Ἕλλης Ἀλεξίου
Νηπιαγωγεῖο ἢ συναδέλφωση, θὰ τὸ ποῦν μερικοί. Ἄλλοι Νηπιαγωγεῖο ὁ Πόλεμος, ἤ, κι ἴσως αὐτὸ νὰ τοῦ ταιριάζει καλύτερα, Νηπιαγωγεῖο - τὸ Περιστέρι, γιατὶ παντοῦ: στοὺς τοίχους, στὸν ἀέρα, στὰ τζάμια... τὸ μοτίβο ποὺ κυριαρχεῖ στὴ διακόσμηση εἶναι γιρλάντες ἀπὸ λουλούδια πολύχρωμα, καὶ περιστέρια, περιστέρια πολλά, καὶ λιγοστὰ λαγουδάκια.
Ἐκεῖ πηγαίνουν ὁ Γιαννάκος Ἀβραμίδης, κι ὁ Τριαντάφυλλος Δράγκας. Ἐκεῖ ἀνταμώνονται μὲ πλῆθος ἄλλα μωρά, πού, στὰ σπίτια τους, μιλοῦνε τὴ γλῶσσα τῆς μητέρας τους. Μόνο στὸ νηπιαγωγεῖο μιλοῦνε ῥουμάνικα αὐτὸ καθόλου δὲν τὰ δυσκολεύει τὰ μωρά. Μέσα στὸ νηπιαγωγεῖο τὰ μιλᾶνε, ὅλα τους, φαρσὶ τὰ ῥουμάνικα.
Ὁ Τριαντάφυλλος, Τριαντάφυλλο τόνε λέει ὁ Γιαννάκος, εἶναι πολὺ τσιγκούνης στὰ λόγια. Μάλιστα ἅμα τὸ βάλει πεῖσμα, καὶ νὰ τόνε χρυσώσεις δὲν ἀνοίγει τὸ στόμα του. Αὐτὸς ὅλη μέρα βλέπει, παρακολουθεῖ, ἐξετάζει τοῦτο καὶ τ᾿ ἄλλο, ἀκουμπάει καὶ τὸ κεφάλι στὴν παλάμη καὶ κοιτάζει μὲ τὸ πλάι, ὅπως οἱ γέροι, ἅμα τυχαίνει κοντὰ σὲ τραπέζι. Λὲς καὶ μαζεύει ὅλη τη μέρα, τὴ νύχτα, προτοῦ τὸν πάρει ὁ ὕπνος, στὸ μεγάλο κρεβάτι ποὺ κοιμᾶται μαζὶ μὲ τὴ μάνα του, τῆς τὰ ἐκθέτει ὅλα χύμα. Λέει, λέει, λέει, ποὺ δὲν ᾀποσώνονται.
«... Ὁ Γιαννάκος, μάνα, ἔκρυψε στὸ μικρὸ κινεζάκι τὸ ἕνα του γάντι, μέσα στ᾿ ἀνθοδοχεῖο, μὰ δὲν εἶχε νερό, λουλούδια εἶχε καὶ τὸν μάλωσε ἡ δασκάλα. Ὁ Γιαννάκος μὲ τὸ ἀραπάκι, κεῖνο ποὺ κάθεται στὸ ἴδιο θρανίο μὲ τὴ Φλωράνς, κλειστήκανε μέσα στὴν κάμαρα κι ὕστερα ὁ Γιαννάκος ἔβγαλε τὸ χεροῦλι καὶ δὲν μπορούσανε νὰ βγοῦνε... καὶ κλαίγανε καὶ χτυπούσανε τὰ τζάμια, καὶ χτυπούσανε τὰ πόδια τους καὶ τοὺς μάλωσε ἡ δασκάλα... Ὁ Γιαννάκος ἄργησε νὰ μπεῖ στὴ γραμμή. Τοῦ φώναζε ἡ δασκάλα κι αὐτὸς ἔστεκε ἀκόμα μπροστὰ στὴ βρύση... καὶ δὲν ξεκολλοῦσε... καὶ ἡ δασκάλα τὸν ἔβαλε τιμωρία νὰ φάει στὴ γωνιά, μοναχός του στὸ τραπέζι... Ὁ Γιαννάκος καὶ τὸ βιετναμεζάκι ἄλλαξαν τὸ παπούτσι τους, νὰ τοῦτο, κι ᾔρθανε νὰ πάρουνε τὸ βιετναμεζάκι καὶ παρὰ λίγο νὰ φύγει μὲ τὸ παπούτσι τοῦ Γιαννάκου, γιατὶ ἡ δασκάλα δὲν εἶχε δεῖ πὼς φορεῖ τὸ κόκκινο παπούτσι... καὶ τόνε μάλωσε ἡ δασκάλα...»
