Χριστούγεννα στὸν Κάμπο

Νατάσας Ζαχαροπούλου

[Χριστουγεννιάτικα φρούτα και ξηροί καρποί] Eloise Harriet Stannard

Ξημέρωνε Παραμονὴ Χριστουγέννων· ὁ βοριὰς λυσσομανοῦσε ὅλη νύχτα· ποῦ καὶ ποῦ, ἡ μανία, ἐκτὸς ἀπὸ τὰ παρατεταμένα, ἀπειλητικὰ οὐρλιαχτά του, ἔμοιαζε νὰ φέρνει κουδουνιστοὺς ἤχους ἀπὸ τὸ τσούγκρισμα κρυστάλλινων ποτηριῶν –ἐκεῖνο τὸ διακριτικὸ τσούγκρισμα ποὺ δὲν ξεπερνᾶ τὰ ὅρια τῶν καλῶν τρόπων–, τὰ ὁποῖα βγαίνουν ἀπὸ τὶς βιτρίνες καὶ τὰ σκρίνια στολίζοντας πολυάνθρωπα γιορτινὰ τραπέζια, ἤχους ἀπὸ τρίγωνα, κάλαντα μὲ παιδικὲς φωνὲς στὰ ἑλληνικὰ καὶ σ’ ἄλλες γλῶσσες βαρειές, γλῶσσες γλωσσοδέτες –μὲ τὰ φωνήνεντά τους νὰ δέρνονται, νὰ συνθλίβονται σὲ ἀκόπαστες μυλόπετρες συμφώνων–, διακεκομμένο κλάμα ἢ ἀπανωτὰ μωρουδίστικα ξεκαρδίσαματα· σηκώθηκε ἀπὸ τὸν καναπὲ ὅπου τὸν εἶχε ἁρπάξει ὁ ὕπνος ἐνόσω διάβαζε χτὲς βράδυ.

Ἔφερε δυὸ βόλτες τὸ μακρὺ καρὼ κασκὸλ γύρω ἀπὸ τὸ λαιμό του, φόρεσε μὲ βιαστικὲς κινήσεις τὸ χοντρὸ πανωφόρι, ἐκεῖνο τὸ ἀθάνατο ἐδῶ κι εἴκοσι πέντε χρόνια, ποὖχε ψωνίσει σ’ ἐκπτωτικὸ πολυκατάστημα τοῦ Ἄαχεν, πῆρε ἀπὸ συνήθεια τὸ ψηλὸ καλοκαιρινὸ πλατύγυρο ψαθί, κατεβάζοντάς το χαμηλά, κρύβοντας τὰ φρύδια, σχεδὸν τὰ μάτια. Βγῆκε ἀχάραγα· στάθηκε ἔξω ἀπὸ τὴν πόρτα ἴσα νὰ βάλει τὶς γαλότσες ποὺ στέκονταν ἀριστερά, οἱ ὁποῖες εἶχαν πιὰ τὸ σχῆμα τῶν μακριῶν λεπτῶν ποδιῶν του∙ κατεθύνθηκε στὸ χωραφάκι· στὰ ἑκατὸ τετραγωνικὰ ξεκούραστου, ἀφράτου χώματος ποὺ σπαρταροῦσε ἀνυπομονώντας νὰ πέσουν οἱ σπόροι, τὰ φύτρα, δίνοντάς του κάθε καλοκαίρι τὸ εἶναι του ἀφειδώλευτα σὲ κηπευτικὰ καὶ φροῦτα· ἀπὸ κοντά του κι ὁ Ἀμέ: ὁ κουτσὸς γάτος ποὺ ὅλη μέρα μπλεκόταν στὰ πόδια του ἢ ἀνασκάλευε τὰ βιβλία καὶ τὰ χαρτιὰ, τοῦ πάντοτε στὸ παρελθὸν τακτοποιημένου γραφείου, ὥσπου νὰ βρεῖ τὴν ἀκριβὴ θέση ποὺ τὸν βόλευε νὰ κοιμηθεῖ, βοηθώντας τον ὡστόσο μ’ αὐτὸν τὸν παράδοξο τρόπο ν’ ἀνακαλύπτει σημειώσεις ποὺ γύρευε μὲς στὸ ἀπροσδόκητο κάθε φορὰ ἀνακάτεμα∙ ἄλλες φορές, στὸ μικρὸ τραπέζι τῆς κουζίνας, πρὶν τὴν ὥρα τοῦ φαγητοῦ, ἔσπρωχνε μὲ τὰ μπροστινά του πόδια τὰ μαχαιροπήρουνα γυρνώντας τα ἀνάποδα ἤ, βάζοντάς τα ἄτακτα δίπλα ἤ, ἀντικριστὰ ἀπὸ τὸ πιάτο, κάποιες ἄλλες μετακινοῦσε τὸ ἀναποδογυρισμένο καπάκι τῆς κατσαρόλας ἀπὸ τὸ μάρμαρο στὴ γούρνα τοῦ νεροχύτη· ἅμα τὰ κέφια του ἦσαν διαβολεμένα, μασοῦσε τὶς ἄκρες ἀπὸ τὶς χαρτοπετσέτες φτιάχνοντας περίτεχνες, ἀξιοζήλευτες δαντέλες.

