Δανάη, η ρεπόρτερ
Αν για κάτι ήταν υπερήφανη η Δανάη, ήταν το μικρό της διαμέρισμα-γραφείο στον 5ο όροφο μιας καλαίσθητα κτισμένης πολυκατοικίας με τελείως ανεμπόδιστη θέα στο απέραντο γαλάζιο της θάλασσας του Σαρωνικού. Πέραν του κυρίως σπιτιού της, τούτο δω το σπιτάκι ήταν αποκλειστικά δικός της χώρος, που εκτός της ανεμπόδιστης θέας είχε και ανεμπόδιστη απόλυτη ησυχία για να ασχοληθεί με τα γραφτά της, το χρονογράφημα και την λογοτεχνική της στήλη στην μεγάλης κυκλοφορίας εφημερίδα. Της έδινε έμπνευση βρε παιδί μου η περιρρέουσα ατμόσφαιρα όπου δεν έφταναν οι ήχοι του δρόμου, μία φυσική μόνωση δηλαδή που εγκλώβιζε ενοχλητικούς θορύβους. Να όμως που ένα απρόσμενο γεγονός ήρθε μια ημέρα να ταράξει τους "κύκλους" της κοπέλας και να την κάνει να χάσει την παροιμιώδη ψυχραιμία της.
Λίγο μετά το μεσημέρι και ενώ μάζευε τα πράγματά της να πάει στο κυρίως σπίτι και στις εκεί υποχρεώσεις και καθήκοντά της, σαν μητέρα και σύζυγος, κάνει να κλείσει το πλατύφυλλο παράθυρο που το έλουζε ο ήλιος και έμοιαζε με κάντρο ενός ανεπανάληπτης δεξιοτεχνίας πίνακα ζωγραφικής, βλέπει την ευλογημένη αλάνα μπροστά της να έχει καταληφθεί από ένα συνεργείο ατόμων που άλλοι φωτογράφιζαν τον χώρο και άλλοι μετρούσαν τις πολύμετρες πλευρές της. Δεν ήταν δύσκολο βέβαια να καταλάβει ότι σε λίγο, την ανεμπόδιστη θέα θα εμπόδιζε μια πολυκατοικία σαν την δική της και αντί για το απέραντο γαλάζιο του Σαρωνικού που δεν το άλλαζε ούτε με το Μπάκιγχαμ, θα αντίκριζε τους πλαϊνούς τοίχους ενός νεόδμητου κτιρίου.
Την έπιασαν τα κλάματα. Πώς μέχρι τώρα βαυκαλίζονταν στην ιδέα ότι η αλάνα θα παρέμενε κενή την στιγμή που κάθε τετραγωνικό μέτρο στην περιοχή κόστιζε χρυσάφι; Ίσως γιατί γνώριζε ότι το τεράστιο οικόπεδο ανήκε στο Δήμο και σαν πόσα λεφτά θα είχε πια να διαθέσει αυτός για την αξιοποίηση του χώρου; Την έπιασε πονοκέφαλος. Αυτό συνέβαινε πάντα όταν της τύχαιναν δυσάρεστα γεγονότα και η κατάληψη τη αλάνας ήταν ένα απ’ αυτά. Σε λίγη ώρα αισθανόταν τόσο χάλια ώστε έφτασε στο σημείο να υποπτευθεί μη και την είχε κτυπήσει ο Covid 19! Έκανε έναν espresso να στανιάρει κάπως και πήρε τηλέφωνο τον διαχειριστή.
«Γεια σου κυρ Παντελή. Τι κακό μας βρήκε απογευματιάτικα; Πολυκατοικία βέβαια, ε;»
«Όχι μαντάμ, ευτυχώς, εν μέρει. Βρίσκονται μεταξύ ενός Νηπιαγωγείου για άπορους γονείς και μιας πρότυπης παιδικής χαράς. Δεκάδες παιδικές φωνούλες είτε με το ένα, είτε με τ’ άλλο, θα μας παίρνουν το κεφάλι. Που σημαίνει ότι η πολύτιμη και αξιοζήλευτη ησυχία της περιοχής μας πάει περίπατο. Θα το συνηθίσουμε κι αυτό, τι να κάνουμε;»
Η Δανάη ενθουσιάστηκε.
