Μελίνας Τριανταφυλλίδου
Μια φορά κι έναν καιρό οι εποχές του χρόνου καβγάδισαν για τα καλά και κάναν μεγάλο σαματά βιώνοντας το αίσθημα του φθόνου. Ενώ ήταν κάποτε σοφές και με αρμονία κυλούσαν τώρα είχαν γίνει παλαβές και τα πρωτεία ζητούσαν. Κάθε εποχή ονειρεύονταν αυτή να υπερισχύσει και από του χρόνου την τροχιά τις άλλες να εκτοπίσει. Να κυβερνά ανεξάρτητη και αυτόνομη για πάντα και οι άλλες τρεις να κάνουνε μια και καλή στην πάντα.
Πρώτα παλάβωσε παιδιά ο παγερός χειμώνας και απλώθηκε ολόγυρα σαν άγριος τυφώνας. Πέρασε ο Φεβρουάριος και είχε έρθει ο Μάρτης μα αυτός πίσω δεν έκανε σα να ήταν φεουδάρχης. Χιόνιζε και αγρίευε, άστραφτε και βροντούσε, τα πάντα αυτός κυρίευε και σαν τρελός φυσούσε. Και η άνοιξη αντέδρασε ήτανε η σειρά της, ο Μάρτης την περίμενε να μπει στην αγκαλιά της. Με τη γλυκιά την αύρα της και τ΄ ανθηρά φιλιά της την προσδοκούσε όλη η γη να δει την ομορφιά της. Μα ο χειμώνας αναιδής δεν έκανε στην άκρη, ήθελε να ΄ναι ο νικητής στη γη απ΄ άκρη σ΄ άκρη. Και επέμενε ακλόνητος όλο να χειμωνιάζει και τη γλυκιά την άνοιξη με ψύχος να τρομάζει.
Μα και αυτή αγρίεψε και πείσμωσε να μείνει και κόλπο επινόησε να επικρατήσει εκείνη.
Τη γύρη της συγκέντρωσε από όλα τα άνθη και τον χειμώνα ψέκασε ο άθλιος να μάθει. Και αλλεργία τον έπιασε κι άρχισε να μουγκρίζει, η μύτη να τον γαργαλά και όλο να δακρύζει.
Το σώμα του κοκκίνησε και γέμισε σπυράκια κι ο δυστυχής ξινότανε σφίγγοντας τα δοντάκια. Και έτσι παραμέρισε στης άνοιξης το βήμα που είχε έρθει ολάνθιστη και όμορφη σαν ποίημα.
Μα και αυτή ξιπάστηκε κι έκανε υπερωρίες, τους μήνες της συμπλήρωσε μα έλεγε θεωρίες. Πως είναι πιο πολύτιμη από τους άλλους μήνες γιατί τρέφει τις μέλισσες και τους χοντρούς κηφήνες. Γιατί φέρνει τα χρώματα που όλα τα ομορφαίνουν και των ανθών οι ευωδιές στο διάβα της πληθαίνουν. Γιατί ξυπνάει τη ζωή και όλα ξανανιώνουν και του χειμώνα οι παγωνιές κοπάζουν και τελειώνουν. Και για πολλά η άνοιξη κόμπαζε και καυχιόνταν και έλεγε με έπαρση πόσο την χρειαζόταν. Μα είχε φύγει ο Μάιος κι αυτή εδώ στεκόταν, ήρθε και ο Ιούνιος μα εκείνη αντιστεκόταν. Και όπως ήταν φυσικό εξόργισε το θέρος γιατί δεν αποχώρησε στο τρίμηνο εγκαίρως.
Και έγινε τρανός χαμός, μεγάλη φασαρία κι έτσι το θέρος πείσμωσε να πάρει τα ηνία. Ήρθε η δικιά του η σειρά, πρέπει να επικρατήσει, της άνοιξης την παραμονή θέλει να τιμωρήσει. Έτσι σχέδιο σκάρωσε για να την εκτοπίσει, τον ήλιο παρακάλεσε την άνοιξη να ψήσει. Κι εκείνος την τσουρούφλισε με την καυτή χροιά του και η άνοιξη η κακόμοιρη στέγνωνε στα δεσμά του. Δεν είχε πλέον δύναμη τα άνθη της ν΄ ανοίξει, είχε αφυδατωθεί πολύ, είχε εντελώς στραγγίξει. Και οι χυμοί της στέρεψαν, χάθηκε η ομορφιά της και έτσι αποχώρησε για να βρει την υγειά της.
Το θέρος υπερίσχυσε ορθά με τη σειρά του όμως κι αυτό τρελάθηκε κι έκανε τα δικά του.
Είχε τελειώσει ο Αύγουστος μα εκείνο δε νοιαζόταν, καθότανε ατάραχο, να φύγει δε βιαζόταν. Και μπήκε ο Σεπτέμβριος βροχούλες για να φέρει μα το θέρος με αναίδεια έκανε πως δεν ξέρει. Αγνόησε επιδεικτικά τη διαδοχή του χρόνου και χάζευε ανέμελο στην εκπνοή του χρόνου.
