Αντωνίας Μπατσαλή
Στη Σαλονίκη κάποτε μία βουνοσταχτάρα
εκάθισε κι έκανε φωλιά πάνω σε ένα πύργο
στον πύργο της αλύσεως, στον πύργο τον ζωσμένο
που σε τριγωνική μεριά τον είχανε χτισμένο.
Ψηλά κει πάνω κάθισε, τρία πουλάκια κάνει
κι άρχισε να τα τραγουδά και να τα νανουρίζει.
Μια γερακίνα νηστική πετούσε από πάνω
Η άμοιρη η μάνα του ξοπίσω της πετάει
«Δώσε μου το παιδάκι μου, το λιανοφτερωτό μου
είναι σταλιά χωρίς ψαχνό και δε θα σε χορτάσει».
«Δε σου το δίνω, άσε με, το πάω στη φωλιά μου
Καλύτερα μία χαψιά παρά καθόλου να ‘χω».
«Δώσ’ το μου κι ό,τι επιθυμείς εγώ θα σου το φέρω».
«Ό,τι ζητώ κι ό,τι ποθώ;» «Ναι ζήτα μου ό,τι θέλεις».
«Θέλω ένα ψάρι παχουλό την πείνα να μερώσω».
«Θα το ‘χεις, πάω να το βρω μα το παιδί μη χάψεις».
Η μάνα πέταξε γοργά και στο λιμάνι φτάνει
στου Κωνσταντίνου το κλειστό, στου Λέοντος τη πύλη.
Σε βάρκα βρήκε έναν ψαρά τα δίχτυα να μαζεύει
που ‘χε τα ψάρια διαλεχτά. Θερμά παρακαλάει.
«Ικέτισσα στα πόδια σου ψαρά μου εγώ θα γίνω
για ένα ψάρι παχουλό να πάω στη γερακίνα
κι η γερακίνα να χαρεί να πάρω το παιδί μου.
Δώσ’ το μου σε παρακαλώ, σου δίνω την ευχή μου».
«Ευχές δε θέλω. Αν το θες εγώ τι θα κερδίσω;»
«Ό,τι ζητάς πες μου κι εγώ θα πάω να στο φέρω».
«Καπέλο με πλατύγυρο τον ήλιο να καλύψει».
Η μάνα πέταξε γοργά στον καπελά κινάει
πιλοποιείο που είχε πλάι στον Άγιο Δημήτρη.
«Δώσ’ μου καπέλο καπελά ψαράς για να φορέσει
κι αυτός χοντρόψαρο εμέ να πάω στη γερακίνα
κι η γερακίνα να χαρεί να πάρω το παιδί μου.
Δώσ’ το μου σε παρακαλώ, σου δίνω την ευχή μου».
«Βουνοσταχτάρα μου καλή καπέλο να σου φτιάξω
ψαλίδι όμως δεν κρατώ, πάλιωσε κι έχει σπάσει.
Φέρε ψαλίδι και εγώ καπέλο να σου κόψω».
Η μάνα πέταξε γοργά στο σιδερά πηγαίνει
που ‘χε το σιδεράδικο στου Μπεχ τσινάρ το μέρος.
«Εσύ που έχεις το σφυρί και το σκληρό αμόνι
δωσ’ μου ψαλίδι κοφτερό στου καπελά να πάω
να κόψει ένα πλατύγυρο, ψαράς για να φορέσει
κι αυτός χοντρόψαρο εμέ να πάω στη γερακίνα
κι η γερακίνα να χαρεί να πάρω το παιδί μου.
Δώσ’ το μου σε παρακαλώ, σου δίνω την ευχή μου».
«Τι να την κάνω την ευχή, δε τρώγεται νομίζω
εγώ πεινώ, θέλω ψωμί. Φέρε μου και σου φτιάχνω».
Η μάνα πέταξε γοργά στο φούρναρη πηγαίνει
στη Δεύτερη Παράλληλο που είχε το μαγαζί του.
«Φούρναρη δώσε μου ψωμί ο σιδεράς να φάει
κι αυτός ψαλίδι κοφτερό στον καπελά να πάω
να κόψει ένα πλατύγυρο, ψαράς για να φορέσει
κι αυτός χοντρόψαρο εμέ να πάω στη γερακίνα
κι η γερακίνα να χαρεί να πάρω το παιδί μου.
Δώσ’ το μου σε παρακαλώ, σου δίνω την ευχή μου».
«Το αλεύρι όλο σώθηκε, ζυμάρι πως να φτιάξω;
Φέρε μου αλεύρι κι εγώ καρβέλι θα σου ψήσω».
Η μάνα πέταξε γοργά στον μυλωνά πηγαίνει
που είχε το μύλο στην πλαγιά έξω από την Πολίχνη.
