Οι κουραμπιέδες της Κατίνας

Χρυσούλας Διπλάρη

Έργο ζωγραφικής της Evgeny Yakovlev (Red cat - Κόκκινη γάτα/-ος, λάδι)

Η Κατίνα μπήκε στο σπίτι ξεθεωμένη. Άφησε τις βαριές σακούλες στο πάτωμα και πέταξε πέρα τα παπούτσια. Ανάθεμα σ’ αυτόν που όρισε τη γυναικεία κομψότητα σ’ ένα ζευγάρι στενά παπούτσια… πριγκίπισσα σαν τα φοράς, σακάτισσα μόλις τα περπατήσεις! Έβαλε καφέ και σωριάστηκε σαν σακί στην αγαπημένη της πολυθρόνα, τρίβοντας τα πόδια της το ένα με τ’ άλλο. Αχ! Τι ανακούφιση! Φταίει κι αυτή βέβαια. Ψώνια και γόβες, δεν πάνε παρέα. Αλλά, βρε παιδάκι μου, μέρες που είναι, πώς να βγει αστόλιστη στους δρόμους; Είπε κι αυτή να είναι μέσα στο κλίμα το χριστουγεννιάτικο, έβαλε εκείνο το παλτό το λουσάτο και τις ψηλές τις γόβες, αλλά της βγήκε ξύδι. Τα πόδια της την πέθαιναν! Τα άπλωσε και τα τέντωσε πάνω στο μαλακό υποπόδιο, αλλά ενόχλησε τον μεγάλο, πορτοκαλί γάτο που κοιμόταν εκεί, ο οποίος, αφού άνοιξε νωχελικά το ένα του μάτι, την κοίταξε προειδοποιητικά με βλέμμα τύπου «μη μου χαλάς την ησυχία, θα το μετανιώσεις» κι απλώθηκε περισσότερο. Επίτηδες το κάνει ο κερατάς, σκέφτηκε εκνευρισμένη και τον έσπρωξε λίγο παραπέρα. Ο γάτος τότε τινάχτηκε σαν δαιμονισμένος, της έριξε μια γρατζουνιά ξεγυρισμένη και πήρε μαύρο δρόμο για να γλιτώσει την τιμωρία που ήξερε πως τον περίμενε.

— Άου! Η τσιρίδα της αντήχησε σ’ όλο το σπίτι… Ραμόν, ύπουλο κάθαρμα, δεν θα σε πιάσω στα χέρια μου; Θα σου ξεριζώσω τα νύχια ένα ένα και θα στα δώσω να τα φας! Βρομιάρη! Αλλά τι να περιμένει κανείς από ένα Ραμόν;
Ίδιοι παλιοχαρακτήρες είστε όλοι… Σηκώθηκε με κόπο και πήγε στο μπάνιο ν’ απολυμάνει την πληγή, που είχε ματώσει. Έτσι είχε ματώσει κι η καρδιά της, από ένα Ραμόν πάλι. Άλλωστε ο γάτος, σ’ αυτόν χρωστούσε τ’ όνομα. Ήταν γιορτές και τότε, όταν τον γνώρισε… σ’ ένα χριστουγεννιάτικο πάρτι. Φίλος φίλου, είχε έρθει για σπουδές, υποτίθεται. Τι σπουδές; Μμμμμ… Για σπουδές, λέει, στην ελληνική φιλοσοφία… τουλάχιστον μιλούσε ελληνικά. Είχε γιαγιά, που κράταγε η σκούφια της από τα Δωδεκάνησα. Είχε ακόμα μια οικογένεια με μακρύ όνομα και πολλά κτήματα, πίσω, στην Ισπανία, ταπεραμέντο Λατίνου και ένα και μοναδικό χάρισμα: έφτιαχνε καταπληκτικά πολβορόν! Έτσι άλλωστε την προσέγγισε. Κάποιος ανάφερε τη μούρλα της με τους κουραμπιέδες, «θα σου μάθω τη συνταγή της πατρίδας μου», της είπε. «Μα τι σόι κουραμπιέδες είναι αυτοί, τόσο σκουρόχρωμοι και χωρίς ζάχαρη άχνη;» αναρωτήθηκε αφελώς σαν τους είδε κι αυτός, λες και διάβαζε το μυαλό της, «αυτοί είναι βέβαια, διαφορετικοί από τους δικούς σας. Εμείς τους πασπαλίζουμε με μαύρη ζάχαρη», της είπε. Έπρεπε από τότε να το καταλάβει, πως άσπρη μέρα μαζί του δεν θα δει… Την φώναζε Καταρίνα –όσο κι αν η Κατίνα διαμαρτυρόταν πως το Καταρίνα της θύμιζε κατάρα– και ήταν ζηλιάρης κι απαιτητικός, νωθρός και τεμπέλης. Δεν τον ξεκούναγες από τη σιέστα του, για κανένα λόγο…

