Περί λογοτεχνικής κριτικής και δοκιμιογραφίας

Κωνσταντίνου Λίχνου


"Αυτός που ανήκει οργανικά σ' ένα πολιτισμό δε θα μπορούσε ποτέ να καθορίσει τη φύση του κακού που τον υπονομεύει. Η διάγνωση του δεν υπολογίζεται γιατί η κρίση που εκφράζει τον αφορά· ενδιαφέρεται για αυτόν από εγωισμό". H παραπάνω ρήση του Εμίλ Σιοράν, αν την δεχόμασταν ως αλήθεια αδιάψευστη, θα μπορούσε να λειτουργήσει ανασταλτικά και να αποθαρρύνει οποιαδήποτε απόπειρα εξέτασης των παθογενειών της εποχής μας. Ακόμη κι αν η αποτυχία μας είναι προδιαγεγραμμένη όμως δεν μπορούμε παρά να καταβάλουμε κάθε προσπάθεια για κατανόηση· ορμώμενοι, στη τελική, από ενδιαφέρον καθαρά εγωιστικό.

Εκκινώντας να εκφράσει κανείς τον οποιοδήποτε προβληματισμό μοιάζει να υποδηλώνει άρρητα την ύπαρξη μιας εσωτερικής διερευνητικής διαδικασίας, να επικαλείται ένα προκαταρκτικό ερώτημα το οποίο θα παραμένει απροσδιόριστο και υπολανθάνον μέχρι του σημείου που θα φανερωθεί. Ένα αφετηριακό ερώτημα που καλείται ή αναλαμβάνει να απαντήσει και που αντί για εμπόδιο το μεταχειρίζεται ως σιωπηρό πλοηγό· υπό την καθοδήγηση του οποίου θα επιχειρήσει να ξετυλίξει τις σκέψεις του. Τόσο βίαια μπορεί να μας οδηγήσει στο στοχασμό ένα αναπάντητο ερώτημα που συχνά νιώθουμε απόλυτα υποχρεωμένοι να ακολουθήσουμε τα προστάγματα του, ολότελα αναγκασμένοι να ανταποκριθούμε στο κάλεσμα του. Η ανάπτυξη του ερωτήματος καταλήγει προϋπόθεση για την κινητοποίηση της σκέψης και στο τέλος του διανοητικού μας οδοιπορικού -το όποιο τέλος οριστικό ή προσωρινό- ακόμη και η εναργής διατύπωση του ερωτήματος φαντάζει ως ισάξια μιας απάντησης που θα το αφάνιζε· και ίσως να είναι. Στην παρούσα δοκιμή η ακριβής φύση του εναρκτήριου ερωτήματος θα αποσαφηνίζεται σταδιακά, παρόλο που προηγείται της ανάλυσης και λειτουργεί ως ελατήριο της.

Το να απομείνουμε στο τέλος της διαδρομής μας με ένα ερώτημα -τουλάχιστον ένα- παρά με μια απάντηση, το να παρακολουθούμε τα ερωτήματα να πολλαπλασιάζονται και να δυστροπούν ενώ εμείς αδυνατούμε να παρουσιάσουμε για καθένα από αυτά μια επαρκή εξήγηση, δεν σημαίνει πως η προσπάθεια μας πρέπει να καταδικαστεί αναγκαστικά ως ανεπιτυχής. Η διαδικασία της κατανόησης είναι μια βαθμιαία κίνηση, μια διαρκής ανάβαση προς υψηλότερα σημεία διαυγέστερης όρασης· όπου σε κάθε σκαλοπάτι μας αναμένει περιγελαστικά κι ένα επιπρόσθετο ερώτημα. Είναι, βέβαια, λογικό να αποκαρδιώνεται κανείς διαπιστώνοντας πως όχι μόνο δεν πλησιάζει σε μια καταληκτική ετυμηγορία, σε μια αλήθεια τελευταίου αναβαθμού –σε ένα ύστατο ύψος– αλλά αντίθετα αντικρίζει μια κλίμακα ατελεύτητη στην οποία δεν αχνοφαίνεται καν το κεφαλόσκαλο· μα αυτό δεν σημαίνει πως κινείται μάταια. Κάθε βήμα νοηματοδοτεί το προηγούμενο και κρίνεται απαραίτητο για το επόμενο με τρόπο τέτοιο που μόνη επιλογή απομένει η κίνησης.

Πολλές φορές, το ερώτημα που πυροδοτεί έναν στοχασμό παραμένει υποκρυπτόμενο ακριβώς λόγο της αποτυχίας του να απαντηθεί ή συγκαλύπτεται εξαιτίας του φόβου πως η δοθείσα απάντηση δεν ήταν οριστική. Η στάση του καθενός τότε -απέναντι σε ένα αφανέρωτο ερώτημα ή κάποιο που αρνείται να απαντηθεί μα δεν γίνεται να αγνοηθεί- ποικίλει ανάλογα την διανοητική του κατάσταση. Η απουσία καταληκτικής απάντησης πολλάκις έχει ως συνεπαγωγή την παραίτηση, την πλήρη αναχαίτιση της αναλυτικής διαδικασίας (άλλωστε: “εκείνος που ανήκει σε έναν πολιτισμό δεν δύναται να καθορίσει τη φύση του κακού που τον υπονομεύει”) μα δεν είναι τέτοια η περίπτωση εδώ.

Η αισιοδοξία -ακόμη και οντάς αβάσιμη- πως κάτι δύναται να κερδηθεί ακόμη και ερήμην μιας τελεσίδικης απάντησης, κρίνεται συχνά ζήτημα κομβικό για την εις το ακέραιο διεκπεραίωση μιας αναλυτικής διαδικασίας. Χωρίς τούτο να υποδηλώνει πως είναι προτιμότερη από την απαισιοδοξία ή αναγκαστικά πιο εποικοδομητική. Μάλιστα, η ανεδαφική αισιοδοξία είναι συχνά ο οδηγός των αφελών και ένα εφόδιο παντελώς επισφαλές· ακόμη κι αν δεν είναι “το όπιο του λαού” όπως την χαρακτήριζε ο Μ. Κούντερα. Παρόλα αυτά, αποδεικνύεται ενίοτε αναγκαία σκευή, ιδιαίτερα μέσα σε ένα περιβάλλον παρηκμασμένο όπου ο πεσιμισμός προβάλει αυτόματα ως τάσης φυσικότερη -ίσως και ως η μόνη σώφρων επιλογή- καταδεικνύοντας έτσι το μέγεθος του σημερινού πνευματικού πλήγματος που έχουμε υποστεί.

Όπως θα ήταν επιπόλαιο να υιοθετήσουμε την ρομαντική πεποίθηση πως ο κόσμος μας θα ξεπεράσει από μόνος του την κρίση που τον ταλανίζει, άλλο τόσο άστοχο θα ήταν και να προαναγγέλλουμε -κάθε ευκαιρίας δοθείσης- την ολοκληρωτική του καταστροφή. Η καταδίκη του ουτοπισμού προς όφελος του ρεαλισμού είναι σήμερα υπόθεση εύκολη μα καταλήγει μονόδρομος προς την απελπισία. Ειδικά όταν ο ρεαλισμός επιβάλλει την αποδοχή καταστάσεων πραγματικά απαράδεκτων και τον συμβιβασμό με συνθήκες αξιωματικώς απάνθρωπες. Αυτά φαίνεται να επιτάσσει πράγματι ο ρεαλισμός σήμερα και υπήρξαν τόσο βαθιές και επώδυνες οι απογοητεύσεις μας που πλέον αποδεχόμαστε τα πάντα ως έχουν ενώ παράλληλα δεν μπορούμε τίποτα να αντικρίσουμε δίχως αποδοκιμασία· κι έτσι αναγκαστικά οδηγούμαστε σε έναν δυσοίωνο και ανώφελο μηδενισμό.

Κάθε οικονομική κρίση, βέβαια, αποτυπώνεται πρώτα και κύρια μέσα στους τόπους εργασίας· στο τρόμο της απόλυσης, της ανεργίας και της ανεπάρκειας του μισθού. Άγχη που δημιουργούν μια κατάσταση διευρυμένης ανασφάλειας η οποία συρρικνώνει τις συνειδήσεις. Κατ' επέκταση η κρίση γίνεται βαθιά ιδεολογική και κοινωνικοπολιτική, επιφέρει απόκρυφα τραύματα, δημιουργεί μια κατάσταση συλλογικής συναισθηματικής δυστυχίας που αδιαμφισβήτητα εκφράζεται και στις τέχνες. Τελικά αποδεικνύεται πως είναι οι καλλιτέχνες αυτοί που μπορούν, περισσότερο από κάθε άλλον, να αισθανθούν το υπαρξιακό άχθος, να ψαύσουν τα αδιόρατα ατομικά και συλλογικά αδιέξοδα, να εκφράσουν την οδυνηρότητα της κατάστασης. Να αναπαραστήσουν τον βαθύτερο καημό των βασανισμένων από την πραγματικότητα συνειδήσεων, έναν καημό που η αρχική του εκδήλωση θα επιφέρει αναπόδραστα ένα κύμα απόγνωσης που θα διατρέξει τα καλλιτεχνικά έργα και θα διαποτίσει την κοινωνία συνολικότερα, μέχρις ότου μετουσιωθεί σε φλογερό αίτημα για απαντήσεις και προοπτική.

