Δανάη, η ρεπόρτερ
Μια χειμωνιάτικη βραδιά από εκείνες που ενδείκνυνται για παραμύθια μπροστά στο τζάκι, από τα χείλη της γιαγιάς, ήταν και τούτη. Τα παιδιά της Θεανώς και της Δανάης, κρέμονταν κυριολεκτικά από το στόμα της Πέρσας, που από νωρίς το απόγευμα τους είχε υποσχεθεί ένα παραμύθι με την προϋπόθεση να κάθονταν ήσυχα και να την περιμένουν να τελειώσει κάτι που έπρεπε να γράψει και δεν έπαιρνε αναβολή. Γνωστό ότι η πολυτάλαντη γραία ήξερε πώς να φερθεί στα παιδιά την κατάλληλη στιγμή και ώρα· ήξερε από παιδική ψυχολογία. Αλλά μήπως και υπήρχε κάτι που δεν το ήξερε η φημισμένη μεν, εν
αποστρατεία δε, Ελληνίδα Μiss Marple;
Από ένα μπολ με κρεμ καραμελέ στα χεράκια τους και ήρθαν τα μικρά και κάθισαν στα πόδια της. Δεν έκριναν αναγκαίο να της το ζητήσουν· ήξεραν ότι η Πέρσα δεν υπήρχε περίπτωση να μην κρατήσει τις υποσχέσεις της, είτε σε μικρούς είτε σε μεγάλους. Εκείνη άφησε το βιβλίο που είχε στα χέρια της πάνω στο χαμηλό τραπεζάκι μπροστά της και παίρνοντας μια βαθιά κάπως θεατράλε ανάσα, άρχισε...
Ήταν μια Χειμωνιάτικη νύχτα σαν αυτή, έκανε πολύ κρύο και το χιόνι είχε σκεπάσει πολύ γρήγορα τα πάντα, μα μέσα στο σπίτι ήταν ζεστά. Όλοι κοιμόντουσαν γιατί η ώρα ήταν περασμένη, στο δε τζάκι άναβε ακόμα το τελευταίο κούτσουρο. Είχα ξεμείνει στο σπίτι της κόρης μου γιατί οι δρόμοι είχαν κλείσει από την συνεχή χιονόπτωση, πράγμα που με στενοχωρούσε. Είμαι παράξενη σε αυτά ξέρετε, ήθελα το σπιτάκι μου, την γωνίτσα μου, τον χώρο τον δικό μου, είπα δεν βαριέσαι μια νύχτα είναι και θα περάσει και κάθισα να απολαύσω τις τελευταίες αναλαμπές του μισοσβησμένου τζακιού. Σκεπάστηκα καλά με μια πολύχρωμη ζεστή κουβερτούλα και γρήγορα μια γλυκιά υπνηλία με κατέλαβε. Μα σαν έκλεισα τα μάτια μου και νομίζω ότι άρχισα και να ροχαλίζω, μού φάνηκε σαν να άκουσα ομιλίες να βγαίνουν από το τζάκι. Αν είστε Χριστιανοί τέτοιο πράγμα δεν το ματάχα δει. Ομιλίες μέσα από το τζάκι; Τέντωσα καλύτερα τα αφτιά μου μπας και έπιανα καμιά καθαρή λέξη, μα τίποτα.
Ευτυχώς λίγο λίγο οι φωνές δυνάμωναν και όχι μονάχα αυτό, αλλά πλήθαιναν σε αριθμό. Καθώς υπολόγιζα θα πρέπει να ήταν καμιά 50αριά άτομα. Φως φανάρι ότι είτε επρόκειτο για πάρτι, είτε για μια μάζωξη απ’ αυτές που οι άνθρωποι όρθιοι και με ένα ποτήρι ποτό στο χέρι, ομιλούν για ανούσια και χωρίς ενδιαφέρον πράγματα.
Ξαφνικά ακούστηκε ένα κουδούνι, μετά ένα δεύτερο, και στο τρίτο, όπως γίνεται στο θέατρο, αν σας έχουν πάει οι γονείς σας, ανοίγει μια μεγαλόπρεπη αυλαία και εμφανίζεται, όχι η σκηνή, μα το τεράστιο σαλόνι ενός μεγάρου. Μεγαλοπρέπεια και όλοι ντυμένοι με απίθανα ωραία ενδύματα, από αυτά που διαβάζεις μόνο σε παραμύθια, καλή ώρα σαν αυτό που αφηγούμαι τώρα. Σε ένα πιάνο Στέινγουέϊ με ουρά 4/4, ένας ταλαντούχος πιανίστας έπαιζε μουσική σαν αυτή του γούστου μου και του δικού σας, που την ακούτε στο μπαλέτο και σας μαγεύει, όπως μου έχετε πει νομίζω. Τα σαλόνια φωτισμένα σαν από δέκα ήλιους! Πονούσαν τα μάτια από το πολύ το φως.
