Εγγραφή στο newsletter για να μη χάνετε τίποτα! *** Φωνή τέχνης: Έχουμε πρωτιές! *** Δωρεάν διπλές προσκλήσεις! *** Κατεβάστε ΔΩΡΕΑΝ e-books ή διαβάστε λογοτεχνικά κείμενα σε πρώτη δημοσίευση ΕΔΩ! *** Αν σας αρέσει το θέατρο -παρακολουθείτε όλα τα είδη- ή έχετε άποψη για μουσικά άλμπουμ ή για ταινίες ή διαβάζετε λογοτεχνικά έργα κτλ. και επιθυμείτε να μοιράζεστε τις εντυπώσεις σας μαζί μας, επικοινωνήστε με το koukidaki. Αρθρογράφοι, κριτικογράφοι, άνθρωποι με ανάλογη κουλτούρα ζητούνται! *** Δείτε τις ημερομηνίες των προγραμματισμένων κληρώσεων στη σελίδα των όρων.
ΚΕΡΔΙΣΤΕ ΒΙΒΛΙΑ ακολουθώντας τους συνδέσμους. Μυθιστορήματα: Ο καπετάνιος τση Ζάκυθος * Το κορίτσι της Σελήνης * Οι τρεις πίνακες * Η φυγή των τεσσάρων * Από τις στάχτες της Καντάνου * Σαν μαργαριτάρι από σ' αγαπώ * 4ος όροφος ** Αληθινή ιστορία: Το ανυπεράσπιστο αγόρι ** Διηγήματα: Αγόρια και κορίτσια * Pelota * Backpack: Ιστορίες χίμαιρες ** Διάφορα άλλα: Έξι τίτλοι από τις εκδόσεις Ελκυστής * Βιβλιοδώρα από τις εκδόσεις Ελκυστής ** Για παιδιά: Η περιπετειώδης εξαφάνιση του Καλτσάκη * Ρόνι ο Σαλιγκαρόνης

Θησέας το ελαφάκι

Θοδωρή Δημητρακόπουλου


Στο Μεγάλο Δάσος
έχει πέσει σιωπή.
Η γιαγιά η Ελαφίνα
έφυγε απ’ την ζωή.
Κι είναι όλοι λυπημένοι
μα απ’ όλους πιο πολύ
ο Θησέας, ο εγγονός της
δεν μπορεί να το δεχτεί
«Φάε κάτι, βρε Θησέα,
θ’ αρρωστήσεις και εσύ»
«Πήγαινε, βγες μια βόλτα,
δέρμα αλλάζουνε τα φίδια,
βγαίνουνε καινούργια δέντρα».
Μα ο Θησέας δεν ακούει,
στο μυαλό έχει καρφωθεί
μια περίεργη ιδέα
«Μόνο ζωή να υπήρχε,
να νικιότανε ο χάρος,
να μην πέθαινε κανείς»
και ταξίδι ξεκινά,
μια λύση για να βρει.

Για βδομάδες τριγυρνά
όπου πάει όλα ίδια,
όπως στο Μεγάλο Δάσος,
φτάνει και σε μια κοιλάδα
πράσινη, μαγευτική
στέκει, να ξεκουραστεί.
Του 'ρθε μια πεταλούδα
με ολόχρυσα φτερά
και μια ολόμαυρη γραμμή.
Είχε τόσο κουραστεί
και εκείνη τον καλεί
λίγο να ξεκουραστεί.
Αφού παίξανε τριγύρω,
αφού φάγαν και γελάσαν,
ήρθαν κι άλλες πεταλούδες
και μια θάλασσα χρυσή
τον Θησέα τον κυκλώνει
και μετά στον ουρανό
κι άρχισαν τότε να πέφτουν
μες στην πράσινη την γη
κι έφτιαξαν χρυσό χαλί.
«Ζούνε μόνο δύο μέρες,
τόση είναι η ζωή τους»
του φωνάζει ένα πουλί
και τον πιάνει τον Θησέα
ένα κλάμα τρομερό
«Λύση δεν μπορώ να βρω».

Τις επόμενες βδομάδες
ο Θησέας τριγυρνά
βρήκε και κακή παρέα
μια αγέλη από γουρούνια
που συνέχεια γλεντάν.
Πέφτουνε μέσα στις λάσπες
κι όπου στέκονται φωνάζουν,
ό,τι ώρα θέλουν τρώνε,
ό,τι ώρα θέλουν κοιμούνται,
και συνέχεια γελάνε,
τίποτα δεν τελειώνουν,
όλα στα μισά τ’ αφήνουν
κι όλα τα κοροιδεύουν
«Τίποτα να μην μας νοιάζει.
Τίποτα δεν μας αρέσει.
Όλη η ζωή μας γλέντι».
Και συνέχεια γυρνάνε
όλο αλλάζουνε τα μέρη,
αρκεί να βρουν φρέσκια λάσπη.
Μα έπειτα από λίγο καιρό
κάπως έχει βαρεθεί.
Ούτε αυτό του μοιάζει λύση.
«Αχ οι δύσμοιροι οι χοίροι».
Από δίπλα του ακούει.
Γύρισε και τι να δει;
Έναν κάστορα μεγάλο,
με μουστάκι και δοντάρες
και με βλέμμα αυστηρό
«Ακολούθα με μικρέ μου»
Λέει τότε στον Θησέα
«είσαι εσύ ξεχωριστός.
Έλα σπίτι μου, να μείνεις.
Είμαι εγώ κι ο αδερφός μου».
Ο Θησέας πάει μαζί του.