Ίσως τέτοια να είναι η περίπτωση σήμερα και για αυτό αρκετοί μιλούν για το δυσβάσταχτο αποτύπωμα δυστυχίας στις τέχνες αλλά και για την παραγωγή λογοτεχνικής δυστυχίας· για βιβλία φορτισμένα με θύμο, φόβο, απογοήτευση μα και συνάμα ανίκανα να ανταποκριθούν στις ανάγκες των καιρών αφού ακόμη περιορίζονται στην στείρα απεικόνιση της δυστυχίας, στη διαρκή ανακύκλωση της απόγνωσης. Ο ισοπεδωτικός και χολωμένος πεσιμισμός όμως -αυτός που συντροφεύει κάθε επιπόλαιη απόπειρα εναντίωσης σε μια προβληματική κατάσταση- δεν γίνεται να κατασιγάσει την βαθύτατη αγωνία που δημιουργεί η ανάγκη για αναζήτηση νοήματος στη ζωή· ανάγκη που κάθε κοινωνικό υποκείμενο είναι καταδικασμένο να βιώνει σε κάθε ιστορική συγκυρία. Η ανάγκη αυτή θα αποτελεί πάντα την αφορμή κάθε ανάλυσης, το έδαφος πάνω στο οποίο θα αναβλασταίνει κάθε διαχρονικό ερώτημα. Θα λειτουργεί ως θρυαλλίδα της στοχαστικής αναζήτησης και θα εκδηλώνεται ορμητικά στις τέχνες και την λογοτεχνία, διαπερνώντας τις συμπληγάδες τις αισιοδοξίας και της απαισιοδοξίας.

Σε εποχές όπως η δική μας λοιπόν, ο αναθεματισμός πηγάζει αβίαστα και προβάλλει ως η μόνη αυθεντική προσέγγιση απέναντι σε κάθε ζήτημα που τίθεται κάτω από το μικροσκόπιο μας. Γιατί, κακά τα ψέματα, ο πολιτισμός μας νοσεί! Οι μεγάλες κρίσεις όμως δεν φέρνουν μονάχα συμφορές, μπορούν -αν αρθούμε στο ύψος των περιστάσεων- να μας διδάξουν, να μας ωριμάσουν και να πυροδοτήσουν την δημιουργική μας έμπνευση. Άλλωστε, ο καλλιτέχνης έβρισκε πάντοτε το έργο του ως παράγωγο της εποχής του και άρρηκτα συνδεδεμένο με τα κοινωνικά και ιδεολογικά συμφραζόμενα. Ίσως εδώ να οφείλεται, μάλιστα, και το γεγονός πως η ελληνική λογοτεχνία ανθίζει μονάχα σε περιόδους κρίσης και ιδεολογικού αναβρασμού.

Εν τέλει, την μεγάλη κρίση ενός πολιτισμού θα την εκφράζουν πάντα οι καλλιτέχνες με τα δημιουργήματα τους μα και η κοινωνία συλλογικά με το συνολικό απόθεμα απελπισίας που θα συσσωρεύει. Απόθεμα που αρχικά θα παρεμποδίζει κάθε αναλυτική απόπειρα, προσχώνοντας με την λάσπη του μηδενισμού και την τύρφη της απόγνωσης το έδαφος πάνω στο οποίο θα αναπτύσσονταν ο στοχασμός. Η απελπισία σήμερα περισσεύει, τούτο δα είναι τόπος κοινός, μα αυτή η διαπίστωση δεν είναι ούτε νέα ούτε απόρροια της πρόσφατης οικονομικής κρίσης και των γενικότερων συμπτωμάτων της. Η περιρρέουσα ατμόσφαιρα δυσανασχέτησης, η μεμψιμοιρία και η απαξιωτική προς τα πάντα ρητορική φαίνονται να είναι τα πρόδηλα ψυχολογικά συμπτώματα μιας βαθύτερης κρίσης· βαθύτερης κατά πολύ απ' ότι ο μέσος νους είχε εκτιμήσει. Μια κρίσης ακόμη ανίκανης να εκφραστεί επαρκώς καλλιτεχνικά παρά μονάχα ως πρωτόλεια αποτύπωση της επικρατούσας ζοφερότητας και σύγχυσης. Να το λοιπόν ένα ισχυρότατο και πασίδηλο σύμπτωμα, μα και σύμμαχος τελικά, της κρίσης: η καλλιτεχνική ανεπάρκεια!

Το θέμα μοιάζει και είναι ανεξάντλητο και θα ήταν ανούσια και μονότονη η αναψηλάφηση του αν κάθε φορά δεν αποκτούσε νέα χαρακτηριστικά και δεν ορθώνονταν διαρκώς εμπρός μας απαιτώντας να το επανεξετάσουμε. Αμέτρητοι άλλωστε στηλιτεύουν σήμερα την πνευματική καθίζηση των καιρών μας, την συμφιλίωση με την πανδημική ηθική και διανοητική νάρκωση και στοχοποιούν επιμέρους φαινόμενα της κοινωνικής ζωής ανάγοντας τα σε αιτίες της παρατηρούμενης παρακμής. Καταγγέλλεται η κρίση των αξιών, η δικτατορία της εικόνας, η εξαπλούμενη ηθική πλαστότητα, η εθνοαποδομητική παγκοσμιοποίηση, η αποχύμωση της γλώσσας, η άκρατη εμπορευματοποίηση των τεχνών κ.ο.κ.. Η σύγχρονη αρθρογραφία που προσεγγίζει πτυχές της μοντέρνας ζωής και προειδοποιεί για τις δυσοίωνες επιπτώσεις που επιφέρουν στην ψυχολογία των ανθρώπων είναι πραγματικά τεράστια. Παράλληλα έχουν δοθεί στην εποχή μας αμέτρητοι χαρακτηρισμοί (εποχή της εικόνας, της πληροφορίας, της λήθης, της αλλοτρίωσης, των διαταραχών της προσωπικότητας κ.ο.κ.) που ενώ έχουν πράγματι κάποια ρεαλιστική αφετηρία και συλλαμβάνουν όντως την εκδήλωση υπαρκτών κοινωνικών φαινόμενων, δεν αποτελούν παρά υπεραπλουστευμένες γενικεύσεις επιμέρους ιδιοτήτων της δοσμένης σήμερα οργάνωσης της οικονομίας και της κοινωνικής μας ζωής.

Πλάι στις σοβαρές προσπάθειες ανάλυσης ορθώνονται και άλλες, ανεκδιήγητες, μηδενιστικές και εσχατολογικές αντιλήψεις που έχουν ελάχιστη επαφή με την πραγματικότητα και επιτείνουν την τεράστια τάση μας για απόδραση από αυτήν. Ίσως ο σημερινός άνθρωπος να αντικρίζει μια πραγματικότητα τόσο ζοφερή που διαμορφώνεται ικανή να καλλιεργήσει οποιονδήποτε φόβο στη συνείδηση του, ακόμη και τον πλέον παράλογο. Στην εξελισσόμενη τρομοκράτηση και τον αποπροσανατολισμό του ανθρώπου έχουν προσφέρει τα μέγιστα και οι τέχνες. Ο κιν/φος και η λογοτεχνία, δεμένοι στο άρμα της εμπορευματοποίησης, απευθύνονται στα πιο χαμερπή και ευκόλως προσβάσιμα αντανακλαστικά μας· προάγοντας παθητικές, φυγόκοσμες και αποσυνάγωγες στάσεις ζωής. Επομένως, ο τεράστιος σαματάς γύρω από τον ρόλο και τη σκοπιμότητα της σύγχρονης τέχνης δεν είναι αναίτιος σε καμιά περίπτωση.

Ενώ η πραγματικότητα βρυχάται γύρω μας απειλητικά και τα σύγχρονα προβλήματα (οικολογικά, πολιτικά, οικονομικά) ωθούν τον άνθρωπο στο χείλος της απόγνωσης, βρίσκουμε καταφύγιο σε μια τέχνη παρηκμασμένη και παραπλανητική. Κι όσο η καθημερινότητα των ανθρώπων θα διαμορφώνεται όλο και πιο δυσβάσταχτη, τόσο ο νους θα ενδίδει στο δελεαστικό λαμπύρισμα του καλλιτεχνικού περισπασμού, θα αποστρέφει το βλέμμα από τα καθημερινά του προβλήματα και θα αποθυμά την ανέξοδη και ψευδαισθητική διαφυγή από αυτά.

