Ηλία Βελονάκη
Μια φορά και ένα καιρό υπήρχε σε μια πολύ μακρινή χώρα μια πόλη που την έλεγαν Παραμυθιά… Στην πόλη αυτή ζούσαν όλοι οι αγαπημένοι μας παραμυθοήρωες… Η Χιονάτη και οι επτά νάνοι, τα τρία γουρουνάκια, η κοκκινοσκουφίτσα και η γιαγιά της, η Ωραία Κοιμωμένη, ο Πινόκιο, ο Καλός Κυνηγός, ο Κακός Μάγος, ο Βασιλιάς, η Βασίλισσα, ο γενναίος Πρίγκιπας και όποιος άλλος μπορείτε να φανταστείτε.
Όσο και αν φανταστήκατε όμως, ο τελευταίος που θα σας ερχόταν στο μυαλό είναι σίγουρα, ο πιο κακόφημος, ο πιο τρομακτικός… Τον βρήκατε; Δεν τον βρήκατε; Μα φυσικά μιλάμε για τον γνωστό σε όλους μας Κακό Λύκο!
Είχε δοκιμάσει να φάει τη μισή Παραμυθιά και είχε τρομάξει την άλλη μισή μόνο με την εμφάνιση του και ήταν ο κάτοικος με τους περισσότερους εχθρούς στην πόλη… Ψηλός, μαύρος, με κτυπημένα χέρια, σημάδια σε όλο του το σώμα και με κοφτερά δόντια… Όλοι τον φοβόντουσαν και δεν του μιλούσαν, αναγκάζοντας τον να μένει έξω από την Παραμυθιά σε μια σπηλιά, στο βουνό…
Κάθε βράδυ, πριν κοιμηθεί, έφτιαχνε το πρόγραμμα της επόμενης μέρας του, που σπάνια άλλαζε και ήταν κάπως έτσι:
Το πρωί τρέξιμο στο σκοτεινό μονοπάτι για γυμναστική, όπου συνήθως βρίσκει την κοκκινοσκουφίτσα, προσπαθεί να τη φάει αλλά τον σταματά ο Καλός Κυνηγός με αποτέλεσμα να πηγαίνει στο Νοσοκομείο για ράμματα στην κοιλιά του…
Βγαίνοντας από το Νοσοκομείο περνάει από τα σπίτια των τριών γουρουνιών και των επτά κατσικιών, προσπαθώντας να τα φάει και αυτά, αλλά το μόνο που καταφέρνει είναι να κλείσει ο λαιμός του από τα φυσήματα στο πέτρινο σπιτάκι των γουρουνιών και να κάψει τα χέρια του με τον ασβέστη που χρησιμοποιεί για να ξεγελάσει τα κατσικάκια…
H νύχτα τον βρίσκει κάθε φορά νηστικό να πηγαίνει προς τη σπηλιά του, έχοντας μια τσάντα φαγητό από το σουπερμάρκετ στο ένα χέρι και μια σακούλα φάρμακα στο άλλο…
Αφού όμως ο λύκος μας ήταν τόσο κακός στο να είναι κακός, γιατί ήταν κακός;
Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή… Μπορεί κανείς να μην το θυμάται ή να το έχει ρωτήσει αλλά ο λύκος μας έχει όνομα… Ονομάζεται Λύακος Λύκου, γεννήθηκε στα βουνά της Παραμυθιάς και όταν έφτασε η στιγμή να πάει στο σχολείο κατέβηκε στην πόλη και γράφτηκε στην «Ακαδημία Παραμυθοηρώων» που έχει φτιάξει ο καλός Βασιλιάς.
Εκεί πήγαιναν όλοι οι κάτοικοι της Παραμυθιάς και μάθαιναν όσα χρειάζεται να ξέρει ένας παραμυθοήρωας… Στο τέλος ο καλύτερος μαθητής γινόταν ο μεγαλύτερος καλός ήρωας και ο δεύτερος ο μεγαλύτερος κακός ήρωας.
Έτσι και ο Λύακος, πήγε στην Ακαδημία και έβαλε σκοπό της ζωής του να γίνει ο μεγαλύτερος ήρωας… Συμμαθητές του ήταν η Σταχτοπούτα, η Χιονάτη, ο Καλός Πρίγκιπας και ο Καλός Κυνηγός… Με πολύ διάβασμα και προσπάθεια ο Λύακος κατάφερε να είναι ο δεύτερος καλύτερος μαθητής της τάξης, πίσω από τον Καλό Πρίγκιπα…
Στην τελετή αποφοίτησης ο Καλός Μάγος έδωσε τα βραβεία στους μαθητές του… Ο Λύακος, που μέχρι τότε δεν είχε κάνει κακό σε κανένα, τον ρώτησε γιατί έπρεπε να γίνει ο κακός, για να πάρει την απάντηση ότι ήταν ο ιδανικότερος κακός που θα μπορούσε να υπάρξει και πως όλοι, όπως και να τους βλέπει ο κόσμος, μπορούν να κάνουν τη διαφορά.
