Διονύση Λυκιαρδόπουλου
Μια φορά και ένα καιρό..
Ήταν ένα παιδί, που ζούσε σε χώρα μακρινή, μακριά από ηλεκτρισμό, κινητά τηλέφωνα, κομπιούτερ· οι κάτοικοι εκεί ήταν χαρούμενοι αλλά και λίγο, παράξενοι, στην πραγματικότητα, δεν χρειάζονταν, όλα αυτά που είχαν οι σύγχρονοι άνθρωποι. Μπορούσαν να επικοινωνούν μεταξύ τους, τηλεπαθητικά, χωρίς να μιλάνε ,απλά μετέδιδαν την σκέψη τους στον άλλον, σαν να μιλούσαν με τηλέφωνο. Όλοι σε αυτή τη χώρα είχαν αυτή την ικανότητα, γιατί όλοι είχαν πολύ δυνατή σκέψη.
Έκαναν τις δουλειές με το μυαλό τους και έτσι είχαν πολύ χρόνο για τον εαυτό τους.
Π.χ. ήθελαν να πλύνουν, διέταζαν τα ρούχα τους να πάνε στη σκάφη και να πλυθούν μόνα τους, ήθελαν να φτιάξουν ένα ρούχο, διέταζαν τα εργαλεία τους να δουλέψουν και να αρχίσουν να φτιάχνουν ένα ρούχο, ήθελαν να φτιάξουν ένα σπίτι διέταζαν τα υλικά να αρχίσουν να φτιάχνουν ένα σπίτι· οι άνθρωποι αυτοί δεν έτρωγαν ζώα, μόνο στάρι, φρούτα και γάλα από τα ζώα.
Τα ρούχα τους ήταν φτιαγμένα από ένα μοναδικό υλικό, που το μυστικό το είχαν κληρονομήσει από τους προγόνους τους, και είχε να κάνει με την επεξεργασία κάποιου φυτού. Αρρώστιες δεν είχαν και ζούσαν πάνω από εκατόν πενήντα χρόνια, αλλά είχαν πάντα την εμφάνιση αλλά και την ενέργεια ενός δεκατετράχρονου παιδιού.
Αμάξια δεν είχαν αλλά είχαν κάτι σαν κάρα, που φυσικά κινούσαν με την δύναμη του μυαλού τους, δηλαδή με την τηλεπαθητική τους ικανότητα.
Όλα μπορούσαν να τα κάνουν με την δύναμη του μυαλού τους, εκτός από το να διατάξουν τα φυτά και τα δέντρα να μεγαλώσουν.
Έτσι η μόνη τους πραγματική ασχολία ήταν η γεωργία, που όπως είπαμε όμως μπορούσαν να την κάνουν πολύ χαλαρά, αφού μπορούσαν να διατάζουν τα εργαλεία να δουλεύουν για αυτούς. Κανένας από αυτούς τους ανθρώπους δεν δούλευε για άλλον άνθρωπο, έτσι δεν υπήρχε η εργασία με την έννοια που την ξέρουμε εμείς.
Η ασχολία τους τον ελεύθερο χρόνο που είχαν (και ήταν πολύς), ήταν να μορφώνονται από τους μεγαλύτερους (σε μεγάλες αίθουσες που είχαν φτιάξει) και να συλλέγουν γνώση.
Πόλεμος δεν ήξεραν τι σημαίνει ούτε είχαν γκρίνιες και τσακωμούς.
Όταν ήθελαν να φτιάξουν κάτι πολύ μεγάλο, όπως ένα μνημείο ή ένα χώρο συνεύρεσης ένωναν τα μυαλά τους και το δημιουργούσαν όλοι μαζί.
Στα σπίτια ο φωτισμός το βράδυ ήταν με κεριά, γιατί όπως είπαμε δεν χρησιμοποιούσαν ηλεκτρικό.
Και όπως είναι φυσικό δεν είχαν χρήματα, ούτε ήξεραν τι σημαίνει αυτό.
Και έτσι δεν είχαν ούτε τράπεζες, ούτε λογιστές, ούτε λογαριασμούς, ούτε δάνεια.
Εκείνο που δεν ανέφερα είναι ότι αυτοί οι άνθρωποι ήταν μικροσκοπικοί και για αυτό δεν είχαν ανακαλυφθεί ποτέ από άλλους ανθρώπους.
Έτσι λοιπόν το παιδί που είχαμε αναφέρει στην αρχή της ιστορίας μας, που τον λένε, Ιάσωνα, είχε ακούσει για κάποιους θρύλους και παραδόσεις, για μια χώρα που ζούσαν γίγαντες και είχαν μια ενέργεια που λεγόταν ηλεκτρισμός, και είχαν φώτα παιχνίδια διασκέδαση και όλα κινιόντουσαν με αυτήν την ενέργεια.