Οἱ μανάδες τους δουλεύουνε ὅλη μέρα στὸ ἐργοστάσιο. Τὰ βράδια, πότε ἡ μιά, πότε ἡ ἄλλη, πᾶνε καὶ παίρνουνε τὰ μωρά. Ἅμα πάει ἡ μάνα τοῦ Τριαντάφυλλου, γυρίζει στὸ σπίτι καὶ καμαρώνει.
- Φρόνιμος πολὺ Τριαντάφυλλος. Ταχτικὸ παιδὶ Τριαντάφυλλος, Φρόνιμος! Πολὺ φρόνιμος Τριαντάφυλλος!
Ἡ Ρουμάνα νηπιαγωγὸς ἁπλοποιεῖ ὅσο μπορεῖ τὰ ρουμανικά της, γιὰ νὰ τὰ καταλαβαίνει καλύτερα ἡ Ἑλληνίδα γυναῖκα.
Ἅμα πηγαίνει ἡ μάνα τοῦ Γιαννάκου τὴν ὑποδέχονται οἱ παιδαγωγὲς μὲ γέλια καὶ διηγοῦνται τὰ κατορθώματά του:
- Θηρίο, Γιαννάκος! Ἀπ᾿ ὅλα τὰ παιδιὰ μεγαλύτερο θηρίο! Μὰ καλὴ καρδιά. Δίνει τὸ γλυκό του. Δίνει τὰ παιγνίδια του. Ἀγαπάει τὰ παιδιά. Τὰ χαϊδεύει. Τ᾿ ἀγκαλιάζει. Τὰ φιλᾶ. Μὰ πολὺ ἄταχτος. Θηρίο! Θηρίο Γιαννάκος!
Ὁ Γιαννάκος καὶ στὸ σπίτι, ὅσες ὧρες μεσολαβοῦνε ὡς τὸν ὕπνο, προλαβαίνει νὰ τὰ κάμει ὅλα ἄνω - κάτω. Χαλάει τὶς πρίζες. Βάνει ἕνα καρφὶ στὶς τρῦπες καὶ τὸ χτυπάει μὲ τὸ σφυρί. Βάνει νερὸ στὸ στόμα του καὶ καταβρέχει μὲ τὸ καλάμι τὸν κόσμο. Στραπατσέρνει τὰ βιβλία. Βγάνει καὶ κόβει τὶς εἰκόνες. Μόλις μπεῖ σὲ κανένα δωμάτιο, βλέπεις τὸ σύντροφο, ποὺ κάθεται μέσα, νὰ σηκώνεται βιαστικὸς νὰ συμμαζεύει τὰ πράματά του. Λαβαίνει μέτρα ν᾿ ἀντιμετωπίσει τὸ «θηρίο». Ἀνοίγει τὰ συρτάρια, ἁρπάζει τὸ σταχτοδοχεῖο μὲ τὸ πετεινάρι, ἕνα καλλιτεχνικότατο ρόζενταλ.
- Ἅμα δὲ θὰ σοῦ χρειάζεται πιά, σύντροφε, θὰ μοῦ τὸ δώσεις;
- Ναί, σύντροφε, Γιαννάκο, θὰ σοῦ τὸ δώσω, ἅμα δὲ θὰ μοῦ χρειάζεται πιά.
Ὁ σύντροφος μπορεῖ ν᾿ ἀκούει καὶ τὶς εἰδήσεις στὸ ράδιο, ὁ Γιαννάκος θέλει σῴνει καὶ καλὰ νὰ δεῖ αὐτὸν ποὺ μιλᾷ.
- Πές του νὰ βγεῖ ὄξω!
- ;;;
- Πές του, σοῦ λέω, νὰ βγεῖ ὄξω...
Στὰ κατατελευταῖα βγαίνει ὄξω ὁ Γιαννάκος καὶ ἡ πόρτα κλειδώνεται ἀπὸ μέσα. Αὐτὸ εἶναι τὸ πιὸ συνηθισμένο ἀπὸ τὶς ἕξι καὶ κεῖ, ποὺ γυρνάει ὁ Γιαννάκος στὸ σπίτι. Οἱ πόρτες ὅλες εἶναι κλειδωμένες ἀπὸ μέσα.
