Αντωνίου Ευθυμίου
Μια φορά κι έναν καιρό σ’ ένα μικρό χωριό της Κρήτης ζούσε ένα παιδάκι που το έλεγαν Λευτέρη. Ο Λευτέρης έμενε με τους γονείς του σ’ ένα μικρό σπίτι κοντά στη θάλασσα. Δεν είχε πολλούς φίλους, επειδή διέφερε από τα υπόλοιπα παιδιά της ηλικίας του. Δεν του άρεσαν τόσο τα παιχνίδια, όσο τα βιβλία, γιατί με αυτά μπορούσε να ταξιδεύει. Όποτε άνοιγε ένα βιβλίο, βρισκόταν μεμιάς σε κόσμους μαγικούς, δίπλα σε νεράιδες και δράκους. Είχε επισκεφθεί πολλά μέρη, όπως τη Χώρα των Θαυμάτων, τη Λιλιπούπολη, τη Φρουτοπία, τη Χώρα του Ποτέ Ποτέ και το Βασίλειο των Μοιρολατρών.
Μια μέρα άνοιξε ένα βιβλίο, έκλεισε τα μάτια του και μόλις τα ξανάνοιξε δε συνέβη απολύτως τίποτα. Άνοιξε και δεύτερο βιβλίο, αλλά πάλι τα ίδια. Και τρίτο, τέταρτο, πέμπτο, τζίφος. Φοβήθηκε ότι τα ταξίδια του είχαν τελειώσει. Ίσως κι ο ίδιος να μη μπορούσε πια να πετάξει. Άρχισε να ψάχνει τα χέρια του μήπως είχε κάποια αρρώστια, αλλά έμοιαζε υγιής. Τότε τέσσερα δάκρυα κύλησαν από τα ροδαλά του μάγουλα κι έπεσαν πάνω σ’ ένα βιβλίο που του είχε χαρίσει ο πατέρας του. «Ιστορία» έγραφε στο εξώφυλλο με μεγάλα κόκκινα γράμματα. Από το πουθενά εμφανίστηκαν τέσσερις άνδρες στο δωμάτιό του. Τρομοκρατημένος πέταξε το βιβλίο που κρατούσε και προσπάθησε να φύγει, αλλά η πόρτα ήταν κλειδωμένη.
-«Μη φοβάσαι», ψιθύρισε ο ένας.
-«Ποιοι είστε και τι θέλετε στο δωμάτιο μου;» φώναξε ο Λευτέρης.
-«Εμένα με λένε Διογένη», του απάντησε ένας άλλος.
-«Παράξενο όνομα…», είπε έκπληκτος ο Λευτέρης.
-«Και που ν’ ακούσεις τα ονόματα των φίλων μου, Αμήτωρ, Λίνος και Τιμόχαρις!», είπε ο Διογένης δείχνοντας τους υπόλοιπους.
-«Πω-πω! Χάρηκα. Το δικό μου όνομα είναι απλό και συνηθισμένο, Λευτέρης. Αλήθεια, τι ζητάτε από μένα;», ρώτησε απορημένος ο Λευτέρης.
-«Μια μικρή χάρη. Θέλουμε να πάμε κάπου και μόνο εσύ μπορείς να βοηθήσεις», του είπε ο Αμήτωρ.
-«Εγώ; Μα πού θέλετε να πάτε;», ρώτησε ο Λευτέρης.
-«Στην Αρχαία Ελεύθερνα κι εσύ έχεις τη δύναμη να ταξιδεύεις όπου θέλεις», του απάντησε ο Λίνος.
-«Κάποτε μπορούσα, αλλά τώρα όποιο βιβλίο κι αν ανοίξω δε γίνεται τίποτα», είπε στεναχωρημένος ο Λευτέρης.
-«Γιατί δε δοκιμάζεις ν’ ανοίξεις ένα άλλο βιβλίο;», του είπε ο Τιμόχαρις.
-«Μήπως αυτό που γράφει Ι - στο - ρί - α;», ρώτησε ο Λευτέρης.
-«Όχι, από 'κείνο ξεπηδήσαμε εμείς. Δοκίμασε καλύτερα αυτό εδώ», του είπε ο Διογένης και του έδωσε ένα βιβλίο.
-«Ό - μη - ρος, ποιος είναι αυτός;», αναρωτήθηκε ο Λευτέρης.
-«Ένας σπουδαίος αρχαίος ποιητής», του απάντησε ο Τιμόχαρις.