Παρόλο που στο παιδί όλη αυτή η ιστορία φαίνονταν πολύ χαζή, γιατί σκεφτόταν ότι άμα μπορούσαν να κινούν τα πράγματα με το μυαλό τους γιατί να χρησιμοποιούν αυτή την ενέργεια, του είχε μπει όμως η ιδέα να πάει να βρει αυτούς τους Χαζούς, όπως τους αποκαλούσε, Γίγαντες. Ήθελε να τους πει ότι απλά μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν το μυαλό τους για να κάνουν όλα αυτά που ήθελαν.
Μια και δυο, λοιπόν που λέτε αποφασίζει να πάει στη χώρα των Χαζών Γιγάντων.
Κάθισε λοιπόν, πρώτα από όλα, να συζητήσει με τους γονείς του.
Στο τραπέζι λοιπόν που καθίσαν να φάνε, το απoγευματάκι, ο Ιάσωνας τους λέει:
ΙΑΣΩΝΑΣ
Ξέρετε, αγαπητοί μου γονείς, αποφάσισα να πάω στη χώρα των Χαζών Γιγάντων.
Μητέρα
Τι είναι αυτά που λες παιδί μου, αυτή η χώρα δεν υπάρχει, είναι μύθος και παραδόσεις που έχουμε από τα αρχαία χρόνια.
Ιάσωνας
Έχω ακούσει όμως ότι πριν από πολλά χρόνια κάποιος από εμάς είχε πάει.
Μητέρα
Ναι, αλλά δεν γύρισε ποτέ να μας πει τι βρήκε εκεί.
Ιάσωνας
Εγώ θα πάω και θα γυρίσω και μάλιστα θα βάλω και ένα χρονικό περιθώριο ενός μηνός.
Μια και οι άνθρωποι εκεί ήταν καλοί και κανένας δεν μπορούσε να καταπιέσει την επιθυμία του άλλου, τί να κάνουν και οι γονείς του Ιάσωνα, έκαναν την καρδιά τους πέτρα και είπαν το ναι στο γιο τους. Έτσι έδωσαν την ευχή τους στο γιο τους .
Έτσι την άλλη μέρα ο Ιάσωνας πήγε στους δασκάλους του, τους ανακοίνωσε την απόφασή του και εκείνοι του έδωσαν έναν αρχαίο χάρτη και του ευχήθηκαν καλό ταξίδι. Ετοίμασε κάποια πράγματα τα έβαλε στο όχημα, που φυσικά μπορούσε να κινεί με το μυαλό του, πήρε στα χέρια του τον χάρτη και ξεκίνησε. Να έλεγε αλήθεια άραγε αυτός ο χάρτης ή να ήταν άραγε μύθος;
Δρόμο παίρνει δρόμο αφήνει περνάει λαγκάδια, ποτάμια, καταρράκτες, βουνά θάλασσες το ταξίδι ήταν ατελείωτο (δεν σας είπα ότι το όχημα, αφού μπορούσε να το ελέγξει με το μυαλό του φυσικά μπορούσε να το κάνει και να πετάει, αλλά όχι όμως συνέχεια γιατί αυτό ήταν πολύ κουραστικό).
Έτσι λοιπόν, πετώντας πάνω από μια μεγάλη έκταση θάλασσας, βλέπει από μακριά πολλά φώτα και κουτιά όρθια. Α σκέφτηκε, μάλλον θα μένουν εκεί οι χαζοί γίγαντες.
Ενθουσιασμένος και εντυπωσιασμένος πολύ, πλησίαζε τα φώτα και όσο πλησίαζε τόσο πιο μεγάλα του φαίνονταν. Κάποια στιγμή, φτάνει σε ένα σημείο και προσγειώνεται σε ένα σχετικά ήρεμο δρόμο.Τότε συνειδητοποιεί (και τον πιάνει τρόμος με αυτό) πόσο πραγματικά μικρός είναι σε αυτό τον κόσμο). Πωπω, σκέφτηκε, το νησάκι μας εδώ θα φαινόταν σαν ένα μικρό βραχάκι.
Όλα λοιπόν ήταν μεγάλα, τα ζώα ήταν και αυτά τεράστια και τρομακτικά.
