Μαριάννας Χριστοδουλίδου
Μια φορά, πολύ ή λίγο καιρό μακριά, ήταν ένα κόκκινο σπιτάκι στην άκρη του Καταπράσινου δάσους, που ήταν και δεν ήταν το καλύτερο καταφύγιο για όλα τα ζώα.
Απ’ το μικρό κόκκινο σπίτι μια λιχουδιάρικη μυρωδιά έβγαινε κάθε μέρα και γέμιζε κάθε γωνιά του δάσους, τρυπώντας τις μύτες όλων των ζώων, άγριων και ήμερων, μικρών και μεγάλων. «Η γιαγιά φτιάχνει τηγανητές πατάτες!» έλεγαν τα σκιουράκια, χτυπώντας με λαχτάρα τα μπροστινά μικροσκοπικά τους χεράκια.
Η γιαγιά και ο παππούς έμεναν στο μικρό κόκκινο σπιτάκι. Η γιαγιά έραβε και τηγάνιζε πατάτες. Όταν δεν τηγάνιζε πατάτες, έραβε, κι όταν δεν έραβε, τηγάνιζε πατάτες. Ο παππούς έξω στο μικρό πατατοχώραφο, καλλιεργούσε τις νόστιμες πατάτες που κατέληγαν στο τηγάνι της γιαγιάς.
Το μικρό κόκκινο τους σπίτι ήταν πάντα ανοιχτό. Πέρασμα για όλα τα ζώα του δάσους, αλλά πιο πολύ για τα αδύναμα και τα κατατρεγμένα. Στο κάλεσμα για βοήθεια ο παππούς και η γιαγιά δεν είχαν να προσφέρουν τίποτα άλλο, παρά μόνο μια ζεστή γωνίτσα και μπόλικες τηγανητές πατάτες.
Το τηγάνι ήταν πάντα στη φωτιά και κάθε τόσο η γιαγιά έβγαζε φρέσκιες τραγανιστές πατάτες. Και, όσοι κι αν έτρωγαν, πάντα το φαγητό έφτανε για όλους και το τηγάνι ήταν γεμάτο με τη νέα τηγανιά από κριτσανιστές πατάτες. Αυτό συνεχιζόταν μέχρι αργά το βράδυ, όταν όλοι πήγαιναν πια στο σπίτι ή στη φωλιά τους με γεμάτο στομάχι και ζεστή καρδιά.
«Δοκίμασα ένα κομμάτι απ’ τον παράδεισο!» είπε η φοβισμένη αλεπού. «Σαν να είμαι πίσω στο σπίτι μου» είπε το κόκκινο ελάφι. «Πήρα κουράγιο να συνεχίσω» είπε ο μικροσκοπικός πίθηκος. «Θυμήθηκα τη μαμά μου» είπε η καφέ αρκούδα. «Είσαι και η πρώτη πατατοτηγανίστρα!» είπε ο ράθυμος βάτραχος, αραχτός πάνω στο νούφαρό του, στη μικρή λίμνη δίπλα από το πατατοχώραφο.
Ο καιρός περνούσε όμορφα και το τηγάνι έμενε πάντα στη φωτιά, ξαναγεμίζοντας με μια νέα μερίδα τηγανητές πατάτες για όποιον την είχε ανάγκη. Στο κατώφλι του μικρού κόκκινου σπιτιού δυο διαφορετικοί κόσμοι συναντιούνταν. Η «υψηλή» κοινωνία των αριστοκρατών του δάσους που ράβονταν στη γιαγιά από τη μια, οι αδύναμοι και οι κατατρεγμένοι από την άλλη. «Τις καημένες» έλεγαν και ξανάλεγαν οι κυρίες για τις μανάδες με τα παιδιά που πεινούσαν, την ώρα που τσιμπολογούσαν μια-δυο μόνο πατατούλες, μιας και πρόσεχαν τη σιλουέτα τους.
Για τη λιονταρίνα, την πρώτη κυρία του δάσους, η γιαγιά έραβε πάντα κομψά ταγιέρ για τις επίσημες γιορτές. Οι σκιουρίνες, έτοιμες για τους Ολυμπιακούς αγώνες δάσους με ασκήσεις εδάφους-κλαδιού-κορμού, ζητούσαν πολύχρωμα γυαλιστερά κορμάκια ενώ ο σκαντζόχοιρος, περίφημος διπλωμάτης που στις δεξιώσεις έτρωγε ολόκληρους πύργους από σοκολατάκια σε σχήμα σκαντζόχοιρου, απαιτούσε μαύρα γυαλιστερά κουστούμια.