Είν’ οι κάστορες δυο αδέρφια,
Βελανίδης και Πλατάνης.
Εργολάβος είν’ ο πρώτος,
φτιάχνει φράγματα μεγάλα,
όλο και πιο μεγάλα,
ξύλου πολυκατοικίες,
διαρκώς και πιο ψηλές
και δουλεύει όλη μέρα.
Καλλιτέχνης ειν’ ο άλλος,
κάνει διαρκώς γλυπτά,
από τόσο δα μικρούλια
ως και με ύψος 10 μέτρα.
Και συνέχεια δουλεύουν,
κι όπου πάνε κι ο Θησέας,
να μαθαίνει την δουλειά.
Μοναχά την ώρα του δείπνου
κάθονται κι οι τρεις μαζί
μα και πάλι δεν μιλάνε,
τρώνε γρήγορα κι αν τύχει
να πετάξουν μια κουβέντα,
είναι για καινούργια έργα
ή για νέες εργολαβίες.
Μα ένα βράδυ ο Θησέας
λέει, πως έχει βαρεθεί,
ο σκοπός του ταξιδιού του
άλλος είναι κι εξηγεί.
Τον ακούνε σιωπηλοί
-Ψάχνει την αθανασία
-Τρέχα, γύρευε να βρεις
-Μα δεν είναι και για γέλια
-Κάτι είχαμε ακούσει
-Σε βασίλειο μακρινό
-Πολύ, πολύ, πολύ μακρινό
-Σκέφτεσαι το ίδιο πράγμα;
-Ό,τι σκέφτεσαι κι εσύ
Και του είπανε μαζί
«Σε βασίλειο μακρινό
βασιλεύει μια αλεπού
από τότε που θυμούνται
ζει και δεν αλλάζει όψη.
Όπως είναι πονηρή,
έκλεψε απ’ τους θεούς
το μεγάλο τους προνόμιο.
Όλ’ αυτά όμως είναι φήμες,
μόνος πρέπει να το δεις».
Και κινάει ο Θησέας
για να πάει και να βρει
την Αθάνατη Αλεπού,
αφού πρώτα χαιρετάει
τ’ αδέρφια Καστοράκια.