Τὸ κρύο τὸν ἔτσουζε στὰ μάγουλα∙ τὸ ἀντιπαθοῦσε· δὲν κατάφερε νὰ τὸ συνηθίσει οὔτε στὴ Γερμανία, τότε ποὺ, ἂν καὶ ἀρκετὰ νεότερος, τὸ αἷμα του ἀντὶ νὰ βράζει ἐκεῖ πάγωνε. Τὸ παράξενο ἐδῶ, στὸ νησί, στὴν καρδιὰ τοῦ κάμπου, ἦταν πὼς ὁ βοριάς, ἀντίθετα μ’ ὅλους τοὺς ἄλλους ἀνέμους ὅπως τοὺς γνωρίζουμε παντοῦ ἀλλοῦ, ἦταν βοριὰς καὶ νοτιὰς μαζί! Χάριν κυριολεξίας: βοριὰς καὶ μαΐστρος, ταυτοχρόνως τραμουντάνα, λεβάντες καὶ σιρόκος ἐν χορῶ! Αὐτὴ τὴ στιγμὴ ὁ βόρειος ἄνεμος τοῦ χάραζε τὸ δέρμα, ὁ ἀνατολικὸς τὸ στέγνωνε τραβώντας το, ὁ νοτιὰς τὸ περόνιαζε, ὁ δυτικός, ξεσηκώνοντας πέρα κάτω τὸ ἀνοιχτὸ πέλαγος, ἔφερνε κατὰ ριπὰς τὴν ἁρμύρα· τὸ ἁλάτι κατακαθόταν στὶς πληγὲς∙ σκέπαζε κι αὐτὸν κι αὐτὲς, ὅπως, παλιά, τὰ λόγια τοῦ παπποῦ, οἱ τηγανίτες τῆς γιαγιᾶς, ποὔφτιαχνε γιὰ τὸν Στέφαν εἰδικά, καὶ μάλιστα τὶς φορὲς ἐκεῖνες ποὺ, πηδοβολώντας σὰν τὸ ἀγριοκάτσικο γύρω ἀπὸ τὸ ἁλωνάκι μὲ τὶς ἀκανόνιστες πέτρες καὶ τ’ ἀγκωνάρια, ἐμπαινε σπίτι σὰν τὸν κλέφτη, μὲ μάτια κατεβασμένα, τὰ ροῦχα του σκισμένα, τὰ γόνατα, τοὺς ἀγκῶνες.