Ήταν πια άνοιξη, το Καταπράσινο δάσος είχε γεμίσει χρώματα και τα φύλλα είχαν πυκνώσει. Η λιονταρίνα είχε βαρεθεί τα κλασικά χειμωνιάτικα ταγιέρ και αποφάσισε να φτιάξει ένα αέρινο φόρεμα για το πάρτι γενεθλίων του βασιλιά-λέοντα, που θα γινόταν όπως κάθε χρόνο την πρώτη μέρα του καλοκαιριού.
«Θέλω να είναι μοναδικό. Με κεντημένες κίτρινες τουλίπες και κόκκινες μαργαρίτες και μοβ κρίνους και άσπρες παπαρούνες. Με βαθύ σκίσιμο στο πλάι και μια μακριά ουρά, πιο μακριά ακόμα κι από τη δική μου! Βάλε τα δυνατά σου! Και όλη σου την τέχνη!» είπε με σουφρωμένα φρύδια η λιονταρίνα.
Παρ’ όλες τις απαιτήσεις της λιονταρίνας, η γιαγιά κούνησε το κεφάλι προς τα κάτω και είπε χαμογελώντας: «Θα κάνω ό,τι θέλεις, βασίλισσά μου». Η λιονταρίνα άρχισε να πηγαίνει για πρόβα στο μικρό σπιτάκι συχνά και πολύ πυκνά. Και κάθε φορά κάτι έβρισκε που δεν της άρεσε. «Θέλω να είμαι σίγουρη πως το φόρεμά μου θα είναι το καλύτερο απ’ όλα όσα έχεις φτιάξει μέχρι τώρα» έλεγε συνέχεια στη γιαγιά. Και δώστου ράβε-ξήλωνε η γιαγιά, για να ευχαριστηθεί η λιονταρίνα, έστω και για λίγο, μέχρι να ξαναβρεί κάτι που δεν της άρεσε.
Η λιονταρίνα έβλεπε όλα τα ζώα του δάσους να περνούν από το μικρό σπιτάκι. Άκουγε φωνές, τραγούδια, αντίκριζε τα παιδιά και τα ζώα να παίζουν κρυφτό αντάμα στην αυλή. Ένιωθε την καρδιά της να πετρώνει στο στήθος της, κάθε φορά και πιο πολύ.
Ζήλευε. Ζήλευε πολύ. Στο παλάτι δεν πατούσε το πόδι (ή το βατραχοπόδαρο) του κανένας κάτοικος του Καταπράσινου δάσους, μόνο ο διπλωμάτης σκαντζόχοιρος, που πάντα ζητούσε ένα πύργο με τα γνωστά σοκολατάκια σε σχήμα σκαντζόχοιρου.
Πόσες και πόσες φορές δεν είχε στείλει πρόσκληση σε όλα τα ζώα του δάσους. Πόσες και πόσες φορές δεν οργάνωσε επίσημους «θεματικούς» χορούς με χιπ χοπ και πρωτόγονους χορούς της ζούγκλας. Ούτε πόδι, ούτε πατούσα δεν είχε δει ποτέ στο παλάτι, και τώρα πια η λιονταρίνα ήξερε γιατί. «Τους θέλει όλους δικούς της η παλιόγρια!» είπε μέσα απ’ τα δόντια της, που έτριζαν από θυμό.
Η ζήλια της μεγάλωνε μέρα με τη μέρα και σιγά-σιγά έγινε μίσος για τη γιαγιά και τις τηγανητές της πατάτες. «Μα τι στον κόρακα έχουν πια αυτές οι τηγανητές πατάτες;» φώναξε μια μέρα αγανακτισμένη καθώς έφευγε από το μικρό σπίτι, ενώ ο μαύρος κόρακας, αραχτός στο περβάζι ακούγοντάς την είπε κράζοντας ζωηρά: «Μα είναι πολύ, μα πολύ νόστιμες!»
«ΑΑΑΑΑΑ» φώναξε έξαλλη η λιονταρίνα και έτρεξε αλαφιασμένη, σηκώνοντας ένα σύννεφο σκόνης. «Δεν πάει άλλο» μονολόγησε μόλις έφτασε στο παλάτι. «Πρέπει να καταστρέψω τη γιαγιά. Εγώ είμαι η βασίλισσα του δάσους».
