Ευγενίας Μακαριάδη
Διόνυσος, 05.01.2021
Θέλεις να διασχίσεις τη λεωφόρο. Δε βλέπεις καμιά διάβαση. Από μακριά ένα φανάρι αναβοσβήνει. Στέκεσαι. Στρέφεις πίσω το κεφάλι. Μια γέρικη ελιά, μπροστά της ένα παγκάκι, σπασμένο στην πλάτη. Στο κάθισμα ένα βρόμικο σακάκι. Πάνω του μια κουλουριασμένη -ολόμαυρη- γάτα κοιμάται. Κλοτσάς γάτα και σακάκι. Πέφτουν κάτω. Κάθεσαι και τα πατάς. Βγάζεις τα παπούτσια σου. Ρουφάς την τεράστια κοιλιά σου∙ την ξύνεις στο υπογάστριο. Μέχρι εκεί φτάνει το λάστιχο του εσώρουχού σου. Ξεχείλωσε και σκέπασε τα αχαμνά σου. Ξύνεις τις πλαδαρές σου γάμπες. Ξύνεις δυνατά τα ριγωτά που άφησε το λάστιχο της κάλτσας -Σωκρατική ανακούφιση. Ανοίγεις τα γουρλωτά, σαν βατράχου, μάτια σου. Έχεις πέσει κάτω με τη μούρη στη ρίζα της ελιάς. Στο παγκάκι έχει ξαπλώσει άλλος. Η γάτα άφαντη. Κλωτσάς τον άλλο, τον ρίχνεις κάτω. Κάθεσαι. Εκείνος σε σπρώχνει δυνατά. Πέφτεις κάτω. «Ξεκουμπίσου σκυλάραπα», φωνάζεις. Θα το διώξεις αυτό το κάθαρμα από το παγκάκι της πατρίδας σου. Του τραβάς τα πόδια, μουλάρι αυτός, δεν το κουνάει ρούπι. Απαιτείς να καθίσεις. Πιο κάτω, κοντά στο φανάρι ένας αστυνόμος. «Ο σκυλάραπας με χτύπησε, μ’ έριξε κάτω, παραλίγο να με σκοτώσει», φωνάζεις. Ο αστυνόμος κοιτάζει δύσπιστα, όταν του δείχνεις με νεύμα του κεφαλιού, το παγκάκι. Στο παγκάκι, το βρόμικο σακάκι έχει κουκουλώσει τη γάτα. Η γάτα κοιμάται μακαρίως. «Θέλετε βοήθεια;», ρωτάει ο αστυνόμος. Τρομάζουν τα μάτια σου, βαθαίνουν οι ρυτίδες του μετώπου σου, ανασηκώνονται οι άκρες των χειλιών σου. Όχι, τίποτα απολύτως δε θέλεις. Φοράς γρήγορα τα παπούτσια σου. Τινάζεις τους ώμους νευρικά κάτω απ’ το σακάκι.
Αφήνεις τον αστυνόμο, τη γάτα πάνω στο βρόμικο σακάκι και προχωράς. Προχωράς και τρέχεις. Τρέχεις και προχωράς. Θα φτάσεις σ’ εκείνο το μακρινό φως, το φως που αναβοσβήνει και θα περάσεις απέναντι. Ξέρεις εκεί είναι ο δρόμος. Ο δρόμος σου. Στέκεσαι, το φως μακραίνει. Μακραίνει. Χάνεται. «Ρε συ, ξέρεις πού είναι ο δρόμος;» ρωτάς ένα νεαρό επαίτη, που ζέχνει. Κάνει γύρω σου έναν κύκλο, κοιτάζοντας διερευνητικά μια το κεφάλι και μια τα πόδια σου. Μια σβηστή γόπα ανεβοκατεβαίνει στα χείλη του. Η φωνή του ένα γουργούρισμα. Ξύνει το λαιμό του. Φτύνει στο χέρι του τη γόπα και μιλάει τεμπέλικα∙ η κάθε του λέξη συνοδεύεται κι από ένα ξερόβηχα. «Και βέβαια ξέρω. Ξέρω και παραξέρω». «Ακούω», λες χωρίς να τον κοιτάζεις. «Τι θα μου δώσεις;» σου λέει, σηκώνοντας τα φρύδια, ερωτηματικά. Τον διαολοστέλνεις. Έρχεται πίσω σου και φωνάζει: «O.k. θα σου πω. Τσάμπα. Ακούς κύριος; Τσάμπα, χωρίς λεφτά. Έλα μαζί μου προς τα κει πάω». «Είναι μακριά;» τον ρωτάς. «Δυο τσιγάρα δρόμος», σου λέει με σιγουριά. «Έχεις τσιγάρα μίστερ;», σε ρωτάει, ψάχνοντας με το βλέμμα του τις τσέπες σου. «Έχω ένα πούρο. Πάρ’ το», του λες. «Φερ’ το» κραυγάζει, και με μια γκριμάτσα χαμόγελου δείχνει τα κιτρινόμαυρα δόντια του. Αρπάζει το πούρο, αετονύχικα και το βάζει στην τσέπη του. Βγάζεις σπίρτα από την τσέπη σου. «Δεν θα τ’ ανάψεις;» του λες. «Όχι πάντα καπνίζω το πούρο μετά το φαγητό», σου λέει επιτηδευμένα.
Copyright © Ευγενία Μακαριάδη All rights reserved
Στη συνοδευτική εικόνα βλέπετε πίνακα του βραβευμένου Leonid Aftemov (The road of memories, λάδι)