Ένα ισόγειο κτίριο μεγάλο μεν, αλλά σε έκταση και όχι σε ύψος, θα είναι ό,τι το καλύτερο. Και το κάδρο θα είναι ακόμη καλύτερο στην περίπτωση παιδικής χαράς. Τώρα, τι εννοούσε ο κυρ Παντελής λέγοντας "πρότυπη" δεν μπορούσε να φανταστεί. Όπως και να ‘χει, καλό ακούγονταν. Αλλά και πάλι, με μια "γυμνή" από πράσινο παιδική χαρά, με έναν αδυσώπητο καλοκαιρινό ήλιο να καίει τα "σπαρτά", ο γιατρός τής πρώην αλάνας που φυσικά θα υπήρχε στον χώρο δεν θα προλάβαινε να μετράει θερμοπληξίες και ηλιάσεις παρά την ζωογόνο αύρα της γειτονικής θάλασσας.
Από το επόμενο κιόλας πρωί, ένας οργασμός εργασιών άρχισε. Η πρεμούρα είχε και την εξήγησή της βεβαίως βεβαίως. Πλησίαζαν Δημοτικές εκλογές και το απερχόμενο Δημοτικό σχήμα που φιλοδοξούσε να επανεκλεγεί, όφειλε να επιδείξει καραμπινάτο έργο. Τα γκρέιτερ και οι εκσκαφείς τρυπούσαν ένα έδαφος σκληρό σαν τσιμέντο αφού απ' ό,τι θυμούνταν οι γεροντότεροι θα το είχε σκληρύνει το αίμα άμοιρων ζώων. Υπήρξε, πολύ παλιά, εδώ ένα σφαγείο μοσχαριών και αμνοεριφίων. Να γιατί δεν φύτρωνε πάνω του ένα χαμομήλι, μια πρασινάδα, μια τσουκνίδα έστω, και το μόνο που έβλεπες που και που ήταν ένα γαϊδουράγκανθο να το μασουλά κανένας γάιδαρος, σαν αυτόν του γαλατά κυρ Μάνθου χρόνια πριν, έλεγαν οι παλιοί. Τα παιδιά την αλάνα την έβλεπαν αλλιώς. Ήταν ο κατάλληλος χώρος για ποδόσφαιρο κυρίως κι έτσι γλίτωναν οι τζαμαρίες των γύρω καταστημάτων, από ένα οff sight της μπάλας τους.
Η Δανάη πλησίασε τον επικεφαλής του team των εργατών και με την ιδιότητά της ως δημοσιογράφου, του ζήτησε ένα σχετικό ρεπορτάζ τόσο για την εφημερίδα της, που όπως ξέρουμε ήταν ευρείας κυκλοφορίας, όσο και για το κανάλι που είχε μεγάλη τηλεθέαση. Άλλο που δεν ήθελε ο τύπος. Υπάρχουν άνθρωποι που τρελαίνονται για την προβολή τους και ο αρχιεργάτης ήταν ένας απ’ αυτούς. Ειδοποίησε και τον Διονύση. Όσο να ‘ναι άλλη βαρύτητα και επισημότητα έπαιρνε ή σύλληψη τού ήχου και της εικόνας από το τεράστιο μηχάνημα ενός οπερατέρ και άλλη η εγγραφή με μολύβι και χαρτί ή μικρού κασετόφωνου που κρατάει μια όμορφη, πλην παλαιού τύπου, δημοσιογραφίνα.
Συμφώνησαν για την επομένη το πρωί και του ενεχείρισε το πλάνο των ερωτήσεων που θα του έκανε για να μη πιαστεί ο άνθρωπος αδιάβαστος μιας και η μετάδοση θα ήταν απ' ευθείας, live, και δεν επιδεχόταν διορθώσεων. Συμβαίνει συχνά να αλιεύεις τόσα λεκτικά μαργαριτάρια που να κάνεις διπλό κολιέ! Εκείνο το πολύπαθο επίθετο, το λατρεύουν ιδιαίτερα. Βρε τους το διορθώνεις κομψά και με τακτ αυτοί το βιολί τους, το απεχθή αντί του σωστού το απεχθές, το αφιχθέν τούς λες, το αφιχθή το βρίσκουν πιο όμορφο.