Την σήμερον ημέρα παράγεται και προσφέρεται αφειδώς τέχνη που αποσκοπεί μονάχα –και εξαίρεται όταν το κατορθώνει– στο να καταγάγει νίκες περιφανείς κατά της πλήξης, λειτουργώντας ως περισπασμός απέναντι στη καθημερινότητα και τον προβληματισμό που εγείρει η παρατήρηση της. Στο χώρο της λογοτεχνίας, η έντονη εκδοτική κινητικότητα δεν συνεπάγεται εξύψωση της ποιότητας των παραγόμενων λογοτεχνικών κειμένων αλλά σταδιακή της υποβάθμιση. Το καλό βιβλίο αποδεικνύεται δυσκολότερο να εντοπιστεί σήμερα και συχνά μοιάζει να έχει εκλείψει, όντας ανίκανο να αναδυθεί πάνω από τους τόνους σπαταλημένου χαρτιού που το καταπλακώνουν. “Αυτή η τεράστια λογοτεχνική παραγωγή δεν είναι δημιουργία. Είναι διάρροια”, έγραψε ο δοκιμιογράφος Λάκης Προγκίδης σχολιάζοντας το φαινόμενο τούτο που εκδηλώνεται τόσο στη πεζογραφία όσο και στην ποίηση· η εκδοτική αποχαλίνωση της οποίας αγγίζει επίπεδα παροξυσμού.

Αν η πεζογραφία -παρά την υπερπροσφορά της και τις αδυναμίες της- αποδεικνύεται ακόμη ικανή να συντηρεί το ενδιαφέρον ενός μεγάλου τμήματος του αναγνωστικού κοινού, δεν μπορεί να λεχθεί το ίδιο και για την ποίηση. Η ποίηση κατέληξε μυστηριακή δημιουργία μιας περίκλειστης διάνοιας και καθημερινά δυσφημείται -ως μαγική, ως απόκοσμη, ως δραστηριότητα για τους αλαφροΐσκιωτους- από τους ίδιους τους αμύντορες της. Απευθύνεται πλέον μόνο σε όσους έχουν αρθεί πάνω από την πεζότητα της καθημερινότητας και τις τετριμμένες συνήθειες του όχλου· κάτι για τους εστέτ και τους επαΐοντες. Για τον απομονωτισμό και τον αυτισμό της αυτό, οι δημιουργοί της συχνά αποδίδουν την πάσαν ευθύνη στο μέσο αναγνώστη, για την απαιδευσία και την αμβλύνοια του. Ενώ καταναλώνουν λαίμαργα κάθε εγχειρίδιο συγγραφής και συρρέουν κατά ορδές στα αμέτρητα σεμινάρια δημιουργικής γραφής και τα εργαστήρια λογοτεχνικότητας που ο επιπολασμός του έχει πάρει πλέον διαστάσεις λοιμικής.

Απέναντι στην λογοτεχνία ευρείας κατανάλωσης -αυτή που προτάσσεται συστηματικά από τους μαχόμενους να επιβιώσουν εκδοτικούς οίκους- παρατάσσεται μια μεταρσιωμένη και ελιτιστική τέχνη ενώ στο ενδιάμεσο τους χάσκει το χάος. Στη μεθόριο ανάμεσα στο ευτελές και το επιτηδευμένα εξεζητημένο αναδεικνύεται το πραγματικό έλλειμμα. Ενώπιον του κενού τούτου, αμέτρητοι συνταράσσονται βαθύτατα και αναρωτιούνται ειλικρινώς τις πταίει. Ευθύνονται οι επιλογές του αναγνωστικού κοινού, οι εκδοτικοί οίκοι που καιροσκοπούν, η εκπαίδευση, η καλλιτεχνική παρακμή της μετανεωτερικότητας, ο αισθητισμός που αποξένωσε την λογοτεχνία από τη ζωή, ο γνόφος της αγνωσίας που περιβάλλει τις μάζες, η λεξιπενία και ο γλωσσικός μαρασμός; Ερωτήματα εύλογα που δεν γίνεται να απαντηθούν όλα στην παρούσα δοκιμή και ίσως τούτη μας η αδυναμία είναι που μας περιορίζει στην στείρα καταγγελία. Κάθε πλημμελής προσπάθεια για απαντήσεις συχνά επιτείνει την σύγχυση και ενδυναμώνει το πρόβλημα, ενώ κάθε φυγόπονη απόπειρα επίλυσης του φαντάζει ως στερεότυπη και επιπόλαια αντίδραση, ωστόσο ορισμένες φορές δεν μπορεί κανείς παρά να επαναδιατυπώνει τα προφανή: την επιτακτική ανάγκη, δηλαδή, για αναγνώριση και παραδοχή του προβλήματος.

Ήδη έχει παρατηρηθεί από διάφορες πλευρές πως το μεγαλύτερο θύμα της οικονομικής δυσχέρειας στην οποία έχει περιέλθει η εκδοτική βιομηχανία είναι αυτό που είθισται να αποκαλούμαι λογοτεχνικό δοκίμιο. Αυτό που ίσως δεν έχει καταστεί σαφές είναι το τεράστιο πλήγμα που επιφέρει αυτή του η έλλειψη. Οι λογοτεχνική κριτική, οι λογοτεχνικές μελέτες και το λογοτεχνικό δοκίμιο φαίνεται πως όχι μονάχα δεν συμβαδίζουν σήμερα με τη λογοτεχνία μας αλλά υστερούν σημαντικά. Η κάστα των κριτικών της λογοτεχνίας μοιάζει αποκλεισμένη ή σιγώσα και αυτή η απουσία άλλοτε παρουσιάζεται ως παράπλευρο σύμπτωμα της προϊούσας λογοτεχνικής παρακμής και άλλοτε ως μια από τις κυριότερες αιτίες της. Παράλληλα, τα περιοδικά, οι εφημερίδες, τα ιστολόγια και γενικώς τα μέσα που αναλαμβάνουν να ενημερώνουν το κοινό για τις εξελίξεις της πνευματικής και καλλιτεχνικής μας ζωής εγκαλούνται συστηματικά πως δεν καταβάλουν την πρέπουσα προσπάθεια ή απενοχοποιούνται πλήρως όταν τεκμαίρεται πως σήμερα καθίσταται ανέφικτο να αξιολογηθεί εγκαίρως η πληθώρα των νέων βιβλίων που τίθενται σε κυκλοφορία.

Θα μπορούσε κανείς να αντιτείνει στα παραπάνω πως το αναγνωστικό κοινό δεν θα έπρεπε ούτως η άλλως να άγεται ή να προστατεύεται αλλά πως είναι από μόνο του -ο καθένας με προσωπική του ευθύνη- ικανό να κάμει τις επιλογές του. Θα μπορούσε επίσης να ισχυριστεί ότι είναι ολιγάριθμοι οι επαγγελματίες δοκιμιογράφοι ή πως τα βιβλία που μπορούν να απασχολήσουν σοβαρά την κριτική είναι κι εκείνα ελάχιστα· και ελλείψει της κριτικής παραμένουν καταδικασμένα στην αφάνεια. Θα μπορούσε τελικά να υποστηρίξει πως το όλο εγχείρημα της λογοτεχνικής κριτικής -που ως όρος παραμένει ακόμη ασαφής και απροσδιόριστος- είναι αμφιλεγόμενο και πως ο συγκαιρινός αναγνώστης με το δίκιο του στέκεται επιφυλακτικά απέναντι σε κάθε αυτοανακηρυγμένη αυθεντία που επιχειρεί να του υποδείξει τι θα έπρεπε να μελετήσει ή να του καθορίσει πως θα έπρεπε να αξιολογήσει κείνα που ήδη ανέγνωσε.

Όλα τα παραπάνω επιχειρήματα όμως -τα άξια αντίκρουσης- στην τελική το μόνο που κατορθώνουν είναι να αποκαλύψουν αυτόματα την προβληματική προσέγγιση που επιχειρείται στην πράξη της κριτικής, τον αίολο σημερινό της ρόλο και την απαξία στην οποία έχει περιπέσει· σε μια εποχή ιλιγγιώδους υπερπαραγωγής λογοτεχνικών έργων. “Η κριτική όταν βρίσκεται στο ύψος της αποστολής της βοηθάει στην κατανόηση, εκτίμηση και διάδοση των άλλων λογοτεχνικών ειδών”, έλεγε ο Στέλιος Ξεφλούδας και εμείς μπορούμε αρχικά -μη ενδίδοντας στην ατελέσφορη γκρίνια για τις χαίνουσες πληγές μας- να συμπεράνουμε τουλάχιστον τούτο: Η ύπαρξη άξιας λογοτεχνικής κριτικής δεν υπονομεύει σε καμία περίπτωση την αξία των λογοτεχνικών έργων, η απουσία της όμως -ακόμη κι αν δεν είναι η κύρια αιτία της λογοτεχνικής υποβάθμισης- διαμορφώνει συνθήκες στις οποίες δεν προάγεται η διάδοση της υψηλής λογοτεχνίας. Στις μέρες μας αυτό έχει σοβαρές επιπτώσεις τόσο στη πεζογραφία μα πολύ περισσότερο στην ποίηση.

