Δανάη, η ρεπόρτερ
Η Δανάη, λίγο τον θυμάται τον παππού της, διατηρεί όμως μια πολύ τρυφερή ανάμνηση απ’ εκείνον και οι ιστορίες που είχε ακούσει από τα χείλη του έχουν μείνει φρέσκες, με το να τις ανακαλεί στην μνήμη της συχνά πυκνά. Αυτό δεν συμβαίνει πάντα όταν ένα γεγονός του παρελθόντος το διηγείσαι ξανά και ξανά; Αναπαλαιώνεται και παραμένει νωπό. Φωτίζονται, με την «αναπαλαίωση» όλες οι αραχνιασμένες, ξεχασμένες γωνιές του και ξεκαθαρίζει ο λόγος που έγινε, πότε ακριβώς, το εξιδανικεύουμε ίσως και περισσότερο απ' ό,τι του αξίζει και το παρουσιάζουμε χωρίς ψεγάδια!
Ο παππούς δεν ήταν ιδιαίτερα ρομαντικός τύπος, έφεδρος αξιωματικός της Αεροπορίας στα νιάτα του, ρεαλιστής, δίκαιος και αμερόληπτος, είχε το χάρισμα να τις αφηγείται τις ιστορίες του έτσι που να ελκύουν το ενδιαφέρον μεγάλων και μικρών -κυρίως αυτών! Ιστορίες από τον στρατό, απ’ όταν ήταν πρόσκοπος και ακόμη πιο πριν, μικρούλης έξι ετών στα χρόνια της γερμανικής κατοχής. Τις αφηγούνταν τόσο γλαφυρά, τόσο παραστατικά, που είχες την αίσθηση ότι οι Γερμαναράδες μόλις ξεκουμπίστηκαν από την Ελλάδα υπακούοντας στο κάλεσμα της ήττας της φράου Μέρκελ, μιας και ο Χίτλερ δεν το μπορούσε, αφού ήταν πια μια χούφτα χώμα.
Το χωριό του ένα τσιγάρο δρόμος από τα Αλβανικά σύνορα και η παραμονή σε αυτό, της οικογένειας του, καθώς και των άλλων συγχωριανών ήταν επικίνδυνη, αφού ελλόχευαν απειλές παρά τις λαμπρές νίκες του Ελληνικού Στρατού στα βουνά της γείτονος χώρας. Ο πατέρας του, γονιός τεσσάρων ανήλικων παιδιών, ντύθηκε φαντάρος και σε μια άδειά του πήγε στο χωριό, πήρε γυναίκα και παιδιά και ποδαράτο, διαβαίνοντας όρη και βουνά, κατέφθασαν στην κοντινή πόλη νιώθοντας πιο ασφαλείς. Όλο τους το βιός ήταν φορτωμένο πάνω σε έναν γάιδαρο που βρέθηκε παντέρημος σε ένα χωράφι, και τότε ήταν που παίχτηκε το δράμα για τον μικρό εξάχρονο που του άφησε βαθιές πληγές που δεν έκλεισαν ποτέ για όλη την μετέπειτα ζωή του.
Λίγο πριν κηρυχθεί ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος, ο πλούσιος νονός τού μικρούλη, του έκανε δώρο ένα ποδηλατάκι από κείνα με τις δύο βοηθητικές ρόδες για τους πρωτάρηδες. Σχεδόν αμέσως έγινε τέλειος ποδηλάτης πετώντας τις βοηθητικές, έτρεχε πάνω του κι αισθανόταν σαν τον καβαλάρη του παραμυθιού που του έλεγε η Βάβω του. Τέτοιο «πλούσιο» δώρο, με ή χωρίς εισαγωγικά, δεν έλαβε ποτέ ξανά από κανέναν, γιατί ακολούθησαν μέρες πικρές και μεγάλη φτώχεια. Ο μικρός το λάτρευε το δίτροχό του και η σχέση παιδιού και ποδηλάτου έγινε σχεδόν ανθρώπινη Το ένιωθε να μεγαλώνει μαζί του, μέρα με τη μέρα. Το κανάκευε, το περιποιούνταν με δύο τσόχινα πανάκια και έκανε τα ζωηρά του χρώματα να λάμπουν ακόμη περισσότερο. Ούτε ίχνος σκόνης πάνω του. Ένας ύπνος χώριζε αυτούς τους δύο φίλους και χωρίς υπερβολή, αν του επιτρεπόταν θα το σκέπαζε πλάι στο σώμα του με την βαριά βελέντζα για να μην κρυώνει. Συμβιβάστηκε τελικά στο να είναι στα πόδια του κρεβατιού του. Δεν έλειπε ούτε από τα όνειρά του.
Την ώρα της μεγάλης φυγής, οι γονείς ήταν κάθετοι. Το ποδήλατο αποκλείεται να το έπαιρναν μαζί τους! Λυπόταν... μα στον γάιδαρο ή το μωρό τους θα έβαζαν ή το ποδήλατο και τα δυο μαζί αδύνατον, ήδη ήταν παραφορτωμένος σαν… γαϊδούρι ο φτωχός όνος, που καλύτερο το ‘χε να είχε παραμείνει μόνος του στο χωράφι. Αν και δεν τον εξέπληξε η απονιά των ανθρώπων, μια ζωή κουβαλούσε τα βάρη τους, απλά τώρα τον είχαν πάρει και τα χρόνια και είχε χάσει τις αντοχές και την παροιμιώδη καρτερία του. Έθεσαν λοιπόν στον μικρό το δίλημμα: το ποδήλατο ή το νεογέννητο μωρό τους; Ανταπάντησε ότι δεν έπρεπε να το θέτουν άσπρο ή μαύρο, υπήρχαν τόσα ενδιάμεσα χρώματα!