Από εκείνη τη μέρα μέχρι και σήμερα ήταν ο φόβος και ο τρόμος όλης της Παραμυθιάς… Μέχρι και σήμερα; Ναι, μέχρι σήμερα! Σήμερα ο Λύακος ξύπνησε και αποφάσισε ότι βαρέθηκε να είναι κακός και έφτιαξε ένα διαφορετικό πρόγραμμα από το συνηθισμένο…
Σκέφτηκε ότι αν έκανε κάτι καλό σε όσους πείραξε, ο κόσμος θα καταλάβαινε ότι έχει αλλάξει… Ξεκίνησε λοιπόν από το μονοπάτι του δάσους όπου συνάντησε την κοκκινοσκουφίτσα αλλά πριν προλάβει να της μιλήσει, εκείνη αρχίζει να τρέχει, φωνάζοντας βοήθεια… Την ακολούθησε μέχρι το σπίτι της γιαγιάς της, άφησε μια τούρτα έξω από την πόρτα κι έφυγε.
Βγαίνοντας από το μονοπάτι, πήγε στο σπίτι των επτά κατσικιών αλλά ούτε αυτά πίστεψαν ότι τους έφερε φαγητό και ότι δεν ήθελε να τα φάει, όπως όλες τις άλλες φορές…
Με σκυμμένο κεφάλι άφησε τα χόρτα που είχε μαζέψει και προχώρησε προς το σπίτι που έμεναν τα τρία γουρουνάκια και χωρίς να μιλήσει σε κανέναν, άρχισε να φτιάχνει λάσπη και να χτίζει με τούβλα δύο σπιτάκια, στη θέση αυτών που πριν λίγο καιρό είχε γκρεμίσει…
Τα γουρουνάκια δεν πίστευαν στα μάτια τους! Βγήκαν λοιπόν έξω και ευχαρίστησαν τον Λύακο και του είπαν ότι θα πουν σε όλους πόσο καλός είναι… Δυστυχώς όμως κανένας, εκτός από αυτούς που βοήθησε, δεν πίστευε ότι έγινε πραγματικά καλός.
Για ακόμα μια φορά λοιπόν, επέστρεφε στη σπηλιά του απογοητευμένος αλλά και αποφασισμένος να βρει τρόπο να πείσει όλο τον κόσμο ότι άλλαξε.
Άνοιξε να διαβάσει την εφημερίδα «Τα Νέα της Παραμυθιάς» και το μάτι του έπεσε στις αγγελίες: «ΖΗΤΕΙΤΑΙ ΗΡΩΑΣ ΓΙΑ ΒΟΗΘΕΙΑ ΣΤΗ ΔΙΑΣΩΣΗ ΠΡΙΓΚΙΠΙΣΣΑΣ, ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ: Καλός Πρίγκιπας,Παλάτι»…
-ΝΑ Η ΕΥΚΑΙΡΙΑ ΜΟΥ!!!, Φώναξε…
Το επόμενο πρωί ήταν στο παλάτι… Μαζί του υποψήφιοι ήταν ο Πινόκιο, ο Τζάκ -χωρίς τη φασολιά- και ένα από τα τρία γουρουνάκια…
Μετά από μια μικρή συνέντευξη με όλους, ο Πρίγκιπας ανακοίνωσε ότι επέλεξε αυτόν, ίσως επειδή θυμόταν πόσο καλός ήταν στην «Ακαδημία»…
Ακόμα δε γνώριζε τι περιπέτειες τον περίμεναν, αλλά δεν τον ένοιαζε… Ήταν έτοιμος να βοηθήσει με κάθε τρόπο τον παλιό του φίλο…
Ο πρίγκιπας του ζήτησε να ετοιμαστούν για να φύγουν και αργότερα του είπε ότι θα πάνε στην Ωνειρούπολη, μια πόλη κοντά στην Παραμυθιά, για να σώσουν την Ωραία Κοιμωμένη…
Η Ωραία Κοιμωμένη και όλοι οι κάτοικοι της πόλης, βρισκόταν για πολλά χρόνια κοιμισμένοι από το ξόρκι ενός μάγου… Η πόλη είχε τυλιχθεί από αγκάθια και προστατευόταν από ένα τεράστιο δράκο…
Οι φήμες έλεγαν ότι για να σωθεί η Πριγκίπισσα, αρκούσε ένα φιλί του Καλού Πρίγκιπα και τότε όλοι όσοι βρίσκονταν στο παλάτι κοιμισμένοι θα ξυπνούσαν, αλλά κάθε φορά που προσπαθούσε να μπει στο κάστρο δεν τα κατάφερνε…
Μετά από ένα μικρό ταξίδι ο Λύακος και ο Πρίγκιπας στέκονταν έξω από τα τείχη της πόλης, μπροστά τους απλώνονταν θάμνοι και αγκάθια που είχαν κλείσει την πύλη του κάστρου… Με μια κίνηση ο πρίγκιπας τραβάει το κοφτερό σπαθί του και δοκιμάζει να τα κόψει, αλλά αυτά ξαναφύτρωσαν μαγικά!!!
