Λυγερής Ζωχιού
Του μικρού Τζακ δεν του άρεσε ποτέ να τρώει φασολάδα!
Όσο κι αν προσπαθούσε η μητέρα του, η γιαγιά του κι ο κόσμος όλος, ο Τζακ ήταν ανένδοτος!
«Δεν θέλω! Δεν θέλω! Δεν θέλω!» ήταν πάντα η απάντηση του Τζακ.
«Μα γιατί;» ρωτούσε η μαμά, η γιαγιά κι ο κόσμος όλος...
«Γιατί δεν θέλω!» ερχόταν η απάντηση, η ίδια ξανά και ξανά.
Ούτε να την δει δεν ήθελε την φασολάδα ο Τζακ μαγειρευτή κι ούτε που την είχε δει ποτέ του!
Μόνο κάτι φασόλια είχε δει ξερά όταν ήταν πιο μικρός και πίστευε πως κάνουνε μόνο για παιχνίδι οι μικρές αυτές... πετρούλες!
Μια μέρα που ο Τζακ έπαιζε με τους φίλους του, είχε την ιδέα να πάνε λίγο πιο μακριά... εκεί που ήταν η αρχή του μεγάλου δάσους γιατί είχε τον σκοπό του.
«Θυμάστε την ιστορία για τον μεγάλο γίγαντα που ζει στο δάσος; Πάμε να δούμε που είναι το σπίτι του;» ρώτησε ο Τζακ τους φίλους του.
«Ναι!» Απάντησαν οι φίλοι του με ενθουσιασμό.
Όλα τα παιδιά του χωριού είχαν ακούσει τους γονείς τους να τους λένε για τον γίγαντα αυτόν που έμενε στο μεγάλο δάσος και που θα ερχόταν να φάει όποιο παιδί δεν έτρωγε όλο το φαγητό του!
Μια και δυο λοιπόν μπήκαν στο δάσος...
Όταν άρχισε να νυχτώνει σιγά-σιγά τα παιδιά αποφάσισαν να γυρίσουν πίσω στο χωριό. Όμως είχαν χαθεί και δεν ήξεραν πως να γυρίσουν!
Ο Τζακ και οι φίλοι του δεν είχαν φοβηθεί ποτέ τόσο πολύ στην ζωή τους! Τί κι αν είχαν σκορπίσει πέτρες και είχαν βάλει σημάδια στο δάσος για να μπορούν να γυρίσουν; Με το σκοτάδι δεν έβλεπαν τίποτα!
Και σαν να μην έφτανε αυτό, ξαφνικά ακούστηκε κι ένα τρομακτικό ουρλιαχτό!
«Λύκος! Λύκος!» είπε ο Τζακ και πριν προλάβει να τελειώσει την κουβέντα του ακούστηκε ένας δυνατός πυροβολισμός!
«Κοιτάξτε! Ένα φως εκεί κάτω!» είπε ο Τζακ.
Ο Τζακ είχε δίκιο. Το φως, ένας φακός, άρχισε να πλησιάζει προς το μέρος τους.
Ήταν ο φύλακας του δάσους!
Ένας πολύ ψηλός άνδρας με καπέλο, μπότες και ένα χοντρό παλτό με ένα μεγάλο σήμα που έδειχνε πως ήτανε ο φύλακας του δάσους.
«Ξέρετε πως αυτό που κάνατε είναι πολύ επικίνδυνο; Κι αν δεν ήμουν εδώ ο λύκος που σας ακολουθούσε θα σας είχε κάνει όλους μια χαψιά τώρα κύριοί μου;»
Ο Τζακ κι οι φίλοι του δεν έφεραν καμία αντίρρηση. Ήταν τόσο φοβισμένοι!
«Σας ευχαριστούμε κύριε φύλακα...» ψέλλισε ο Τζακ.
«Δεν άκουσα, τί είπατε κύριε; Αλήθεια πώς λέγεστε είπαμε;» ρώτησε πολύ σοβαρά τον ο φύλακας.
Αυτό το "κύριε"... φάνηκε πολύ αστείο στους τέσσερις φίλους, είναι αλήθεια, μα κανείς τους δεν τόλμησε να γελάσει.
«Τζακ με λένε. Οι φίλοι μου κι εγώ σας ευχαριστούμε πολύ που μας σώσατε κύριε φύλακα!» επανέλαβε δυνατά και πολύ σοβαρά αυτή τη φορά ο Τζακ.
Ο φύλακας ήταν πολύ καλός άνθρωπος. Πήρε τα παιδιά στο σπίτι του που ήταν εκεί κοντά και ειδοποίησε με το τηλέφωνό του πως τα παιδιά ήταν ασφαλή.
«Οι γονείς σας είναι ενήμεροι. Απόψε θα κοιμηθείτε εδώ κι αύριο πρωί πρωί θα σας επιστρέψω στο χωριό» είπε πολύ σοβαρά ο φύλακας.
Μετά άναψε το τζάκι και ετοίμασε ζεστό φαγητό για να φάνε.
Ο Τζακ και οι φίλοι του ήταν πολύ κουρασμένοι και πεινούσαν πολύ!
Όταν λοιπόν ήρθε μπροστά τους ένα ωραίο, αχνιστό πιάτο φαγητό με ζεστό ψωμί ο Τζακ ούτε που σκέφτηκε να ρωτήσει τι ήταν. Έφαγε όλο το φαγητό και πολύ ψωμί!
Και μόνο τότε, όταν είχε πια χορτάσει, είπε στον φύλακα:
«Πολύ νόστιμο φαγητό κύριε φύλακα! Τί είναι;»
«Α! Τίποτα το ξεχωριστό αλλά πολύ νόστιμο και χορταστικό! Μια απλή και ταπεινή φασολάδα Τζακ! Χαίρομαι που σου άρεσε!» του απάντησε ο φύλακας.
Λυγερή Ζωχιού
Συμμετοχή στον 1ο Διαγωνισμό Παραμυθιού koukidaki
Οι συνοδευτικές ζωγραφιές έγιναν από την κόρη της ίδιας, Μαρίνα.