Είδε κι αποείδε η Κατίνα, «τι να τον κάνω; Μόνο για τα πολβορόν είναι καλός, σ’ όλα τ’ άλλα πάτος, αξίζει τον κόπο; Και τον ξαπόστειλε! Έτσουξε λίγο η πληγή, αλλά πάει, έκλεισε. Της έμεινε ο γάτος που της είχε φέρει δώρο, τάχα μου ότι είναι ράτσα σπάνια σαν και του λόγου του ένα πράμα… ψέμα ασύστολο, ένας κεραμιδόγατος με τα άθλια ελαττώματα του δωρητή αποδείχτηκε, γι’ αυτό κι εκείνη του άλλαξε όνομα όταν ξεκουμπίστηκε ο ακατονόμαστος και του κληροδότησε το «Ραμόν», για να θυμάται να μην ξαναμπλέξει με τύπους που το μόνο που εκτιμούν σ’ αυτή τη ζωή είναι η σιέστα και η μαύρη ζάχαρη. Εκ των υστέρων, μετάνιωσε που δεν τον έστειλε πακέτο μαζί με τον άλλον αλλά… ας όψεται η πονοψυχιά της. Τέλος πάντων!
Περσινά, ξινά σταφύλια, πάνε αυτά, πέρασαν, ας δούμε τι θα κάνουμε σήμερα με τους κουραμπιέδες.

Τα μάτια της Κατίνας γυάλισαν, το στόμα της γέμισε σάλιο… Μπήκε χαρούμενη στην κουζίνα κι άρχισε ν’ απλώνει σακούλες και σακουλάκια στον πάγκο. Ένιωθε μεγάλη ευφορία όταν έφτιαχνε γλυκά και προπάντων κουραμπιέδες. Ήταν η διαδικασία, ήταν οι μυρωδιές, οι μνήμες, το τελετουργικό; Ποτέ δεν μπόρεσε ακριβώς να καταλάβει. Και προς τι άλλωστε η πολλή ανάλυση; Της έφτανε που ένιωθε χαρούμενη και πλήρης.