Ἔσκυψε στὸ χῶμα ποὺ μοσχοβολοῦσε ἐπερχόμενη καταιγίδα, ἔχωσε τὰ δυνατά, ὡραῖα σχηματατισμένα δάκτυλά του στὴ σάρκα τῆς παγωμένης γῆς, γέμισε τὴ χούφτα του μὲ τὸν θησαυρό της· πόσες φορὲς στὴ ζωή του τὰ χέρια του εἶχαν γεμίσει πλούτη ἄλλων σωμάτων; Ὁ ἀγέρας αἴφνης γερὴ σπρωξιὰ τὸν ἔκανε νὰ τρέξει, νὰ προλάβει νὰ μαζέψει ἐγκαίρως τὰ λάστιχα ποτίσματος στὴν ἀποθήκη, ὅπου βρίσκονταν καὶ τὰ ὑπόλοιπα ἐργαλεῖα γιὰ τὶς ἀγροτικὲς δουλειές· τὰ τοποθέτησε στὴ θέση τους γρήγορα καὶ μεθοδικά. Μὲ ὅ,τι κι ἂν καταπιανόταν ἦταν μεθοδικός· ταχὺς τόσο ὅσο νὰ μὴν ἀφήνει τὰ πράγματα στὴν τύχη τους· στὰ γραπτά του εἰδικὰ ὣς ἐκεῖ ποὺ τοῦ ἐπέτρεπε ἡ εὕρεση τῆς ἀναντικατάστατης, κάθε φορά, σὲ κάθε φράση, σὲ κάθε παράγραφο, λέξης.

Γιὰ τὸν Στέφαν Ἰωνά, τὸ μικρὸ ὄνομα τοῦ ὁποίου ὤφειλε στὴν ἀγάπη τῶν γονιῶν του, κυρίως τοῦ πατέρα, γιὰ τὸν Στέφαν Τσβάϊχ, ὥσπου νἄρθει καὶ νὰ ἐγκατασταθεῖ ἐδῶ, στὰ κατάκαρδα τοῦ κάμπου τοῦ ἑλληνικοῦ νησιοῦ, γῆ του ἦσαν τὰ κείμενα, σπόροι καὶ φύτρες -τὰ γράμματα, ἐργαλεῖα του- ὅλα τὰ σχήματα λόγου. Θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι ἡ ἐνσάρκωση τοῦ Παλαιοβιβλιοπώλη Μέντελ, ὄχι τόσο ἀπὸ τὸν τρόπο ποὺ ἐργαζόταν στὶς ἀράδες τῶν δικῶν του κειμένων, ἀλλὰ ἀπὸ τὸ πῶς ἀντιμετώπιζε κάθε βιβλίο, κάθε χειρόγραφο ἄλλων ποὺ παραδιδόταν στὴ διεύθυνσή του: ἄρχιζε νὰ ξεφυλλίζει τρυφερά, προσεκτικὰ τὸ σπάνιο κομμάτι, μὲ ἀπέραντο σεβασμό, σελίδα τὴ σελίδα. Σὲ μιὰ τέτοια στιγμὴ δὲν μποροῦσε νὰ τὸν ἐνοχλήσει κανείς, ὅπως δὲν μπορεῖς νὰ ταράξεις ἕναν ἀληθινὰ πιστὸ κατὰ τὴ διάρκεια τῆς προσευχῆς. Καί, πράγματι, αὐτὴ ἡ θέαση, τὸ ἄγγιγμα, τὸ μύρισμα καὶ τὸ ζύγιασμα, καθεμιὰ ἀπὸ τοῦτες τὶς ἐνέργειες ξεχωριστὰ εἶχε κάτι ἀπὸ τὸν τελετουργικὸ χαρακτήρα, ἀπὸ τὴν κανονιστικὰ ρυθμισμένη λατρευτικὴ ἀκολουθία μιᾶς θρησκευτικῆς πράξης.[1]