Προσωπικά νομίζω ότι κάτι τέτοια στοιχειώδη λάθη δίνουν το δικαίωμα στον συνομιλητή να μειωθεί το ενδιαφέρον του στα όσα λες με τέτοιες κοτσάνες που δηλώνουν σαφή αγραμματοσύνη. Όταν ο αρχιεργάτης ή μηχανικός ή κάτι τέτοιο τέλος πάντων τους έδειξε τη μακέτα του έργου, μιας Παιδικής Χαράς τελικά, θαύμασαν την αρτιότητά του και στις μικρότερες λεπτομέρειες. Αν υλοποιούνταν το σχέδιο, θα ήταν ό,τι καλύτερο είχε ποτέ κατασκευαστεί στον Ελλαδικό χώρο. Μίλησαν για πολλά, δεν υπήρξαν λεκτικά λάθη, και η Δανάη περισσότερο σαν κάτοικος της περιοχής παρά ως δημοσιογράφος, εντυπωσιάστηκε.
Με γοργούς ρυθμούς ολοκληρώθηκε το όλο έργο, μπήκε το κάθε τι στη θέση του, σε όλα τα χρώματα του ουράνιου τόξου βαμμένο, και κατ’ επέκταση χρωμάτιζε θαρρείς, την γύρω περιοχή. Τοποθετήθηκε ένας απίστευτος τάπητας που εγγυούταν ακτύπητα γόνατα και άλλες γρατζουνιές. Αριστούργημα. Και βέβαια τα παρτέρια δεντροφυτεύτηκαν με δέντρα ταχείας ανάπτυξης, στην βάση των οποίων θα τοποθετούνταν παγκάκια για τους συνοδούς των παιδιών και όποιον ήθελε να απολαύσει τον χώρο. Κάποια στιγμή έγιναν και τα εγκαίνια και το έργο παραδόθηκε στην ευτυχή πιτσιρικιαρία.
Ένα πρωί η Δανάη σηκώθηκε να πάει στη δουλειά της αφού ο σύζυγός της και τα παιδιά είχαν πάει στην δικιά τους, ούσα βαρύθυμη, κακόκεφη και κάτι σαν να πλάκωνε την καρδιά της. Αν δεν ήταν απαραίτητη σήμερα η παρουσία της στο κανάλι θα καθόταν σπίτι με μια πιστευτή δικαιολογία που απηχούσε και την πραγματικότητα. Άνθρωπος ήταν, όχι ρομπότ και κάτι της συνέβαινε αδερφέ, μια στις τόσες! Την ώρα που άνοιγε το παράθυρο στον μικρό της ιδιωτικό παράδεισο που της έφτιαχνε τη μέρα, έφτασε μέχρι τόσο ψηλά μια στριγκλιά από τον παιδότοπο:
«Κωστήηηηη. Πού είσαι βρε παλιόπαιδο και μ’ έχεις σπασοχολιάσει; Κωστήηηηη… Θεέ μου, Χριστιανοί, βοήθεια!»
Μα ο Κωστής, μήτε φωνή μήτε σημάδι, μήτε κανένα μήνυμά του. Η Δανάη ευαισθητοποιημένη σαν μωρομάνα που ήταν, αλλά κρατώντας και μια σχετική ψυχραιμία καλεί πρώτα το 100, και επειδή από τόσο ψηλά δεν είχε καθαρή εικόνα του δράματος, αφήνει όπως όπως τον χαρτοφύλακά της, που ακόμα κρατούσε, ανοίγει την εξώθυρα και μη περιμένοντας το ασανσέρ που έδειχνε κατειλημμένο, ορμάει στο κλιμακοστάσιο κατεβαίνοντας δύο-δύο τα σκαλιά. Σε αλλόφρονα κατάσταση η νταντά, προφανώς, λιποθυμούσε, την κατάβρεχαν, συνερχόταν και μόλις συνειδητοποιούσε το κακό που την βρήκε, ξανάχανε τις αισθήσεις της. Ο παράδεισος, θύμιζε πλέον κόλαση.
«Αμ το φοβόμουνα το κακό εγώ, αυτός ο τόπος που έχει βιώσει τόσο θάνατο, είναι καταραμένος δεν έκανε για αναψυχή. Καλά το λένε οι παλιοί, αλλά ποιος να τους ακούσει;» είπε ένας από το πλήθος που σιγά σιγά μεγάλωνε με τον καθένα να λέει την δική του άποψη για την εξαφάνιση του μικρού. Οι, του 100, αστυνομικοί που κατέφθασαν, προσπαθούσαν να ηρεμήσουν τον κόσμο αλλά εις μάτην. Αγρίεψαν.