Στην εποχή μας, την εμποτισμένη από το σχετικιστικό και αντι-οικουμενιστικό πνεύμα της μετανεωτερικότητας, η ποίηση έχει ξεπέσει σε μέσο προσωπικής έκφρασης και δεν είναι διόλου παράξενο πως έχει σαφώς μικρότερη απήχηση απ' ότι στο παρελθόν. Πανταχόθεν ακούγονται ωρυγές για την ολοκληρωτική αποσύνθεση του ποιητικού λόγου ο οποίος αφήνει πια το κοινό ασυγκίνητο και απευθύνεται μονάχα σε επίλεκτους διανοούμενους, ικανούς να αποκωδικοποιήσουν τα λεπτοφυή της μηνύματα. Μέσα σε ένα κλίμα εγκλίσεων και αντεγκλήσεων εξακοντίζονται κατηγορίες προς όλες τις κατευθύνσεις. Το κοινό εγκαλείται για πνευματική ανεπάρκεια, οι ποιητές για ομφαλοσκοπισμό, οι εκδοτικοί οίκοι για κερδοσκοπία, η κριτική για σιωπηρή συνενοχή και η τέχνη για ολική παρακμή.

Η διάλυση των ιδεολογικών συνεκτικών αρμών ανάμεσα στα υποκείμενα, ο σχετικισμός, η ανυπαρξία κοινωνικού οράματος και η υποχώρηση των συλλογικών αφηγήσεων διαμορφώνει μια κατάσταση μέσα στην οποία παράγεται υπερογκώδες λογοτεχνικό έργο το οποίο όμως δεν αξιώνει καν να συνδεθεί με το σύνολο του πληθυσμού· κάθε έργο αρκείται στο να αναζητά το περιορισμένο κοινό στο οποίο εξειδικευμένα απευθύνεται. Λογοτεχνικό έργο που μένει για το σύνολο της κοινωνίας αφανέρωτο και παραμένει κριτικά αναξιολόγητο την ίδια στιγμή που άπαντες παραπονιούνται ότι ζούμε σε μια εποχή που δεν ευνοεί την δημιουργία μεγάλων έργων, έργων που ενώ αφουγκράστηκαν τις βαθύτερες αγωνίες της κοινωνίας υψωθήκαν για να υπηρετήσουν τις ανάγκες της.

Η ποίηση δεν ανταποκρίνεται στις ανάγκες των καιρών μα ούτε φαίνεται να συμβαδίζει με τα εμπορικά κελεύσματα της εποχής και συνεπώς η ζήτηση του ποιητικού βιβλίου έχει μειωθεί σημαντικά. Ακόμη κι αυτή η περιορισμένη που εκδηλώνεται, κατευθύνεται ως επί το πλείστων σε καταξιωμένους ποιητές και εμβληματικά έργα του παρελθόντος. Η σύγχρονη ποίηση φυτοζωεί στον ερεβώδη χώρο του λογοτεχνικού παρασκήνιου κι όμως η έκδοση της μιας ποιητικής συλλογής διαδέχεται την άλλη με ορμή ασίγαστη. Η υπερπροσφορά ποιητικής δημιουργίας καθιστά ανέφικτη την κριτική αποτίμηση του παραγόμενου ποιητικού έργου καθώς και την επαρκή ενημέρωση του αναγνωστικού κοινού σχετικά με αυτό. Για τους εκδοτικούς οίκους, βέβαια, αυτό αποδεικνύεται ευλογία, οι επίδοξοι ποιητές αποτελούν πελατεία, με τον ίδιο τρόπο που αποτελούν πελατεία και οι αναγνώστες. Ο ρόλος τους είναι απλώς διεκπεραιωτικός, προσφέρουν διά αμοιβής τις υπηρεσίες τους στον οποιοδήποτε και προωθούν δίχως ψήγμα ευσυνειδησίας το οποιοδήποτε προϊόν. Η άκριτη αποδοχή κάθε, διατεθειμένου να τους μισθώσει, συγγραφέα με την παράλληλη απουσία λογοτεχνικής κριτικής απελευθερώνουν από κάθε φραγμό την χαμηλής στάθμης πνευματική παραγωγή και οδηγούν σε ολοένα και μεγαλύτερη υποβάθμιση της ποιότητας των εκδιδόμενων τίτλων. Και καθώς τα περισσότερα εκδιδόμενα έργα καταδικάζονται στην αφάνεια, επισκιαζόμενα από μυριάδες αλλά που έτυχαν καλύτερης προώθησης, οι δημιουργοί τους χολωμένοι οχλοιδωρούν και αναθεματίζουν τους αναγνώστες, καταγγέλλουν τους εκδότες, καταρώνται το εμπορευματικό ήθος της εποχής και τον σύγχρονο φθοροποιό μας βίο.

Ο σημερινός ποιητής έφτασε στο σημείο να χλευάζετε που θεώρησε κάποτε την τέχνη του ως θεραπεύτρια και ιερή θεραπαινίδα του πολιτισμού. Εγκαλείται για εγωπάθεια, κατηγορείται ως ο αποκλειστικός υπεύθυνος της αποτυχίας του και κατ' επέκταση υπαίτιος για την παρακμή της τέχνης του· με τον ίδιο τρόπο που κατηγορούνται συλλήβδην και οι αναγνώστες πως απολησμόνησαν τους ποιητές. Εντωμεταξύ, αμέτρητοι ευαγγελίζονται την επικράτηση ενός νέου καλλιτεχνικού ήθους, οραματίζονται ένα άλλο τύπο καλλιτεχνικού δημιουργού που θα ανδρωθεί αυτόματα μόλις αντιληφθεί την πραγματική αποστολή της τέχνης του και υπερβεί τις προσωπικές του ανεπάρκειες. Αναμένουν από εκείνον την πλήρη μεταμόρφωση, την ολική αυθυπέρβαση και τον καλούν να αναγεννηθεί εκ της τέφρας του ως φοίνικας. Παραβλέποντας έτσι το αξιακό πλαίσιο που έχει θεμελιωθεί, του υλικούς όρους που το υποστηρίζουν, τις πολιτικοκοινωνικές συνθήκες και τις ιδεολογικές τάσεις που επενεργούν για να διαμορφώσουν το σημερινό τοπίο στο χώρο των τεχνών και των γραμμάτων.

Η συζήτηση γύρω από την παρακμή της ποίησης θα μπορούσε να μην έχει τελειωμό και σε ένα βαθμό θυμίζει κάπως την αέναη διαλεκτική γύρω από την πολύπαθη παιδεία της χωράς μας. Το εκπαιδευτικό σύστημα θα μας απασχολεί διαχρονικά, τούτο είναι αναπόφευκτο, γιατί η εκπαίδευση κατέχει βαρύτιμο ρόλο στην κοινωνική εξίσωση. Αποτελεί όχι μόνο μια από τις ρίζες των δεινών που ταλανίζουν ένα πολιτισμό μα και μια από τις τελικές τους συνέπειες. Όπως και η τέχνη, έτσι και η εκπαίδευση δεν επιτρέπεται να στέκεται αμέτοχη απέναντι στο συνολικό δράμα μιας κοινωνίας καθώς και να μην φέρει ένα μερίδιο ευθύνης για τα θεμελιώδη ελαττώματα της εποχής της. Βρίσκεται εξαρχής λοιπόν, στο εδώλιο του κατηγορούμενου -όπως και η τέχνη- τη στιγμή που κάποιος θα μπορούσε να ισχυριστεί πως είναι το μέγιστο θύμα της παρακμής για την οποία θεωρείται υπεύθυνη.