Κι έφτασε το φθινόπωρο έτοιμο να δακρύσει γιατί το θέρος δίσταζε πολύ να αποχωρήσει.
Αργοπορούσε σκόπιμα για να το εκνευρίσει, να παραμείνει ήθελε κι όχι να υποχωρήσει. Κι εκείνο ευθύς πληγώθηκε και άρχισε να κλαίει, πικρίες και παράπονα με τις βροχές να λέει.
Κι έτσι το θέρος κρύωσε και αρρώστησε με γρίπη και αποχώρησε παιδιά με φανερή τη λύπη.
Οι εποχές τρελάθηκαν και κάναν ανταρσία, μονάχα το φθινόπωρο έδειξε ευαισθησία. Το χρόνο του σεβάστηκε, έμεινε για τρεις μήνες και όλο συλλογίζονταν των άλλων τις ευθύνες.
“Φοβάμαι πως θα καταστραφούν!” πικρά μονολογούσε “Τις ισορροπίες δεν κρατούν...” έλεγε και πονούσε.
“Καθεμία θέλει μόνο αυτή τη γη να διαφεντεύει και πως είναι η καλύτερη κάθε εποχή πιστεύει!”
“Μα η έπαρση τον χαλασμό θα φέρει και πικρία, τρεις εποχές μαλώνουνε με απερισκεψία”. Και πράγματι συγκρούονταν με λύσσα και γινάτι και η έχθρα τους μεγάλωνε κι έβγαζε πλέον μάτι.
Ήτανε πια ξεκάθαρο πως είχαν αρρωστήσει από βαρύ εγωισμό και είχαν παραστρατήσει.
Δεν κοίταζαν το ρόλο τους, κάναν παλαβομάρες και συνεχώς συγκρίνανε τις μεταξύ τους χάρες.
“Εγώ είμαι ο πιο ισχυρός!” κόμπαζε ο χειμώνας, “Άμα φυσήξω σαν τρελός γίνομαι ευθύς τυφώνας! Όλοι κοιτάζουν έντρομοι την άγρια δύναμη μου, κανείς ποτέ δεν τόλμησε να παραβγεί μαζί μου! Συνάμα έχω και ομορφιά, το χιόνι μου βαμβάκι γι' αυτό μεγάλοι και παιδιά μου δίνουνε φιλάκι!” Και εξιστορούσε με έπαρση ποικίλες ιστορίες και έβρισκε για τη στάση του χίλιες δικαιολογίες.
Μα και η άνοιξη παιδιά γεμάτη υπεροψία πετάχτηκε απότομα να πάρει τα πρωτεία. “Άμα μιλάς για ομορφιά να πέσω να πεθάνω! Είναι ηλίου φανερό αξίζω παραπάνω! "Έχω πυρόξανθα μαλλιά και ανθισμένα τούλια, αμέτρητες οι χάρες μου, είμαι βασιλοπούλα! Όλοι εμένα αποζητούν κι όλοι με καμαρώνουν, τις ομορφιές που έχει η ζωή σε μένα τις χρεώνουν! Εγώ γλυκαίνω την ψυχή με μέλι και τραγούδια, εγώ έχω κήπους ανθηρούς να παίζουν τ΄ αγγελούδια! Και χρώματα ευφάνταστα σε άνθη που ευωδιάζουν και αισθήματα ολάνθιστα σε καρδιές που αγαλιάζουν!” Ποιήτρια η άνοιξη και σκάρωνε στιχάκια κι όλο προς το συμφέρον της εκτόξευε λογάκια. Ήταν η πιο χρήσιμη επέμενε να λέει, δεν ήξερε η ανόητη πως σύντομα θα κλαίει.
Κι ύστερα μπήκε στο χορό και το τρελό το θέρος και απαιτούσε να ταχθούν με το δικό του μέρος. “Εγώ ζεσταίνω τις καρδιές και οι άνθρωποι γελάνε, ηλιόλουστο έχω καιρό κι όλοι καλοπερνάνε! Χαίρονται και τη θάλασσα και διακοπές πηγαίνουν και οι κουρασμένοι πλάι μου αμέσως ξαποσταίνουν!” Κι έλεγε, κι έλεγε κι αυτό του κόσμου το κατεβατό και αράδιαζε χαρωπό τα παραδείγματα σωρό. Πως είναι απαραίτητο διέδιδε με θάρρος και πως οι άλλες εποχές στη φύση είναι βάρος.
Και τότε έγινε χαμός και πανικός μεγάλος όλοι θεωρούσαν πάντοτε πως έφταιγε ο άλλος.
