Νεκταρίας Μάντη
Κάποιες φορές, ειδικά μετά από το πολύ παιχνίδι με τη μπάλα, ο μικρός Βασίλης καθόταν απότομα πάνω στον καναπέ, φυσούσε ξεφυσούσε δυνατά και αμέσως μετά κοιμόταν βαθιά, γέρνοντας το κεφάλι του πότε αριστερά και πότε δεξιά.
Μάταια η μητέρα τού έλεγε να πάει και να ξαπλώσει στο αναπαυτικό κρεβάτι του. Ο Βασίλης προτιμούσε καλύτερα να πιαστεί, παρά να αναγκαστεί να βγάλει τα "φτερωτά" παπούτσια του όπως τα έλεγε.
Στα προηγούμενα γενέθλια του που έγινε ολόκληρο παλικαράκι 6 ετών και θα πήγαινε στην Α' Δημοτικού, ο μπαμπάς με τη μαμά τού αγόρασαν ένα ζευγάρι αθλητικά παπούτσια μαύρα με μπλε ρίγες.
-Με αυτά βρε ούτε ο άνεμος δε θα σε προλαβαίνει! Του είπε μια μέρα γελώντας ο παππούς Διονύσης και κουνιόταν πάνω κάτω το άσπρο του πυκνό μουστάκι.
Τι ήταν να το ακούσει αυτό ο Βασίλης! Ε, από εκείνη τη στιγμή δεν τα έβγαζε από τα πόδια του παρά μόνο το βράδυ που έπεφτε στο κρεβάτι του για να κοιμηθεί. Α ναι, και όταν έκανε μπάνιο για να μην τα χαλάσει με το νερό.
Και φυσικά δεν ήθελε πια να φορέσει άλλα παπούτσια εκτός απ’ αυτά.
-Βρε παιδάκι μου, βρε καλέ μου, βρε καμάρι μου, θα σου χαλάσουν στο τέλος, θα λιώσουν τα καημένα! παραπονιόταν η μαμά μπας και τον συνεφέρει αλλά τίποτα ο Βασιλάκης!
Με τα πολλά το πήραν απόφαση και οι γονείς και οι παππούδες κι οι γιαγιάδες και όλο το συγγενολόι και οι φίλοι και οι γείτονες και τα παιδιά τους και τα εγγόνια τους και ούφ… ότι πάει και τέλειωσε! Ο Βασιλάκης δεν θα ξαναέβγαζε αυτά τα παπούτσια απ’ τα πόδια του.
-Τι έγινε κυρά Μάρω; Είδες σήμερα το Βασιλάκη που γύρισε απ’ το σχολείο; Ρωτάει η κυρά Ελένη απλώνοντας τη μπουγάδα στην ταράτσα της.
-Όχι δεν τον είδα σήμερις. Ήμαν μέσα και ζύμωνα τσουρέκια.
-Εγώ, εγώ τον είδα καλέ, εγώ! Πετάγεται από απέναντι η κυρά Ματίνα.
-Ε, άντε λέγε λοιπόν. Τα φορούσε τα παπούτσια;
-Καλέ ναι, τα φορούσε.
Έτσι περνούσε ο καιρός κι όλοι περίμεναν πια με αγωνία τη στιγμή που θα έλιωναν εντελώς μιας που μετά από το βροχερό φθινόπωρο, τον κατάλευκο χειμώνα, την ανθοστολισμένη άνοιξη και το αναψοκοκκινισμένο καλοκαιράκι που ήρθαν τα φετινά γενέθλια του Βασίλη μας, ε, τα παπούτσια του είχαν πια ταλαιπωρηθεί αρκετά…
Ο Βασίλης έμενε σε μια γειτονιά που είχε όλα κι όλα δέκα σπιτάκια τριγύρω, όλα με μικρές αυλές και το καθένα με τη χάρη και την ιστορία του. Το δικό του σπίτι ήταν το πιο όμορφο και το πιο περιποιημένο. Οι εξωτερικοί τοίχοι ήταν κατάλευκοι και τη μάντρα που ήταν καμωμένη από τσιμεντόλιθους την άσπριζε με ασβέστη τα καλοκαίρια ο παππούς Διονύσης. Έμοιαζε με νησιώτικο μιας που τα κάγκελα ήταν από χοντρό ξύλο βαμμένο σκούρο μπλε σαν το βαθύ της θάλασσας μετά από επιλογή του πατέρα του που ήταν ναυτικός.
Δίπλα απ’ την αυλόπορτα η μητέρα του είχε φυτέψει μια μπουκαμβίλια που αγκάλιαζε με τα φούξια άνθη της τα κάγκελα και ξεχυνόταν σκύβοντας λες ευλαβικά έξω απ’ αυτά προς το μικρό πεζοδρόμιο έξω απ’ το σπίτι. Ήταν το στολίδι της γειτονίας όπως έλεγαν όλοι. Γιατί εκεί οι άνθρωποι δεν είχαν ζήλιες μεταξύ τους. Όλοι έλεγαν καλημέρα με την καρδιά τους και ο ένας χαιρόταν με την προκοπή του άλλου και στεναχωριόταν με τη λύπη του.