-Και τώρα Λύακο, τι κάνουμε; Είπε απογοητευμένος ο πρίγκιπας…
Ο ήρωας μας σκέφτηκε λίγη ώρα κι έφυγε χωρίς να πει τίποτα.
Σύντομα όμως ήταν πίσω, μαζί με τα επτά κατσικάκια και την μητέρα τους…
-Τι κάνουν εδώ; Ρώτησε έκπληκτος ο Πρίγκιπας…
-Ορίστε κυρία Κατσίκα… Εδώ έχει όσο φαγητό θέλετε… Είπε ο Λύακος και έκλεισε το μάτι.
Αμέσως τα κατσικάκια άρχισαν να τρώνε με όρεξη τα χόρτα, ανοίγοντας δρόμο στους δύο ήρωες…
Μπαίνοντας στην πόλη αντίκρισαν όλους τους κάτοικους της να κοιμούνται… Αμέσως άρχισαν να ψάχνουν το δωμάτιο της πριγκίπισσας και ξαφνικά είδαν να τους καλύπτει μια σκιά… Τρομαγμένοι γύρισαν αργά πίσω τους…
Από πάνω τους βρισκόταν ένας πελώριος δράκος που κινούταν γρήγορα προς το μέρος τους και, φυσικά, άρχισαν να τρέχουν…
-Δεν υπάρχει λόγος να τρέχετε… Όπου και να πάτε θα σας βρω και…, Φώναξε ο δράκος.
-Θα μας φας;, Ρώτησε ο Λύακος…
-Δεν τρώω κρέας… Έχω ανάσα με φωτιά… Θα φυσήξω, θα φυσήξω και εσάς θα τσουρουφλίσω, Απάντησε άγρια ο δράκος…
-Δεν θέλω να γίνω ψητός, είπε ο Λύακος, και άρχισαν να τρέχουν, ψάχνοντας λύση…
Έπρεπε να σκεφτεί έξυπνα και γρήγορα… Κοιτάζει γύρω του και αμέσως γυρίζει προς τον πρίγκιπα…
-Τρέχα στο πηγάδι και γέμισε ένα κουβά! Εγώ θα του αποσπάσω την προσοχή και όταν σου πω ρίξε του το νερό… Έτσι και έγινε. Ο Πρίγκιπας γέμισε το νερό και ο Λύακος έτρεχε, φωνάζοντας, γύρω-γύρω στην αρχή, αναγκάζοντας το δράκο να τον ακολουθήσει, και μετά έτρεξε προς το μέρος του πρίγκιπα… Μόλις ο δράκος άνοιξε το στόμα του, ο Λύακος έδωσε το σύνθημα.
Ο Πρίγκιπας έριξε το νερό, ο δράκος άρχισε να βήχει και ξαφνικά μεταμορφώθηκε στον Κακό Μάγο που είχε καταραστεί την Ωραία Κοιμωμένη. Τον έδεσαν και φώναξαν τον Κυνηγό να τον πάει στη φυλακή.
Αφού δεν υπήρχε κάτι να τους εμποδίζει, ο Πρίγκιπας βρήκε επιτέλους το δωμάτιο της Πριγκίπισσας και ενώ ήταν έτοιμος να ανοίξει την πόρτα, ακούγεται ένας μαγικός ήχος και εμφανίζεται μια νεράιδα…
-Μη φοβάσαι γενναίε Πρίγκιπα… Εγώ θα σε βοηθήσω να περάσεις τα αγκάθια και να νικήσεις το δράκο! Είπε περήφανη…
-Άργησες λιγάκι… Είπε ο Λύακος, όσο ο Πρίγκιπας φιλούσε την Ωραία Κοιμωμένη και ο κόσμος άρχιζε να ξυπνάει…
-Μπορώ να κάνω κάτι τουλάχιστον για εσένα γενναίε λύκε; Είπε η νεράιδα και ο Λύακος το μόνο που ζήτησε ήταν να τον πάει σπίτι, όπως και έγινε…
Μετά από μια τόσο κουραστική ημέρα ο Λύακος έπεσε για ύπνο χαρούμενος… Ξυπνώντας έκατσε να διαβάσει την εφημερίδα του και είδε κατάπληκτος το πρόσωπο του στο πρωτοσέλιδο και από κάτω με μεγάλα γράμματα: «ΛΥΑΚΟΣ ΛΥΚΟΥ: ΕΝΑΣ ΛΥΚΟΣ ΟΧΙ ΤΟΣΟ ΚΑΚΟΣ…»
Τα κατορθώματα του μαθεύτηκαν όταν ο Πρίγκιπας τον ευχαρίστησε μπροστά σε όλο τον κόσμο για τη βοήθεια του, τη μέρα του γάμου του με την Πριγκίπισσα… Από εκείνη τη μέρα όλοι στην Παραμυθιά ήξεραν ότι ο Λύακος Λύκου δεν είναι κακός και κανένας δεν ξαναέτρεξε μακριά του από φόβο…
Και κάπως έτσι, όπως σε κάθε παραμύθι…
Έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα…
Εικονογράφηση από τον ίδιο
Συμμετοχή στον 1ο Διαγωνισμό Παραμυθιού koukidaki