Και δεν παραδεχότανε διόλου την έπαρση τους, μήτε αντιλαμβανότανε πως έρχεται η συντριβή τους. Μία νικούσε η μια εποχή, μετά κέρδιζε άλλη με αναρχία στη σειρά που προκαλούσε ζάλη. Χωρίς τη φυσική ροή και αρμονική διαδοχή τα 'κάναν όλα θάλασσα και τη ζωή ένα χάλι. Τρείς μέρες πυκνοχιόνιζε κι έπειτα καλοκαίρι, μετά βλασταίναν τα φυτά μα ξαναπάγωνε τ' αγέρι. Άνθιζαν οι αμυγδαλιές, φύτρωνε το γρασίδι μα του χειμώνα οι παγωνιές ξύριζαν σα λεπίδι. Κι όλα ξαναχαλούσανε και τα έκαιγε το κρύο ώσπου χαθήκαν οι ομορφιές κι είπαν στη γη αντίο.
Οι εποχές μαράζωσαν, 'χάσαν τη δύναμη τους, ο πόλεμος που άνοιξαν ήταν η φυλακή τους. Ανούσια εγκλωβίστηκαν στης έπαρσης το κάστρο και φάνταζε μίλια μακριά της σύμπνοιας το άστρο. Μάταια αντιμάχονταν και τρέλαιναν τη φύση, έπρεπε για όλων το καλό αυτό να σταματήσει!
Ώσπου το ρόλο αυτό παιδιά εκλήθηκε να πάρει το ταπεινό φθινόπωρο για της φύσης τη χάρη.
“Σταθείτε αδέρφια!” φώναξε “Ως εδώ και μην παρέκει! Ο πόλεμος που αρχίσατε διόλου ορθός δε στέκει! Μόνοι σας καταστρέφεστε και γελοιοποιήστε, μάταια αλληλοεχθρεύεστε και αλληλοεκδικήστε! Δείτε πως καταντήσατε, χάσατε τον εαυτό σας, ξεχάσατε το ρόλο σας και τον προορισμό σας! Η άνοιξη βαριά νοσεί, δε βγάζει πια λουλούδια! Το θέρος είναι σκυθρωπό χωρίς ήλιου τραγούδια!”
“Και ο χειμώνας αδρανεί, δεν κατεβάζει χιόνι και κάθε μία εποχή μόλις φανεί, τελειώνει...
Γιατί λοιπόν δε σέβεστε το χρόνο που σας πρέπει, τρεις μήνες για κάθε εποχή η φύση επιτρέπει!”
“Μάρτης, Απρίλης, Μάιος την χαρωπή την άνοιξη ποθούνε! Ιούνης, Ιούλης και Αύγουστος το ζεστό θέρος προσκαλούνε! Σεπτέμβρης, Οκτώβρης και Νοέμβριος εμένα το υγρό φθινόπωρο ζητάνε! Δεκέμβρης, Ιανουάριος και Φεβρουάριος τον βαρύ χειμώνα αγαπάνε!”
“Αυτή είναι η σωστή σειρά και η φυσική πορεία, αν δεν την τηρήσετε πιστά θα 'ρθεί η τιμωρία! Ήδη βαριά αρρωστήσατε και χάσατε το δρόμο, αψήφιστα μην παίρνετε της γης τον Θείο Νόμο! Η φύση έχει πρόγραμμα και άρτια ισορροπία, ποτέ της δε συγχώρεσε καμιά παρασπονδία! Γι' αυτό συνέλθετε ευθύς, βρείτε τα συγκαλά σας, γυρίστε στην υπακοή και στα καθήκοντα σας! Πού είναι η σοφία σας και η ορθή σας κρίση; Τώρα αμέσως φίλοι μου μονιάστε με τη φύση! Να 'ρθεί η ομαλότητα και η φυσική αρμονία, να ζούν όλα τα πλάσματα της γης με ευτυχία!”
Κι αμέσως έτσι έγινε, οι εποχές φιλιώσαν και όλες τους τις διαφορές με αγάπη γεφυρώσαν.
Μετάνιωσαν για τον τρελό, μεγάλο εγωισμό τους και έζησαν με σύνεση πιστές στο ριζικό τους.
Μα αν δείτε από καμιά φορά, κάνουν τις σκανταλιές τους για να θυμούνται τις παλιές εκείνες ζαβολιές τους.
Γι' αυτό κάποτε μες το Μάρτιο βρέχει μα και χιονίζει και μέσα στο Νοέμβριο η άνοιξη μυρίζει.
Γιατί οι γλυκές μας εποχές μοιάζουν με τα παιδάκια και έτσι κάνουν οι τρελές στη φύση παιχνιδάκια.
Κι εμείς ίσως θυμώνουμε με τα κόλπα που κάνουν όμως δεν τους κακιώνουμε φτάνει να μην το παρακάνουν.
Εμείς λίγο γκρινιάζουμε, όμως τις συγχωράμε γιατί τις τέσσερις εποχές όλοι τις αγαπάμε!
Μελίνα Τριανταφυλλίδου
Συμμετοχή στον 1ο Διαγωνισμό Παραμυθιού koukidaki