Τον Βασιλάκη τον ένοιωθαν σαν δικό τους παιδί και όλη αυτή η ιστορία με τα παπούτσια του τους απασχολούσε πραγματικά και όχι για κουτσομπολιό. Σχεδόν τα είχαν αγαπήσει κι εκείνοι τα παπούτσια του λες και τα φορούσαν οι ίδιοι σας λέω.
Σε μια άλλη γειτονιά λίγα μέτρα παρακάτω, ζούσε ένα άλλο αγόρι ο Στελλάκης. Το δέρμα του ήταν καφέ σαν παγωτό κακάο κάνοντας μια πολύ ωραία αντίθεση με τα μαλλιά του που ήταν καστανόξανθα και τα γαλάζια μεγάλα μάτια του. Ήταν τόσο αδύνατος που του είχαν βγάλει παρατσούκλι και τον φώναζαν "μακαρόνι".
Παρόλα αυτά ήταν πολύ δυνατός και τον είχαν ανακηρύξει "Βασιλιά" γιατί του άρεσε να αποφασίζει πάντοτε εκείνος για όλα αλλά και επειδή υπερασπιζόταν τους φίλους του σε κάθε δύσκολη στιγμή. Τα παιδιά αυτά έκαναν ό,τι τους ερχόταν στο κεφάλι χωρίς να το πολυσκεφτούν. Μιλούσαν πάντα δυνατά, σχεδόν φωναχτά, κυλιόντουσαν πάνω στο γρασίδι στριφογυρνώντας σα μικροί κύλινδροι και έτρεχαν ξυπόλητοι πάνω στα χαλίκια δίχως να πονάνε.
Μια μέρα, ο Βασίλης αποφάσισε να κόψει δρόμο για να φτάσει πιο γρήγορα στο σχολείο του, καθώς δεν έπλυνε από το βράδυ τα παπούτσια του όπως συνήθιζε αλλά νωρίς το πρωί και ώσπου να στεγνώσουν πέρασε η ώρα και τώρα περπατούσε με γοργό βήμα για να προλάβει ώσπου...
-Ει, το νου σας, στόχος πλησιάζει! Λέει ψιθυριστά το "μακαρόνι" σε έναν απ’ τους φίλους που ήταν κρυμμένος όπως κι εκείνος πίσω απ’ τον κορμό μιας μεγάλης καρυδιάς. Τέντωσε τη σφεντόνα του όσο πιο πολύ μπορούσε και ξάφνου... βζιιιννννννν! Τσάφφφφφφφφφφ! Ένα χοντρό καρύδι προσγειώθηκε με φόρα στο κεφάλι του ανυποψίαστου Βασιλάκη μας ο οποίος αφού αναφώνησε απ' τον πόνο άρχισε να στρέφει το κεφάλι του μια δεξιά μια αριστερά για να δει από που τού ήρθε.
"Οι μικροί βασιλιάδες" όχι απλά δεν προσπάθησαν να κρυφτούν, αλλά αντίθετα πήδηξαν απ' το δέντρο και τον πλησίασαν γελώντας και με ύφος τρομερής ικανοποίησης για το κατόρθωμά τους.
Ο Βασιλάκης σαστισμένος και κρατώντας ακόμα το κεφάλι του, τους ρωτάει γεμάτος απορία.
-Ποιοι είστε και γιατί το κάνατε αυτό ε; Ούτε καν σας ξέρω. Τι σας έκανα, ε;
Το "μακαρόνι" σταμάτησε απότομα να γελάει, πλησίασε με σοβαρό ύφος προς το μέρος του κι επειδή ήταν πιο κοντός απ' αυτόν στάθηκε με αυτοπεποίθηση στις μύτες των ποδιών του για να τον φτάσει, κολλώντας σχεδόν το πρόσωπό του πάνω στο δικό του και του λέει.
-Εσύ να μας πεις τι κάνεις εδώ και ποιος είσαι του λόγου σου. Σ' αυτό το δρόμο παίζουμε μόνο εμείς, δε σ' έχουμε ξαναδεί να περνάς από δω.
Ο Βασίλης σαστισμένος έκανε ένα βήμα πίσω για να τον αποφύγει, αλλά νευριασμένος πια και με την ίδια αυτοπεποίθηση, του λέει με σταθερή φωνή δίχως να φοβάται.
-Και λοιπόν; Έτσι μου ήρθε σήμερα και πέρασα από δω. Τι εννοείς, πως όποιος περνάει από αυτό το δρόμο πρέπει να του πετάτε καρύδια στο κεφάλι;
Το "μακαρόνι" κατέβηκε απ' τις μύτες των ποδιών του και βάζοντας τα χέρια στη μέση, λέει αποφασιστικά.
-Άκου, τους μεγάλους τους αφήνουμε να περνάνε, δε μας νοιάζουν αυτοί γιατί δεν κάθονται, συνεχίζουν το δρόμο τους. Κανένα άλλο παιδί όμως εκτός από μας δε θα μπει στα δικά μας τα χωράφια κατάλαβες; Σ' αυτήν εδώ την αλάνα παίζω μόνο εγώ και η παρέα μου το 'πιασες; Η δική σου παρέα πού είναι; Στους φίλους σου πήγαινες τώρα για να τους δείξεις το μέρος και να μας κουβαληθείτε μετά όλοι μαζί από δω;
-Ε, όχι δεν πήγαινα εκεί ε, δε... δεν έχω φίλους, εγώ το μόνο που ήθελα ήταν να βρω ένα σύντομο δρόμο για να πάω στο σχολείο μου.