Όπως ήταν φυσικό, αναρωτήθηκα ποιοι ήταν αυτοί και τι γιόρταζαν, αν γιόρταζαν κάτι. Σίγουρα θα υπήρχε κάποιο σύγχρονης υπερτεχνολογίας μηχάνημα που διάβαζε τη σκέψη, γιατί αμέσως σαν απάντηση στην απορία μου, ένας άψογος παρουσιαστής είπε: «Αγαπητοί φίλες και φίλοι, ήρωες των παραμυθιών που έγραψε η Πέρσα Βουδούρη για τους μικρούς της φίλους, σας καλωσορίζω. Ελπίζω ότι παράλληλα με την διασκέδασή σας αν γνωριστείτε και ζωντανά μεταξύ σας και αλλάξετε ενδεχομένως απόψεις ή σχόλια ή και αντιρρήσεις όσον αφορά στην πλοκή ενός παραμυθιού της, ειλικρινά θα χαρεί πολύ να το κάνετε. Εύχομαι να περάσετε τέλεια, η γιορτή μόλις άρχισε…»
Στην αρχή, να πω την αλήθεια, δεν πολυκατάλαβα τι σχέση είχαν οι δικοί μου ήρωες με τούτους εδώ, όταν όμως πρόσεξα καλύτερα ένιωσα τέτοιον, μα τέτοιον, ενθουσιασμό που σχεδόν δάκρυσα. Διέκρινα τον μικρούλη Μάρκο, από την Δαμασκηνίτσα μου, τον κυνηγημένο Βασιλιά, την ξανθιά νεράιδα που έδωσε τη λίρα στο μπάρμπα Χατσή τον φτωχό τσαγκάρη από το λουστρινένιο γοβάκι και όλους -μα όλους!- τους φίλους μου. Όποιος έκανε αυτή την σκέψη να τους καλέσει σ’ αυτήν την γιορτή, τον ευχαριστώ μέσα από την καρδιά μου. Τους έβλεπα να γλεντούν με την ψυχή τους και η χαρά τους ήταν έκδηλη που γνωρίζονταν και live γιατί όλα μου τα παραμύθια τα είχαν διαβάσει και αγαπήσει αληθινά.
Κάποια στιγμή ο κατατρεγμένος και κυνηγημένος Βασιλιάς πήρε τον λόγο και είπε με το μικρόφωνο που του έδωσε ένα πιτσιρίκι που δεν θυμόμουνα από ποιο παραμύθι γεννήθηκε: «Αγαπημένοι μου φίλοι και φίλες. Έχω να σας κάνω μία πολύ ενδιαφέρουσα πιστεύω πρόταση. Να ενωθούμε όλοι μαζί και να δημιουργήσουμε ένα πρωτότυπο μεγάαααλο παραμύθι όμοιο του οποίου κανένας παραμυθάς δεν έχει σκεφτεί να γράψει. Η πρωτοτυπία του θα έγκειται στο γεγονός ότι οι ήρωες θα αλλάξουν ρόλους Π.χ. εγώ θα γίνω ο γεροβοσκός που με φιλοξένησε στην καλύβα του κι εκείνος θα στεφτεί βασιλιάς, κυνηγημένος ή μη δεν έχει σημασία. Οι ρόλοι θα είναι επιτυχημένοι ανάλογα με το πώς τους μετέφρασε καθένας από εμάς. Στο τέλος του παραμυθιού, που θα είναι μία συρραφή από μικρούλια παραμύθια, σε ένα CD θα γράψουμε σχόλια και εντυπώσεις...»
«Μα θα δεχτεί η Πέρσα μας την πρότασή σου Μεγαλειότατε;»
«Μα γιατί όχι; Εμείς πώς την υπακούσαμε τυφλά και δεν παραλείψαμε ούτε ένα "και" από ό,τι μας έλεγε η πένα της, έτσι είναι το σωστό και το τίμιο, αμφίδρομα είναι τα πράγματα φίλοι μου».
«Και ποιο θα είναι το θέμα, το στόρι, του παραμυθιού και ποιος ο τίτλος;» πετάχτηκε ο ναυτικός παππούς από το "μπουρίνι".
«Προτείνω Το παραμύθι των παραμυθιών και θέμα του: η πορεία κάθε ενός από εμάς στον χώρο-χρόνο, εν συντομία όπως είπαμε».
«Ζήτωωωω», φώναξαν όλοι ενθουσιασμένοι και άρχισαν να τραγουδούν και να χορεύουν ξέφρενα. Ήταν τόσο ωραία που για μια στιγμή, ξεχνώντας και τους πόνους στη μέση μου είπα να σηκωθώ να χορέψω κι ελόγου μου. Απλά δεν το έκανα γιατί εγώ ήμουνα ο σκηνοθέτης της ιστορίας που σας διηγούμαι, ο ενδυματολόγος, ο σεναριογράφος βέβαια, ο μουσικός, ο φωτογράφος και όποια άλλη ειδικότητα υπάρχει. Αν εγκατέλειπα το διευθυντικό μου πόστο, ο χορός θα έπαιρνε ανεξέλεγκτες διαστάσεις.
Κάποια στιγμή ένιωσα κάποιον να με κτυπά ελαφρά στον ώμο. Ήταν το παιδί μου.
«Άντε μανούλα μου στο κρεβατάκι σου μη μου κρυώσεις. Το τζάκι έσβησε εδώ και ώρα, δεν το ‘νιωσες;»
Έσβησε;
Και το όνειρό μου επίσης. Μου έδωσε όμως ιδέες…
👣
Copyright © Λένα Μαυρουδή-Μούλιου All rights reserved, 2020
Πρώτη δημοσίευση
Τριακοστό έκτο επεισόδιο της σειράς «Δανάη, η ρεπόρτερ». Ξεκινήστε από το πρώτο μέρος εδώ! Συνεχίστε με το επόμενο εδώ
Στη συνοδευτική εικόνα βλέπετε έργο της Carolyn Eardley
Επιμέλεια κειμένων: Τζένη Κουκίδου