Η σειρά συνεχίζεται

Δανάη, η ρεπόρτερ


Απόβραδο μιας Παρασκευής, σαν όλες τις Παρασκευές του καλανταριού, εκτός της Μεγάλης. Χειμώνας βαρύς και παγωμένο χιονόνερο που αν έπεφτε σε γυμνό μέρος του σώματος, σε τρυπούσε σαν σουβλί. Θερμοκρασίες που πλησίαζαν το μηδέν και το χιόνι που ασφαλώς θα έπεφτε τη νύχτα ήταν
αναμενόμενο. Αραιά και που κανένας διαβάτης στον δρόμο, αν και δεν ήταν περασμένη η ώρα, της ατέλειωτης χειμωνιάτικης νύχτας, που της την έδινε στα νεύρα της Δανάης.
Ώρα εννέα, αυτή των ειδήσεων, απ’ όπου δεν περίμενες και κάτι καλό ν’ ακούσεις, αφού και καλά νέα να υπήρχαν, απλά δεν "πουλούσαν" και περνούσαν στα ψιλά και αν. Την περιρρέουσα βαρύθυμη να την πούμε ατμόσφαιρα, απείλησε και ένας κίνδυνος black out λόγω υπερφόρτωσης του δικτύου, ο οποίος απεσοβήθη την τελευταία στιγμή, ευτυχώς, γιατί με τέτοιες καιρικές συνθήκες η έλλειψη ηλεκτρικού ρεύματος θα ήταν κάτι εφιαλτικό.

Η Δανάη μάζεψε τα πράγματά της βιαστικά και ετοιμαζόταν να φύγει τόσο, μα τόσο, αργοπορημένη γιατί ετοιμαζόταν για το ρεπορτάζ της επομένης Δευτέρας, που θα ήταν live και αφορούσε μια έρευνα κόλαφο για το ποδόσφαιρο γενικώς, αλλά και ειδικώς για αυτό της Α' Εθνικής Κατηγορίας. Είχε γνώση του θέματος γιατί μη ξεχνάμε ότι τα πρώτα χρόνια της καριέρας της ασχολήθηκε αποκλειστικά με τον αθλητισμό. Θα ανακοίνωνε, με λεπτούς χειρισμούς, την έρευνα που είχε κάνει αλλά που όμως σκόπευε να την παρουσιάσει αναλυτικά αμέσως μετά τις γιορτές, μη θέλοντας να αμαυρώσει το ιερό Πνεύμα των Χριστουγέννων Ευαισθησίες φινετσάτου ανθρώπου. Θα άφηνε να εννοηθεί εμμέσως πλην σαφώς, ότι θα "έκλειναν" πολλά σπίτια που όφειλαν να είναι κλειστά, για να "ανοίξουν" κάποια άλλα που το δικαιούνταν… Καληνύχτισε τον διευθυντή της, ο οποίος ήταν άγνωστο τι ώρα θα έφευγε απόψε κι αν έφευγε τελικά.

«Αν με χρειαστείτε για κάτι παρακαλώ μη διστάσετε να μου τηλεφωνήσετε ό,τι ώρα και αν είναι» του είπε τρυφερά και το εννοούσε…
«Καλό κορίτσι. Καλά να περάσεις το Σ/Κ σου γιατί τη Δευτέρα θα αρχίσουν τα τσάμικα και τα κλαρίνα κι όποιον πάρει ο Χάρος!»
«Καθαρός ουρανός αστραπές δεν φοβάται αφεντικό. Καληνύχτα».