Καθάρισε το μεγάλο τραπέζι, έπλυνε τα χέρια της κι άρχισε να ετοιμάζει τα υλικά της. Έστρωσε μια λαδόκολλα στην λαμαρίνα του φούρνου κι άπλωσε πάνω τα μύγδαλα για να τα καβουρδίσει. Τσίμπησε κάνα δυο και τα έβαλε λαίμαργα στο στόμα της… Μμμ, νόστιμα που είναι τ’ άτιμα, μουρμούρισε και τα ’κλεισε γρήγορα στον φούρνο, προτού ενδώσει και τα καταβροχθίσει όλα επιτόπου. Μέχρι να τακτοποιήσει τα υπόλοιπα πράγματα στο τραπέζι, τα μύγδαλα ήταν έτοιμα και της είχαν σπάσει την μύτη. Τα έβγαλε προσεκτικά και ανάσανε βαθιά το άρωμά τους. Αχ! Έτσι σκούρα και θερμά ήτανε και τ’ αμυγδαλωτά μάτια του Χαρούν, του παιδικού της έρωτα. Κι έτσι θυμάται την μυρωδιά του, σαν ψημένο μύγδαλο, όταν το έσκαγε από το στραγαλατζίδικο του πατέρα του για να την συναντήσει –σκαστή κι αυτή από το μάθημα των γαλλικών– σ’ ένα απόμερο σοκάκι πίσω απ’ τα Τενεκετζίδικα… Τι αθώος, τι όμορφος που ήταν τότε ο κόσμος τους… την φώναζε μπισκοτάκι (κουραμπιγιέ στην γλώσσα του) και τους ήταν αρκετό να κρατιούνται από τα χέρια και να κοιτάζονται, μετά αυτός να την ταΐζει στο στόμα ψημένα μύγδαλα που έκρυβε στις τσέπες πριν καληνυχτιστούν μ’ ένα αδέξιο φιλί, γεμάτο προσδοκίες για το αύριο. Το αύριο βέβαια, σπανίως μοιάζει μ’ αυτό που ονειρευόμαστε σήμερα κι έτσι ο έρωτας αυτός τελείωσε άδοξα, όταν ο στρατιωτικός πατέρας της Κατίνας, πήρε μετάθεση από την Κομοτηνή για κάποια άλλη πόλη. Εκείνη δεν έμαθε ποτέ της γαλλικά κι εκείνος… τι ν’ απόγινε άραγε; Ίσως τώρα να είναι μεγαλέμπορος ξηρών καρπών «ΕΙΣΑΓΩΓΑΙ - ΕΞΑΓΩΓΑΙ», ποιος ξέρει; Πάντα όμως όταν ετοιμάζει κουραμπιέδες η Κατίνα, θυμάται εκείνη τη μακρινή αίσθηση στο σοκάκι πίσω απ’ τα Τενεκετζίδικα, ένα μείγμα παιδικότητας και πρώιμων πόθων, ποτισμένο με το άρωμα του ψημένου αμύγδαλου. Και τα μύγδαλα ποτέ της δεν τα κοπανίζει, τα βάζει πάντα ολόκληρα, της θυμίζουνε τα μάτια του, που την κοίταζαν με την απόλυτη λατρεία που μόνο ο πρώτος έρωτας μπορεί να κοιτάξει. Γιατί, δεν έχει ακόμα φθαρεί.

Όσο κρύωναν τα μύγδαλα, άρχισε να ετοιμάζει την ζύμη. Και πρώτα πρώτα το φρέσκο βούτυρο, πρώτης ποιότητας εννοείται. Κάποιες νοικοκυρές βάζουν πρόβειο, που δίνει μια πιο αφράτη και τραγανή υφή στην ζύμη, ενώ άλλες, χρησιμοποιούν αγελαδινό (τύπου Κερκύρας), για υφή πιο μαλακή, σαν μπισκότο. Η Κατίνα έβαζε κι απ’ τα δυο και πετύχαινε καταπληκτικό αποτέλεσμα. Το βούτυρο θέλει πολύ καλό χτύπημα, μέχρι ν’ ασπρίσει και ν’ αφρατέψει. Όσο περισσότερο το χτυπάς, τόσο πιο αφράτοι και τραγανοί θα γίνουν οι κουραμπιέδες. Μετά προσθέτεις τη ζάχαρη, τους κρόκους, το κονιάκ και την κανέλα κι ενώ δουλεύεις την ζύμη, ρίχνεις λίγο λίγο το αλεύρι. Η ζύμη θα πρέπει να είναι μαλακιά και βουτυράτη, ελαφρώς μόνο κολλώδης, τόσο όσο να πλάθεται χωρίς πρόβλημα.

Από τέτοια ζύμη ήτανε πλασμένος σίγουρα κι ο πρώην αρραβωνιάρης της, η μάνα του ήτανε μαστόρισσα στους κουραμπιέδες! Ο πατέρας του, στρατιωτικός. Έκανε με τον πατέρα της μαζί ένα φεγγάρι στην ίδια υπηρεσία. Κι επειδή εκείνοι τα βρήκανε μεταξύ τους, αποφάσισαν να συμπεθεριάσουν ερήμην των ενδιαφερομένων, της Κατίνας δηλαδή και του Πάκη, όπως χαϊδευτικά τον αποκαλούσε η μανούλα του, που τον είχε ζαχαροζυμωμένο.
Απογοητευμένη από τον άκαμπτο στρατιωτικό που είχε γι’ άντρα, έπλασε γι’ αντίδοτο ένα γιο μαλακό και βουτυράτο, αλλά μάλλον έκανε λάθος στη δοσολογία, γιατί αυτός κόλλαγε στα φουστάνια της όπως κολλάει στα χέρια το ζυμάρι όταν πέσει λειψό τ’ αλεύρι. Ο πατέρας του πάλι, νομίζοντας πως ο μόνος τρόπος να γίνει άντρας αυτός ο κουραμπιές είναι ο τρόπος ο δικός του, τον πίεσε τόσο, ώσπου ο κουραμπιές θρυμματίστηκε και ενέδωσε στην πατρική εξουσία που πρόσταζε ο γιος του να γίνει στρατιωτικός –ο θεός να δώσει!