-«Και τι σημαίνει ποιητής;», ξαναρώτησε ο Λευτέρης.
-«Ποιητής είναι αυτός που περιγράφει εικόνες και συναισθήματα με όμορφα λόγια», απάντησε ο Διογένης.
-«Και δηλαδή αν ανοίξω αυτό το βιβλίο θα πάτε εκεί που θέλετε, στην Αρχαία…»
-«Ελεύθερνα. Όλοι μαζί θα ταξιδέψουμε. Εμπρός λοιπόν!», είπε ο Αμήτωρ.
Ο Λευτέρης πήρε μια βαθιά ανάσα, άνοιξε το βιβλίο κι έκλεισε σφιχτά τα μάτια του. Ξαφνικά ένιωσε μια δύναμη να τον σηκώνει από το πάτωμα κι άρχισε να πετάει σαν πουλί ψηλά στον ουρανό μαζί με τους υπόλοιπους που γνώρισε πριν λίγο. Πέρασαν πάνω από πόλεις, χωριά, βουνά και προσγειώθηκαν τελικά σε μια κορυφογραμμή του Ψηλορείτη, κοντά στη Μονή Αρκαδίου. Ο Λευτέρης άνοιξε σιγά σιγά τα μάτια του κι αντίκρισε κάτι αρχαίες πέτρες.
-«Πού βρισκόμαστε;», ρώτησε ο Λευτέρης.
-«Στο σπίτι μας, στην Αρχαία Ελεύθερνα», του απάντησε ο Διογένης.
-«Ελεύθερνα… μοιάζει λίγο με το όνομά μου», είπε ο Λευτέρης.
-«Πράγματι. Η Ελεύθερνα ήταν αρχαία πόλη της Κρήτης, από την οποία καταγόμαστε και οι τέσσερις. Τώρα εσύ βλέπεις μερικές πέτρες, αλλά κάποτε ήταν πολύ όμορφη», είπε ο Διογένης.
-«Και το βουνό πανέμορφο είναι. Σας ευχαριστώ πολύ και τους τέσσερις γι’ αυτό το ταξίδι. Νόμιζα ότι δε θα μπορούσα ποτέ να ξαναταξιδέψω», είπε όλο χαρά ο Λευτέρης.
-«Μην ευχαριστείς εμάς, αλλά τη φαντασία σου», απάντησε ο Τιμόχαρις.
-«Η φαντασία μου δε με βοήθησε με τα υπόλοιπα βιβλία. Το δικό σας βιβλίο είναι μαγικό», είπε ο Λευτέρης.
-«Μαγεία παιδί μου είναι όταν έχεις φίλους και ανοίγετε μαζί τα βιβλία. Χρειάζεσαι συνοδοιπόρους στα ταξίδια που θα κάνεις», του είπε ο Λίνος.
-«Λοιπόν, το αποφάσισα. Ξέρετε τι θέλω να γίνω όταν μεγαλώσω;», ρώτησε ο Λευτέρης.
-«Αεροπόρος μήπως;», αναρωτήθηκε ο Τιμόχαρις.
-«Όχι! Όμηρος, για να βοηθάω κι άλλους να ταξιδεύουν με τα όμορφα λόγια μου», απάντησε ο Λευτέρης.
-«Εάν διαβάσεις πολλά βιβλία και κάνεις πολλά ταξίδια, ίσως γίνεις κάποτε σπουδαίος ποιητής σαν τον Όμηρο. Τώρα κλείσε τα μάτια σου για να επιστρέψεις κι εσύ στο δικό σου σπίτι», του είπε ο Διαγόρας.
Ο Λευτέρης έκλεισε τα μάτια του και μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα βρέθηκε ξανά στο δωμάτιό του. Στα χέρια του κρατούσε εκείνο το βιβλίο που του χάρισε ο πατέρας του. Δεν ήξερε αν θα μπορούσε να το διαβάσει, αφού στο σχολείο είχε μάθει μόνο την αλφαβήτα και να συλλαβίζει λίγες λέξεις. Τότε σκέφτηκε πως ίσως έπρεπε να φωνάξει σπίτι του μερικούς φίλους του για να διαβάσουν μαζί το βιβλίο. Έτσι έζησε αυτός καλά κι εμείς καλύτερα.
Αντώνιος Ευθυμίου
Συμμετοχή στον 1ο Διαγωνισμό Παραμυθιού koukidaki