Το "καλό κορίτσι" βγήκε στο δρόμο επιταχύνοντας τον βηματισμό της για να βρει το αμάξι της που όπως θυμόταν το είχε παρκάρει κάπου κοντά, νιώθοντας τυχερή για την κενή θέση που βρήκε. Γι’ αυτό και δεν πρόκειται να πάρω ποτέ λιμουζίνα! αστειεύτηκε κατά μόνας, πράγμα που όπως ξέρουμε -και αν δεν το ξέρουμε ας το μάθουμε- συνήθιζε.
Και ακριβώς εκείνην την στιγμή τον πρόσεξε. Ένας τύπος με μια καμπαρντίνα που έφτανε μέχρι τους αστραγάλους, με τον γιακά σηκωμένο και ένα παλιομοδίτικο καπέλο που θύμιζε ήρωες αστυνομικού διηγήματος του Στέφανου Μακρή, του σπουδαίου ντετέκτιβ και κολλητού φίλου της γιαγιάς της Πέρσας Βουδούρη, που αποτέλεσαν το πιο αχτύπητο δίδυμο που είχε δει ποτέ ο αστυνομικός χώρος, λίγα χρόνια πριν. Την πήρε το κατόπιν και περίεργο, μα δεν τηρούσε καν τα προσχήματα, δήλωνε την παρουσία του με καραμπινάτο τρόπο.
Να τα, να τα, τα παιδιά τα δικά μας, μουρμούρισε ψαχουλεύοντας στην τσέπη της το μικρό της περίστροφο, η απόκτηση άδειας του οποίου είχε κριθεί απαραίτητη λόγω των απειλών που κατά καιρούς στρέφονταν κατά του προσώπου της. Λίγο πριν ανοίξει την πόρτα του αυτοκινήτου της δεν άντεξε στον πειρασμό να μη ρίξει μια φευγαλέα έστω ματιά στον τύπο. Τον είδε να καπνίζει κάτι σαν μεγάλο πούρο καθώς στεκόταν κάτω από το φανοστάτη. Ο καπνός που έβγαινε με την εκπνοή του θαρρείς και έπαιρνε στερεά μορφή έτσι καθώς παγωμένη φωτίζονταν από το έντονο φως.
Μπορεί να μην είναι παρά ένας γκομενιάρης που βγήκε προς άγραν θηλυκού, νιώθοντας ο ίδιος αφόρητη μοναξιά. Σε κάθε περίπτωση οι κινήσεις του δεν παραπέμπουν σε κακοποιό στοιχείο, μονολόγησε κατά την προσφιλή της συνήθεια. Έβαλε μπρος και, ω του θαύματος, το αμάξι "τραγούδησε χαρμόσυνα", ευτυχώς. Από τον καθρέφτη έριξε μια ματιά στο φανοστάτη μα ο τύπος είχε εξαφανιστεί σαν αερικό. Μπορεί να ήταν και η ιδέα μου και ο άνθρωπος να ήταν απλά ένας νυχτερινός περιπατητής που αψηφούσε το φοβερό κρύο τέλειωσε τον μονόλογό της.