Κι έτσι, αρραβωνίζεται η δούλη του θεού Κατίνα, τον δούλο του θεού Προκόπη (Προκοπάκης - Πάκης), στο όνομα του πατρός και της μητρός και όλου του σογιού, αμήν! Αμήν και πότε και στους γάμους τσούγκριζαν οι συμπέθεροι, μυξόκλαιγε τάχα μου από συγκίνηση η μάνα του Πάκη όμως κοίταζε με μισό μάτι τη νύφη –κάτι καλύτερο σου άξιζε, αγόρι μου– ενώ η μάνα της Κατίνας εκτιμούσε με τρόπο τα χρυσαφικά της συμπεθέρας, δεν έδινε πολύ βάση, κάποιον έπρεπε να πάρει κι η Κατίνα, ε, ας πάρει αυτόν να τελειώνουμε! Ο γαμπρός δεχόταν συχαρίκια και περιφερόταν ιδροκοπώντας μέσα στην καινούργια στολή του, αγχωμένος για το τι περιμένει απ’ αυτόν η αρραβωνιαστικιά του κι η Κατίνα λίγο χαμένη μέσα σ’ όλα αυτά, λίγο ζαλισμένη απ’ την ωραία στολή του Πάκη, καλό παιδί φαινόταν κι έπρεπε κι αυτή βεβαίως να αποκατασταθεί, έτσι ήταν τα πράγματα, έτσι γινόταν πάντα, μόνο που κάτι δεν της κόλλαγε σ’ όλο αυτό, σαν λίγο απόμακρος ο γαμπρός, σαν κάπως άβουλος, ούτε καν να χορέψουνε δεν της ζήτησε, πώς θα πορευτούνε έτσι; Άσε που την φώναζε «δεσποινίς Αικατερίνη»· κανείς ποτέ δεν την είπε Αικατερίνη, σαν προσβολή το ένιωσε, δεν είναι το Κατίνα αρκετά καλό για τα μούτρα του;

Η χαριστική βολή ήρθε όταν άκουσε δυο συναδέλφους του να χασκογελάνε, «κρίμα το κορίτσι μ’ αυτόν τον κουραμπιέ» και δώσ’ του χάχανα… Σα να της ρίξανε κρύο νερό στην πλάτη και ξύπνησε απότομα. Τι πήγαινε να κάνει; Να χαραμίσει τη ζωή της με κάποιον που δεν ήξερε, μόνο και μόνο γιατί το ήθελε ο πατέρας της; Με κάποιον που δεν την αποκαλούσε καν με τ’ όνομά της; Που πίσω από την πλάτη του τον φωνάζαν όλοι κουραμπιέ; Αμ οι κουραμπιέδες είναι για τους τρως με το στόμα, όχι να τους τρως στη μάπα!
Μια που το σκέφτηκε, μια που το έπραξε και διέλυσε τον αρραβώνα, μέχρι να πεις μύγδαλο… Βούιξε όλη η πόλη τότε κι ο πατέρας της, στα πρόθυρα εγκεφαλικού, ζήτησε μετάθεση σε άλλη υπηρεσία. Τους έστειλαν στο Μεσολόγγι.

Στην Αιτωλοακαρνανία τους κουραμπιέδες, τους κάνουν γεμιστούς. Πλάθουνε την ζύμη (στην οποία ρίχνουνε και ούζο) σε μπαλάκια σαν καρύδια, τα ανοίγουν σαν πιτάκια και βάζουν μέσα ένα μείγμα από τριμμένο καρύδι, γαρίφαλο, κανέλα, ζάχαρη κι ανθόνερο. Κλείνουν μετά τα πιτάκια, τα φουρνίζουν και ασπρίζουν από πάνω την άχνη. Πολύ τους αγαπάνε τους κουραμπιέδες εκεί πέρα και τους φτιάχνουν σ’ όλες τις γιορτές, όχι μόνο τα Χριστούγεννα. Τους φτιάχνουν και στους γάμους.