«Ησυχία στο φιλοθεάμον κοινό. Όποιος έχει να πει κάτι το ουσιώδες να σηκώσει το χέρι του, οι υπόλοιποι σκασμός» ούρλιαξαν με τη ντουντούκα.
«Πόσων χρόνων είπαμε ο μικρός; Τεσσάρων; Ολόκληρος άντρας δηλαδή. Μάλιστα».
«Ψάξαμε παντού όργανον. Στις τουαλέτες μέσα κι όξω, στα αναψυκτήρια, στις "φωλιές" παιχνίδια μη και το πήρε ο ύπνος εκεί μέσα. Τίποτα. Άφαντο. Μη κάνετε τον κόπο να ψάξετε τον χώρο, άδικος κόπος και βελόνα να ήταν θα την είχαμε ανακαλύψει. Φως φανάρι πρόκειται για απαγωγή. Όσο εμείς ψάχνουμε εδώ γύρω, ο απαγωγέας απομακρύνεται».
Και τα λεπτά, οι ώρες περνούσαν και καμιά πρόοδος στις έρευνες.
«Μα καλά κυρά μου. Συνόδευες ένα μικρό παιδί. Δεν παρακολουθούσες τις κινήσεις του;»
«Μα τι λες κυρ Αστυνόμε; Για μία στιγμή μόνο του είπα να με περιμένει που πήγα για την ανάγκη μου. Μη και έπρεπε να τον πάρω εκεί μέσα μαζί μου, ή να τον έδενα με αλυσίδα στο δέντρο και να πάτε εμένα μετά αλυσοδεμένη στη φυλακή; Σίγουρα το αφεντικό τώρα θα με σκοτώσει, και θα έχει τα δίκια του. Άρα καλύτερα να τον είχα δεμένο και στη φυλακή, παρά στον τάφο. Όχου συμφορά που με βρήκε!»
Η "μαύρη" ήταν αξιολύπητη. Οι του 100 ειδοποίησαν συναδέλφους και σε λίγο ο τόπος γέμισε με ένστολους αστυνομικούς, άλλους με πολιτικά, και καμιά δεκαριά περιπολικά. Κρατούσαν την ψυχραιμία τους· άλλωστε η ψυχραιμία είναι απαραίτητο στοιχείο της δουλειάς τους. Άρχισαν τις συνήθεις ερωτήσεις, για να βγάλουν την ανακοίνωση της εξαφάνισης. Την ακριβή ηλικία του παιδιού, και επέμεναν στην ερώτηση αυτή, τι φορούσε, τα χαρακτηριστικά του, όνομα, διεύθυνση και ό,τι άλλο θεωρούσαν σημαντικό και βέβαια αν ειδοποιήθηκαν οι γονείς του.
«Όχι κύριε πολιτσμάνε. Δεν ειδοποιήθηκαν».
«Και τότε πώς κατέφθασαν αλλόφρονες; Άλλο και τούτο το κουφό».
Το ερώτημα κυρίες και κύριοι είναι υψίστης σημασίας…
«Και πέστε μας παρακαλούμε άντρας ή γυναίκα σάς κάλεσε;»
«Μα τι λες ρε συ όργανο; Το ίδιο το παιδί μου μου τηλεφώνησε και μου είπε ότι η νταντά του τον άφησε μόνο και φοβόταν».
«Και από πού σας τηλεφώνησε -γκέο βαγκέο- έχει κινητό τηλέφωνο το βρέφος;»
«Όχι από το σταθερό ενός διαμερίσματος κάπου εδώ τριγύρω…»
Οι ακούγοντες περίοικοι τα έχασαν.
«Διαμέρισμα;»…
Πάει το πρωινό μου, άντε και να πεισθεί ο boss με όσα απίστευτα συνέβησαν στην πόρτα μου και δεν τον ειδοποίησα, έτσι όπως έφυγα άρον άρον από το γραφείο μου. Ενώ αν τον είχα ενημερώσει για έκτακτο ρεπορτάζ θα με επαινούσε και από πάνω για την αμεσότητα των αντανακλαστικών μου. Να τι σου κάνει ο πανικός. Τώρα θα με σκυλοβρίζει και με τα δίκια του ο άνθρωπος, χάνοντας την γαλατική του ευγένεια. Είναι αλήθεια ότι τέτοια ζητήματα με αποσυντονίζουν και ενεργώ αλλόκοτα.
Αυτός ήταν ο εσωτερικός διάλογος της ρεπόρτερ, που συνεχιζόταν: Πρέπει να τον ειδοποιήσω έστω και με καθυστέρηση δύο ωρών, γιατί δεν με βλέπω να φεύγω από την καταραμένη Παιδική Χαρά αφού οι αστυνομικοί έχουν αποκλείσει τον όλο χώρο με την χαρακτηριστική κόκκινη ταινία. Τα κλειδιά μου; Ω, ρε, πούντα τα κλειδιά μου; Κύριε των Δυνάμεων, θα τα άφησα πάνω στο γραφείο μου έτσι όπως έφυγα σαν τρελή. Αν έκλεισα και την πόρτα φεύγοντας πάει την έκατσα τη βάρκα. Άντε κλειδαράδες και ούτε κατούρημα μπορώ να κάνω. Αχ βρε μωράκι μου τι μου έκανες σήμερα! Μωρέ ας σε βρούνε και χαλάλι σου. Θα γίνει όμως αυτό; Πολύ φοβάμαι πως όχι…
Αυτές τις σκέψεις έκανε η Δανάη καθώς ανέβαινε αγκομαχώντας τα σκαλιά ένα, ένα. Οποία η διαφορά όταν με άλλες δυνάμεις τα κατέβαζε. Πότε; Μα πριν έναν αιώνα πάνω κάτω. Και το ασανσέρ γιατί το ’χουμε μανδάμ; Άντε να σε δούμε αύριο που θα ‘σαι πιασμένη. Τώρα βρήκες να σε πιάσουν οι κλειστοφοβίες σου.
Κάποτε τα καταφέρνει τελειώνοντας την ανάβαση να φτάσει στο γραφείο. Και Θεέ της, Σε ευχαριστεί που άφησε τελικά την πόρτα της ανοικτή. Μπαίνει, πετώντας τα παπούτσια της μέχρι το ταβάνι και κάνοντας να βρει τις παντούφλες της μένει εμβρόντητη. Στην πολυθρόνα του γραφείου της καθόταν ο εξοχότατος Κωστής, καταφανώς!
«Συγγνώμη που χρησιμοποίησα το τηλέφωνό σου, μα αφού δω μέσα δεν ήταν κανείς από ποιον να το ζητούσα από το Φούφουτο;»
Η Δανάη ξέπνοη παίρνει το 100 και ειδοποιεί ότι ο απολεσθείς παις τής πρώην αλάνας ανεβρέθη σώος και αβλαβής και να ανέβουν μέχρι τον 5ο να τον παραλάβουν, διότι η ίδια είναι αλλού-κι-αλλού και δεν ξέρει πότε και αν σενέλθει.
«Θα σας πει ο ίδιος τι συνέβη. Εγώ δεν προλαβαίνω. Επιτρέψτε μου να λιποθυμήσω πρώτα και όταν συνέλθω συμπληρώνω τα όποια κενά».
Όπως εξήγησε ο μικρός, βλέποντας ότι η Νταντά του αργούσε φοβήθηκε ότι τον εγκατέλειψε και πήγε να ζητήσει βοήθεια στην πολυκατοικία. Μα δεν έφθανε να κτυπήσει τα κουδούνια, ενώ θυρωρός δεν υπήρχε. Όμως για καλή του τύχη, ένα διαμέρισμα ήταν ανοικτό θαρρείς και τον περίμενε και από εκεί τηλεφώνησε του daddy.Υποσχέθηκε δε, ότι ποτέ ξανά δεν θα ξεχάσει το κινητό του όταν βγαίνει από το σπίτι του!
Το "νήπιο"!
👣
Copyright © Λένα Μαυρουδή-Μούλιου All rights reserved, 2020
Πρώτη δημοσίευση
Τριακοστό πέμπτο επεισόδιο της σειράς «Δανάη, η ρεπόρτερ». Ξεκινήστε από το πρώτο μέρος εδώ! Συνεχίστε με το επόμενο εδώ!
Στη συνοδευτική εικόνα βλέπετε έργο της Carolyn Eardley
Επιμέλεια κειμένων: Τζένη Κουκίδου