Όπως όλοι περίμεναν, τη νύχτα έριξε τρελό χιόνι που σχημάτιζε φράκτες στην άκρη των πεζοδρομίων, καθώς τα εκχιονιστικά μηχανήματα το συσσώρευαν εκεί, διευκολύνοντας και τις αλατιέρες που βοηθούσαν αποτελεσματικά στο να μην κλείσουν οι δρόμοι, οι κεντρικοί τουλάχιστον, γιατί πού να τους προλάβουν όλους! Έκαναν άριστα τη δουλειά τους και όταν έχεις έναν Δήμαρχο που παραμένει άγρυπνος δίνοντας κατευθυντήριες οδηγίες, λες μπράβο του και άξιος ο μισθός του. Στα δύσκολα δοκιμάζεται κανείς και τούτο ήταν ένα ακραίο καιρικό φαινόμενο, που το έκανε να μοιάζει αντιμετωπίσιμο.
Στα της Δανάης πάλι…
Με την προσοχή της στο έπακρον στραμμένη στη επικίνδυνη ολισθηρότητα του δρόμου, ξέχασε τον περίεργο συνάνθρωπό της ή και αν δεν τον ξέχασε εντελώς, απόθεσε την ύπαρξή του στο πίσω μέρος του κεφαλιού της· αυτό της είχε διδάξει η πείρα της δουλειάς της, να θυμάται τα πάντα, έστω και αμυδρά.
Στο όμορφο σπιτάκι της την υποδέχτηκαν με χαρούμενες φωνές και αγκαλιές και το υπόλοιπο βράδυ, κύλησε ομαλά. Απόλαυσε ένα Σάββατοκύριακο γιομάτο θαλπωρή. Ο Ρωμανός κατέβασε από το πατάρι το δέντρο -δεν έπαιρναν ποτέ αληθινό, γιατί δεν άντεχαν να το βλέπουν μετά τις γιορτές να το παίρνει ο σκουπιδιάρης- και τούτη τη φορά παραδόξως δεν έσπασαν ούτε μία μπάλα, ακόμη και ο Ρωμανός, με τις μεγάλες αντρικές και άτσαλες χερούκλες!
Την Δευτέρα η θερμοκρασία είχε μικρή άνοδο και η παγωνιά ήταν υποφερτή. Μόνον τα χέρια δεν έλεγαν να ζεσταθούν έτσι καθώς ακουμπούσαν στο τιμόνι του μικρού αυτοκινήτου της. Και λίγο πριν ανέβει στον όροφο του δικού της γραφείου περιμένοντας το ασανσέρ τον είδε ξανά!
Στεκόταν λίγο πιο μακριά από την είσοδο της πολυκατοικίας καπνίζοντας αρειμανίως το τεράστιο πούρο του. Αν μη τι άλλο, δεν επεδίωκε να περάσει απαρατήρητος. Τον κοίταξε, την κοίταξε και με μία αδιόρατη κίνηση πιάνοντας τον γείσο του καπέλου του, την χαιρέτησε σαν gentleman, έτσι τουλάχιστον το εξέλαβε η ρεπόρτερ. Δεν του ανταπέδωσε τον χαιρετισμό, κατάλοιπο της παιδικής της ηλικίας όταν η γιαγιά την συμβούλευε να μην συναγελάζεται με ύποπτους τύπους. Και πιο ύποπτος από τούτον εδώ τον ξένο υπήρχε; Αμ δεν υπήρχε βέβαια. Μετά ένα μισάωρο έφυγε για την εφημερίδα της, μα ο άγνωστος ευτυχώς δεν ήταν πουθενά πράγμα που η Δανάη σαν με βιονικό περισκόπιο ερεύνησε.

Καλημέρισε τον Διονύση -το αφεντικό είχε meeting- και εν τάχει του περιέγραψε την εμπειρία της με τον καμπαρντινοφορούντα τύπακα.
«Διονύση μου το και το, πήγαινε και ρίξε μια ματιά αν είναι απ’ έξω. Πριν λίγα λεπτά ήταν έξω από το άλλο μου γραφείο. Έχει γίνει σκιά μου ένα πράγμα, τι στον δαίμονα θέλει, που να τον πάρει;» Ήταν και με τα δίκια της, πολύ ταραγμένη. Ευτυχώς οι δημοσιογράφοι είχαν κηρύξει απεργία διαρκείας και δεν μπορούσε να κάνει προς το παρόν καμία δήλωση από αυτές που είχε εξαγγείλει. Κάτι ήταν κι αυτό.
Ο Διονύσης πήγε, μα δεν βρήκε κανέναν να μοιάζει στην περιγραφή που έκανε η φίλη του, που έτρεμε για τη ζωή της με τη φόρα που είχε πάρει να θέλει να καθαρίσει τους στάβλους του Αυγεία από την συσσωρευμένη για χρόνια και χρόνια κοπριά. Μα όταν εκείνη έφυγε από το γραφείο της, νωρίς σχετικά, βρήκε τον τύπο να την περιμένει σαν έτοιμος από καιρό... για να της πει... τι; Η Δανάη θύμωσε και θύμωσε πολύ. Του έριξε μια ματιά, που πιο άγρια δεν γινόταν και αυτός ευγενικά ανταποκρίθηκε με το άψογο χαιρετισμό ενός gentleman παλιάς κοπής. Gentleman και χαφιές ή κακοποιός της σχολής Αλ Καπόνε συνάδουν; Αμ δεν μονολόγησε. Τότε; Χαφιές τσου, κακοποιός τσου, γκόμενος αρχαίας σχολής φλερτ τσου επίσης. Τι ήταν; Για να θέλει να με βλάψει δεν έχω τέτοιες ενδείξεις, και ξανά μανά... Τότε;
Ο Διονύσης πάντως είχε πολύ προβληματιστεί και ας ήθελε να πιστεύει ότι το κορίτσι έβλεπε παντού υπόπτους μετά τον πόλεμο που είχε κηρύξει ενάντια σε συμφέροντα που δεν άντεχαν να σηκώσουν οι όμορφοι ντελικάτοι της ώμοι. Και όταν την επομένη την ρώτησε με τακτ αν είχε κανένα νέο συναπάντημα, εκείνη αρκέστηκε να του πει «Θα σου πω».