Από εκείνη τη στιγμή ξέχασε και το φόρεμα και τις πρόβες. Έβαλε σκοπό να σταματήσει με κάθε τρόπο τη γιαγιά και τις τηγανητές της πατάτες. Όλη νύχτα δεν κοιμήθηκε. Ούτε και τις τρεις επόμενες νύχτες. Την τέταρτη όμως, κοιμήθηκε σαν πουλάκι. Ή μάλλον σαν μικρός κροκόδειλος με κρεατάκια στη μύτη. Ο βασιλιάς Λέοντας είχε βάλει τις ωτασπίδες του για να μην ακούει το ροχαλητό της, κι εκείνη κοιμόταν πια βαθιά, έχοντας καταστρώσει το δαιμόνιο σχέδιό της.
Πριν ακόμα χαράξει η τέταρτη μέρα, η λιονταρίνα κάλεσε με επείγον βασιλικό διάταγμα την καμηλοπάρδαλη. Ήταν μεγάλη κουτσομπόλα και προκειμένου να μάθει κάποιο νέο, κατέβαζε τον μακρύ λαιμό της τόσο χαμηλά, που διπλωνόταν στα δύο και μπορούσε άνετα να μπει στο αυτί της λιονταρίνας.
«Η γιαγιά...» ψιθύρισε συνωμοτικά η λιονταρίνα χαμηλώνοντας το βλέμμα. «Τι τρέχει με τη γιαγιά;» ρώτησε με καθόλου αθώο ύφος η καμηλοπάρδαλη, που καιγόταν για καυτά νέα. Η λιονταρίνα πήρε ένα ψεύτικα φοβισμένο ύφος, που δεν έπειθε ούτε καν την καμηλοπάρδαλη, κι είπε ξεφυσώντας: «Είναι μάγισσα. Προσπαθεί να σας πλανέψει με τις τηγανητές της πατάτες και να σας μετατρέψει όλους σε βατράχια».
Η καμηλοπάρδαλη δεν έχασε χρόνο. Λαχανιάζοντας πήγε σε όλα τα ζώα και έσκυψε χαμηλά στα αυτιά τους για να τους ψιθυρίσει το κακό μαντάτο. Η φήμη απλώθηκε σε όλο το δάσος, ώσπου έφτασε και στ’ αυτιά του ράθυμου βάτραχου. «Και τι έχουν τα βατράχια;» αναρωτήθηκε ξαπλωμένος πάνω στο αγαπημένο του νούφαρο. Οι γλάροι κολλητοί του συμφώνησαν. Το ίδιο και όλα τα ζώα του δάσους, όταν μέχρι το βραδάκι είχαν μάθει μεγάλο μυστικό. «Ακόμα κι αν γίνουμε βατράχια, θα περνούμε ζωή χαρισάμενη» είπε χαμογελώντας ο παρδαλός χαμαιλέοντας. «Θα πηδούμε, θα κολυμπούμε και θα απλώνουμε τη γλώσσα μας για μύγες!» «Και θα τρώμε και τηγανητές πατάτες αραχτοί πάνω στο νούφαρο», πρόσθεσε η καφέ αρκούδα, κοιτάζοντας με φθόνο το ράθυμο βάτραχο. Αμέσως όλοι ξέχασαν τη γελοία μαγισσοαπειλή και συνέχισαν να πηγαίνουν στο σπίτι της γιαγιάς και να τρώνε τηγανητές πατάτες.
Η λιονταρίνα έγινε έξω φρενών μόλις η καμηλοπάρδαλη με διπλωμένο τον λαιμό της περιέγραψε τη χλιαρή αντίδραση των ζώων του δάσους. «Θα την πολεμήσω με τα ίδια της τα όπλα!» σκέφτηκε ενώ ξεφυσούσε με μανία. «Τσακίσου κι έλα εδώ!» έγραφε το μήνυμα που έλαβε ο κυνηγός ταλέντων, που αμέριμνος λαγοκοιμόταν στη φιλόξενη ρίζα ενός γέρικου δέντρου. Εμφανίστηκε μπροστά της σε 11 λεπτά, 23 δευτερόλεπτα και 4 δεύτερα. «Άργησες!» του είπε με σφιγμένη τη μουσούδα. «Τουλάχιστον βρήκες κάτι;»
Ο κυνηγός ταλέντων πήρε θάρρος, φούσκωσε το στήθος του και είπε με σοβαρότητα:
«Ως κυνηγός ταλέντων ξετρύπωσα μια στρουμπουλή τραγουδίστρια, έναν ξοφλημένο αλλά ταλαντούχο ζογκλέρ και ένα καθόλου φωτογενή μάγειρα με βραβείο Masterchef Άγριας Ζούγκλας αλλά παταγώδη αποτυχία στην τηλεόραση λόγω της γυαλάδας στη φαλάκρα του».
