Φραγκίσκου Πιέρρου
Ο Βίκτωρας ήταν ένας πολύ σοφός άνθρωπος. Πρέπει να είχε διαβάσει εκατοντάδες ή και χιλιάδες βιβλία κατά τη διάρκεια της ζωής του. Η οποία διάρκεια δεν ήταν διόλου μικρή, αφού ο σοφός κόντευε τα ενενήντα.
Όπως οι περισσότεροι σοφοί, ο Βίκτωρας είχε μαθητές. Οι μαθητές του ήταν κυρίως νεαροί από την πόλη ή και τα γύρω χωριά. Οι πιο πολλοί ήταν από πλούσιες οικογένειες που μπορούσαν να πληρώσουν τα δίδακτρα. Άλλοι όμως ήταν φτωχόπαιδα, γιοι και κόρες γεωργών και μεροκαματιάρηδων, που το πρωί βοηθούσαν τους γονείς τους στη δουλειά ενώ, δυο απογεύματα τη βδομάδα, Τρίτη και Πέμπτη, πήγαιναν στο αρχοντικό του Βίκτωρα για να μάθουν απ’ τη σοφία του. Απ’ αυτούς, τους φτωχούς, ο Βίκτωρας δεν έπαιρνε λεφτά.
Δεν τα καταλάβαιναν όλοι όλα, αλλά λίγη σημασία είχε. Ο Βίκτωρας ήξερε ότι στο τέλος πάντα κάτι θα έμενε στα μυαλά τους, σαν το κατακάθι του καφέ αφού τον έχεις πιει. Κι είχε παρατηρήσει ότι περισσότερο απ’ αυτό το κατακάθι έμενε στα μυαλά των φτωχών παρά των πλούσιων παιδιών.
Εκείνο το απόγευμα της Πέμπτης, σαν όλα τα απογεύματα Πέμπτης, ο σοφός καθόταν στη μεγάλη σάλα με τους είκοσι τόσους μαθητές καθισμένους γύρω του και δίδασκε. Αλλά ήταν μια διαφορετική Πέμπτη εκείνη. Το πρωί τον είχε επισκεφθεί ο αδελφός του, ο Έκτωρας, που είχε να τον δει κάμποσα χρόνια.
Αφού είπαν τα οικογενειακά τους και συζήτησαν για τις μελέτες τους, γιατί και ο αδελφός του σοφός ήταν, πώς ήρθε η κουβέντα και ο Έκτωρας του είπε για το Βιβλίο.
Το Βιβλίο το είχε ακουστά και ο Βίκτωρας, αλλά δεν το είχε διαβάσει, όπως ούτε και ο Έκτωρας. Πρέπει να ήταν από τα λίγα βιβλία στον κόσμο που δεν είχαν διαβάσει τα δυο αδέλφια. Κι αυτό για δυο λόγους: Ο πρώτος ήταν ότι υπήρχε μόνο ένα αντίτυπο, κι αυτό κρυμμένο σ’ ένα κάστρο μακριά από την πόλη που ζούσε ο Βίκτωρας, μακριά από οποιαδήποτε πόλη ήξεραν οι δυο τους. Η περιοχή ήταν γνωστή, αλλά μόνο πάνω στο χάρτη. Ούτε αυτοί, ούτε κανένας άλλος που ήξεραν είχε πάει ποτέ. Ο δεύτερος λόγος ήταν ότι, έλεγαν οι φήμες, το Βιβλίο ήταν καλά φυλαγμένο από φρουρούς αλλά κι από στοιχειά κι άλλα τέτοια απόκοσμα πλάσματα και κανείς δεν τολμούσε ούτε να πλησιάσει σ’ εκείνο το κάστρο. Έλεγαν μάλιστα ότι το Βιβλίο ήταν και αλυσοδεμένο με βαριές αλυσίδες, ώστε ακόμα κι αν κάποιος επιτήδειος κλέφτης κατάφερνε να τρυπώσει εκεί, παρ’ όλους τους φρουρούς και τα στοιχειά, να μη μπορεί να το πάρει.