-Τι; Δεν έχεις φίλους; Και πού είπες ότι θα πας; Στο σχολείο; Τι είναι πάλι αυτό;
-Τι; Δεν έχεις φίλους; Και πού είπες ότι θα πας; Στο σχολείο; Τι είναι πάλι αυτό;
-Είναι το μέρος που πηγαίνουν τα παιδιά για να μάθουν να γράφουν και να διαβάζουν.
-Χμ, τώρα που το λες, μόνο ο παππούς μου είχε ένα πώς το λένε να δεις... α, βιβλίο ε; Καλά δεν το λέω;
-Ναι, βιβλίο.
-Ναι, ναι θυμάμαι ότι κρυφά απ’ όλους τα βράδια το άνοιγε και το κοιτούσε για ώρα και μετά το έκρυβε κάτω από το μαξιλάρι του. Μια φορά, μου έδειξε κάτι μαύρα σημάδια που είχε μέσα και μου είπε ότι αυτά είναι τα γράμματα.
-Δηλαδή ήξερε να διαβάζει. Εσύ γιατί δεν έμαθες; Δε σου έδειξε πώς να γράφεις και να διαβάζεις;
-Ήθελε να μου μάθει, αλλά πού καιρός για τέτοια; Εγώ το μόνο που θέλω είναι να παίζω και να κάνω πλάκα με τους φίλους μου. Λοιπόν, πήγαινε τώρα εσύ στο σχολείο σου κι άσε μας να παίξουμε.
-Μια στιγμή! Πώς σε λένε; Έχεις όνομα;
-Φυσικά, γιατί να μην έχω; Με λένε Στέλλιο, αλλά μου αρέσει να με φωνάζουν "μακαρόνι".
-Μακαρόνι εγώ είμαι ο Βασίλης.
Με ένα χαμόγελο του έδωσε το χέρι του. Το "μακαρόνι" σάστισε. Δεν περίμενε να κάνει κάτι τέτοιο, ειδικά μετά απ’ το καρύδι που έσκασε πάνω στο κεφάλι του. Τον κοίταξε για λίγο αμήχανα κι ύστερα του έδωσε κι εκείνος το χέρι του. Ο Βασίλης δίχως να το πολυσκεφτεί του λέει με ενθουσιασμό.
-Θέλεις να έρθετε κι εσείς μαζί μου στο σχολείο;
-Ε; Τι δουλειά έχουμε εμείς εκεί πέρα;
-Αν μάθετε να γράφετε και να διαβάζετε θα κατακτήσετε όλο τον κόσμο!
Οι "μικροί βασιλιάδες" έπαψαν να γελούν και τον κοίταξαν σχεδόν με το στόμα ανοικτό.
-Πώς θα γίνει αυτό; Όρεξη για αστεία έχεις μου φαίνεται. Λέει το "μακαρόνι" φανερά ενοχλημένο.
-Καλά όπως νομίζεις. Εγώ πρέπει να φύγω τώρα, έχω αργήσει και δεν θέλω να χάσω το μάθημα. Κάνει να φύγει αλλά εκείνη τη στιγμή το "μακαρόνι" πρόσεξε τα παπούτσια του.
-Ει, να σου πω! Ωραία παπούτσια. Μου τα δίνεις να τα δοκιμάσω;
-Τι; Όχι, όχι δε μπορώ! Αυτά είναι τα αγαπημένα μου! Λέει σχεδόν τρομοκρατημένος ο Βασίλης.
-Καλά, καλά ντε. Μην κάνεις έτσι. Εμείς όπως βλέπεις δεν έχουμε ανάγκη από παπούτσια. Χάχα
Ο Βασίλης και μόνο στη σκέψη ότι θα έβγαζε τα παπούτσια του και ότι ακόμα χειρότερα κάποιος άλλος θα τα φορούσε αντί γι’ αυτόν, ξέχασε όσα είπαν ακόμα και τον πόνο στο κεφάλι του και όπου φύγει φύγει!
Έλα όμως που το "μακαρόνι" που ήταν μεγάλο πειραχτήρι, όταν κατάλαβε πόσο σημαντικά ήταν τα παπούτσια για το Βασιλάκη, το έβαλε σκοπό να του κάνει μια μεγάλη πλάκα!
Έτσι μαζί με τους φίλους του αποφάσισαν να τον ακολουθήσουν.
Και όταν σχόλασε και έφτασε στο σπίτι του, περίμεναν για λίγο και ύστερα το "μακαρόνι" τους λέει:
-Περιμένετε εδώ και έχετε το νου σας μην έρθει κανείς. Αν κάτι πάει στραβά, μόλις ακούσετε το σφύριγμά μου θα τρέξετε γρήγορα στην κρυψώνα και θα μείνετε εκεί ώσπου να γυρίσω εντάξει;
Όλοι κούνησαν καταφατικά τα κεφάλια τους και τότε το "μακαρόνι" σκαρφάλωσε στη μάντρα απ’ την πίσω μεριά του σπιτιού κοιτώντας ερευνητικά προς τα μέσα κι ύστερα πήδηξε και έτρεξε προς την πόρτα που βρισκόταν το δωμάτιο του Βασίλη.