«Αυτό ακριβώς ψάχνω. Φέρ' τον αμέσως εδώ» διέταξε η λιονταρίνα. Ο φαλακρός μάγειρας δεν άργησε να έρθει, εξάλλου δεν είχε και καμιά δουλειά να κάνει, μετά από 123 αποτυχημένες οντισιόν για εκπομπές μαγειρικής σε τοπικά κανάλια του δάσους.
«Δε μου λες».. του είπε η λιονταρίνα σηκώνοντας ψηλά το δεξί της φρύδι. «Πατάτες τηγανητές, ξέρεις να φτιάχνεις;». «Και βέβαια βασίλισσά μου, για ποιον με περάσατε; Για κανέναν ερασιτέχνη;» απάντησε θιγμένος το φαλακρός σεφ.
«Αυτό θα το δούμε» απάντησε μισοκλείνοντας τα μάτια η λιονταρίνα. «Θέλω να φτιάξεις τις καλύτερες, τις νοστιμότερες, τις πιο πικάντικες και τραβηχτικές τηγανητές πατάτες στον κόσμο. Να μην μπορεί κανένας, μα κανένας, να φάει μόνο μία. Να τρώει η μάνα και του παιδιού να μην δίνει!» συνέχισε με απειλητικά. «Άντε! Μη χάνεις χρόνο. Στρώσου στη δουλειά και μέχρι αύριο να έχεις έτοιμα χίλια πακετάκια με τηγανητές πατάτες, για να μοιραστούν σε όλα τα ζώα του δάσους».
Ο φαλακρός σεφ πέρασε όλη τη νύχτα στην κουζίνα του παλατιού. Μαζί του και ο κυνηγός ταλέντων, που δοκίμαζε όλες τις συνταγές. Τηγανητές πατάτες με σάλτσα ώριμου μάνγκο, τηγανητές πατάτες με μοσχοκάρυδο και κρέμα γάλακτος, τηγανητές πατάτες με πιπέρι και παρμεζάνα, τηγανητές πατάτες με εκλεκτή φέτα, σκληρό κεφαλοτύρι και ξηρό ανθότυρο, τηγανητές πατάτες διπλοτηγανισμένες, τηγανητές πατάτες διπλογυρισμένες, ακόμα και τηγανητές πατάτες με σάλτσα από φρούτα του δάσους. Ο κυνηγός ταλέντων δοκίμαζε όλη νύχτα, αλλά δυσκολευόταν να διαλέξει την καλύτερη συνταγή. Η λιονταρίνα δοκίμασε τις δέκα καλύτερες και αποφάσισε: «Αυτές με τη ρίγανη και τον μαϊντανό. Και τη φλούδα. Αυτές θα φτιάξεις» διέταξε, γλείφοντας τα μυτερά της νύχια, αφού οι τελευταίες πατάτες ήταν πολύ, μα πολύ νόστιμες.
Είχε σχεδόν ξημερώσει και στο παλάτι σήμαναν συναγερμοί για συγκέντρωση στην κουζίνα. Τα τηγάνια μπήκαν στη φωτιά και τα πιο εκλεκτά λάδια του δάσους μαζεύτηκαν για το τηγάνισμα. Ο φαλακρός σεφ έδινε τις οδηγίες και οι υπηρέτες του παλατιού έκαναν αγώνα δρόμου για να έχουν έτοιμα τα χίλια πακετάκια με τις εκλεχτές τηγανητές πατάτες μέχρι το μεσημέρι.
Το νεοσύστατο «ΒΑ.ΣΥ.ΔΙΑ.ΦΑ.» (βασιλικό συνεργείο διανομής φαγητού) ξεκίνησε να μοιράζει τηγανητές πατάτες σε όλα τα μονοπάτια, τις σπηλιές, τα καταφύγια, τις φωλιές στις κουφάλες των δέντρων, ακόμα και στα νούφαρα όπου άραζαν οι αραχτοί βάτραχοι.
«Πάρτε τις βασιλικές πατάτες. Είναι οι καλύτερες! Ζήστε τη συναρπαστικότερη γευστική εμπειρία της ζωής σας!» φώναζαν οι αυλικοί, κατόπιν αυστηρών οδηγιών της βασίλισσας.
Τα ζώα του δάσους χάρηκαν με την ιδέα της λιονταρίνας. Έτσι, πήραν τις τηγανητές πατάτες και… «βουρ στον μεζέ!»