Αυτά είχε πει ο Έκτωρας στον αδελφό του, κι ο Βίκτωρας ήταν πολύ συλλογισμένος εκείνο το απόγευμα. Λαχταρούσε να διαβάσει εκείνο το Βιβλίο γιατί έλεγαν ότι είχε μέσα του γραμμένες πολύ σπουδαίες και παλιές γνώσεις, τόσο παλιές που οι άνθρωποι, ακόμα και οι σοφοί, τις είχαν πια ξεχάσει. Ίσως να έγραφε ακόμα-ακόμα και για το Νόημα της Ζωής, το οποίο παραμένει μυστήριο μέχρι και στις μέρες μας.
Όπως δίδασκε λοιπόν, πιο αφηρημένος απ’ ο,τι συνήθως λόγω που οι σκέψεις του ήταν στο Βιβλίο, του ήρθε μια ξαφνική ιδέα. Γιατί να μην έστελνε κάποιον απ’ τους μαθητές του να βρει το Βιβλίο και να του το φέρει; Νέα παιδιά ήταν, δυνατά, έξυπνα τα περισσότερα, κι οι γονείς τους δεν θα έφερναν μεγάλες αντιρρήσεις αφού θα το ζητούσε ο ίδιος ο Βίκτωρας, ο σοφός που όλοι στην πόλη σέβονταν και τιμούσαν.
Σταμάτησε λοιπόν την παράδοση, κι άρχισε να τους μιλάει για το Βιβλίο. Το πόσο σπουδαίο ήταν, τι πολύτιμες γνώσεις περιείχε, πού βρισκόταν, πόσο μακριά ήταν κι αν κάποιος ήταν αρκετά γενναίος για να πάει να το βρει. Έβγαλε μάλιστα και τον χάρτη και τον στερέωσε στον πίνακα για να τους δείξει πού ήταν.
Οι μαθητές ενθουσιάστηκαν. Οι περισσότεροι ήταν έτοιμοι να προσφερθούν να πάνε να βρουν το Βιβλίο και να το φέρουν στο δάσκαλό τους. Τότε αυτός τους είπε για τους κινδύνους. Για τους φρουρούς που το φύλαγαν, αλλά και για τα στοιχειά, αν και για το τελευταίο τους είπε ότι δεν πίστευε στα στοιχειά, κι ότι ούτε αυτοί έπρεπε να πιστεύουν.
Η προθυμία λιγόστεψε. Οι μαθητές σιγομουρμούριζαν ο ένας με τον άλλον, αλλά κανείς δεν σήκωνε το χέρι να πει «θα πάω εγώ». Μέχρι που ο Βίκτωρας τους ρώτησε στα ίσια: «Ποιος λοιπόν από σας θέλει να πάει να μου φέρει το Βιβλίο;»
Στην αρχή κανείς δεν προσφέρθηκε. Μετά σηκώθηκε ένα χέρι. Ήταν ο Αυγουστής, ο γιος του Άρχοντα της πόλης, ένας δυνατός κι όμορφος νεαρός, αλλά όχι ιδιαίτερα έξυπνος. Έπειτα σηκώθηκε και δεύτερο χέρι. Ήταν ο Μένιος, γιος ενός πλούσιου εμπόρου. Όχι τόσο δυνατός, ούτε όμορφος, αλλά με καλό μυαλό, τουλάχιστον για το εμπόριο και τις συναλλαγές. Ο τρίτος και τελευταίος που σήκωσε το χέρι ήταν ο Μιχαλάκης, ένα μικρόσωμο και ζωηρό παιδί, μικρότερο απ’ τους άλλους δυο, αλλά πανέξυπνος. Μόνο που χάζευε ώρες-ώρες, σαν να ονειροπολούσε, και γι’ αυτό ο πατέρας του, που ήταν γεωργός, του έβαζε τις φωνές όταν τον είχε στο χωράφι για δουλειά. Μόνο στο μάθημα δεν χάζευε. Ήταν απ’ τα παιδιά που δεν έπαιρνε λεφτά ο Βίκτωρας, γιατί ήταν φτωχοί οι γονείς του, και τον συμπαθούσε ιδιαίτερα, λόγω της εξυπνάδας του και της δίψας του για μάθηση.