Άντε πάλι στα παντρολογήματα η Κατίνα. Αυτή τη φορά ο γαμπρός που της προξένεψαν ήταν ένας καλοζωισμένος χήρος με τρία παιδιά. Τόσο καλοζωισμένος μάλιστα, που έμοιαζε με τους γεμιστούς κουραμπιέδες της πατρίδας του. Με το που τους σύστησαν, άρχισε να την φωνάζει Καίτη.
«Καίτη, πιάσε ένα ούζο να σε χαρώ!» Και ούζο το ούζο, κατανάλωσε τόσο όσο δεν καταναλώνουν τα ζαχαροπλαστεία όλης της περιφέρειας για τη ζύμη των κουραμπιέδων. Γερό ποτήρι ο υποψήφιος! Δεν αρχίσαμε καλά, σκέφτηκε η Κατίνα, αλλά αυτή τη φορά πρόλαβε ο πατέρας της να τον ξαποστείλει. Για πέταμα την είχε την κόρη του; Τι διάολο, δεν την πήραν δα και τα χρόνια!

Μετά και από αυτό το φιάσκο, την άφησαν στην ησυχία της. Αν είναι να ’ρθει, θε να ’ρθεί… άρχισαν να μουρμουράνε οι δικοί της. Περνούσε ο καιρός, έφυγαν οι γονείς μαζί σε τροχαίο, αδέλφια δεν είχε, άντρας δεν στέργιωσε δίπλα της ποτέ. Έκανε σχέσεις, έζησε έρωτες, αλλά σύντροφο καλό δεν βρήκε. Δεν ήταν τυχερό φαίνεται. Γιατί ο γάμος, είναι σαν τον κουραμπιέ: πρέπει να έχει καλά υλικά και η ζύμη πρέπει να δουλευτεί πολύ για να πετύχει το γλυκό. Αλλιώς, καλύτερα μόνος. Ή μόνη, με ένα γάτο άτιμο και μπαμπέση!

Η Κατίνα ξαναγύρισε στο παρόν. Μ’ αυτά και μ’ αυτά, έτοιμη η ζύμη. Έριξε και τα μύγδαλα και τ’ ανακάτεψε για λίγο, όλα μαζί. Έπλασε σε μπαλάκια, φούρνισε. Τώρα έπρεπε να ’χει το νου της. Μόλις ροδίσουν και σκάσουν είναι έτοιμοι… και μετά, έρχεται το καλύτερο: τους καταβρέχεις μ’ ανθόνερο κι είναι σα να ’ρχεται η άνοιξη, στην καρδιά του χειμώνα! Κι όταν κρυώσουν καλά, τους πασπαλίζεις από πάνω τη ζάχαρη άχνη κι είναι σαν χιονισμένα βουναλάκια σε παιδική ζωγραφιά. Κι έχεις αρώματα της άνοιξης και χιόνια μαζί, στην ίδια μπουκιά, κι αυτό δεν είναι απλώς ζαχαροπλαστική, είναι ποίηση, είναι μαγεία

Εκείνη τη στιγμή, χτύπησε το κουδούνι. Ποιος να είναι άραγε; Ώρα που την βρήκε; σκέφτηκε και πήγε ν’ ανοίξει. Την ίδια στιγμή, εμφανίστηκε απ’ το πουθενά αυτός ο κόκκινος διάβολος, ο Ραμόν, κυνηγώντας ποιος ξέρει τι. Μπερδεύτηκε στα πόδια της κάνοντάς την να χάσει την ισορροπία της και να πέσει φαρδιά πλατιά κάτω, βγάζοντας μια τρομαγμένη κραυγή. Το κουδούνι ακούστηκε πάλι, πιο επίμονο αυτή τη φορά, ενώ ταυτόχρονα, μια αντρική φωνή τη ρωτούσε αν είναι καλά. «Μην τρομάξετε, είμαι ο Στάθης, από δίπλα, θα μπω μέσα τώρα», συνέχισε η φωνή. Και άνοιξε η πόρτα διάπλατα και μπούκαρε ο «Στάθης από δίπλα» με φόρα και μπουρδουκλώθηκε στην πεσμένη Κατίνα, αλλά ευτυχώς κατάφερε να μην πέσει απάνω της, έκανε απλά μια αστεία χορευτική πιρουέτα και ξαναβρήκε την ισορροπία του… Αν δεν πονούσε τόσο πολύ το πόδι της, η Κατίνα θα είχε σκάσει στα γέλια.