Μπῆκε σπίτι τρέχοντας, βάζοντας δύναμη νὰ κλείσει τὴν ἐξώθυρα ποὺ ἀπ’ ἔξω ἔσπρωχναν οἱ ἄνεμοι ἐν βρασμῶ· πρόσθεσε ἕνα καινούργιο κούτσουρο στὴ στόφα· ἔκρηξη ἀπὸ σπίθες, καθὼς τὸ πίεσε νὰ χωρέσει, κλείνοντας τὸ μαντεμένιο πορτάκι. Ὁ Ἀμὲ εἶχε ἀνέβει στὸ τραπέζι, δίπλα στὴν ἄδεια πρὸς τὸ παρὸν κούπα τοῦ τσαγιοῦ· δὲν τὸν ἄφηνε στιγμὴ ἀπὸ τὰ μάτια, τὴν ὄσφρηση, τὴν ἀκοή του, τὸ ἄγγιγμα μὲ τὴν πυκνή, κοντότριχη γούνα του. Καμιὰ φορά, ἀνυπόμονος ὅπως ἦταν, ἔπινε ἀπὸ τὸ τσάι του, γευόταν τὴν ψίχα, ποὺ κόλλαγε πρὸς στιγμὴν στὸν οὐρανίσκο του, τὴν κόρα ἀπὸ τὴ φέτα τοῦ προζυμένιου ψωμιοῦ του πρῶτος, κι ὕστερα κουλουριαζόταν δίπλα στὸ χέρι του, ὥσπου νὰ τελειώσει ὁ Στέφαν τὸ πρωινό του. Αὐτὴ τὴ στιγμὴ τὰ πράσινα αἰγυπτιακά του μάτια κατέγραφαν μία-μία τὶς ἀργές, τελετουργικὲς κινήσεις τοῦ Γιονᾶ, καθὼς σέρβιρε ἀπὸ τὴν τσαγιέρα τὸ ἀχνιστὸ φλισκούνι, τὸ μαζεμένο ἀπὸ τὰ ὀρεινὰ τῆς νήσου, μὲ τὴ γεύση μεστωμένη ἀπὸ τὴ γλύκα τοῦ βουνοῦ καὶ τὴν ἁρμύρα τοῦ πελάγους· σ’ ἕνα πιατάκι τοῦ φρούτου ἔβαλε δυὸ μελομακάρονα· ἀπὸ τὰ χεράκια του! Δυὸ δόσεις ἔφτιαξε· ὄχι γιατὶ δὲν πέτυχε ἡ πρώτη, ἀλλὰ ἐπειδὴ ἡ κανέλλα μὲ τὸ πορτοκάλι ἦταν ὁ τόπος ὅπου φώλιαζε ἡ ψυχή του.

Τέτοιες μέρες, ὅταν ἦταν παιδί, τὸ σπίτι τους εὐώδιαζε πορτοκάλι καὶ κανέλλα, φρέσκο βούτυρο καὶ ἄχνη, κατ’ ἐξαίρεσιν μαχλέπι, ὅταν ἡ μάνα τῆς μά-νας του, ἀποφάσιζε νὰ κάμει τὰ προσφιλέστα σ’ ἐκεῖνον καὶ τ’ ἀδέλφια του ἀφράτα καὶ συνάμα λασπωτὰ τσουρέκια· ὅμως δὲν ἦταν μονάχα τὸ σπίτι τους, δὲν ἦσαν τὰ μικρὰ του δάχτυλα ποὺ μοσχομύριζαν, καθὼς τὰ βύθιζε στὴ λεκάνη μὲ τὴ ζύμη γλείφοντάς τα ἀπολαυστικά, ἀνυπόμονος ὥσπου νὰ πλάσει τὰ μελομακάρονα ἡ μάνα του, νὰ τὰ βάλει στὸ φοῦρνο νὰ ψηθοῦν· ἦταν τὸ ἄρωμα ἀπὸ τὰ δικά της χέρια! Τὸ δυνατὸ ἄρωμα τοῦ κανελλοπορτόκαλου, ποὺ ὅσο κι ἂν τἄτριβε μὲ τὸ πράσινο σαπούνι, ὅσο κι ἂν, μετά, καταπιανόταν μὲ τὶς ὑπόλοιπες δουλειές, παρέμενε, ἀναδυόταν ἀπὸ τὰ δάχτυλα, τὶς παλάμες της, διαπερνώντας τον, λιγώνοντάς τον· τὸ ἄρωμα τοῦ χαδιοῦ, τῆς μάνας του τὸ ἄρωμα -τὸ κανελλοπορτόκαλο... Ἐν τῶ μεταξύ, ὁ Ἀμὲ μετροῦσε τὶς μπουκιές του, καραδοκοῦσε τῶν καρυδιῶν τὰ τρίμματα. Δὲν τοῦ ἄρεσαν τὰ γλυκά, ὅμως ἡ καρυδόψιχα ἦταν μούρλια! Καρύδια τῆς Ἀνώχωρας, μαζεμένα σ’ ἐκδρομὴ μὲ τὴν παρέα τοῦ καλοκαιριοῦ, στεγνωμένα στὸν ἥλιο, καθαρισμένα καὶ σπασμένα ἀπὸ τὰ ὄμορφα χέρια, τὰ φροντιστικά, τοῦ Στέφαν.

