Μια νύχτα στο άσυλο της Ρεμς

Τέου Ρόμβου

Τρία φεγγάρια στην πλατεία, Τέος Ρόμβος

Νύχτωνε και το χιόνι έπεφτε εδώ και λίγα λεπτά πυκνό. Το δρόμο τον ήξερα καλά γιατί τον είχα κάνει αμέτρητες φορές. Τι να το κάνω όμως, που είχα πάνω από τρακόσια χιλιόμετρα μπροστά μου και κανείς δεν σταμάταγε να με πάρει. Ξέμεινα, κι ούτε και γω δεν ξέρω πώς. Είχα ξεκινήσει πρωί απ' το Παρίσι με προορισμό τη Φραγκφούρτη. Στην αρχή με πήρανε δυο πιτσιρικάδες μ' ένα γρήγορο αμάξι αλλά πηγαίνανε μόνο μέχρι το Μω. Στο δρόμο κάνανε μια στάση και ο ένας έστριψε ένα τσιγάρο που το καπνίσαμε επί τόπου. Είπαμε και δυο κουβέντες και σαν χωρίσαμε ήμουνα κουδούνι. Με πήρε μια κυρά με γυαλάκια, σαν εκπαιδευτικός έμοιαζε. Το αμάξι ήταν ωραίο, πράσινο με άσπρα γούνινα καθίσματα. Πήγαινε στο Σααρμπρύκεν και με βόλευε. Η κυρά δεν έμοιαζε να θέλει να μάθει τίποτα για μένα, έτσι κοίταζα ολόισια μπροστά στην τηλεόραση. Στο δρόμο όμως, φλιπαρισμένος όπως ήμoυνα και μαστούρης, ξέρασα κι έκανα χάλια τα όμορφα καθίσματα. Η εκπαιδευτικός με τα σκουριασμένα μάτια έγινε έξω φρενών και στο πρώτο κωλοχώρι που συναντήσαμε με πέταξε έξω. Κι εδώ πέρασα ώρες αμέτρητες. Κανείς δεν πέρναγε. Νύχτωσε. Έκανε πολύ παγωνιά πια και δεν άντεχα. Πιο πέρα ήτανε ο σταθμός της Χωροφυλακής. Πήγα μέχρι εκεί και μπήκα μέσα. Τέσσερις χωροφύλακες γύρω από μια σόμπα που έκαιγε με ξύλα, ζέσταιναν τα απλωμένα πόδια τους και χασμουριόντουσαν.
«Γεια σας», τους είπα.
Με κοιτάξανε με βαρεμάρα. «Τι επιθυμεί ο κύριος;» ρώτησε ένας.
«Να κάτσω μαζί σας, να ζεσταθώ, κι αν υπάρχει κανένα μέρος να κοιμηθώ τη νύχτα».
Με κοιτάξανε όλοι σαν να βλέπανε τρελό. «Δεν είναι ξενοδοχείο, κάποιο λάθος κάνατε...»
«Δεν έχω φράγκα», τους δήλωσα εγώ.
«Τι λες;» είπε ο ένας και σκάσανε στα γέλια.
«Έχετε υποχρέωση» τους είπα «να βοηθάτε τους πολίτες. Αφήστε με να κοιμηθώ σε κανένα κελί...»
«Τα κελιά είναι για τους παράνομους» μου εξήγησε ο πιο ηλικιωμένος.
«Μα μόνο να κοιμηθώ θέλω», επέμεινα εγώ.
«Δεν γίνεται κύριε. Άντε τράβα από δω...»
«Κι αν δεν βγω;» εκβίασα την κατάσταση.
«Θα σε πετάξουμε έξω». Τους έβλεπα που αρχίζανε να τρίβουνε τα χέρια τους...
«Αν θέλεις όμως, σώνει και καλά, να κοιμηθείς απόψε σε κελί πήγαινε απέναντι στο φούρνο, σπάσε τη βιτρίνα κι ερχόμαστε να σε πάρουμε... Θα καλοπεράσεις...»
«Μωρέ, και τι δεν λέτε δω μέσα». Ήτανε μια αστεία και χαρούμενη παρέα. Δε γαμιόντανε! Σηκώθηκα να φύγω.


Copyright © Τέος Ρόμβος All rights reserved, 2020
Το παρόν απόσπασμα διηγήματος περιέχεται στη συλλογή «Τρία φεγγάρια στην πλατεία» την οποία μπορείτε να βρείτε/κατεβάσετε δωρεάν στην Ανοιχτή Βιβλιοθήκη