Την σήκωσε με προσοχή, την έβαλε να καθίσει, της έφερε νερό, της έδωσε τις απαραίτητες εξηγήσεις, «έμπαινα στο σπίτι μου, αλλά πρόσεξα τα ξεχασμένα κλειδιά έξω απ’ την πόρτα σας, γι’ αυτό χτύπησα» και τέλος της έδεσε το πόδι, που μάλλον το στραμπούλιξε. Ξαφνικά η Κατίνα χτύπησε με το χέρι το κούτελο, οι κουραμπιέδες, φώναξε, θα καούν! Χωρίς να χάσει καιρό, ο Στάθης όρμηξε στην κουζίνα, ουφ, πάνω στην ώρα, φώναξε προς το μέρος της κι έκλεισε τον φούρνο.
— Τι να κάνω τώρα Κατίνα;
Όπα! Κατίνα, ε; Βρε, βρε, βρε…
— Έλα, βοήθα με να πάω στην κουζίνα και θα σου πω.
Έτσι η Κατίνα θρονιάστηκε σαν βασίλισσα σε μια πολυθρόνα, με το πονεμένο της πόδι αναπαυτικά βολεμένο σε μαλακό μαξιλάρι κι έδινε εντολές στον αεικίνητο Στάθη, που τις εκτελούσε με προθυμία. Τον έβλεπε να σβουρίζει γύρω της, με σηκωμένα τα μανίκια, έτοιμος να… καθαρίσει για πάρτη της όλη τη βρωμιά της κουζίνας και χαμογέλασε. Βρε λες; Τώρα, στα πενήντα πέντε μου; Ε, και; Μια χαρά ηλικία για ώριμη σχέση, αν ταιριάξει…

Τον ήξερε τον Στάθη, τρία χρόνια περίπου έμενε στο διπλανό διαμέρισμα, μονάχος κι αυτός. Ωστόσο, δεν τον γνώριζε πραγματικά, αφού μόνο τυπικές κουβέντες είχαν ως τώρα ανταλλάξει. Αυτό το σημερινό, ήταν μια αποκάλυψη. Και την φώναζε Κατίνα… Εκείνη ακριβώς την στιγμή, τα βλέμματά τους συναντήθηκαν. Είχε όμορφα, σκούρα μάτια, αμυγδαλωτά.
— Πώς αισθάνεσαι; την ρώτησε.
— Πολύ καλύτερα, αλήθεια! Λέω μάλιστα, πως ήρθε η ώρα να δοκιμάσουμε αυτούς τους κουραμπιέδες…
Στο μεταξύ, το άνθος του κακού, ο Ραμόν, εμφανίστηκε από όποια κρυψώνα ήταν μέχρι τώρα τρυπωμένος και με απαράμιλλη χάρη, κουλουριάστηκε στο μαλακό του μαξιλάρι σε μια γωνιά της κουζίνας.
Ρουθούνισε απαλά, τους κοίταξε και τα μουστάκια του τρεμόπαιξαν. Κι αν δεν ήξερες τι σόι κουμάσι ήταν, θα έπαιρνες όρκο, πως χαμογελούσε…


Copyright © Χρυσούλα Διπλάρη All rights reserved, 2020
Στη συνοδευτική εικόνα βλέπετε έργο ζωγραφικής της Evgeny Yakovlev (Red cat - Κόκκινη γάτα/-ος, λάδι)
Επιμέλεια: Τζένη Κουκίδου

Θέλετε κι άλλες τέτοιες ιστορίες;
Δείτε το βιβλίο της Χρυσούλας Διπλάρη Μαγ(ειρ)ικές ιστορίες