Με τούτα και με τ’ άλλα πέρασαν και οι γιορτές. Μικροί και μεγάλοι τα κεφάλια κάτω και στα καθήκοντά τους. Μακάρι να κρατούσαν περισσότερο οι άγιες μέρες αλλά αυτό συμβαίνει μόνον σε κάτι χαζά παραμύθια. Το θέμα ποδόσφαιρο ήρθε ξανά στην επικαιρότητα και ο φίλαθλος κόσμος ήταν ανάστατος. Η Δανάη είχε πάρει φωτιά και απειλούσε με όλο και περισσότερες αποκαλύψεις. Δεν το έκανε από κουτσομπολίστικη διάθεση ή σαδισμό, πονούσε στ’ αλήθεια, γιατί αγαπούσε τον χώρο.
Ώσπου ένα πρωί, την ώρα που πήγε να ανοίξει την πόρτα του αυτοκινήτου της, δευτερόλεπτα πριν, βλέπει τον γνωστό τύπο να πέφτει κυριολεκτικά πάνω της να την ρίχνει κάτω, καλύπτοντάς την με το κορμί του και να την απομακρύνει, κλάσματα δευτερολέπτου πριν το οστικό κύμα από την έκρηξη τούς κάνει τσιγαριστούς.
Κατατρομαγμένη και κατάπληκτη βλέπει τον Σωτήρα της να απομακρύνεται με ελαφρώς ασταθή βήματα την στιγμή που κατέφθαναν τα περιπολικά και η αντιτρομοκρατική. Στο Αστυνομικό Τμήμα όπου βρίσκονταν η ρεπόρτερ ήρθαν ασθμαίνoντες και ο Διονύσης με τον boss. O Διονύσης όταν την είδε, ναι μεν τσαλακωμένη μα γερή, έβαλε τα κλάματα, πράγμα που δεν απέφυγε ούτε το αφεντικό. Ο ίδιος ο Αρχηγός την ρώτησε αν είχε δεχτεί απειλές πραγματικές και όχι τις συνήθεις βρισιές των οπαδών, εκείνη ένευσε αρνητικά και άγνωστο γιατί δεν ανέφερε τον τύπο που την παρακολουθούσε και που ηλίου φαεινότερο ήταν εκεί για να την προστατεύει από κάτι που ήξερε ότι απειλούνταν…
Αν δεν ήταν αυτός εκεί, την ώρα μηδέν, τούτη η σειρά των επεισοδίων που γράφουμε θα είχε σταματήσει εδώ και δεν το ‘χουμε ακόμη σκοπό…

👣

Copyright © Λένα Μαυρουδή-Μούλιου All rights reserved, 2020
Πρώτη δημοσίευση
Τριακοστό έβδομο επεισόδιο της σειράς «Δανάη, η ρεπόρτερ». Ξεκινήστε από το πρώτο μέρος εδώ! Συνεχίστε στο επόμενο εδώ!
Στη συνοδευτική εικόνα βλέπετε έργο της Carolyn Eardley
Επιμέλεια κειμένων: Τζένη Κουκίδου