«Λίγο αλμυρές» σχολίασε η χελώνα. «Κι άντε τώρα να πας στη λίμνη για νερό» συνέχισε, ενώ ο λαγός έφτυσε απότομα τον μαϊντανό λέγοντας «Θα πνιγώ με αυτό το πράγμα που κολλά στα δυο μεγάλα μπροστινά μου δόντια».
«Κάτι ήξερα εγώ που ψήφισα τον άλλο υποψήφιο για το βραβείο του Μάστερ σεφ», σχολίασε με επικριτικό βλέμμα ο ελέφαντας. «Άσε που κολλά η ρίγανη στην προβοσκίδα μου και μου ’ρχεται φτε... φτε... ΦΤΕΡΝΙΣΜΑΑΑΑΑΨΟΥΟΥΟΥ» ακούστηκε σε όλο το δάσος, ενώ η ζέβρα έπεσε φαρδιά πλατιά στο χώμα, από τον δυνατό αέρα του ελεφαντο-φτερνίσματος!
Μέχρι το απόγευμα όλα τα σκουπιδοκαλάθια ήταν γεμάτα με τα πακετάκια από τις τηγανητές πατάτες και το φορτηγό για την ανακύκλωση φόρτωσε τέσσερις φορές.
«Τραγικό» φώναξε η λιονταρίνα χτυπώντας το χέρι της δυνατά πάνω στον πάγκο του μαγειρείου. «Είσαι ένας ανίκανος!» του είπε κοφτά. Ο φαλακρός σεφ έφυγε με καμπουριασμένους ώμους για την κουζίνα, όπου έριξε μαύρο δάκρυ.
Το βράδυ η λιονταρίνα δεν κοιμήθηκε. Ούτε και τα επόμενα τρία βράδια. Το τέταρτο όμως, κοιμήθηκε σαν πουλάκι. Ή μάλλον σαν μικρός κροκόδειλος με κρεατάκια στη μύτη. Ο βασιλιάς Λέοντας έβαλε και πάλι τις ωτασπίδες του για να μην ακούει το ροχαλητό της λιονταρίνας, που πια κοιμόταν βαθιά, έχοντας καταστρώσει το δεύτερο δαιμόνιο σχέδιό της.
Το επόμενο ανοιξιάτικο πρωί η βασίλισσα λιονταρίνα κάλεσε τους φρουρούς του παλατιού στο δωμάτιο του θρόνου. Πήρε φόρα και είπε ξεροβήχοντας: «Οφείλω ως βασίλισσα και προστάτιδα του δάσους να συλλάβω τη γιαγιά με τις τηγανητές πατάτες. Με λύπη μου διαπίστωσα πως είναι άκρως ανθυγιεινές, γεμάτες πολυακόρεστα και τρανς λιπαρά, υπεύθυνες για διαβήτη και σοβαρά καρδιαγγειακά προβλήματα». Με βαριά ανάσα και συνέχισε: «Λυπάμαι. Θα πρέπει να συλλάβετε τη γιαγιά. Η υγεία όλων των ζώων του δάσους τίθεται σε μεγάλο κίνδυνο».
Οι φρουροί κατευθύνθηκαν στο μικρό κόκκινο σπίτι. Το περικύκλωσαν με σκυμμένα από τη ντροπή κεφάλια και ο αρχιφρουρός χτύπησε την πόρτα. Με το που άνοιξε, η μυρωδιά απ’ τις τηγανητές πατάτες του τρύπησε τη μύτη. «Γιαγιά, πρέπει να έρθεις μαζί μας» είπε με ακόμα πιο σκυμμένο κεφάλι, διαβάζοντάς της το κατηγορητήριο.
«Κατηγορείσαι για εγκληματική αμέλεια όσον αφορά την υγεία των ζώων του δάσους και για υποκίνηση αφανισμού των ειδών υψηλού κινδύνου».
Η γιαγιά τού χαμογέλασε και έδωσε ένα γλυκό φιλί στον παππού λέγοντάς του: «Πρόσεχε τις πατάτες». Κρατώντας το ζεστό της χαμόγελο, ακολούθησε τους φρουρούς. Οι φρουροί είπαν στον παππού πως, κατόπιν βασιλικής διαταγής, δεν πρέπει να ξανατηγανίσει πατάτες. Έτσι κι έγινε. Στο παλάτι οι φρουροί την έβαλαν σε ένα σκοτεινό, υγρό κελί.