Διόλου περίεργο δεν θα ήταν αν δυσκολεύονταν να βρει κανείς την άκρη του νήματος και να ξετυλίξει το κουβάρι των θεωρητικών και πρακτικών ζητημάτων ώστε να οδηγηθεί στην εξαγωγή αξιόπιστων συμπερασμάτων. Ακόμη και το να αποθαρρυνόταν καθώς εξέταζε την μετανεωτερική κατάσταση της λογοτεχνίας και συνειδητοποιούσε πως ο διάλογος γύρω από το λογοτεχνικό ήθος δεν ξεκίνησε πρόσφατα μα κρατάει από παλιά.
“Η ατμόσφαιρα που περιβάλλει το βιβλίο πρέπει να συνδυάζει τη σεμνότητα με την καλαισθησία. Ιδιαίτερα σήμερα: εποχή της τυμπανοκρουσίας, ξεφωνητών και αλαλαγμών γύρω από καθετί εμπορεύσιμο· κι από εκείνα ακόμα, ηθικές αξίες, ιδέες, οφειλές προς τον άνθρωπο και την κοινότητα που θα έπρεπε να βρίσκονται εκτός εμπορίου. Κατά μέρος οι μεμψιμοιρίες –θα πει κανείς– που τρέφουν χιλιοειπωμένες την αντιδικία μας με την εποχή τούτη, εποχή δική μας στο κάτω-κάτω. Ν' αρνηθούμε πως όσο κι αν την καταριόμαστε δεν θα μπορούσαμε να ζήσουμε έξω απ' τα όρια της; Ν' αρνηθούμε πως είμαστε όλοι μπολιασμένοι από το ύφος της με τρόπο ανεπανόρθωτο και πως θα νιώθαμε εξόριστοι, αποσυνάγωγοι, ξένοι σ' όποιαν άλλη εποχή;” Α. Τερζάκης 12-2-75.
Το παραπάνω απόσπασμα κομίζει από μια "άλλη εποχή" παρόμοιους προβληματισμούς με όσους αναπτύσσουμε εμείς για την δική μας και πέμπει αντίστοιχες ανησυχίες με εκείνες που διατυπώνονται σήμερα. Κυρίως στηλιτεύει την κυριαρχία του εμπορευματικού ήθους που έχει μιάνει τα πάντα, ενώ ίσως χαρακτηρίζεται κι από ένα ίχνος πεσιμισμού απέναντι σε κάθε προσπάθεια να αρθεί κανείς πάνω από τα όρια της εποχής του. Θυμίζοντας μας έτσι την ρήση του Σιοράν, με την οποία ξεκινήσαμε τούτη τη δοκιμή. Μπορεί επίσης να μας καταδείξει πως προβλήματα που τα αντιλαμβανόμαστε αποκλειστικά ως απότοκα της εποχής μας έχουν πάντοτε μια ιστορική συνέχεια.

Πολύ πριν γίνει λόγος σήμερα για τον ποιητικό ντιλεταντισμό των νεοεμφανιζόμενων ποιητών, την κρίση του ελεύθερου στίχου, την απομάγευση και προζ-ομοίωση του ποιητικού λόγου και την δεσποτική κυριαρχία της εικόνας η Ελένη Ουράνη το 1960 έγραφε: “Ποια η θέση του έμμετρου λόγου στην σύγχρονη ζωή; Εξακολουθεί να έχει απήχηση ή μήπως είναι μια μορφή τέχνης παραγκωνισμένη στο περιθώριο; Πριν από την διάδοση της τυπογραφίας το μέτρο συντελούσε στο να διατηρηθούν στη μνήμη οι φωνές. Σήμερα δεν υπάρχει πια η ανάγκη του. Την πρωτοκαθεδρία πήρε ο πεζός λόγος που δεν αποκλείεται με την σειρά του να την χάσει και να καταλάβει τη θέση του: η Εικόνα”. Αν και το μέτρο φαίνεται να έχει επιβιώσει ως τις μέρες μας -παρά τις δυσοίωνες προβλέψεις- η εικόνα σίγουρα κυριαρχεί· κι απ' την ασύδοτη εκθεσιμότητα της έχει απολεσθεί κάθε μέτρο. Παράλληλα όμως κατακλυζόμαστε από δημιουργήματα του γραπτού λόγου και είναι πλέον εξαιρετικά δύσκολο το να διακρίνει κανείς τα πραγματικά αξιόλογα έργα και εδώ είναι που γίνεται τρομαχτικά αισθητή η απουσία της λογοτεχνικής κριτικής. Ψυχανεμίζομαι όμως πως δεν είναι μονάχα η μεγάλη ποσότητα των εκδιδόμενων έργων που μας αποτρέπει να τα γνωρίσουμε, είναι και η βαθύτερη αντίληψη πως δεν είμαστε καν υποχρεωμένοι να το πράξουμε. Αν θέλετε να το δούμε ανάστροφα, είναι η αντίληψη από την οποία εμφορούνται οι λογοτεχνικοί δημιουργοί, πως παράγουν κάτι για το οποίο η κοινωνία δεν είναι υποχρεωμένη να γνωμοδοτήσει· η αντίληψη δηλαδή που λογαριάζει την τέχνη ως προσωπικό πάρεργο.

Ασχέτως από τη θέση που παίρνουν τα λογοτεχνικά έργα απέναντι στη πραγματικότητα, από την παρουσία σθεναρής λογοτεχνικής κριτικής και τη θέση του λογοτεχνικού δοκιμίου στην σύγχρονη πνευματική ζωή σημαντικότατο ζήτημα είναι και το πως στέκεται τελικά το ίδιο το αναγνωστικό κοινό απέναντι στα λογοτεχνικά έργα, το πως μάθαμε εμείς να τα κρίνουμε και τι έχουμε συνηθίσει να απαιτούμε από αυτά ως αναγνώστες. Το πως γίνεται αντιληπτή η λογοτεχνία σε κάθε εποχή αποτελεί ένα πρακτικότατο ζήτημα και όχι μόνο ένα θεωρητικό πρόβλημα για τους μελετητές και τους δοκιμιογράφους. Η αντίληψη μας για το τι μπορεί να μας προσφέρει ένα λογοτεχνικό έργο δεν διαμορφώνεται μονάχα από θεωρητικά κείμενα γύρω από την φύση της λογοτεχνίας αλλά και από τα ίδια τα λογοτεχνικά έργα. Γιατί ας μην γελιόμαστε, οι λογοτεχνικές μελέτες και το δοκίμιο δεν υπήρξαν ποτέ ιδιαίτερα δημοφιλή είδη, όχι τόσο ώστε να μπορούν να αμιλλώνται σε επιρροή την πεζογραφία ή την ποίηση. Είναι επίσης γεγονός πως ως αναγνώστες όλοι μας έχουμε έρθει ελάχιστα σε επαφή με τον γραπτό στοχαστικό λόγο και πολύ περισσότερο με τον συγκινησιακό, δηλαδή με κείμενα αμιγώς λογοτεχνικά. Ο καταλληλότερος τρόπος όμως για να σχολιάσει και να παρέμβει κανείς στις επικρατούσες τάσεις της σύγχρονης λογοτεχνίας είναι μέσω αυτού που αποκαλούμε λογοτεχνικό δοκίμιο (Το στοχαστικό ή αποδεικτικό δοκίμιο, δηλαδή, που καταπιάνεται με τα λογοτεχνικά προβλήματα) και έτσι λοιπόν ξανά επιστρέφουμε στο σημαντικότατο ζήτημα του παραγκωνισμού του.

Στην πεζογραφία και την ποίηση κυριαρχεί σήμερα το ανάλαφρο και νοοχαλαρωτικό ανάγνωσμα αλλά στο είδος του δοκιμίου τέτοια έκπτωση δεν δύναται να γίνει αποδέκτη, αντίκειται στην ίδια τη φύση του. Ουδέποτε και ουδαμού το δοκίμιο απώλεσε παντελώς τον φιλολογικό του χαρακτήρα και διαμορφώθηκε εμπορικά ελκυστικό είδος σε βαθμό τέτοιο που τελικά να ευτελιστεί. Οι λογοτεχνικές μελέτες, η λογοτεχνική κριτική, το δοκίμιο και τα φιλολογικά συγγράμματα διεκδικούσαν ανέκαθεν το μικρότερο μερίδιο της εκδοτικής πίτας και το γεγονός τούτο ίσως να στάθηκε και ο καθοριστικός παράγοντας της ποιοτικής τους διάσωσης. Η φθίνουσα εμπορική απήχηση της λογοτεχνικής κριτικής και του δοκιμίου όμως καταλήγει ένα καθαρά λογοτεχνικό πρόβλημα γιατί ο ρόλος τους είναι σημαντικότατος στην διάδοση και την υπεράσπιση της λογοτεχνίας. Κάτι που εξίσου προβληματίζει είναι πως η λογοτεχνική κριτική αντιμετωπίζεται συνολικότερα σήμερα με υπερβολική δυσπιστία κι αυτό ίσως σε ένα βαθμό να σχετίζεται και με την ποιότητα της ίδιας της κριτικής. Γιατί η αλήθεια είναι πως η λογοτεχνική κριτική έχει εκπέσει πλέον στο επίπεδο της μίσθαρνης επαινετικής βιβλιοπαρουσίασης και έτσι καταλήγει δέσμια της σκοπιμότητας και διάκονος της παραλογοτεχνίας.