Αφού λοιπόν είχε τους εθελοντές του, ο Βίκτωρας σταμάτησε νωρίτερα το μάθημα κι έστειλε τους τρεις στα σπίτια τους, να πάρουν την άδεια των γονιών τους και να ετοιμαστούν για το ταξίδι. Έτσι κι έγινε. Στην αρχή οι γονείς δεν ήθελαν, φοβόντουσαν για τα βλαστάρια τους και σκεφτόντουσαν, ο Άρχοντας ότι ήθελε τον Αυγουστή κοντά του να τον μάθει να κυβερνάει, ο έμπορος ότι ήθελε τον Μένιο να τον μάθει να πουλάει και να βγάζει κέρδος, ο γεωργός ότι τον χρειαζόταν τον Μιχαλάκη στο χωράφι, κι ας ήταν μικρόσωμος. Αλλά μπήκε μπροστά ο Βίκτωρας κι οι πατεράδες έδωσαν τη συγκατάθεσή τους, έστω και απρόθυμα.
Ετοιμάστηκαν λοιπόν οι νεαροί, πήραν χοντρά και γερά ρούχα, προμήθειες για το ταξίδι και ξεκίνησαν. Πέρασαν πόλεις και χωριά, χωράφια και δάση, έχοντας πάντα μαζί τους τον χάρτη να τους οδηγεί. Όπου πήγαιναν κι έλεγαν τον σκοπό του ταξιδιού τους κι ότι τους είχε στείλει ο Βίκτωρας, οι κάτοικοι τους υποδέχονταν μετά χαράς, τους φιλοξενούσαν, τους τάιζαν και τους έδιναν κι άλλες προμήθειες, γιατί η φήμη του Βίκτωρα ήταν απλωμένη σ’ ολόκληρη τη χώρα. Έτσι στην αρχή το ταξίδι ήταν εύκολο.
Αλλά πήγαιναν και πήγαιναν, κι όσο πήγαιναν τόσο αραίωναν οι πόλεις, και μετά άρχισαν ν’ αραιώνουν και τα χωριά και μετά τα αγροκτήματα, ακόμα κι οι καλύβες. Ώσπου έφτασε μια μέρα που περπάτησαν και δεν είδαν, όχι άνθρωπο, αλλά ούτε ζωντανό πλάσμα στο δρόμο τους. Και τη δεύτερη μέρα το ίδιο, όπως και την τρίτη. Αλλά κοίταζαν τον χάρτη, υπολόγιζαν πόσο είχαν περπατήσει την κάθε μέρα και με τον ήλιο αλάνθαστο οδηγό έβλεπαν ότι πλησίαζαν.
Ώσπου το πρωί της τέταρτης μέρας που δεν είχαν δει πουλί πετούμενο, περνάνε ένα σύδεντρο και βλέπουν μπροστά τους το περίφημο κάστρο που έκρυβε το Βιβλίο. Αλλά εκεί που περίμεναν να υπάρχει τάφρος και η γέφυρα να είναι σηκωμένη και φρουροί ολούθε να φυλάνε, βλέπουν μια πύλη ορθάνοιχτη μπροστά τους κι όχι φρουρό, αλλά ούτε σκυλί να μην φυλάει την είσοδο
Μπήκαν μέσα προσεκτικά κι αλαφροπατώντας, κοιτάζοντας γύρω-γύρω μη δουν κανένα φρουρό. Ψυχή δεν υπήρχε. Πέρασαν την αυλή, κι έφτασαν μπροστά την πόρτα που οδηγούσε στο εσωτερικό του κάστρου. Ο Αυγουστής χτύπησε την πόρτα με δύναμη, μια, δυο, τρεις φορές κι η πόρτα άνοιξε. Αλλά άνοιξε μόνη της, κανείς δεν ήταν από πίσω.