Οι μέρες κυλούσαν αργά. Η λιονταρίνα είχε αφήσει τη γιαγιά να ράβει μέσα στο κελί της. «Τι στο καλό, ας ασχολείται με τα κουρέλια της, όσο δεν φτιάχνει τηγανητές πατάτες όλα καλά» σκέφτηκε.
Την επόμενη μέρα κάλεσε και πάλι τον φαλακρό σεφ. Τον διέταξε να ξαναρχίσει να φτιάχνει τηγανητές πατάτες σε όλες τις γεύσεις, εξωτικές και καυτερές, ασιατικές ή ευρωπαϊκές, με στόχο και πάλι τις καλύτερες πατάτες στην ιστορία της δασικής γαστρονομίας. «Και πού θα πάει», είπε τσαντισμένη. «Κάποια γεύση θα τους αρέσει».
Έτσι κι έγινε. Κάθε μέρα μια νέα γεύση από πατάτες τηγανητές ετοιμαζόταν στο παλάτι και κάθε μέρα φρουροί και αυλικοί μοίραζαν χιλιάδες πακετάκια σε όλα τα ζώα του δάσους, δυνατά και αδύναμα, αραχτά και κατατρεγμένα.
Αυτή τη φορά όμως κανένας δεν άγγιζε τις πατάτες, όσο ωραία κι αν μύριζαν, όσο λαχταριστές κι αν φαίνονταν. «Δεν έχουν τη μυρωδιά που είχαν οι τηγανητές μας πατάτες» έλεγε κατσουφιασμένη η χελώνα. «Ελευθερία στη γιαγιά» έγραφαν όλοι πάνω στα πακετάκια του φαγητού, πάνω στους κορμούς των δέντρων και, οι πιο τολμηροί, πάνω στους χοντρούς τοίχους γύρω από το παλάτι.
Η λιονταρίνα είχε απελπιστεί. Τα ζώα του δάσους δεν την αγαπούσαν, το αντίθετο μάλλον. Απογοητευμένη, καθόταν όλη μέρα στην τηλεόραση, μιας και ο βασιλιάς Λέοντας πήγαινε στο παλάτι μόνο για να αλλάξει ρούχα για την επόμενη δεξίωση ή το επόμενο πάρτι του Καταπράσινου ή κάποιου από τα γειτονικά δάση. Και πάντα επέστρεφε πολύ αργά το βράδυ, κουρασμένος ή φουσκωμένος απ’ το πολύ φαΐ, ή ζαλισμένος από το πολύ κρασί.
Ένα πρωινό, από τα τελευταία της άνοιξης, η λιονταρίνα ήταν σούπερ-έξτρα θυμωμένη.
Τα ζώα για άλλη μια φορά περιφρόνησαν τις πατάτες της, ενώ ο βασιλιάς έλειπε από το σπίτι οκτώ ολόκληρες μέρες.
Μια ιδέα της μπήκε σαν καρφί στο μυαλό και άρχισε να τρέχει μανιασμένη.
Πλησιάζοντας στο κελί της γιαγιάς, ελάττωσε ταχύτητα, παίζοντάς το άνετη, σαν να περνούσε τυχαία από εκεί. Γύρισε στη γιαγιά, που έραβε σκυφτή στη μηχανή της, και της είπε με βλέμμα όλο περιφρόνηση: «Μήπως να μου μάθαινες να φτιάχνω αυτές τις περιβόητες τηγανητές πατάτες; Βαριέμαι πολύ σήμερα, δεν έχω τι να κάνω» συνέχισε με ειρωνικό ύφος, προσπαθώντας να πείσει τη γιαγιά ότι θέλει απλά να σκοτώσει την ώρα της. «Και βέβαια!» είπε χαρούμενα γιαγιά. Η λιονταρίνα ένιωσε την καρδιά της να φτερουγίζει. «Χρειαζόμαστε τον παππού. Εκείνος θα μας φέρει τις πατάτες» είπε η γιαγιά δειλά. Η επιθυμία της πραγματοποιήθηκε αμέσως.
Στην κουζίνα η γιαγιά και η λιονταρίνα φόρεσαν μακριές άσπρες ποδιές και στρώθηκαν στη δουλειά. Ο φαλακρός σεφ έβαλε τον κάτασπρο καλό του σκούφο και τέντωσε τ’ αυτιά του, έτοιμος να ακολουθήσει τις οδηγίες της γιαγιάς.
Μέχρι το βράδυ το παλάτι γέμισε μυρωδιές. Μυρωδιές από τηγανητές πατάτες, άνοιξη, σπίτι και αγκαλιά. Η γιαγιά και η λιονταρίνα δεν σταμάτησαν παρά μόνο όταν είχε πια ξημερώσει και οι πατάτες είχαν μοιραστεί στους αυλικούς, τους υπηρέτες και τους φρουρούς.
