην μέση του τραπεζιού, ένα λαχταριστό, φαγώσιμο γλυπτό που με την θεϊκή μυρωδιά του έκανε το άδειο του στομάχι να διαμαρτύρεται έντονα.
«Άφησέ με να σου φέρω τραγούδια του δάσους…
Τα τραγούδια του δάσους σε κάνουν να νιώθεις πολύ καλύτερα…»
Του τραγούδησε ο αγαπημένος του Ίαν Άντερσον παίζοντας το μαγικό του φλάουτο. Χαμογέλασε… Οι Τζέθρο Ταλ, πάντα του έφτιαχναν την διάθεση. Και ήταν και η κατάλληλη μουσική υπόκρουση για το μικρό του ξωτικό. Αν ερχόταν… «Έχε εμπιστοσύνη! Έχε την ψυχή σου ανοιχτή και θα δεις να συμβαίνουν θαύματα», άκουσε μέσα στο κεφάλι του τη φωνή της γριάς και αποφάσισε, χωρίς να αναρωτηθεί πως και γιατί, να την ακούσει.
«Κοινωνήστε το πνεύμα της αρχαίας σοφίας,
Κοινωνήστε την κούπα του βαθυκόκκινου θαύματος…»
Τραγουδούσε τώρα ο Άντερσον. «Ο.Κ. μεγάλε, αφού συμφωνείς κι εσύ…» είπε μέσα απ’ τα δόντια του ο Μάνος. Κι εκείνη ακριβώς την στιγμή, χτύπησε το κουδούνι.

Η Ρόζι , ήταν πράγματι ένα μικρό ξωτικό, διαποτισμένο με την χαρά της ζωής, ως το μεδούλι. Μπήκε μέσα σχεδόν χοροπηδώντας, με τα κόκκινα μαλλιά της τρελαμένα από τον κρύο αέρα, τα μάτια λαμπερά και τα μάγουλα νοτισμένα από το ψιλόβροχο που είχε αρχίσει πάλι να πέφτει. Χτύπησε χαρούμενη τα χέρια της και άρχισε να βγάζει επιφωνήματα θαυμασμού για τα πάντα. Για την ατμόσφαιρα του δωματίου, για την μουσική, για τις όμορφες πρασινάδες του στολισμού και φυσικά για την εντυπωσιακή κολοκύθα που μύριζε τόοοοοσο όμορφα -κι είχε μια πείνα! Η πρόβα καθυστέρησε πολύ και μετά δεν έβρισκε ταξί να έρθει, μέχρι που κάποιος από το χορευτικό που ερχόταν προς τα εδώ, την είδε να περιφέρεται και την λυπήθηκε. Δεν πρόλαβε όμως ν’ αλλάξει κι έτσι ήρθε με το κοστούμι της, πειράζει; Ο Μάνος την κοιτούσε μαγεμένος. Σιγά μην πειράζει, αρκεί που είναι εδώ και απλώνει τη χαρούμενη διάθεσή της γύρω και πάνω του, είναι ένα ανέλπιστο γιατρικό στην κακοκεφιά του, το καλύτερο κλείσιμο που θα μπορούσε να ελπίζει γι’ αυτήν την παράξενη μέρα… Πέταξε το πανωφόρι της στον καναπέ κι έμεινε με την στολή του χορού, ένα κεντημένο γιλέκο και μια αέρινη, μακριά φούστα. Έκανε μια χορευτική φιγούρα, δήλωσε πως δεν περιμένει στιγμή περισσότερο για το φαγητό κι όρμησε στο τραπέζι. Ο Μάνος έβγαλε το καπάκι από την κολοκύθα και τα αρώματα γαργάλησαν μύτες και ουρανίσκους. «Ιδού! Το τέλειο vegan πιάτο!», ανακοίνωσε με επισημότητα. Η Ρόζι γούρλωσε τα μάτια και ανάσανε ηδονικά τους μυρωδάτους ατμούς. «Αχ! Είναι τέλειο! Εσύ το έφτιαξες; Έτσι μου ’ρχεται να βουτήξω μέσα με το κεφάλι! Είμαι μια πολύ πεινασμένη Σταχτοπούτα!» Η κουτάλα που με αυτήν ο Μάνος σερβίριζε το φαγητό, έμεινε για μια στιγμή μετέωρη. «Την Σταχτοπούτα ανεβάζετε;» ρώτησε με τρέμουλο στη φωνή. «Ναι, δεν στο είπα; Δες! Φοράω και τα γυάλινα γοβάκια μου!» και με μια χαριτωμένη κίνηση, σήκωσε τη φούστα… Ο Μάνος ένιωσε μια περίεργη ζαλάδα. Κάτι στροβιλιζόταν στο κεφάλι του, κάτι προσπαθούσε να βγει από 'κει, κάτι πολύ περίεργο, ίσως το πιο περίεργο απ’ τα περίεργα που συνέβησαν σήμερα, αλλά δεν ήξερε αν θέλει να το αφήσει ελεύθερο, τον τρόμαζε λίγο όλο αυτό, αλλά δεν μπορούσε και να το αποφύγει, το παζλ τώρα έδενε με τρόπο μαγικό, η γριά, ο περίεργος τρόπος της, η κολοκύθα και τώρα η Σταχτοπούτα αυτοπροσώπως, να του μοστράρει τα γυάλινα γοβάκια της…
«Αν δεν μου στρίψει τώρα, δεν θα μου στρίψει ποτέ!», είπε δυνατά και η Ρόζι τον κοίταξε παραξενεμένη. Έτρωγε ήδη το δεύτερο πιάτο της, όταν ο Μάνος κατάφερε να ολοκληρώσει την παράξενη ιστορία του. Εκείνου, δεν του κατέβαινε μπουκιά. Η Ρόζι σταμάτησε να τρώει, πήρε το χέρι του, το ακούμπησε στο μάγουλό της, του μίλησε γλυκά: «μην το παίρνεις τόσο κατάκαρδα, είναι μόνο μια παράξενη σύμπτωση… πολύυυυ παράξενη για την ακρίβεια, αλλά στο κάτω κάτω, αυτή η γυναίκα, δεν σου έκανε κανένα κακό… κοίταξέ μας, είμαστε εδώ μαζί, σ’ αυτό το όμορφο γιορτινό τραπέζι, το φαγητό είναι το πιο καταπληκτικό που έχω φάει ποτέ στην ζωή μου και είναι παραμονή Χριστουγέννων, είναι η νύχτα που συμβαίνουν τα θαύματα… αρκεί να έχουμε τα μάτια της ψυχής μας ανοιχτά και θα τα δούμε!» Ο Μάνος ένιωσε μια ανατριχίλα να τον διαπερνάει από την κορφή μέχρι τα νύχια… έτσι είχε πει κι εκείνη, «αν έχεις την ψυχή σου ανοιχτή, θα δεις να συμβαίνουν θαύματα», του είχε πει. Ένιωσε κάτι να αναδεύεται μέσα του, ένα βαθύ, μεταφυσικό, αρχέγονο φόβο για τα μυστήρια πράγματα που μπορεί να συμβαίνουν σ’ ένα άλλο, παράλληλο σύμπαν, αλλά το ζεστό χέρι της Ρόζι στο μάγουλό του, λειτουργούσε σαν ομφάλιος λώρος που τον κράταγε με σιγουριά και τον επανέφερε στο εδώ και στο τώρα. Τώρα, του έλεγε με πονηρό χαμόγελο: «Τι θα έλεγες να μου βγάλεις καμιά φωτογραφία με την κολοκύθα, πριν χτυπήσει το ρολόι μεσάνυχτα κι εξαφανιστώ μαζί με τα γοβάκια μου; Και δεν θα αφήσω καν το ένα στις σκάλες -για να ψάξεις να με βρεις τάχα μου-, γιατί θα κουτσαίνω στις πρόβες!»