Ο Ιάσωνας άρχισε να μετανιώνει και να φοβάται σε αυτόν τον τεράστιο κόσμο. Τι θα έκανε εκεί; Ένοιωσε ότι είχε πάει μόνος στο στόμα του λύκου. Του έκανε εντύπωση βέβαια αυτός ο κόσμος. Έβλεπε εικόνες παντού σε μεγάλες οθόνες, αλλά πού να πήγαινε να μιλήσει που ήταν τόσο μικροσκοπικός; Ποιος θα τον άκουγε; Είχε ακούσει από τους δασκάλους του ότι οι γίγαντες αυτοί ήταν τόσο χαζοί που ακόμα και να έβλεπαν κάτι με τα ίδια τους τα μάτια, αν δεν συμβάδιζε με αυτά που ξέρανε δεν το πιστεύανε. Πώς λοιπόν θα μιλούσανε με το μικροσκοπικό ανθρωπάκι και τι θα λέγανε;
Μπορώ όμως να κάνω το όχημά μου να πετάει· αυτό θα τους πείσει (σκέφτηκε).
Μια και δυο αποφασίζει να μπει σε ένα σπίτι. Μπαίνει από ένα παράθυρο που ήταν ανοιχτό με το ιπτάμενο όχημα του.
Ο καημένος ο Ιάσωνας ήθελε να μάθει στους χαζούς γίγαντες πως θα είναι πιο ευτυχισμένοι. Σε αυτούς τους ξεροκέφαλους εγωιστές, που το μόνο που είχαν καταφέρει πραγματικά ήταν να ζει ο καθένας μόνος του, φοβούμενοι μην του κλέψει ο άλλος τα υλικά αγαθά του.
Σπουδαίο κατόρθωμα! (σκέφτηκε ο Ιάσωνας)
Στο σπίτι λοιπόν που μπήκε υπήρχε ένα παιδί περίπου στην ηλικία του, αλλά φυσικά ήταν και αυτός γίγαντας.
Μπαίνει λοιπόν με το όχημα του στη ντουλάπα με τα παιχνίδια του όπου εκεί ένοιωσε κάποια ασφάλεια γιατί πολλά παιχνίδια είχαν το μέγεθός του και κουρασμένος καθώς ήταν αποκοιμήθηκε.
Το πρωί λοιπόν ο μικρός, ανοίγει την ντουλάπα, βλέπει αυτό τον μικροσκοπικό άνθρωπο με το όχημα του, του κάνει εντύπωση και το βγάζει έξω.
Ο Ιάσων ξυπνάει, βλέπει το παιδί και φωνάζει από την τρομάρα του· το παιδί τρομάζει και εκείνο και φωνάζει και αυτό.
Όταν σταματάνε να φωνάζουν και οι δύο, το παιδί προσπαθεί να πιάσει τον Ιάσωνα, ο Ιάσωνας φοβάται, αλλά τελικά αφήνει το παιδί να τον αγγίξει, το παιδί τον βάζει στο χέρι του και προσπαθεί να του μιλήσει... Ο Ιάσων όμως δεν μιλάει γιατί στο νησί του όλοι μιλάνε τηλεπαθητικά, (με τον νου, με την μετάδοση των σκέψεων τους ο ένας στον άλλον.)
Το παιδί του λέει γεια σου, και ο Ιάσωνας με τις ιδιαίτερες ικανότητές του γρήγορα καταλαβαίνει τη γλώσσα των γιγάντων και αρχίζει και μιλάει τηλεπαθητικά στο μυαλό του παιδιού.
Του λέει ότι τον λένε Ιάσωνα· το παιδί του λέει ότι τον λένε Σπύρο.
Ο Σπύρος τον ρωτάει από πού είναι και από πού ήρθε Ο Ιάσωνας του λέει ότι είναι από μια χώρα πολύ μακρινή, όπου όλοι είναι σαν και αυτόν.
ΣΠΥΡΟΣ
Τι θέλεις στη χώρα μας;
ΙΑΣΩΝΑΣ
Θα ήθελα να πω στους ανθρώπους ότι μοιάζουμε και ότι θα ήτανε πολύ πιο ευτυχισμένοι αν μπορούσαν να αναπτύξουν τις ιδιαίτερες ικανότητές τους.