Τὸ βιετναμεζάκι εἶχε μάνα, ποὺ σκοτώθηκε στὸ δικό τους ἀντάρτικο κεῖ κάτω. Ἔχει ὅμως πατέρα. Ἕναν ἀγαθὸ ἀνθρωπάκο, ἀδύνατο καὶ κουτσό, ποὺ ἔρχεται ταχτικὰ κάθε βράδυ μὲ τὴν πατερίτσα καὶ παίρνει τὸ παιδί του. Τὸ ἀραπάκι, ποὺ «κάθεται στὸ ἴδιο θρανίο μὲ τὴ Φλωράνς», δὲν ξέρουνε ἀπὸ γονιοὺς τί ἔχει. Ἄσπροι ἄνθρωποι, ποὺ μιλοῦν γνήσια ρουμάνικα, ἔρχονται ἄλλοτε ὁ ἄντρας ἄλλοτε ἡ γυναῖκα, καὶ παίρνουν τὸ παιδί. Κι αὐτὸς τοὺς λέει «πατέρα» καὶ «μάνα». Τὰ κινεζάκια, εἶναι δυό, ἔχουν ἕνα πολὺ περιποιημένο πατέρα. Καὶ τὰ ἴδια εἶναι πολὺ καλοντυμένα. Εἶναι σίγουρα ὁ ἀληθινός τους πατέρας, γιατὶ μοιάζει καταπληχτικὰ μὲ τὰ παιδιὰ καὶ τὸν φωνάζουν πατέρα, θά ῾ναι τῆς πρεσβείας ἄνθρωπος, λένε οἱ γυναῖκες. Ἔχει ἀκόμα πεντέξι ἀραπάκια, ποὺ πηγαίνουν τὰ βράδια καὶ τὰ ζητοῦν ἄσπροι ἄνθρωποι. Ἔχει καὶ πολλὰ ρουμανάκια.
Κανεὶς ἄνδρας δὲν ἐμφανίζεται ποτὲ στὸ νηπιαγωγεῖο νὰ ζητήσει, ἢ κάπως νὰ ἐνδιαφερθεῖ γιὰ τὸ Γιαννάκο ἢ τὸν Τριαντάφυλλο. Συχνὰ παρουσιάζονται ζητήματα, ποὺ πρέπει νὰ πάει ἕνας μεγάλος νὰ συνεννοηθεῖ μὲ τὴ διεύθυνση. Εἶναι π.χ., νὰ πᾶνε τὰ μικρὰ γιὰ 15 μέρες ἐξοχή. Ὁ Τριαντάφυλλος κι ὁ Γιαννάκος θὰ πᾶνε μαζί; Εἶναι μπολιασμένα μὲ τὸ τάδε ἢ τάδε ἐμβόλιο; Καὶ πότε; Μιὰ Ἑλληνίδα ἰατρὸς μορφωμένη, πηγαίνει τότε στὸ νηπιαγωγεῖο καὶ τὰ κανονίζει. Τὰ δυὸ ἑλληνόπουλα εἶναι τὰ μόνα ποὺ δὲν ἔχουν ἀντρικὴ συμπαράσταση. Ὁ Τριαντάφυλλος δὲν τὸ πρόσεξε αὐτό.
Ἴσως καθὼς ὅλη μέρα ἔχει τὸ νοῦ του νὰ μαζεύει τὶς διαολιὲς τοῦ Γιαννάκου, γιὰ νὰ θυμᾶται τὸ βράδυ νὰ τὶς πεῖ στὴ μάνα του, νὰ μὴν τοῦ μένει καιρός, ἴσως νά ῾ναι καὶ φύση κλειστή. Ὁ Γιαννάκος ὅμως δὲν εἶναι ἔτσι. Μόλις τοῦ μείνει λίγος λεύτερος καιρός, τὸ μόνο ποὺ συλλογιέται, τὸ μόνο ποὺ τοῦ παιδεύει τὸ μυαλό, εἶναι ὁ «πατέρας» ποὺ τοῦ λείπει. Εὐτυχῶς οἱ τρέλες του εἶναι τόσο πολλές, ποὺ τὴν ἡμέρα δὲν τοῦ ἀφήνουν περιθώρια. Μὰ τὴ νύχτα, ποὺ ξαπλώνει στὸ κρεβάτι γιὰ νὰ κοιμηθεῖ δίπλα στὴ μάνα του, τότες τὰ παλέματα κι οἱ τσαχπινιὲς σταματᾶνε ἀναγκαστικά. Βρίσκει τότε τὸ μυαλὸ τοῦ Γιαννάκου τὸ ἐλεύτερο καὶ γυρίζει, γυρίζει... γύρω ἀπ᾿ τὸν «πατέρα» ποὺ δὲν ἔχει...
- Μάνα, δὲν μπορῶ νὰ βρῶ κανέναν πατέρα;
- Πάλι τὰ ἴδια. Ἀφοῦ σοῦ ῾χω πεῖ τόσες φορές, πῶς ὁ πατέρας σου ἔμεινε στὴν πατρίδα.
- Νὰ βρῶ κανένα νὰ τόνε λέω πατέρα, ἔτσι γιὰ ψέματα...
- Κοιμήσου τώρα, κι αὔριο θὰ κοιτάξω...