Ίσως η μεγάλη μας προκατάληψη απέναντι στη λογοτεχνική κριτική να έχει βαθιές ιδεολογικές ρίζες και η απουσία σημαντικών κριτικών που να εδραιώνονται σήμερα βραδυκίνητα και υπεύθυνα στη συνείδηση του αναγνωστικού κοινού να επιτείνει τούτη την σύγχυση. Όπως και να 'χει, η δουλειά του κριτικού δεν ήταν ποτέ εύκολη, μα γίνεται ακόμη δυσκολότερη όταν τον υποδεχόμαστε ως ψευτολόγιο που παρασιτεί πάνω στα δημιουργήματα των άλλων ενώ ασχολείται με ένα φαινόμενο υστερογενές και υποδεέστερο της λογοτεχνίας. “Είτε έτσι είτε αλλιώς, πρέπει να δεχτούμε πως ο κριτικός είναι είναι ένα συνεχώς εξαρτώμενο πρόσωπο, που ζει κατά διαστήματα στο κενό, που δεν παράγει δικό του έργο αλλά έχει συνεχώς την ανάγκη από το έργο ενός άλλου για να εργαστεί και να κερδίσει τη δική του παρουσία, τη δική του ταυτότητα. Το έργο του άλλου είναι ο ζωτικός χώρος όπου θα τοποθετήσει τα σκιρτήματα και τις αναλαμπές της σκέψης του” Τ. Σινόπουλος 1973. Μα κάποιος θα μπορούσε να ισχυριστεί πως και ο λογοτεχνικός δημιουργός είναι ένα πλήρως εξαρτώμενο από την πραγματικότητα πρόσωπο. Ένας απλός παρατηρητής του θεατρικού έργου της ζωής, το οποίο διαδραματίζεται εμπρός του ενώ εκείνος πασχίζει να το κατανοήσει και να παρέμβει στην πλοκή του. Από αυτό διαμορφώνεται, από αυτό εμπνέεται και σε εκείνο απευθύνεται προσπαθώντας να το μεταπλάσει αναπαριστώντας το καλλιτεχνικά· εμπνεόμενος -σε σημείο καθορισμού- από τα αναρίθμητα έργα με τα οποία ομότεχνοι του επιχείρησαν να πράξουν το ίδιο πριν από 'κείνον.

Όσο κι αν υπογραμμίσουμε την συμβολή της λογοτεχνικής κριτικής στην αισθητική εξύψωση και την βαθύτερη καλλιέργεια του ευρύ κοινού δεν αρκεί αυτό για να καταλήξει σε τέρμα τούτη η συζήτηση, όχι όσο βασικά ερωτήματα παραμένουν ουσιαστικά αναπάντητα. Τελικά τι εξυπηρετεί και ποια είναι η φύση της λογοτεχνικής κριτικής; Τι εργαλεία χρησιμοποιεί ο κάθε κριτικός; (Το αισθητήριο του, την βαθιά γνώση του αντικειμένου του, την ικανότητα να εντοπίζει τα νοήματα του έργου που αξιολογεί;) Μήπως τελικά η πυκνότητα των συλλογισμών του δοκιμιακού κειμένου και η πειθαρχία του στην μεθοδική ανάλυση το καθιστούν σήμερα εγχείρημα εξαιρετικά απαιτητικό για την κριτικά αγύμναστη σκέψη; Τι μερίδιο ευθύνης φέρει σήμερα η λογοτεχνική κριτική για την γενικότερη κατάσταση που διαμορφώνεται στο χώρο της λογοτεχνίας και πόσο ευθύνονται οι δικές μας προκαταλήψεις για την υποβάθμιση της λογοτεχνικής κριτικής;
“Υπάρχει σήμερα μια μεγάλη παρεξήγηση στο τόπο μας γύρω από την έννοια της λογοτεχνικής κριτικής. Πολλοί πιστεύουν ότι δεν πρέπει να θιγεί τα κακώς κείμενα. Έτσι όμως δεν μπορεί να λειτουργήσει, ευνουχίζεται. Η κριτική πρέπει να ταράσσει τα λιμνάζοντα λογοτεχνικά ύδατα, να προκαλεί έντονες δημόσιες συζητήσεις, αντιπαραθέσεις, άρθρα πολεμικής. Μόνο με αυτό το τρόπο προάγεται η λογοτεχνία. Σήμερα έχει εκφυλιστεί σε δελτία τύπου υπαγορευμένα από τους έκδοτες, σε δημόσιες φιλοφρονήσεις, σε ασυνάρτητα ψευδοθεωρητικά κείμενα ή ακόμη χειρότερα σε παιχνίδι ανέντιμης συναλλαγής”. Ν. Λάζαρης
Για την φθίνουσα πορεία της λογοτεχνίας μας έχουν καταδειχθεί κατά καιρούς αρκετοί υπαίτιοι. Η εμπορευματοποίηση της τέχνης, η αντίληψη που την υποβιβάζει σε ψυχολογικό ανακουφιστήριο, η παρακμή της λογοτεχνικής κριτικής, οι επιλογές των εκδοτικών οίκων και του αναγνωστικού κοινού, το εκπαιδευτικό σύστημα, οι ίδιοι λογοτέχνες. Οι σύγχρονοι ποιητές ίσως και να έχουν κατηγορηθεί περισσότερο από όλους και η ποίηση έχει χαρακτηριστεί πολλάκις ως ο μέγας ασθενής της λογοτεχνίας μας. Οι περισσότερες όμως προτεινόμενες θεραπείες εστιάζουν στην μορφή, στην κρίση του ελεύθερου στίχου, την έλλειψη μουσικότητας και την απομάγευση του ποιητικού λόγου μα εύκολα γίνεται αντιληπτό πως το πρόβλημα, τέτοιο που είναι, είναι ζήτημα ουσίας. Πάνω από όλα λείπει η αντικειμενική σκοπιμότητα, το συλλογικό όραμα, η αγωνιώδης προσπάθεια να απαντηθούν τα φλέγοντα ερωτήματα της εποχής. Αυτό, δηλαδή, που αποκαλούσε ο Ε. Ροΐδης βασικό στοιχειό της καλής λογοτεχνίας: η σχέση της με το άμεσο περιβάλλον και η απεικόνιση της γύρω πραγματικότητας με τα προβλήματα της.

Κάθε φορά που κατηγορείται η παιδεία -στην αγοραία σημερινή μορφή της- ως πηγή παντός κακού υποδηλώνεται και μια σύνδεση ανάμεσα στην γενική εκπαίδευση και την συνολικότερη πνευματική μας ζωή· τελικά και με τη λογοτεχνική μας παράγωγη. Συμπέρασμα διόλου αβάσιμο άλλωστε αφού η παιδεία αποτελεί το θεμέλιο για την ολόπλευρη ανάπτυξη και πολιτιστική αναβάθμιση κάθε ανθρώπου. Η κατεύθυνση εξειδίκευσης που παίρνει τελευταία η γενική παιδεία, η επαγγελματοποίηση της και η στενή εργαλειοποίηση της παρεχόμενης γνώσης είναι σίγουρο πως δεν προάγουν την φιλομάθεια και την κριτική σκέψη. Αντίθετα αφυδατώνουν το πνεύμα και παράγουν ανθρώπους με περιορισμένα πνευματικά όρια που αδυνατούν να ερμηνεύσουν την πολυπλοκότητα της σημερινής κοινωνικής πραγματικότητας.
“Στον Έλληνα μαθητή προσφέρεται με πληθωρική αφθονία ο συγκινησιακός λόγος, δηλαδή κείμενα καθαρά λογοτεχνικού χαρακτήρα... Αντίθετα τα κείμενα του στοχαστικού λόγου, που προϋποθέτουν διανοητική συμμετοχικότητα από μέρος του μαθητή, διδάσκονται άτακτα, χωρίς συγκεκριμένο και σταδιακά ανελισσόμενο διδακτικό σχήμα. Αποτέλεσμα είναι η περιορισμένη λειτουργιά του κριτικού λόγου, ένα είδος στοχαστικής δυσκινησίας, εννοιολογική πενία και έντονη αδυναμία να υψώσουν το λόγο, και ως λεκτική κατάκτηση και ως ύφος, πάνω από το επίπεδο του φτηνού και τριμμένου λογοτεχνισμού. Όλα αυτά δεν δημιουργούν γόνιμες αφετηρίες και άνετες προσβάσεις για να αποτολμήσει κάνει, με γερό οπλισμό, το πέρασμα απ' τον αφηγηματικό και ποιητικό λόγο στον στοχαστικό και δοκιμιακό”. Νικητας Παρίσης
Γίνεται ξεκάθαρο πως δεν επιτυγχάνεται, μέσω της εκπαίδευση, εξοικείωση των νέων με το δοκιμιακό λόγο και αυτό οπωσδήποτε δυσκολεύει την προσωπική περιπλάνηση στο συλλογικό ταξίδι της γνώσης και της πνευματικής ανάτασης αλλά περιορίζει και τα όρια της λογοτεχνικής μας δημιουργίας. Ο εξοβελισμός του δοκιμιακού λόγου από τα προγράμματα της νεοελληνικής εκπαίδευσης υπονομεύει την καλλιέργεια της κριτικής σκέψης, την διορατικότητα στα κοινωνικά θέματα και την εκλέπτυνση της γλωσσικής έκφρασης· όλα εκείνα τα στοιχειά δηλαδή που διαμορφώνουν τον άρτιο λογοτεχνικό δημιουργό μα και το σκεπτόμενο αναγνώστη-πολίτη. Για το παραγκωνισμό του δοκιμιού από τα κείμενα Νεοελληνικής λογοτεχνίας του Λυκείου η Πολυτίμη Τζωρτζοπούλου γράφει το 2002 τα εξής: “Σαν να είχε ημερομηνία λήξεως εγκαταλείφθηκε ο δοκιμιακός λόγος, λόγος της έρευνας και του στοχασμού που συντηρεί την προσωπική άποψη και κρίση σε μια εποχή ακρισίας, που χαλκεύει τις αντιστάσεις μας ενάντια στην μαζική αποβλάκωση, που συνδαυλίζει τις ζωτικές διαδρομές του νου για περισυλλογή και ευθύνη ανάμεσα στις τόσες διαχύσεις της επικαιρότητας, ενώ παραστέκεται αρωγός στις απλήρωτες ανάγκες του έσω κόσμου μας”.