Ο Μάνος τινάχτηκε σα να τον τσίμπησε σφήκα. Χτύπησε με το χέρι του το κούτελο… Μα φυσικά! Πόσο ηλίθιος μπορεί να ήταν; Όλη αυτή την ώρα η ευκαιρία, το θαύμα που γύρευε, ήταν μπροστά στα μάτια του! Φωτογραφίες ιδιαίτερες δεν ήθελε; Ένα θέμα όμορφο, περίεργο, να μοιάζει λίγο σαν αλήθεια, λίγο σαν παραμύθι, να είναι συναρπαστικό και αστείο; Να το λοιπόν, εδώ, μέσα στο σπίτι του, με την καινούργια φωτογραφική του μηχανή να περιμένει ανυπόμονα να κλικάρει… όρμησε σαν τρελός κι έβγαλε τη μηχανή από το σάκο του. Για το επόμενο εικοσάλεπτο δεν σταμάτησε να τραβάει. Η Ρόζι καθισμένη πάνω στον τραπέζι, να τρώει με τα δάχτυλα μέσα από την κολοκύθα, φορώντας μόνο το ένα γοβάκι της. Η Ρόζι να κρύβει το πρόσωπό της με το καπάκι της κολοκύθας. Η Ρόζι κάνοντας μια πιρουέτα ξυπόλητη, με τα γοβάκια πεταμένα στο πάτωμα. Η Ρόζι με τσιγάρο στο στόμα και σφυρί στο χέρι να προσπαθεί να καταστρέψει τα γοβάκια της. Η Ρόζι στην κουζίνα, βάζοντας την κολοκύθα στον φούρνο, μαζί με τα γοβάκια. Η Ρόζι με αντρικό σακάκι πάνω από την τούλινη φούστα και κάτι παλιά αθλητικά που βρέθηκαν σ’ ένα ντουλάπι (ευτυχώς που κάποια τα ξέχασε), να δηλώνει μ’ ένα πλακάτ «ο πρίγκιπας είμαι εγώ!»

Ήταν μαγικά! Ο Μάνος ένιωθε τόση ευφορία, που θα μπορούσε να φωτογραφίζει όλη τη νύχτα! Και η Ρόζι ήταν καταπληκτική! Μα πόση ενέργεια έκρυβε πια αυτό το μικροκαμωμένο πλάσμα; Τώρα έκανε πιρουέτες κάτω από… κάτω από το γκι! Ο Μάνος κοίταξε με τρόπο το ρολόι. Ήταν ώρα! Την έπιασε απ’ τα χέρια και την στριφογύρισε απαλά…«Είναι σχεδόν μεσάνυχτα… Δεν πιστεύω να εξαφανιστείς, ε; Αλλά, για να είμαι εντελώς σίγουρος…», πήρε τα γοβάκια και τα κλείδωσε σ’ ένα ντουλάπι. Μετά, έβαλε το κλειδί στην τσέπη του.
«Η μεγάλη γιορτή της ζωής είν’ εδώ...»
Τραγούδησε ο Άντερσον και τα κλαδάκια του γκι, φουρφούρισαν απαλά, λες και πέρασε ανάμεσά τους ελαφρύ αεράκι…


Copyright © Χρυσούλα Διπλάρη All rights reserved, 2020
Πρώτη παγκόσμια δημοσίευση
Στη συνοδευτική εικόνα βλέπετε σύνθεση φωτογραφιών Τζένης Κουκίδου
Επίσης: