Μυρτώς Πετροπούλου
Κάποτε κοιτώντας τον ουρανό, τα χρώματά του, τα αστέρια και το φεγγάρι, μπορούσα να σας πω τι καιρό θα έχουμε την αυριανή μέρα και μάλιστα με ακρίβεια. Τώρα πια δεν μπορώ. Κάποτε κοιτώντας στον δρόμο στη γειτονιά μου ακόμα και από μακριά κάποιον να περπατά, μπορούσα να σας πω ποιος είναι και πως νιώθει κρίνοντας από το ιδιαίτερο βάδισμα του καθενός. Τώρα πια δεν μπορώ. Κάποτε ήξερα να γράφω… τώρα πια δεν μπορώ. Γι’ αυτό και θα σας αφηγηθώ μια ιστορία, που θέλω να μοιραστώ μαζί σας, μέσα από τη γραφή της εγγονής μου. Λοιπόν…
Θυμάμαι ότι από νεαρή ηλικία, σχεδόν των σαράντα ετών, διαγνώστηκα με διαβήτη. Στην αρχή ανέβαινε το σάκχαρο, έπαιρνα τα χάπια που μου έδωσε ο γιατρός. «Να παίρνεις τα φάρμακα σου, να προσέχεις τη διατροφή σου και όλα θα πάνε καλά». Έκανα και 'γω ό,τι μπορούσα, όλα στην ώρα τους και όλα προσεγμένα. Ή σχεδόν όλα αφού καμιά φορά η ζωή τρέχει πιο γρήγορα από εσένα. Κάποια χρόνια αργότερα ο γιατρός μου έκρινε σκόπιμο να κάνω ενέσεις ινσουλίνης. Δε μπορώ να πω… δυσκολεύτηκα πολύ. Ε δεν είναι και μικρό πράγμα να κάνεις ενέσεις μόνος σου στον εαυτό σου. Με τον καιρό όμως το συνήθισα και αυτό. Πάντα έλεγα ότι οι δυσκολίες μέσα στη ζωή είναι, αρκεί να είμαι γερή και μικρό το κακό, άλλωστε έχω ακόμα τόσα να ζήσω. Πέρασαν έτσι μερικά χρόνια, ευτυχώς όμορφα αν και πάντα με τη συνεισφορά της ιατρικής και των φαρμάκων. Αλλά μην παραπονιέμαι, όπως είπα όμορφα χρόνια, όλα μπορούσα να τα κάνω και στο σπίτι μου και στη δουλειά μου και στην οικογένεια μου ολόκληρη, όχι μόνο στεκόμουν κοντά στα παιδιά μου αλλά και στα εγγόνια μου, τα δυο φορές παιδιά μου. Και το κυριότερο ήμουν καλά.
Και ήρθε εκείνη η μέρα που ξαφνικά λιγόστεψε το φως στα μάτια μου. Όλα σκοτείνιασαν… τα πρόσωπα που τόσο αγαπώ δεν μπορούσα ούτε να τα διακρίνω. Και όχι μόνο τη λάμψη ή το δάκρυ των ματιών τους, που τόσο καλά γνωρίζω αλλά και τα ίδια τα μάτια τους, τα πρόσωπά τους. Αχ έλεγα δεν βλέπω καλά, για άλλη μια φορά δυσκολευόμουν πολύ. Πάλι γιατροί, πάλι εξετάσεις. Πόρισμα, το σάκχαρο επηρέασε την όραση. Μάλιστα. Η λύση; Χειρουργήθηκα… όχι μία αλλά τρεις φορές!! Και στα δυο μου μάτια!!
Αφόρητος ο πόνος. Αν και ακόμα και σήμερα που έχουν περάσει τόσα χρόνια δεν μπορώ να θυμηθώ ποιος πόνος ήταν μεγαλύτερος. Ο σωματικός; Μάλλον ο ψυχικός. Πάντα όμως ο σύντροφος της ζωής μου βράχος δίπλα μου, να με κρατάει από το χέρι σε κάθε μου βήμα και να μου μεταγγίζει δύναμη, που τόσο είχα ανάγκη. «θα περάσει και αυτό καρδιά μου, μην στεναχωριέσαι Στεργιανή μου». Δυστυχώς τα χειρουργεία δεν έδωσαν τη λύση. Τυφλώθηκα.