Κοίταξε πολύ προσεκτικά απ’ το παράθυρο και τον είδε που κοιμόταν στο αναπαυτικό κρεβάτι του μετά από πολύ πολύ καιρό και μετά απ’ τις φωνές που του έβαλε η μάνα του που είχε βαρεθεί να τον βλέπει να κοιμάται στον καναπέ για να μη βγάλει τα παπούτσια του.
Ενώ κοιμόταν λοιπόν, είδε στον ύπνο του ότι στα παπούτσια του είχαν φυτρώσει λευκά φτερά, δυο στο ένα παπούτσι και δυο στο άλλο και άρχισαν να κουνιούνται πάνω κάτω έτοιμα να πετάξουν όπως τα πουλιά. Τον σήκωσαν στον αέρα σχεδόν μέχρι το ταβάνι κι ύστερα κατευθύνθηκαν προς το παράθυρο και ο Βασιλάκης βρέθηκε ξαφνικά να πετάει ψηλά πολύ ψηλά στον ουρανό.
Πέρασαν πάνω από λίμνες, από μεγάλα πυκνά δάση και από ποτάμια, όταν κάποια στιγμή άρχισαν να φεύγουν απ’ τα πόδια του και συνέχισαν να πετάνε μόνα τους ώσπου χάθηκαν στον ορίζοντα, ενώ εκείνος άρχισε να πέφτει και να πέφτει ώσπου προσγειώθηκε σ’ ένα δέντρο... και τσάφφφφ!
Ξύπνησε λουσμένος στον ιδρώτα ενώ το βλέμμα του έπεσε στο παράθυρο του που ήταν ορθάνοιχτο και λέει τρομαγμένος…
-Ε… εγώ το είχα κλείσει πριν κοιμηθώ…. τι…. τι... έγινε…; Τα… τα… παπούτσια μου! Να βάλω γρήγορα τα παπούτσια μου!
Σκύβει γρήγορα να πιάσει τα παπούτσια του κάτω απ’ το κρεβάτι, ψάχνει από δω… ψάχνει από κει… και βάζει μια φωνή που ακούστηκε σε όλη τη γειτονιά!
-Μαμάααααααα! Φωνάζει τρέχοντας προς το σαλόνι.
-Τι είναι παιδάκι μου, τι έπαθες και φωνάζεις έτσι; λέει όλο ανησυχία η μαμά του αλλά πριν προλάβει να πει δεύτερη κουβέντα ο Βασιλάκης χώθηκε μέσα στην αγκαλιά της και άρχισε να κλαίει.
Όταν της εξήγησε το όνειρο που είδε κι ότι χάθηκαν τα παπούτσια του, έψαξε κι εκείνη σε όλο το σπίτι απ’ άκρη σ’ άκρη αλλά δε τα βρήκε πουθενά. Λες και έβγαλαν στ’ αλήθεια φτερά και πέταξαν…
Από εκείνη τη στιγμή και έπειτα, για μέρες ολόκληρες κυκλοφορούσε ξυπόλητος μέσα στο σπίτι άλλα και έξω στην αυλή ακόμα και στο δρόμο και στο σχολείο και στο φούρνο και στις κούνιες και παντού και πάντα! Αρνιόταν πεισματικά να φορέσει άλλα παπούτσια.
Ώσπου πάταγε πάνω στα χαλίκια αλλά ακόμα και σε μεγάλες πέτρες και δεν ένοιωθε πλέον την παραμικρή ενόχληση! Η αλήθεια είναι ότι είχε αρχίσει να το συνηθίζει και ότι του άρεσε κιόλας γιατί
ένοιωθε μια δροσούλα κάτω απ’ τις πατούσες του καθότι ήταν και καλοκαιράκι. Εκτός από αυτό όμως απέκτησε και μια παράξενη αίσθηση ελευθερίας.
Μια μέρα πέρασε πάλι από εκείνο το δρομάκι που είχε συναντηθεί με τους "μικρούς Βασιλιάδες" και ξάφνου πετάγεται μπροστά του πηδώντας από τη γνωστή μας καρυδιά το "μακαρόνι".
-Βρε, βρε καλώς το φιλαράκι μας! Πού ήσουν τόσο καιρό; Σε χάσαμε. Μπα, τι βλέπω; Αποφάσισες να γίνεις ένας από μας; Πού είναι τα παπούτσια σου; Λέει το "μακαρόνι" χασκογελώντας.
-Μην κοροϊδεύεις εντάξει; Δεν έχω πια παπούτσια, τα έχασα.
Το "μακαρόνι" κατά βάθος συμπαθούσε το Βασίλη και δεν είχε πρόθεση να τον στεναχωρήσει αλλά μόνο να τον πειράξει.
Κατάλαβε λοιπόν ότι ήρθε η ώρα να σταματήσει την πλάκα που του έστησε.
-Αυτά εδώ εννοείς; Του λέει χαμογελώντας πονηρά αλλά καλοπροαίρετα, εμφανίζοντας τα παπούτσια που τα έκρυβε πίσω απ’ την πλάτη του.
-Α!! Τα παπούτσια μου! Βγάζει μια φωνή έκπληξης και χαράς ο Βασίλης χωρίς όμως να κάνει την κίνηση να τα πάρει. Το "μακαρόνι" άπλωσε τα χέρια του να του τα δώσει αλλά ο Βασίλης δεν κουνήθηκε απ’ τη θέση του.
-Τι έγινε; Άντε λοιπόν τι περιμένεις; Δεν θα τα πάρεις; Αφού δε μπορείς ούτε στιγμή χωρίς αυτά.
-Ναι θα τα πάρω. Λέει ο Βασίλης απλώνοντας τα χέρια του.
Εξακολούθησε όμως να τα κρατά χωρίς να κάνει την κίνηση να τα φορέσει.
Με ένα σωρό ερωτηματικά ζωγραφισμένα στο καφέ προσωπάκι του το "μακαρόνι" του λέει.
-Πώς μπορείς και γελάς; Κανονικά θα έπρεπε να έχεις θυμώσει πολύ μαζί μου!
-Έχεις δίκιο αλλά ξέρεις... δε θα τα φορέσω τελικά.
-Πώς; Γιατί;
-Να... ξέρεις... όλες αυτές τις μέρες που περπατάω χωρίς αυτά, νοιώθω όμορφα. Συνήθισα μου φαίνεται. Λέει ξύνοντας αμήχανα το κεφάλι του προσπαθώντας κι εκείνος να καταλάβει τι του συνέβη.
Πράγματι δεν μπορούσε ποτέ να φανταστεί ότι θα έφτανε μια μέρα που δε θα είχε πια ανάγκη τα αγαπημένα του παπούτσια.
-Ναι ε; Για κοίτα φίλε μου τι γίνεται στον κόσμο. Ε, λοιπόν δεν το περίμενα αυτό από σένα.
-Το περίμενα εγώ νομίζεις; Λέει ο Βασίλης και άρχισαν να γελούν δυνατά και οι δύο παρασύροντας και την υπόλοιπη παρέα.
Όταν σταμάτησαν να γελούν, το "μακαρόνι" ξαναπαίρνει το σοβαρό του ύφος και του λέει.
-Τώρα που είσαι κι εσύ σαν εμάς μπορείς αν θες να μπεις στην παρέα των "ξυπόλητων βασιλιάδων". Θέλω να σου δείξω κάτι. Ακολούθησέ μας. Του λέει και πριν προλάβει να απαντήσει τον πιάνει απ’ το χέρι και αρχίζουν να τρέχουν.
Μετά από λίγη ώρα έφτασαν σε ένα μεγάλο λόφο. Ο Βασίλης είχε μείνει λίγο πιο πίσω απ’ την υπόλοιπη παρέα και κρατούσε την κοιλιά του φυσώντας και ξεφυσώντας απ’ το λαχάνιασμα. Το
μακαρόνι" τού έκανε νόημα με το χέρι του να συνεχίσει. Κι εκείνος όρθωσε το ανάστημά του, πήρε μια βαθιά ανάσα και άρχισε να σκαρφαλώνει. Όταν κατέβηκαν απ’ το λόφο βρέθηκαν στην αρχή ενός πυκνού δάσους.
μακαρόνι" τού έκανε νόημα με το χέρι του να συνεχίσει. Κι εκείνος όρθωσε το ανάστημά του, πήρε μια βαθιά ανάσα και άρχισε να σκαρφαλώνει. Όταν κατέβηκαν απ’ το λόφο βρέθηκαν στην αρχή ενός πυκνού δάσους.
-Π... πού πάμε; ρωτάει ο Βασιλάκης κοιτώντας γύρω γύρω.
-Μη μου πεις ότι φοβάσαι; Του λέει γελώντας το "μακαρόνι".
-Όχι βέβαια! Έτσι από περιέργεια ρώτησα. Απαντά ενοχλημένος ο Βασιλάκης, αλλά η καρδούλα του φτερούγισε για λίγο κι αυτό φάνηκε όσο και να ήθελε να παραστήσει το γενναίο.
-Έλα, έχουμε λίγο δρόμο ακόμα αλλά αξίζει τον κόπο θα δεις! Του λέει το "μακαρόνι" κλείνοντάς του το μάτι. Αφού περπάτησαν λίγο ακόμα, το "μακαρόνι" τούς έκανε νόημα να σταματήσουν. Στο σημείο εκείνο υπήρχε ένα πηγάδι. Το "μακαρόνι" με τη βοήθεια των "βασιλιάδων" μετακίνησαν τη βαριά πλάκα από σκαλιστό λευκό μάρμαρο που ήταν τοποθετημένη στο στόμιο του πηγαδιού.
Ύστερα, έβγαλε απ’ την τσέπη του μια ασημένια σφυρίχτρα και άρχισε να σφυρίζει ένα συνθηματικό σκοπό που έμοιαζε λες με τη μελωδία ενός τραγουδιού.
Ξάφνου, φάνηκε μακριά στον ορίζοντα ένα κοπάδι από δεκάδες λευκά πουλιά με πορτοκαλί και κίτρινο ράμφος κι ήταν μεγάλα σαν κύκνοι. Το κοπάδι πλησίαζε και όλο και πλησίαζε ώσπου έφτασε εκεί που ήταν η παρέα των "βασιλιάδων". Τα μεγάλα κατάλευκα πουλιά στέκονταν εκεί ψηλά στον ουρανό ακριβώς πάνω απ’ το πηγάδι, ανοιγοκλείνοντας με τόση δύναμη τα μεγάλα τους φτερά, που ένα κύμα σκόνης σηκώθηκε στον αέρα και συνεπήρε το Βασίλη ο οποίος γονάτισε κατάχαμα βάζοντας τα χέρια του μπροστά στα μάτια του για να τα προστατέψει απ’ τη σκόνη που στριφογύριζε σα μικρός σίφουνας γύρω του.
Καθώς ανοιγόκλεινε με δυσκολία τα βλέφαρά του κατάφερε να δει κάτι που μεγάλωσε ακόμη περισσότερο την περιέργειά του. Το κάθε πουλί μετέφερε στα πόδια του από ένα αντικείμενο. Άλλο ένα χρυσό ρολόι, άλλο ένα κολιέ από πολύτιμες πέτρες που έλαμπαν σαν τις ακτίνες του ήλιου μα και άλλα αντικείμενα όπως παπούτσια, τσάντες ακόμα κι ένα επιτραπέζιο ρολόι και ένα μικρό κάδρο.
Το "μακαρόνι" τότε έβγαλε απ’ το στόμα του τη σφυρίχτρα και τα πουλιά άρχισαν να ρίχνουν ένα ένα τα αντικείμενα μέσα στο πηγάδι κι ύστερα πέταξαν γοργά προς την άλλη μεριά του ορίζοντα ώσπου χάθηκαν απ’ τα μάτια τους. Οι μικροί "βασιλιάδες" τοποθέτησαν ξανά τη μεγάλη πλάκα επάνω στο στόμιο του πηγαδιού κι ύστερα το σκέπασαν με πολλά κλαδιά που ήταν γεμάτα από πυκνά πράσινα φύλλα. Το "μακαρόνι" γύρισε και κοίταξε το Βασίλη που είχε μείνει εκεί ασάλευτος με το στόμα ανοιχτό και του λέει.
-Βρήκαμε τη μάνα τους βαριά πληγωμένη πριν από πολύ καιρό σ’ αυτό ακριβώς το σημείο. Δίπλα της ήταν πέντε μικρά που τιτίβιζαν τρομαγμένα ζητώντας βοήθεια. Τότε παρατήρησα ότι στο λαιμό της μαμάς τους κρεμόταν από μια λεπτή πετονιά αυτή εδώ η σφυρίχτρα. Την έβγαλα και άρχισα να σφυρίζω απαλά και τότε έγινε κάτι μαγικό. Η μάνα τους άρχισε να μιλάει με ανθρώπινη φωνή και με πολύ κόπο κατάφερε να μου πει αυτά τα λόγια:
-Σε παρακαλώ, φρόντισέ τα και φύλαξε καλά αυτή τη σφυρίχτρα.
Την πέρασε στο λαιμό μου ο κυνηγός που από λάθος με τραυμάτισε και μου είπε ότι αν σφυρίξει κάποιος με αυτή θα έχει μεγάλη προστασία κι εκείνος και τα μικρά μου. Ύστερα χάθηκε μέσα στο δάσος.
Πράγματι, τους φτιάξαμε μια φωλιά και κάθε μέρα ερχόμασταν εδώ και τα φροντίζαμε ώσπου μεγάλωσαν και από τότε έχουν γίνει οι καλύτεροι βοηθοί μας.
-Βοηθοί; Τι εννοείς; Και τι ήταν όλα αυτά τα αντικείμενα που μετέφεραν;
-Είναι οι προμήθειές μας. Με αυτά προμηθεύουμε τις οικογένειες μας, αλλά και τους γνωστούς και τους φίλους μας. Τα πουλιά είναι εκπαιδευμένα να μπαίνουν μέσα στα σπίτια και να μας φέρνουν διάφορα αντικείμενα. Κάθε φορά που γεμίζει το πηγάδι το αδειάζουμε και τα μοιραζόμαστε. Αφήνουμε για λίγες μέρες τα πουλιά να ξεκουραστούν και μετά πιάνουν πάλι δουλειά. Χαχα
-Δουλειά; Ξέρεις τι σημαίνει η λέξη δουλειά; Ε; Σημαίνει ότι δουλεύω για να έχω χρήματα να αγοράσω τα πράγματα που επιθυμώ και για τα οποία έχω κοπιάσει.
-Και δεν είναι καλύτερο να αποκτάς αυτά που θέλεις χωρίς κόπο;
-Αυτά τα πράγματα δεν είναι δικά σας καταλαβαίνεις; Άνηκαν σε άλλους ανθρώπους! Άρα φροντίσατε αυτά τα καημένα τα πουλιά για να εξυπηρετούν τους σκοπούς σας! Τα εκπαιδεύσατε να είναι αρπακτικά και κλέφτες! Ντροπή σας Στέλλιο! Εγώ φεύγω από δω. Δεν θέλω να έχω πάρε δώσε με κλέφτες!
Πρώτη φορά αποκαλούσαν το "μακαρόνι" με το πραγματικό του όνομα και μάλιστα τόσο αυστηρά. Και τότε τα μάτια του άστραψαν και πλησιάζοντας απειλητικά το Βασίλη του λέει.
-Άκου, νόμιζα ότι ήθελες κι εσύ να είμαστε φίλοι κι ότι θα ήσουν τώρα πια ένας από μας γι’ αυτό σε έφερα εδώ, για να μοιραστείς κι εσύ μαζί μας τα πράγματα που μαζέψαμε. Έκανα λάθος που σε εμπιστεύτηκα, αλλά ό,τι είδες θα μείνει μεταξύ μας το ’πιασες;
-Κι εγώ νόμιζα ότι απλά σας άρεσε να κάνετε καλαμπούρια και να νοιώθετε ελεύθεροι, περπατώντας έτσι ξυπόλητοι και τρέχοντας σαν τον άνεμο χωρίς έννοιες και σκοτούρες. Στην αρχή όλη αυτή η ιδέα μου φάνηκε συναρπαστική. Εσείς όμως είστε κλέφτες! Έτσι κλέψατε και τα παπούτσια μου! Λέει νευριασμένος ενώ είχε ήδη αρχίσει να φοράει πάλι τα αγαπημένα του παπούτσια τα οποία έβγαλε βιαστικά απ’ την τσάντα του.
Άρχισε να περπατάει με πολύ γρήγορο βήμα και όταν το "μακαρόνι" κατάλαβε ότι ήταν πράγματι αποφασισμένος να φύγει, έτρεξε προς το λόφο, σκαρφάλωσε στην κορφή και βάζοντας τα χέρια στο στόμα για να ακουστεί όσο πιο δυνατά γινόταν η φωνή του φώναξε:
-Δε θα μπορέσεις να βρεις το δρόμο μόνος σου! Θα χαθείς! Και τα παπούτσια σου δεν τα έκλεψα! Μια πλάκα ήθελα να σου κάνω μόνο ανόητε!
Αυτά είπε κι ύστερα έβγαλε απότομα τη σφυρίχτρα απ’ την τσέπη του και την πέταξε με όλη του τη δύναμη. Εκείνη έσκασε πάνω σε μια πέτρα και έσπασε σε δυο κομμάτια βγάζοντας μια εκτυφλωτική λάμψη που έκανε το "μακαρόνι" αλλά και τους "βασιλιάδες" να κρύψουν το πρόσωπό τους μέσα στα χέρια τους. Τα πουλιά από εκείνη μέρα δεν ξαναφάνηκαν στον ορίζοντα.
Πέρασε αρκετός καιρός. Ο Βασιλάκης είχε βρει την ηρεμία του και εξακολουθούσε να φοράει τα αγαπημένα του παπούτσια αλλά όχι πια μόνο εκείνα.
Μια μέρα γυρνώντας απ’ το σχολείο σκόνταψε πάνω σε μια μεγάλη πέτρα και έπεσε κάτω. Πριν προλάβει να σηκωθεί είδε μια σκιά πάνω απ’ το κεφάλι του. Σήκωσε το βλέμμα του και αντίκρισε το "μακαρόνι" που του είχε απλώσει το χέρι του για να τον βοηθήσει. Για μια στιγμή δίστασε αλλά του το έδωσε και αφού σηκώθηκε και ξεσκόνισε το παντελόνι του λέει.
-Πώς και δε μου πέταξες πάλι κανένα καρύδι στο κεφάλι;
Το "μακαρόνι" ρίχνοντας το βλέμμα του στην πέτρα που είχε σκοντάψει πριν λίγο ο Βασίλης του λέει με φωνή που ίσα ίσα που ακουγόταν.
-Κοίτα… εγώ δεν… ήθελα να… Είχες δίκιο εντάξει; Ήταν λάθος αυτό που κάναμε.
Ο Βασίλης δε πίστευε στ’ αυτιά του. Δεν περίμενε ποτέ πως αυτό το μικροκαμωμένο, αδύνατο αγόρι με τη ρωμαλέα όμως και ατίθαση καρδιά θα παραδεχόταν το λάθος του.
-Ποτέ δεν είναι αργά. Στο κάτω κάτω όλοι κάνουμε λάθη, αρκεί να τα παραδεχόμαστε, να μαθαίνουμε και να γινόμαστε καλύτεροι. Αυτό μου έχουν μάθει ο μπαμπάς και η μαμά και τώρα βλέπω πόσο δίκιο έχουν.
Το "μακαρόνι" μ’ ένα χαμόγελο ανακούφισης του λέει.
-Δηλαδή μπορούμε ακόμη να είμαστε φίλοι;
-Και βέβαια! Λοιπόν, εγώ σε ακολούθησα εκεί που με πήγες σωστά; Τώρα είναι η σειρά σου να με ακολουθήσεις. Όχι πολύ μακριά. Μέχρι το σπίτι μου θα πάμε. Θέλω να σου δείξω κάτι.
Έτσι μπαίνοντας μέσα στο δωμάτιο, ο Βασίλης τον οδήγησε σε μια μεγάλη λευκή βιβλιοθήκη που φιλοξενούσε στα ράφια της λογής λογής βιβλία μεγάλα, μικρά, ασπρόμαυρα, χρωματιστά και του λέει.
-Αυτός εδώ είναι ο δικός μου θησαυρός.
-Τι εννοείς; Έχεις εδώ μέσα κρυμμένα τίποτα χρυσά νομίσματα;
-Πάλι το μυαλό σου εκεί στριφογυρνάει; Μα καλά τι νομίζεις, δεν υπάρχουν άλλα πράγματα στη ζωή πιο πολύτιμα από μερικά χρυσά νομίσματα; Το "μακαρόνι" σήκωσε τους ώμους του αμήχανα και τότε ο Βασίλης συνεχίζει.
-Άντε, διάλεξε ένα βιβλίο.
Το "μακαρόνι" δε μίλησε μόνο τον κοίταζε λες κι είχε πιει το αμίλητο νερό.
-Καλά καλά άσε γι’ αρχή θα διαλέξω εγώ κάτι για σένα. Χμ... για να δούμε τι θα σου άρεσε… Α! Να, βρήκα κάτι που νομίζω ότι θα το βρεις ενδιαφέρον. Είναι ένα βιβλίο που μιλάει για τις χώρες όλου του κόσμου. Μέσα από εδώ θα ανακαλύψεις πόσες λίμνες, βουνά, ποτάμια υπάρχουν στον κόσμο, αλλά και απέραντους ωκεανούς και πόλεις και χωριά! Ε,τι λες; Θα το διαβάσουμε;
-Μα… μα εγώ δεν ξέρω να διαβάζω.
-Το ξέρω. Δεν πειράζει θα στο διαβάζω εγώ κι εσύ θα κοιτάς παράλληλα τις εικόνες ε;
-Ε… ναι… γιατί όχι; Δεν καταλαβαίνω όμως τι εννοούσες όταν μίλησες για κάποιο θησαυρό.
-Μα δεν είναι θησαυρός να ανακαλύπτεις και να μαθαίνεις τόσα πράγματα μέσα στα βιβλία; Μπορείς αν διαβάζεις κι έχεις γνώσεις να καταλαβαίνεις καλύτερα αυτά που συμβαίνουν γύρω σου. Μπορείς να κατακτήσεις τον κόσμο ολόκληρο! Μπορείς ακόμα να ταξιδέψεις με τη φαντασία σου σε όλα τα μέρη της γης απ’ άκρη σ’ άκρη!
-Ουάου! Και πώς γίνεται αυτό ε;
-Θα δεις τώρα. Λοιπόν αρχίζουμε;
-Ναι αμέ! Αρχίζουμε!
Έτσι, κάθισαν αναπαυτικά στο πάτωμα πάνω στο χαλί, στηρίζοντας την πλάτη τους στο κρεβάτι. Ο Βασιλάκης άνοιξε το βιβλίο, ξερόβηξε, πήρε μια βαθιά ανάσα και άρχισε να διαβάζει αργά και σταθερά στο φίλο του. Το "μακαρόνι" κοιτούσε τις εικόνες κι είδε μέσα σ’ αυτές ν’ απεικονίζονται άνθρωποι, ζώα, φυτά, θάλασσες, καράβια με πειρατές και περίεργα ψάρια και ένα σωρό συναρπαστικά τοπία και είχε τεντώσει τα αυτιά για να μη χάσει ούτε λέξη από τις περιγραφές του Βασίλη.
Κάποια στιγμή έκλεισε τα καταγάλανα μάτια του και ενώ ο Βασίλης διάβαζε, εκείνος ταξίδευε με τη φαντασία του σε όλα τα μέρη για τα οποία του μιλούσε κι έφτιαχνε με το μυαλό του απίστευτες, δικές του χρωματιστές εικόνες και τότε άρχισε να καταλαβαίνει τι σήμαιναν τα λόγια του Βασίλη ότι θα μπορούσε να κατακτήσει όλο τον κόσμο.
Από εκείνη τη μέρα κι έπειτα, κάθε απόγευμα, έβρισκε τους δυο φίλους να κάθονται πάνω στο λόφο δίπλα απ’ το πηγάδι, έχοντας δίπλα τους κι από ένα διαφορετικό βιβλίο κάθε φορά όπως εκείνο το απόγευμα που τους βρήκε εκεί στην ίδια θέση, να γελούν και να δείχνουν με τα χέρια τους ψηλά πολύ ψηλά εκεί που έδυε σιγά σιγά το φως του ήλιου, ώσπου χάθηκε πίσω απ’ το βουνό, ενώ ταυτόχρονα το φως της φιλίας, της γνώσης και της φαντασίας ζέσταινε τις καρδιές τους.
Νεκταρία Μάντη
Συμμετοχή στον 1ο Διαγωνισμό Παραμυθιού koukidaki