Εκείνη ακριβώς την ώρα, ο βασιλιάς μπήκε στην κουζίνα, περπατώντας στις μύτες των ποδιών του. «Τι φτιάχνεις αγάπη μου;» ρώτησε με ένοχο χαμόγελο. «Τι είναι αυτή η υπέροχη μυρωδιά;»
Η λιονταρίνα του έγνεψε με το βλέμμα δείχνοντας το τελευταίο πιάτο με τις τηγανητές πατάτες. «Δοκίμασε» του είπε με μισό χαμόγελο. Ο βασιλιάς δεν έχασε χρόνο και δοκίμασε μια πατατούλα. Και μετά άλλη μία. Και μετά ακόμα μία. Σε λίγα δευτερόλεπτα είχε αδειάσει ολόκληρο το πιάτο και πια έγλειφε τα κοφτερά του νύχια.
«Είναι υπέροχες!» είπε στη λιονταρίνα, δίνοντάς της ένα γλυκό φιλί, τόσο γλυκό που το μισό χαμόγελό της έγινε ολόκληρο, και κάτι παραπάνω.
Λίγες μέρες μετά όλα είχαν πια αλλάξει. Η λιονταρίνα και η γιαγιά περνούσαν τις μέρες τους στη βασιλική κουζίνα φτιάχνοντας μαζί τηγανητές πατάτες, ενώ το παλάτι άνοιξε για πάντα τις πόρτες του σε όλα τα ζώα του δάσους, δυνατά και αδύναμα, ήρεμα και κατατρεγμένα.
«Επιτέλους!» φώναξε ο ράθυμος βάτραχος που είχε σηκωθεί απ’ το νούφαρό του για να συναντήσει την αγαπημένη του γιαγιά. «Πόσο μας έλειψες γιαγιάκα!» είπε η καφέ αρκούδα βάζοντας στην τεράστια αγκαλιά της και τη γιαγιά και τη λιονταρίνα.
«Γιούπιιιιιιι!» φώναξε χοροπηδώντας ο μικροσκοπικός πίθηκος. Κι οι μέρες περνούσαν όμορφα και πάλι.
Το ημερολόγιο του παλατιού έδειξε την πρώτη μέρα του καλοκαιριού. Ο βασιλιάς, φουσκωμένος από περηφάνια που έφτασε η μέρα των γενεθλίων του, σηκώθηκε αργά, περιμένοντας το πιο μεγαλόπρεπο πάρτι γενεθλίων. Φόρεσε την καλύτερή του φορεσιά και άρχισε να κόβει βόλτες στο παλάτι, κοιτάζοντας συνέχεια για συγχαρητήρια μηνύματα στο κινητό του.
Η γιαγιά και η λιονταρίνα ήταν ήδη στην κουζίνα και ετοίμαζαν τηγανητές πατάτες για όλα τα ζώα του δάσους. Η γιαγιά απομακρύνθηκε για λίγο και επέστρεψε κρατώντας με προσοχή στα χέρια ένα πολύχρωμο μεταξωτό φόρεμα. «Είναι το φόρεμά σου, βασίλισσά μου» είπε στη λιονταρίνα. «Δεν σταμάτησα ποτέ να το ράβω. Το τέλειωσα μέσα στο κελί. Ήξερα ότι θα είσαι πανέμορφη μέσα σε αυτό!». Η λιονταρίνα γούρλωσε τα μάτια της μπροστά στη θέα του πιο όμορφου φορέματος που είχε δει ποτέ. Με κεντημένες κίτρινες τουλίπες και κόκκινες μαργαρίτες και μοβ κρίνους και άσπρες παπαρούνες. Με βαθύ σκίσιμο στο πλάι και μια μακριά ουρά, πιο μακριά ακόμα κι από τη δική της. «Όλη η άνοιξη σ’ ένα φόρεμα. Σ’ ευχαριστώ!» είπε δακρυσμένη. Οι δυο τους αγκαλιάστηκαν σφιχτά.
Το βράδυ όλα ήταν έτοιμα για το -όχι και τόσο μεγαλόπρεπο- πάρτι του βασιλιά.