Φαίνεται από τα παραπάνω πως η προϊούσα υποβάθμιση της λογοτεχνικής κριτικής και του δοκιμίου αντικατοπτρίζεται άμεσα στο γενικότερο επίπεδο καλλιέργειας του αναγνωστικού κοινού. Παράλληλα υπάρχει συσχέτιση ανάμεσα στο επίπεδο της λογοτεχνικής κριτικής σε μια δοσμένη ιστορική περίοδο και την αντίστοιχη ποιοτική στάθμη της λογοτεχνικής παράγωγης. Επιπλέον, η διάδοση, η απήχηση και το επίπεδο των φιλολογικών μελετών και της λογοτεχνικής κριτικής εικάζεται πως σε ένα βαθμό εξαρτώνται από την εξοικείωση μας με το στοχαστικό λόγο, δηλαδή και από τη θέση που καταλαμβάνει το δοκιμιακό κείμενο στις διάφορες βαθμίδες της εκπαίδευσης. Τέλος, η παραγωγή λογοτεχνικής κριτικής και δοκιμιακών κειμένων καθορίζεται σημαντικά από τον ξεκάθαρο υποστατικό τους προσδιορισμό, την οριοθετημένη θέση που κατέχουν είτε ως λογοτεχνικά είδη πλάι στην πεζογραφία και τη ποίηση είτε ως επιστημονικά αντικείμενα πλάι σε άλλους κλάδους της φιλολογίας.
“Η φιλολογία, πρώτη μεταξύ των ιστορικών επιστημών, αρνείται να προδώσει τον εαυτό της και να παραχωρήσει έδαφος για την ανάπτυξη της λογοτεχνικής κριτικής, ασχολούμενης με σύγχρονα λογοτεχνικά έργα. Όπου δε των πανεπιστημίων υπάρχουν έδρες νεωτέρων λογοτεχνιών, αναλισκόμενες σε έργα καθιερωμένα και υπεράνω κριτικής κείμενα, ασκούν κυρίως την ερμηνευτική. Έτσι η κριτική παραγκωνισμένη από το φυσικό λειτουργό της, τον επιστήμονα φιλόλογο, επαφίεται χωρίς σοβαράν αντίσταση –πάντως εγκύρου ελέγχου απόντος– στις περιπτύξεις του εμπειρικού εραστή λογοτέχνου ή και απλώς του φιλαναγνώστου τινός λογίου και ασκείται ανεύθυνα, χωρίς μέθοδο και συνέπεια καμία. Εν ονόματι της εκφράζονται στενότατα προσωπικές αντιλήψεις και γελωτοφόρες μέχρι δακρύων παραδοξότητες. Εξυπηρετούνται κάθε λογής σκοπιμότητες, ανατρεπτικές κάθε αρχής ηθικής ενίοτε. Η κριτική είναι άφραχτος χώρος, μέσα στον οποίο αλωνίζει ο καθείς κατά το δοκούν”. Μπάμπης Νίντας, 1961
Κάποιος θα μπορούσε να ισχυριστεί πως το λογοτεχνικό πρόβλημα των ημερών μας είναι βαθύτατο και πως μονάχα ακροθιγώς το εξετάσαμε. Δεν σκοπεί όμως να δώσει οριστικές και συγκεντρωτικές απαντήσεις η παρούσα δοκιμή παρά περισσότερο να αναδείξει την αλληλοσυσχέτιση διαφόρων επιμέρους πτυχών του προβλήματος. Έγινε λόγος για τον εκδοτικό παραγκωνισμό του δοκιμίου, την υποβαθμισμένη θέση που κατέχει στην γενική εκπαίδευση, την ανεπίζηλη θέση που καταλαμβάνει στους κόλπους της φιλολογίας, τον αντίκτυπο που έχει η έλλειψη του στην παραγωγή άξιας λογοτεχνικής κριτικής και στη λογοτεχνική δημιουργία συνολικότερα. Τα ερωτήματα είναι όμως πολλά και συνεπώς κάποια από αυτά επιλεκτικά τα παραβλέψαμε, ενώ κάποια αναπόφευκτα μας διέφυγαν. Κατά πόσο η αδυναμία του δοκιμιού να κερδίσει μια σεβαστή θέση δίπλα στα άλλα λογοτεχνικά είδη οφείλεται στον φιλολογικό του παραγκωνισμό και τον εξοβελισμό του από την εκπαιδευτική διαδικασία; Η παιδαγωγική, φιλολογική και λογοτεχνική υποτίμηση του δοκιμιακού λόγου επιφέρει τελικά την υποβάθμιση της λογοτεχνικής κριτικής συνολικότερα;