Ἡ φετινὴ Παραμονὴ πρωτοφανὴς καὶ γιὰ τοὺς δυό. Πρώτη χρονιὰ στὴ μέση τοῦ πουθενά, παρ’ ὅλο ποὺ τὸ σπίτι ἦταν φοῦρνος ἀπὸ τὴ ζέστη· ἀπὸ τὴν ἰδιαίτερη πολυτέλεια τῆς θαλπωρῆς, τὴν πληρότητα ποὺ χαρίζει ἡ θερμότητα. Ὡστόσο, ὁ Στέφαν θἄθελε νἄναι στὴν ἄλλη του πατρίδα, ἐκείνη τῶν φίλων τοῦ Βορρᾶ· στὴν πατρίδα τῶν παιδικῶν δακρύων καὶ τῶν γέλιων ὅπου ὅλη νύχτα τὸν ταξίδευε ὁ πανζουρλισμὸς τοῦ ἀνέμου· θἄθελε νἄναι στὴν πατρίδα τῶν Χριστουγέννων, ὅπου οἱ δρόμοι, τὰ μαγαζιά, τὰ σπίτια στραφτάλιζαν κατάφωτα, καθὼς ὅλο τὸν χρόνο καθένας περίμενε καὶ προετοιμαζόταν γιὰ τὴν μακριὰ νύχτα τῆς Παραμονῆς· θἄθελε νὰ βρίσκεται στὴν πατρίδα τῶν ἀδελφῶν Γρίμ, γιατὶ ὄχι, μ’ ἕνα πέταγμα, σ’ ἐκείνην τοῦ Ἄντερσεν. Ὅμως οἱ συνθῆκες τὸν κράτησαν ἐδῶ, στὰ κατάκαρδα τοῦ κάμπου, στὸ παλιὸ, μὲ μέτρο ἀνακαινισμένο σπίτι, ὅπου χειμώνα-καλοκαίρι ἔλαμπαν πολύχρωμα λαμπιόνια στιγμὲς τῆς ζωῆς τῶν παππούδων, γυάλιζαν οἱ μεγάλες μπάλες τῶν παιδικῶν του χρόνων· χειμώνα-καλοκαίρι ἄστραφτε λιτό. Πρώτη φορὰ θἄμενε ἐδῶ -στὴν πατρίδα του τῶν γραμμάτων· θἄπαιρνε τὸν Ἀμέ, ποὺ ὅ,τι εἶχε διαβεῖ τὴν ἐφηβεία κι ὅσο νἄναι ὅλο καὶ κάτι περισσότερο, μπαίνοντας στὴ νεότητα πλέον, καταλάβαινε, θ’ ἀνηφόριζαν στὸ χιονισμένο Κάστρο, θὰ περπάταγαν μαζὶ σὲ καλντερίμια καὶ σοκάκια κάτω ἀπὸ τὸ Χριστουγεννιάτικο φῶς, μὲς στὸν καταυγασμὸ τοῦ Χριστουγεννιάτικου φωτὸς συναντώντας τὴν Ντελησυφέρω, τὸν Χαραμάδο, τὸν γέρο-Νταραδῆμο, τὴν Φιλόστοργη, ἴσως, παρ’ ὅλη τὴν πείνα τους ἀντιστέκονταν, κατάφερναν ν’ ἀποφύγουν τὸ κέρασμα τοῦ Χριστόψωμου ἀπὸ τὴν κακιὰ πεθερά, μᾶλλον θὰ συνδειπνοῦσαν μὲ τοὺς νοικοκύρηδες στὸ φιλόξενο τραπέζι τῆς Σταχομαζώχτρας, ἀπολαμβάνοντας τὶς ἀκριβές, τὶς μονάκριβες θωπεῖες τοῦ Σκιαθίτη.

🎄

Copyright © Νατάσα Ζαχαροπούλου All rights reserved, 10/12/2020
Στη συνοδευτική εικόνα βλέπετε πίνακα της Eloise Harriet Stannard (Χριστουγεννιάτικα φρούτα και ξηροί καρποί)
[1] Stefan Zweig, Ο Παλαιοβιβλιοπώλης Μέντελ, Μετάφραση: Μαρία Τοπάλη, Εκδόσεις: Άγρα