ΣΠΥΡΟΣ
Πού το ξέρεις αυτό;
ΙΑΣΩΝΑΣ
Το είχα διδαχθεί από τους δασκάλους μου που μου είχαν μιλήσει για την χώρα σας. Παρόλο που την θεωρούσαν μύθο, είχαν αφήσει ένα μικρό παραθυράκι, ότι μπορεί και να ήταν αλήθεια. Η μόνη μας διαφορά Σπύρο είναι ότι εμείς δεν θέλαμε να προβάλουμε τον εαυτό μας, ότι είμαστε κάτι ανώτεροι από τον άλλον και δουλεύαμε πάντα συλλογικά· για αυτό το λόγο, έλεγαν οι σοφοί μας δάσκαλοι, παραμείναμε τόσο μικροί. Ενώ εσείς θέλατε να δείξετε ότι ο ένας είναι μεγαλύτερος από τον άλλον, και συνέχεια μεγαλώνατε, μέχρι που ξεχάσατε την συλλογικότητά σας, τα ζώα τα ταΐζατε συνέχεια για να τα φάτε και μεγάλωναν και αυτά. Όλα μεγάλωσαν στην χώρα σας. Τα ζώα τα ταΐζατε τόσο πολύ για να μπορέσετε μετά να πουλήσετε το κρέας τους σε άλλους ανθρώπους και να βγάλετε χρήματα και να σας πουν πιο έξυπνους. Να σου πω την αλήθεια Σπύρο δεν πίστευα ποτέ ότι μπορούν να υπάρχουν τόσο χαζοί άνθρωποι. Και όμως τελικά είναι αλήθεια...
ΣΠΥΡΟΣ
Και τι θέλεις λοιπόν εδώ;
ΙΑΣΩΝΑΣ
Όπως είπα και πριν, θέλω να σας δείξω πώς μπορείτε να χρησιμοποιήσετε τις δυνάμεις σας για να γίνετε πιο ευτυχισμένοι. Γιατί έλεγα, ότι αν στα αλήθεια υπάρχουν τόσο χαζοί γίγαντες, που κάποτε στα αρχαία χρόνια είμαστε το ίδιο, κάποιος θα έπρεπε να τους μιλήσει να τους εξηγήσει. Εσύ τι πιστεύεις, σε ποιον θα έπρεπε να μιλήσω για να με ακούσει;
ΣΠΥΡΟΣ
Δεν ξέρω, ίσως θα έπρεπε να μιλήσεις με τον πρωθυπουργό μας.
ΙΑΣΩΝΑΣ
Τι είναι αυτό;
ΣΠΥΡΟΣ
Είναι αυτός που ηγείται, ο πιο δυνατός άνθρωπος που έχουμε.
ΙΑΣΩΝΑΣ
Είναι πράγματι τόσο δυνατός;
ΣΠΥΡΟΣ
Ναι, δηλαδή όχι ακριβώς με φυσική δύναμη, έχει άλλους που δουλεύουν για αυτόν.
ΙΑΣΩΝΑΣ
Δηλαδή σκλάβους;
ΣΠΥΡΟΣ
Ε, ναι περίπου δηλαδή, όχι ακριβώς.
ΙΑΣΩΝΑΣ
Και αυτοί γιατί το κάνουν; Πόσο χαζοί είναι αυτοί που δουλεύουν για τον πρωθυπουργό;
ΣΠΥΡΟΣ
Το κάνουν για να βγάλουν λεφτά, και για να ανέβουν κοινωνικά.
ΙΑΣΩΝΑΣ
Κατάλαβα είναι αυτό που μας 'λέγαν οι δασκάλοι μας που κατέστρεψε την χώρα των γιγάντων και έγιναν όλοι δυστυχισμένοι.
ΣΠΥΡΟΣ
(Άφωνος, με το στόμα ανοιχτό)
ΙΑΣΩΝΑΣ
Νομίζω ότι άδικα ήρθα σε αυτή τη χώρα. Κανονικά θα έπρεπε να μιλήσω στον οποιοδήποτε και να με πιστέψει και όχι στον πιο δυνατό που έχει άλλους να δουλεύουν στην υπηρεσία του. Θα φύγω λοιπόν ξανά πίσω.
ΣΠΥΡΟΣ
Εγώ όμως σε καταλαβαίνω.
ΙΑΣΩΝΑΣ
Χαίρομαι πάρα πολύ για αυτό· ίσως έχει μεγάλη σημασία που έστω και ένα παιδί με κατάλαβε σε αυτή τη χώρα. Χάρηκα πάρα πολύ που σε γνώρισα Σπύρο!
ΣΠΥΡΟΣ
Και εγώ Ιάσωνα!
Ο Ιάσωνας μπαίνει στο όχημα και πετώντας φεύγει από το σπασμένο παράθυρο· ο Σπύρος τον χαιρετάει. Μετά ο Σπύρος φεύγει τρέχοντας στους γονείς του φωνάζοντας: Μαμααά. Μπαμπαααάαα... θέλω να σας πω κάτι...
Διονύσης Λυκιαρδόπουλος
Συμμετοχή στον 1ο Διαγωνισμό Παραμυθιού koukidaki