Κανένας επίσημος δεν ήταν καλεσμένος, παρά μόνο ο λαίμαργος σκαντζόχοιρος με το γυαλιστερό μαύρο κουστούμι που έτρωγε σοκολατάκια σε σχήμα σκαντζόχοιρου. Όλα, μα όλα τα ζώα του δάσους είχαν μαζευτεί στο παλάτι. Ο ράθυμος βάτραχος, η χελώνα, ο λαγός, ο πολύχρωμος χαμαιλέοντας, η κουτσομπόλα καμηλοπάρδαλη, η καφέ αρκούδα, οι γλάροι, ο μικροσκοπικός πίθηκος, η αλεπού, το κόκκινο ελάφι και τα μικρούλικα σκιουράκια. Αλλά και οι φρουροί, οι αυλικοί, οι υπηρέτες, ο κυνηγός ταλέντων και ο φαλακρός μάγειρας.
Ο βασιλιάς μπήκε τελευταίος στην αίθουσα, όπως πρόσταζε το βασιλικό πρωτόκολλο.
Κι ενώ προχωρούσε ανάμεσα στους καλεσμένους σοβαρός σοβαρός, στο τέλος της διαδρομής τα μάτια του μαγνητίστηκαν από το πιο λαμπερό θέαμα που είχε δει μέχρι εκείνη τη στιγμή. Ήταν η λιονταρίνα, ντυμένη σαν άνοιξη, ακόμα πιο όμορφη κι από την πρώτη φορά που την είχε αντικρίσει. «Ουάοοοοο» είπε βγάζοντας ένα δυνατό βρυχηθμό, που έκανε όλους τους καλεσμένους να γουρλώσουν τρομαγμένοι τα μάτια τους, και μετά να ξεσπάσουν σε δυνατά γέλια!
Στο πάρτι όλοι έφαγαν τηγανητές πατάτες και ήπιαν βασιλικό κρασί. Τον χορό άνοιξαν η γιαγιά με τον παππού και η λιονταρίνα με τον βασιλιά Λέοντα. Και όλοι, μα όλοι, χόρευαν όλη τη νύχτα!
Το επόμενο πρωί ο βασιλιάς ξύπνησε αργά. Η λιονταρίνα είχε ετοιμάσει μια μικρή βαλίτσα. «Φεύγω, βασιλιά μου» του είπε τρυφερά. Εγώ και η γιαγιά, μαζί με το συνεργείο μας «ΒΑ.ΣΥ.ΔΙΑ.ΦΑ.» (βασιλικό συνεργείο διανομής φαγητού) αποφασίσαμε να ταξιδέψουμε και σε άλλα δάση, και να βοηθήσουμε όλα τα ζώα που μας έχουν ανάγκη. Θα ξεκινήσουμε από τα δάση που καταστράφηκαν. Εκεί όπου χιλιάδες ζώα έμειναν χωρίς φωλιά, χωρίς σπίτι και φαγητό. Οι τηγανητές μας πατάτες θα τους παρηγορήσουν και θα τους ζεστάνουν την καρδιά.
Πριν προλάβει να αντιδράσει ο βασιλιάς, απ’ έξω ακούστηκε μια δυνατή κόρνα. Το βανάκι της καινούριας αποστολής ήταν έτοιμο. Ήταν μεγάλο, για να χωράει όλο το συνεργείο. Το είχαν βάψει πολύχρωμο και τα σκιουράκια είχαν ζωγραφίσει πάνω ένα τεράστιο ουράνιο τόξο. Όλα τα ζώα του δάσους ήταν εκεί για να αποχαιρετήσουν την αγαπημένη τους γιαγιά, αλλά και τη λατρεμένη τους πια λιονταρίνα.
Ο βασιλιάς Λέοντας, λυπημένος και χαρούμενος μαζί, έβαλε τη λιονταρίνα στην αγκαλιά του και της έδωσε ένα τρυφερό φιλί. «Θα σε περιμένω» της είπε με πλατύ χαμόγελο.
«Μη μου στερήσεις για πολύ καιρό τις τηγανητές σου πατάτες!» είπε και οι δυο τους γέλασαν και έκλαψαν μαζί. Απ’ το φορτηγάκι ακούστηκε άλλο ένα δυνατό κορνάρισμα.
Η λιονταρίνα κοίταξε τον βασιλιά και χαμογελώντας πλατιά και άνοιξε την πόρτα προς το όνειρο, έτοιμη για την πρώτη της μεγάλη αποστολή: «ΤΗΓΑΝΗΤΕΣ ΠΑΤΑΤΕΣ ΓΙΑ ΟΛΟΥΣ».
Μαριάννα Χριστοδουλίδου
Συμμετοχή στον 1ο Διαγωνισμό Παραμυθιού koukidaki