«Μπορώ να σας ακολουθώ με το ποδήλατο».
«Μα είναι τέτοιοι οι κατσικόδρομοι που ακόμη και ο κυρ-Μένιος θα δυσκολευτεί, βαδίζοντας μόνο άκρη άκρη στους γκρεμούς, είναι μαθημένος ή από ένστικτο τα καταφέρνει, δεν ξέρω. Θα περάσουμε χαράδρες που δεν τις έχουν ματαδεί τα μάτια σου, γιε μου. Για σένα δεν θα είναι το ίδιο. Το παραμικρό πετραδάκι θα σου είναι εμπόδιο, το ποδηλατάκι θα σε κουβαλάει ή εσύ εκείνο και για πόσες ώρες λες, μία, δύο; Αν φτάσουμε σε μία μέρα, να πούμε και Δόξα σοι ο Θεός… Θα αναγκαστείς να το εγκαταλείψεις σε κανένα σκληροτράχηλο βουνό ενώ αν μείνει σπίτι μας ίσως, λέω ίσως, όταν τελειώσουν όλα και γυρίσουμε, να το ξαναβρούμε».
Με πόνο καρδιάς ο μικρούλης αναγκάστηκε να παραδεχτεί ότι οι μεγάλοι είχαν δίκιο.
Τη στιγμή του αποχωρισμού το παιδί δεν την ξέχασε, είχε τη βεβαιότητα ότι πρόδιδε τον καλύτερο φίλο του και έκανε πολλά χρόνια να αποβάλλει την βεβαιότητα αυτή και να την μετασχηματίσει σε ανάγκη. Ο πόλεμος είχε αμβλύνει αναγκαστικά τα συναισθήματά του, είχε χάσει την πολυτέλεια τής άγνοιας, της αθωότητας και του γιατί.
Τα έφερε έτσι η ζωή που η επιστροφή στο χωριό την οποία νόμιζαν εφικτή, δεν έγινε ποτέ, αφού τους αφομοίωσε η μεγάλη πόλη που έκανε να επαληθευτεί το γνωμικό ουδέν μονιμότερον του προσωρινού. Ο Κόσμος έγλειφε τα τραύματά του, σώματος και ψυχής, και η βιοποριστική πάλη απόδιωχνε συναισθηματισμούς και ταξίδια, γιατί ας μη ξεχνάμε ότι ένα ταξίδι που σήμερα κρατάει μισή ώρα, τότε
κρατούσε μέρες με ενδιάμεσους σταθμούς.
Ο παππούς φαντάρος και ο ίδιος βαθμοφόρος, βρέθηκε με τη μονάδα του κοντά στα πάτρια εδάφη και θέλησε να κάνει ένα προσκύνημα ιερό σε αυτά, ελπίζοντας μέσα του και φοβούμενος συνάμα το πιθανό σμίξιμο με τον αγαπημένο «φίλο» της παιδικής του ηλικίας. Μα στο χωριό δεν βρήκε, όχι μόνον το ποδήλατο αλλά ούτε πέτρα από το πατρικό του σπίτι. Σαφώς και τα υλικά του χρησίμευσαν στο ξανακτίσιμο του χωριού που είχε υποστεί τις συνέπειες της εγκατάλειψης.
Ο παππούς πήρε μια γερή χούφτα χώμα από τη γη του, γέμισε την τσέπη του δακρυσμένος και έδωσε να του φτιάξουν με αυτό ένα φυλακτό που θα έφερε ίχνη από τις ρόδες του παλιού του φίλου. Χώμα, το μόνο στοιχείο επαφής γης και τροχοφόρου.
Μα λίγο πριν τελειώσει η θητεία του στην αεροπορία, σε μια άσκηση σκοποβολής, εξοστρακίζεται μια σφαίρα και τον κτυπά κατάστηθα προσκρούοντας στο ευμέγεθες σκληρό σαν πέτρα φυλακτό, μη τραυματίζοντάς τον, παρά ελαφρά, ελαφρότατα, σαν γρατζουνιά ένα πράγμα. Κανείς δεν κατάλαβε πώς έγινε ένα τέτοιο θαύμα. Κανείς.
Ο παππούς όμως ήξερε ποιός ήταν που τον έσωσε.
Ποιος είπε ότι και τα αντικείμενα, εκείνα που παίρνουν αγάπη, δε δίνουν κιόλας; Έχουν ένα είδος οντότητας που αυτή δημιούργησε και κάνουν ακόμη και θαύματα!
👣
Copyright © Λένα Μαυρουδή-Μούλιου All rights reserved, 2020
Πρώτη δημοσίευση
Τριακοστό όγδοο επεισόδιο της σειράς «Δανάη, η ρεπόρτερ». Ξεκινήστε από το πρώτο μέρος εδώ! Συνεχίστε στο επόμενο εδώ!
Στη συνοδευτική εικόνα βλέπετε έργο της Carolyn Eardley
Επιμέλεια κειμένων: Τζένη Κουκίδου