Όταν η λογοτεχνική κριτική είναι υψηλής ποιότητας αποκαλύπτει το δυσδιάκριτο, τα στοιχειά του έργου που ίσως περάσουν απαρατήρητα στον απαίδευτο και απροετοίμαστο αναγνώστη. Η κριτική μπορεί να απαλλάξει το έργο από τα περιττά του ψιμύθια, από τα ενδολογοτεχνικά στοιχειά που λειτουργούν εναντίον του, να αποκαθάρει τον αναγνώστη από παρανοήσεις και με τον τρόπο αυτό να ενισχύσει την αισθητική τέρψη που δύναται ένα λογοτεχνικό έργο να προκαλέσει. Κυρίως όμως υποστηρίζει το λογοτεχνικό κείμενο ώστε να πέμψει λαγαρά τα νοήματα του στον αναγνώστη. Το λογοτεχνικό δοκίμιο ως εργασία συνθέτη που υπερβαίνει τις τυπολατρικές τάσεις για κατηγοριοποιήσεις και τεχνικές αξιολογήσεις των λογοτεχνικών έργων υψώνεται σε εκδήλωση των προσωπικών στοχασμών του δοκιμιογράφου. Ως πεζογράφημα ιδεών, κείμενο δημιουργικής γραφής με επιστημονική μεθοδολογία, καταλήγει να αποτελεί θεωρητική τοποθέτηση απέναντι στα διαχρονικά και επίκαιρα προβλήματα της λογοτεχνίας (αισθητικά και ιδεολογικά) μα και της ζωής γενικότερα. Το πρόβλημα του καθορισμού της φύσεως του δοκιμίου υφίσταται λόγω της ιδιάζουσας φύσης του δοκιμιακού λόγου, της τάσης του να στέκεται στο μεταίχμιο, ανάμεσα στη λογοτεχνία και την εμπεριστατωμένη φιλολογική μελέτη και να κατατάσσεται πότε στις τάξεις της επιστήμης και πότε να συγκαταλέγεται ανάμεσα στα λογοτεχνικά είδη –το πεζογράφημα, το θεατρικό, το ποίημα– ως εφάμιλλο τους.
“Η λογοτεχνική κριτική, ως κλάδος της φιλολογίας, προϋποθέτει άρτια φιλολογική συγκρότηση, που ενώ η απουσία της ισοδυναμεί με την απουσία του άξιου κριτικού η παρουσία της δεν επισημαίνει αυτομάτως και την παρουσία του... Διαφορετικά ο φιλόλογος -το πολύ με μια πρόσθετη εξειδίκευση- θα ήταν και λογοτεχνικός κριτικός. Η μεταφορά της κριτικής από κλάδο της φιλολογίας σε λογοτεχνικό είδος δεν σημαίνει παρά αδυναμία διεξαγωγής κριτικής αντάξιας προς το κρινόμενο έργο. Αντί να επιχειρηθεί θεραπεία με προσαρμογή της κριτικής προς την επιστήμη, επιχειρήθηκε ταύτιση της με την τέχνη· όπου παραστρατημένη δεν εκπληρώνει τον προορισμό της”. Μπάμπης Νίντας
Στον αντίποδα της παραπάνω άποψης στέκεται εκείνη που υποστηρίζει πως η λογοτεχνική κριτική προάγει την ίδια την λογοτεχνία, με αφορμή την κρίση ενός λογοτεχνικού έργου. Συνεπώς αποτελεί μια διαφορετικού τύπου λογοτεχνική δημιουργία όταν ο λόγος της αυτονομείται και πλάθει το δικό του ξεχωριστό ύφος, απλώνοντας τους στοχασμούς πέρα από το κρινόμενο έργο χωρίς ποτέ να απομακρύνεται ολότελα από αυτό. Το λογοτεχνικό δοκίμιο -ανώτερη μορφή της λογοτεχνικής κριτικής- λόγω της μεθοδολογίας του, της αναλυτικής του δυναμικής και της υφολογικής του ενάργειας επιτάσσει να το αντικρίζουμε συνάμα και ως εμπεριστατωμένη φιλολογική μελέτη. Πολλοί έφτασαν λοιπόν στο σημείο να υποστηρίξουν πως η υψηλή λογοτεχνική κριτική είναι τέχνη και επιστήμη συνάμα και ίσως να γελαστήκαν πως έτσι διεξήλθαν τη σκόπελο τούτου του διλήμματος. Κάποιοι άλλοι βέβαια υποστηρίζουν πως η λογοτεχνική κριτική δεν αποτελεί ούτε λογοτεχνικό είδος, ούτε φιλολογικό κλάδο μα στεγάζεται στην μεθόριο των δυο και διαμεσολαβεί ανάμεσα στον δημιουργό και το κοινό του, ως μια δημοσιογραφικού τύπου γέφυρα που ενώνει την λογοτεχνία με την κοινωνία. Ένας μοναδικός τόπος συνεύρεσης της λογοτεχνίας με την επιστήμη καταλήγει τότε το δοκίμιο, χωρίς να ταυτίζεται ποτέ με κάποια από τις δυο.
“Όπως ο λογοτέχνης έτσι και ο δοκιμιογράφος είναι δημιουργός στη περιοχή της κριτικής και φτάνει να αποβεί ιεροφάντης, ένας οδηγός συνειδήσεων, ένας διδάσκαλος του καιρού του. Μελετά την εποχή του, παίρνει στάση απέναντι στα προβλήματα της και της λογοτεχνίας ιδιαίτερα. Μελετά τα προβλήματα των ανθρώπων για να μπορεί να διακρίνει ως ποιο σημείο προχωρά ένας λογοτέχνης παρουσιάζοντας τη ζωή”. Πέτρος Σπανδωνίδης.
Το δοκίμιο λοιπόν, αυτό το βαρύτιμο είδος πεζού λόγου, με την θεματική του ποικιλομορφία και την αλύγιστη επιμονή του να εγκύπτει πάνω στα σύγχρονα προβλήματα αναζωπυρώνει τον στοχασμό και την γόνιμη αντιλογία σαν ριπή ζείδωρου ανέμου που ανακινεί τη σκέψη. Ως δομημένος στοχαστικός λόγος που εγείρει διαρκώς ερωτήματα αναζητώντας απαντήσεις δεν δύναται ποτέ να κατηγορηθεί πως προσφέρει ετοιμοπαράδοτη γνώση και παροπλίζει τη σκέψη. Αντίθετα παρασύρει τον αναγνώστη -προσηλωμένο και άγρυπνο- στο στίβο του προβληματισμού και τον οδηγεί -δίχως να τον ποδηγετεί- στο ανοιχτό πέλαγος των ιδεών.
“Η κριτική γίνεται δείκτης του παρόντος κατά τρόπο μεθοδικότερο και συστηματικότερο απ' την ίδια τη τέχνη. Συνειδητοποιεί και παρουσιάζει τα προβλήματα της εποχής της, προβάλλει τις νέες λογοτεχνικές δυνάμεις και προβαίνει σε ανακατανομή αξιών, ξανακοιτώντας παλιότερα δημιουργήματα μέσα από νέο πρίσμα. Γιατί αν η τέχνη είναι η ενσάρκωση της καλλιτεχνικής αλήθειας, η κριτική είναι η συνείδηση της· και σαν τέτοια δεν μπορεί παρά να έχει χαρακτήρα παιδευτικό. Τούτο μας το βεβαιώνει και η διπλή της ιδιότητα να στέκεται ανάμεσα από την τέχνη και την επιστήμη”. Κ. Στεργιόπουλος
Ο ρόλος της κριτικής, λοιπόν, δεν είναι απλώς να διαμεσολαβεί ανάμεσα στο κοινό και το παραγόμενο λογοτεχνικό έργο, ως επιτροπή αξιολόγησης και προώθησης του καλλιτεχνικού προϊόντος. Οφείλει να μεταλαμπαδεύει τα νοήματα του λογοτεχνικού κειμένου, υπερβαίνοντας τις αμιγώς αισθητικές αξιολογήσεις, να προάγει την λογοτεχνία και όχι τον υλικό της φορέα· το εμπορεύσιμο ως προϊόν βιβλίο. Ο δοκιμιογράφος σπουδάζει τα ζητήματα της τεχνικής για να εκλεπτύνει τα ενδολογοτεχνικά αισθητικά του κριτήρια και παραστέκεται στις εξέχουσες σύγχρονες λογοτεχνικές δημιουργίες ενώ συνάμα προστατεύει από τη λήθη την λογοτεχνική παρακαταθήκη του παρελθόντος. Ως λογοτεχνικός δημιουργός μας βοήθα να εξερευνήσουμε τις διαφορετικές εκφάνσεις του λογοτεχνικού φαινόμενου σε σύνδεση με τις ποικίλες εκδηλώσεις της πραγματικότητας που το γέννησε.

Η εκδοτική υποχώρηση των φιλολογικών μελετών, της έρευνας και του λογοτεχνικού δοκιμιού με την παράλληλη μεταστέγαση της λογοτεχνικής κριτικής σε εφημερίδες, περιοδικά και ιστολόγια -σε μια εποχή που βαθαίνει διαρκώς η εμπορευματοποίηση των τεχνών- οδήγησε στην μετεξέλιξη της κριτικής σε φτηνή βιβλιοπαρουσίαση, υποταγμένη στις ανάγκες της διαφήμισης των παραγόμενων ως εμπορεύματα λογοτεχνικών έργων. Αντιμέτωπος με τα τρομώδη συμπτώματα της εμπορευματοποίησης της τέχνης ο γραπτός λόγος δίνει μια μάχη άνιση, την ίδια στιγμή που η εικόνα ως ανηλεής ωλητήρας περνά από πάνω του για να τον απολιθώσει. Το μελάνι χύνεται αφειδώς, χωρίς λυποκράτημα, κι όμως αδυνατεί να ποτίσει διψασμένες μας διάνοιες που βαθμιαία συμβιβάζονται να παραμένουν άνυδρες και διψασμένες.

Η λογοτεχνική κριτική ως πολιτισμική πράξη, ως διάλογος πάνω στις αισθητικές αποτιμήσεις και τη νοηματική βαρύτητα των έργων που αξιολογεί, λειτουργεί ως διαρκή διερεύνηση των λογοτεχνικών σημασιών. Δρώντας μέσα στη σφαίρα των επισφαλών βεβαιοτήτων, των συμβάσεων και των επικρατούντων αφηγήσεων κάθε εποχής δεν δύναται να αποστασιοποιηθεί ποτέ πλήρως από την ιστορική συγκυρία. Εξετάζει το κάθε έργο οριοθετημένο μέσα στο πλαίσιο που δημιουργήθηκε μα ύστερα το επανατοποθετεί στην δική της εποχή και το επανεξετάζει. Προάγει έτσι την επικαιροποίηση της λογοτεχνίας, προσπέρνα τους ενδομορφολογικούς χαρακτηρισμούς και εστιάζει στους εξωαισθητικούς καθορισμούς του λογοτεχνικού έργου· καθιστώντας την αποστολή της κοινωνικοπολιτικά διαφωτιστική και σε τούτο ομοιάζει παντελώς με την τέχνη. Σταθερή πυξίδα της κριτικής δεν μπορεί παρά να είναι η χειραφετική δύναμη της τέχνης. Σταθερό της κριτήριο κανένα άλλο από την στάση των λογοτεχνικών έργων απέναντι στα αιτήματα της εποχής και τη συμβολή τους στον εξανθρωπισμό του ανθρώπου.


Κωνσταντίνος Λίχνος, 2021
B βραβείο στον 2ο Πανελλήνιο διαγωνισμό Πεζογραφίας Κέφαλος
Α βραβείο στον 20ο Πανελλήνιο λογοτεχνικό διαγωνισμό Ε.Τ.Ε.Π.Κ.
Στη συνοδευτική εικόνα βλέπετε απόσπασμα φωτογραφίας Τζένης Κουκίδου