«Ωχ, τα στοιχειά», είπε ο Μένιος τρομαγμένος.
«Δεν φοβάμαι στοιχειά εγώ», είπε ο Αυγουστής κι έσυρε το σπαθί που του είχε δώσει ο πατέρας του.
«Ο Δάσκαλος είπε ότι δεν υπάρχουν στοιχειά», είπε ο Μιχαλάκης. «Κάποιος μηχανισμός θα άνοιξε την πόρτα, σαν αυτούς που μας έχει δείξει στο μάθημα».
Δεν κάθισαν να το συζητήσουν πολύ, και προχώρησαν μέσα. Κάθε πόρτα που έβλεπαν μπροστά τους άνοιγε με τρία χτυπήματα αλλά κανείς δεν ήταν από πίσω. Ώσπου έφθασαν στο βάθος του κάστρου, κι εκεί το είδαν: Πάνω σ’ ένα όμορφο αναλόγιο, το χοντρό δερματόδετο Βιβλίο να τους περιμένει. Ούτε φρουροί, ούτε στοιχειά, ούτε αλυσίδες. Το Βιβλίο ήταν δικό τους.
Πάει πρώτος ο Αυγουστής, θαρρετός και χεροδύναμος όπως ήταν, και δοκιμάζει να πάρει το Βιβλίο απ’ το αναλόγιο. Τίποτα. Λες και ζύγιζε τόνους. Βάζει δύναμη, φουσκώνει, κοκκινίζει, πάλι τίποτα. Ασήκωτο το Βιβλίο.
«Θα πρέπει να το ανοίξουμε και να το διαβάσουμε», λέει ο Μένιος, και πάει να το ανοίξει. Με το που γυρίζει το εξώφυλλο, πετάγεται το Βιβλίο απ’ το αναλόγιο σαν να είχε ελατήριο και κλείνει πάνω στα μούτρα του Μένιου, χαστουκίζοντάς τον. Τρόμαξε το παιδί κι έκανε πίσω. Ξαναδοκιμάζει, τα ίδια Παααααφ χαστούκι στο πρόσωπο. «Αν αυτό δεν είναι στοιχειωμένο Βιβλίο, τότε τι είναι;» είπε απηυδισμένο το παλικάρι.
«Δεν είναι στοιχειωμένο, μάλλον θα θέλει τον τρόπο του», απάντησε ο Μιχαλάκης.
Τόση ώρα κοίταζε τους άλλους δυο να προσπαθούν και σκεφτόταν τι να κάνει. Να το πάρουν δεν μπορούσαν. Να το ανοίξουν ώστε να το διαβάσουν, ή να το αντιγράψουν, ούτε. Θυμήθηκε τότε τον Δάσκαλό τους. Με πόση καλοσύνη τους μιλούσε, πώς τους δίδασκε, πώς τους παρότρυνε να βρουν μόνοι τους τη λύση όταν τους έβαζε προβλήματα, βοηθώντας τους μόνο όπου χρειαζόταν. Και του ήρθε μια ιδέα:
«Βιβλίο», είπε, «έχουμε έρθει από πολύ μακριά για να σε βρούμε ώστε να μας δώσεις τις γνώσεις σου. Ο Δάσκαλός μας σε θέλει, αλλά απ’ ο,τι βλέπω δεν θέλεις να φύγεις. Άφησέ μας τουλάχιστον να σε διαβάσουμε και να μάθουμε από σένα».
Τότε το Βιβλίο άνοιξε με μιας. Πήγε ο Μιχαλάκης κοντά κι άρχισε να διαβάζει. Μόλις τέλειωσε την πρώτη σελίδα, το Βιβλίο πήγε στην επόμενη κι ο Μιχαλάκης συνέχισε να διαβάζει. Ο Μένιος έβγαλε χαρτί και μολύβι κι άρχισε να αντιγράφει. Το Βιβλίο έκλεισε αμέσως.