Σήμερα δεν βλέπω ούτε καν τις σκιές που τουλάχιστον έβλεπα τα προηγούμενα λίγα χρόνια. Την λύση την έδωσα εγώ, όταν σταμάτησα να με λυπάμαι και άρχισα να αντιμετωπίζω την χαμένη μου όραση ως μη πρόβλημα. Με πολύ μεγάλη θέληση αλλά και στήριξη από την οικογένεια μου άρχισα να ξαναζώ. Εντάξει δεν έβγαινα βόλτες έξω μόνη μου, αλλά ούτε και αυτές μου έλειψαν, βόλτες για περπάτημα να δείτε κάθε μέρα και πάντα με όμορφη παρέα. Ξέρετε, όταν δεν βλέπεις είσαι αναγκασμένος να στηριχτείς σε κάποιον άλλο να σε οδηγήσει και αυτό αυξάνει ακόμη περισσότερο την εμπιστοσύνη σου προς τους άλλους, είναι λυτρωτικό και απίστευτα χαλαρωτικό αίσθημα. Τι σας έλεγα; Α ναι, γνώρισα την ζωή μου από την αρχή, σπιθαμή προς σπιθαμή. Κάπως έτσι ξαναγνώρισα και το σπίτι μου. Δεν φαντάζεστε πόσο μεγάλη περιπέτεια μου φάνηκε να ανακαλύπτω το κάθε τρίξιμο στο πάτωμα, το πόσο λείος ή όχι είναι ο κάθε τοίχος, πόσα βήματα είναι η απόσταση από την κουζίνα στο σαλόνι και από το δωμάτιο στο μπάνιο.
Αφήστε τις εκπλήξεις κάποιες φορές στη μέση της διαδρομής... «Μα τι είναι αυτό; Και πως βρέθηκε εδώ;» Ένα πρωί κατέφτασε η εγγονή μου κρατώντας ένα παλιό τηλέφωνο με καντράν. Στην αρχή της είπα «μα καλά που το ξετρύπωσες αυτό πάλι;» όταν όμως κατάλαβα γιατί το έφερε… ήταν τεράστια η χαρά μου. Μετρούσα τις τόσο οικίες σε μένα τρυπούλες στο καντράν, σχημάτιζα τους αριθμούς που ήθελα και μιλούσα με τις ώρες με τις φίλες μου.
Με βοήθησε να απομνημονεύσω και τόσα τηλέφωνα. Αν το καλοσκεφτώ δε θα είναι καμιά τριανταριά; Κάθε μέρα είχαμε μάθημα. Αχ και πως το περίμενα… έπιασε όμως τόπο. Και αυτό το παλιό τηλέφωνο έγινε από τις αγαπημένες μου καθημερινές ενασχολήσεις. Η μαγειρική που πάντα αγαπούσα ήταν η πιο εύκολη, μιας και όλα μυρίζουν, το κάθε ένα με τη δική του ξεχωριστή ευωδιά.
Έμαθα πολλά από την αρχή και σίγουρα έχω να μάθω πολλά ακόμη.
Μια συνήθεια που απέκτησα είναι ο ύπνος. Ποιος; Εγώ, που με το ζόρι κοιμόμουν έξι-επτά ώρες κάθε βράδυ. Και αυτό μετά το πρώτο μου όνειρο.
Ξαναζωντάνεψαν τα χρώματα!! Τι πράσινα, τι κόκκινα, τι μπλε… και τα πρόσωπα, αυτά που με τόση λαχτάρα αγγίζω αλλά δεν βλέπω. Άσε με το ραδιόφωνο… μεγάλη αγάπη… ποτέ δεν μπορούσα να φανταστώ η μουσική θα γινόταν κομμάτι του εαυτού μου και μάλιστα μεγάλο. Από την ώρα που ξυπνάω μου φτιάχνει το κέφι τόσο πολύ ώστε χορεύω μόνη μου. Ή τουλάχιστον έτσι νομίζω αφού τα αδιάκριτα γύρω μου μάτια με αφήνουν πια παντελώς ανενόχλητη. Υπάρχουν δεν υπάρχουν… το ίδιο και το αυτό. Ώρες-ώρες αναρωτιέμαι γιατί τόσα χρόνια που έβλεπα αναλωνόμουν πίσω από ανούσια και ανύπαρκτα πράγματα και στερούσα τον εαυτό μου από αυτές τις μικρές πηγές ευτυχίας που έχω σήμερα.
Τώρα σας αφήνω όμως γιατί σαν να μύρισε η πίτα που έκανα, ψήθηκε απ’ ότι φαίνεται όση ώρα σας εξιστορώ και από ότι καταλαβαίνω από την εγγονή μου δεν κρατιέται. Ε άδικο έχει; Αυτή η μυρωδιά… και πόσο πια δίνω σημασία και χαίρομαι τις ευωδιές! που να δείτε τον κήπο μου!! Εγώ δεν τον βλέπω αλλά από ότι μυρίζομαι είναι υπέροχος, το αλάνθαστο πρώτο ένστικτο… αυτό που κουβαλά όλες τις αναμνήσεις.
Μυρτώ Πετροπούλου
Συμμετοχή στον 1ο Διαγωνισμό Παραμυθιού koukidaki
Μπορείτε να σχολιάσετε αυτό το παραμύθι παρακάτω ή/και να το βαθμολογήσετε εδώ