«Καλή σου μέρα Μυλωνά, λίγο αλεύρι δώσ’ μου
να πάω εγώ στο φούρναρη καρβέλι να μου ψήσει
κι εγώ αυτό στον σιδερά να φάει να χορτάσει
κι αυτός ψαλίδι κοφτερό στον καπελά να πάω
να κόψει ένα πλατύγυρο, ψαράς για να φορέσει
κι αυτός χοντρόψαρο εμέ να πάω στη γερακίνα
κι η γερακίνα να χαρεί να πάρω το παιδί μου.
Δώσ’ το μου σε παρακαλώ, σου δίνω την ευχή μου».
«Η φτερωτή μου ακούνητη, φέτος βροχή δεν είχε
στερέψαν όλοι οι ποταμοί κι ο μύλος δε γυρίζει
να αλέσω στο σιτάρι μου αλεύρι να σου δώσω».
«Αχ πάει το παιδάκι μου, μπουκιά της γερακίνας
θα γίνει, αφού το ψάρι της δεν πρόκειται να πάω».
Και το Θεό παρακαλεί, τον ουρανό κοιτάει.
«Θέ μου, δώσε μου δύναμη αυτό να το αντέξω
η μάνα αν χάσει το παιδί ζωή άλλη δεν έχει».
Ελπίδα τότε στην καρδιά γεννιέται και ανοίγει
τα γρήγορα φτεράκια της τα σύννεφα ζυγώνει.
«Σύννεφα, συννεφάκια μου και του Θεού βρεχτήρες
ρίξτε νερό, ρίξτε βροχή, ποτάμι να φουσκώσει
δίπλα στο μύλο που κυλά, τη ρόδα να γυρίσει
να αλέσει στάρι ο μυλωνάς αλεύρι να μου δώσει
κι αλεύρι εγώ στο φούρναρη καρβέλι να μου ψήσει
κι εγώ αυτό στον σιδερά να φάει να χορτάσει
κι αυτός ψαλίδι κοφτερό στον καπελά να πάω
να κόψει ένα πλατύγυρο, ψαράς για να φορέσει
κι αυτός χοντρόψαρο εμέ να πάω στη γερακίνα
κι η γερακίνα να χαρεί να πάρω το παιδί μου.
Δώστε βροχή παρακαλώ, σας δίνω την ευχή μου».
Τα σύννεφα μαζώχτηκαν το ένα δίπλα στο άλλο
γκρίζα, λευκά, μαυριδερά κι αρχίσαν τις αγκάλες.
Σφιχτήκανε τόσο πολύ που αρχίσαν να στραγγίζουν.
Βροχούλα πέφτει σιγανή που όλο δυναμώνει
κι οι στάλες μπόρα έγιναν, γιόμισε τα ποτάμι.
Με την ορμή του γύρισε τη φτερωτή του μύλου
και το σιτάρι αλέστηκε φρέσκο αλεύρι βγάζει
κι ο μυλωνάς το μάζεψε για τη βουνοσταχτάρα
κι ευθύς το πάει στο φούρναρη καρβέλι αυτός της ψήνει
παίρνει το πάει στο σιδερά την πείνα του χορταίνει
κι αυτός ψαλίδι κοφτερό της φτιάχνει και της δίνει
παίρνει στα χέρια ο καπελάς κι ένα καπέλο κόβει
που το φοράει ο ψαράς τον ήλιο να καλύψει.
Δίνει ένα ψάρι παχουλό να πάει στη γερακίνα.
Η μάνα πέταξε γοργά στο πόδια της το αφήνει.
Η γερακίνα χάρηκε και το γιαβρί της δίνει.
Το παίρνει η μάνα στη φωλιά πάνω ψηλά στον πύργο
μαζί με τα αδέλφια του το βάζει να κουρνιάσει
'κει μέσα στα πετρώματα όπου φυσούν ανέμοι.
Σκεπή τους έχουν ουρανό, τα σύννεφα έχουν φίλους
που όταν πήραν την ευχή αθάνατα γινήκαν.
Όταν σφιχταγκαλιάζονται κι αρχίζουν να στραγγίζουν
σταγόνες πέφτουνε στη γη, γεμίζουν τα ρυάκια
οι θάλασσες και οι πηγές, οι λίμνες, τα ποτάμια.
Μα ο ήλιος στέλνει ακτινωτά τη ζέστη κι εξατμίζει
όλα της φύσης τα νερά και υδρατμούς τα κάνει
στον ουρανό ανεβαίνουνε εκεί να συμπυκνώσουν
κι έτσι τα σύννεφα με μιας πάλι ξαναγεννιούνται
γκρίζα, λευκά, μαυριδερά αγκάλες για να κάνουν.
Αιώνια τα σύννεφα ζούνε εδώ στην πλάση
και τα πουλιά μες στις φωλιές, σαν τη βουνοσταχτάρα.
Κι αν τύχει να περάσετε απ’ τον ψηλό τον πύργο
ίσως ακούσετε 'κει δα πουλιά να τιτιβίζουν.
Αντωνία Μπατσαλή
Συμμετοχή στον 1ο Διαγωνισμό Παραμυθιού koukidaki