-Μὴ μοῦ λὲς ψέματα;
- Ἄντε κουκουλώσου. Δὲ σοῦ λέω ψέματα.
Τὴν ἄλλη βραδιά!
- Καὶ ποῦ ἔμεινε ὁ πατέρας, μάνα, στὸ χωριό;
- Πάλι τὰ ἴδια... Κοιμᾶται, παιδί μου, ὁ πατέρας σου, κοιμᾶται στὸ Γράμμο.
- Καὶ κοιμᾶται μέρα - νύχτα;
- Ναί! Μόνο κοιμήσου, γιατί αὔριο δὲ θά ῾χεις ξυπνημό...
- Γιατί δὲν ξυπνάει νά ῾ρθει μαζί μας;
- Δὲν ἔχει ποιὸς νὰ τὸν ξυπνήσει. Ἐσένα κάθε πρωὶ ἅμα δὲ θὰ σὲ ξυπνήσω, ξυπνᾷς μοναχός σου; ἄντε σώπα καὶ κοιμήσου.
Τὴν ἄλλη βραδιά:
- Δὲν ἔχει ποιὸς νὰ τὸν ξυπνήσει, ἐπειδὴ εἶναι ὄξω στὸ βουνό;
- Ναί.
- Μὰ ὁ Τριαντάφυλλος, μάνα, μοῦ λέει, πὼς οἱ πατεράδες μας δὲν μποροῦν νὰ ξυπνήσουν, γιατὶ εἶναι σκοτωμένοι... Ἀλήθεια, μάνα;
- Καὶ ποῦ ξέρει ὁ Τριαντάφυλλος... Ἐσεῖς τότε ποὺ φύγαμε ἤσασταν μωρὰ βυζανιάρικα... ἄντε, ἄντε κοιμήσου.
Τὴν ἄλλη βραδιά:
- Μάνα, ὁ Τριαντάφυλλος μοῦ λέει πὼς δὲν μποροῦν νὰ ξυπνήσουν, ἐπειδὴ οἱ Ἀμερικάνοι τοὺς βάλανε ἕνα βόλι μέσα στὴν καρδιά τους, ἀλήθεια, μάνα;
-Κάθε βράδυ, Γιαννάκο, τὰ ἴδια μὲ ρωτᾷς. Σοῦ τό ῾πα μιὰ φορὰ πὼς θὰ ξυπνήσει... μὴ μὲ ξαναρωτᾷς.
- Κι ἂς ἔχει καὶ τὸ βόλι;
- Κι ἂς ἔχει καὶ τὸ βόλι....
Τὴν ἄλλη βραδιά:
- Πότε μάνα θὰ πᾶμε στὴν Ἑλλάδα, ἅμα μεγαλώσω;
- Ἅμα γενεῖς μεγάααλος καὶ μάθεις πολλάαα γράμματα.
- Καὶ τότες, μάνα, ἐσὺ θὰ σκουντήσεις τὸν πατέρα ἢ ἐγώ;
- Ἐγώ. Ὅπως κάνω κάθε πρωὶ καὶ μὲ σένα.
- Κι ἐγώ, μάνα, ποὺ θά ῾μαι μεγάλος, θὰ τοῦ βγάλω τὸ βόλι ἀπ᾿ τὴν καρδιά του; ναί, μάνα;
- Ναί, Γιαννάκο μου, θὰ σὲ πάρω ἀπ᾿ τὸ χέρι καὶ θ᾿ ἀνεβοῦμε πάνω στὸ βουνό... Θὰ τὸν βροῦμε, ποὺ θὰ γλυκοκοιμᾶται, πάνω στὴν πρασινάδα, κάτω ἀπὸ τὶς ὀξιές. Ἐγὼ θὰ τὸν σκουντήξω καὶ θὰ τοῦ πῶ: Ξύπνα νὰ δεῖς πῶς μεγάλωσε ὁ Γιαννάκος μας. Ἐκεῖνος θ᾿ ἀνοίξει τὰ μάτια του καὶ θὰ σοῦ χαμογελάσει. Καὶ σὺ θὰ τοῦ βγάλεις τὸ βόλι... Ὕστερα θὰ σὲ πάρουμε χέρι, χέρι, ὁ πατέρας σου ἀπὸ τὸ ἕνα χέρι, ἐγὼ ἀπὸ τὸ ἄλλο καὶ θὰ πᾶμε στὸ σπίτι μας... Μόνο ἄντε τώρα, κλεῖσε τὰ μάτια σου καὶ κοιμήσου!
- Καληνύχτα, μάνα!
- Καληνύχτα, παιδί μου.
Ἕλλη Ἀλεξίου
Στη συνοδευτική εικόνα βλέπετε πίνακα ζωγραφικής Thomas Moran (1867)