«Όπως φαίνεται, δεν δουλεύει έτσι, παιδιά», τους είπε ο Μιχαλάκης. «Πηγαίνετε πίσω στο Δάσκαλο και πείτε του τι έγινε. Και πείτε του ότι εγώ θα μείνω εδώ να διαβάσω το Βιβλίο κι όταν το τελειώσω και το μάθω, θα γυρίσω στην πόλη μας να του τα μεταφέρω όλα».
Έτσι κι έγινε. Ο Αυγουστής κι ο Μένιος πήραν το δρόμο του γυρισμού. Το ταξίδι τους ήταν εύκολο και ήσυχο, αν και τους έλειπε ο φίλος τους, που τον είχαν πια αγαπήσει, αλλά και τον εκτιμούσαν για την εξυπνάδα του. Μόνο μια φορά, σε ένα χωριό που σταμάτησαν, κάτι εξυπνοπούλια τους έκαναν τον καμπόσο με σκοπό να τους "ξαλαφρώσουν" από τις αποσκευές τους. Αλλά, λες και το Βιβλίο τους είχε αλλάξει κι ας μην το είχαν διαβάσει, ή η παρέα με το Μιχαλάκη ήταν εκείνη που τους άλλαξε, δεν μπλέχτηκαν σε καυγά, όσο κι αν ο Αυγουστής είχε το χέρι στη λαβή του σπαθιού του. Ο Μένιος ήταν, που με τον τρόπο του εμπόρου που είχε μάθει απ’ τον πατέρα του, τους τουμπάρισε λέγοντάς τους ότι ήταν τάχα μου ανιχνευτές και ξοπίσω ερχόταν ένα πλούσιο καραβάνι. Έτσι, οι ψευτόμαγκες, βλέποντας και το σπαθί του Αυγουστή, τους άφησαν κι είπαν να περιμένουν το καραβάνι και τα πλούτη που κουβαλούσε.
Τελικά, οι δυο φίλοι επέστρεψαν στην πόλη τους. Πήγαν αμέσως απ’ το σπίτι του Βίκτωρα και του είπαν τα καθέκαστα. Ο Βίκτωρας θαύμασε και τους συγχάρηκε, αλλά, μέσα του, πιο πολύ τον ευχαρίστησε η εξυπνάδα και η φιλομάθεια του Μιχαλάκη.
Ο Μιχαλάκης έμεινε στο κάστρο και διάβαζε. Διάβαζε για μέρες, μήνες, χρόνια, και το Βιβλίο πάντα γύριζε σελίδα γι’ αυτόν. Όταν κουραζόταν έπεφτε σ’ ένα απ’ τα κρεβάτια του κάστρου και κοιμόταν. Όποτε πεινούσε ή διψούσε, η τραπεζαρία τον περίμενε με δροσερό νερό και τροφή λιτή αλλά δυναμωτική. Όλο αυτό το διάστημα δεν είδε ψυχή στο κάστρο.
Όταν μετά από χρόνια τελείωσε το διάβασμα, αποφάσισε να γυρίσει πίσω και να μεταφέρει τις γνώσεις που έμαθε στο Δάσκαλό του. Αλλά, αλίμονο, ο Βίκτωρας είχε πια πεθάνει. Κι οι κάτοικοι της πόλης, που τα είχαν μάθει όλα απ’ τον Αυγουστή και το Μένιο, θαύμασαν τη σοφία που είχε αποκτήσει ο Μιχαλάκης όλο αυτό το διάστημα, τον όρισαν αυτόν σοφό και Δάσκαλο της πόλης και τον έβαλαν να μείνει στο αρχοντικό του Βίκτωρα και να διδάσκει.
Κι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα. Αλλά αν ο Μιχαλάκης έμαθε απ’ το Βιβλίο το Νόημα της Ζωής, αυτό δεν το ξέρουμε ως τα τώρα.
Φραγκίσκος Πιέρρος
Συμμετοχή στον 1ο Διαγωνισμό Παραμυθιού koukidaki