Περπατούσε για καιρό
μα έφτασε στον προορισμό.
Όπου κι αν στραφείς, θα δεις
άγαλμα της Αλεπούς
και φοράνε μενταγιόν
που την έχουνε επάνω
και σε κάθε τους κουβέντα
την βασίλισσα αναφέρουν.
Μένει σ’ ένα παλάτι
πιο μεγάλο από χωριό
κι οι υπήκοοί της πάνε
κάθε μέρα προσφορές
ψωμιά, κότες και χρυσάφι
μα και ρούχα και χαλιά
και μια φορά την μέρα,
μεσημέρι ακριβώς
βγαίνει έξω η Αλεπού
στο ασημένιο της μπαλκόνι,
τον λαό να ευλογήσει.
Τότε όλοι παρακαλάνε
σε αυτούς βλέμμα να ρίξει
τα παιδιά τους να ευλογήσει
«Μάλλον βρήκα αυτό που θέλω»
Λέει μέσα του ο Θησέας
και τρυπώνει στο παλάτι
κι όταν πέφτει πια η νύχτα,
πάει και βρίσκει το δωμάτιο
της Βασίλισσας Αλεπούς.
Κι όταν μπαίνει, τι να δει,
η μικρή η αλεπού
στο δωμάτιο κοιμάται
και τριγύρω χίλιες μούμιες
από άλλες αλεπούδες.
Πάει, να βάλει τις φωνές
«Μην φωνάζεις Ελαφάκι.
Βρήκες πια το μυστικό.
Απ’ την πρώτη Αλεπού
που 'ζησε πριν από αιώνες,
μια ίδια την αλλάζει,
όταν είναι να γεράσει,
κι αυτή σβήνει στις σκιές.
Έτσι ο δικός μας Οίκος
κυβερνά τόσους αιώνες
και κανένας δεν τολμά
πόλεμο να μας κηρύξει,
κι ειν’ υπάκουοι οι υπήκοοι
κι έχουνε και μια ελπίδα,
η ελπίδα είναι ζωή.
Κι ειν’ γωνία μαγαζί.
Άμα τίποτα δεν πεις,
θα ‘χεις χρήμα μια ζωή»
κι όπως του ‘κλεινε το μάτι
αηδίασε ο Θησέας,
βγαίνει έξω απ’ το παλάτι
πάει στην κεντρική πλατεία
από πίσω η αλεπού,
μα όταν πάει, να μιλήσει
ένας κόμπος στον λαιμό
«Μπράβο σου, ρε ελαφάκι
εισ’ ωραίος τελικά.
Και αφού δεν θες λεφτά,
θα σου πω γι’ αυτό που ψάχνεις.
Όχι μακριά από ‘δω,
στο Βασίλειο του Ταύρου
μένει ένας βασιλιάς
που τον πόλεμο έχει κηρύξει
εναντίον του θανάτου.
Πήγαινε κι εκεί, να δεις»
Και του έκλεισε το μάτι.
Κίνησε πια ο Θησέας
για του Ταύρου το βασίλειο.
Περπατούσε για καιρό,
ώσπου φτάνει τελικά
στο Βασίλειο του Ταύρου.
Εκεί απαγορευόταν
για τον θάνατο να πεις.
Όποιος ήταν γερασμένος,
όποιος είχε αρρωστήσει,
όποιος δύναμη δεν έχει
πρέπει μακριά να μένει,
μακριά απ’ το παλάτι
στα απόκρημνα βουνά.
Και ουαί κι αλίμονό του
σ’ όποιον πει στον βασιλιά
για θανάτους και λοιπά,
αφού και τους δυο γονείς του
που ‘χουν σβήσει από χρόνια
φέρεται σαν να ΄ναι εκεί,
δίπλα του και τους μιλάει,
κι οι παππούδες κι οι γιαγιάδες
κι η νταντά κι οι σύμβουλοί του
τα δωμάτιά τους έχει
και τα πιάτα στο τραπέζι
κι έχει αχανές παλάτι
χίλια δωμάτια και βάλε
και κοιμάται κάθε βράδυ
και σε άλλο δωμάτιο,
απ’ τον χάρο να γλυτώσει,
και στην πόλη της Ταυρίνης
ζούνε μόνο μοσχαράκια
και βαρβάτοι ταύροι,
τροφαντούλες αγελάδες
και ανάμεσά τους είναι
ο Θησέας το Ελαφάκι
και ακούει τριγύρω φήμες
για τον βασιλιά τον Ταύρο
που ‘χει μέρες να φανεί,
στους αγώνες και στον δρόμο
«Θα γυμνάζεται, να γίνει
ο πιο δυνατός στον κόσμο»
τρύπωσε και ο Θησέας
μες στο αχανές παλάτι.
Τα δωμάτια γυρνάει
κι αφού έψαξε για μέρες,
τόνε βρήκε τελικά
σε δωμάτιο γαλάζιο
μα όχι όπως τον περιγράφαν,
δεν είχε μπροστά του ταύρο,
μα έναν φουκαρά παππούλη
σκελετό και κουρασμένο
που ψιθύρισε «διψάω»
κι ο Θησέας του πηγαίνει
μια κούπα με νεράκι
«Να ‘σαι καλά ελαφάκι,
εγώ άλλο δεν μπορώ,
πάει με νίκησε αυτός
που τ’ όνομα δεν λέω.
Όμως πάνω στα βουνά,
στα απάτητα τα δάση,
λένε ζώο πως υπάρχει,
Ρινελέφαντα το λένε
και αιώνια πως ζει.
Πήγαινε, για να τον βρεις.
Εγώ έχω βρει την λύση»
Και τον έπιασαν τα γέλια.
Φεύγει τότε ο Θησέας
και απ’ έξω απ’ το παλάτι
βλέπει ένα γιγάντιο σταύλο
«Ειν’ του βασιλιά ο τάφος,
εκειπέρα θα περάσει
την αιώνια ζωή του,
εκεί θα ‘χει τα φαγιά του,
εκεί θα ‘χει τα καλά του,
και σαν βασιλιάς θα ζει».

Προχωρούσε ο Θησέας
προχωρούσε για καιρό,
ώσπου φτάνει σ’ ένα δάσος,
πράσινο μα και πυκνό,
μοιάζει σαν να είναι τείχος
«Πώς θα μπω μέσα εκεί;»
Όμως σκίζεται το τείχος
κι ένα πλάσμα δέκα μέτρα
πέρασε από εμπρός του.
Σαν ελέφαντας μεγάλο,
μα δεν είχε προβοσκίδα,
αλλά κέρατο στην μύτη.
Το ακολουθεί ο Θησέας
κι όσο πιο πολύ προσέχει,
δεν του φαίνεται σαν τέρας
και ας ειν’ τόσο ψηλό,
ούτε τρομερή η φωνή του,
μάλλον πονεμένη μοιάζει.
Κι όταν σταματάει το πλάσμα,
τότε πρόσεξε ο Θησέας
στην πατούσα του ένα αγκάθι,
με το στόμα του το βγάζει
κι έβγαλε κραυγή το πλάσμα
που ‘φτασε στον ουρανό.
«Καλά να ‘σαι ελαφάκι,
πάνω από 400 χρόνια
το κουβάλαγα το άτιμο.
Τι το έξυσα στα βράχια,
τι το έσυρα στο χώμα,
αυτό πάντα κολλημένο».
«Είσαι 400 χρονών;»
Τον ρωτάει ο Θησέας
«Ούτε που θυμάμαι πλέον.
Πριν από χιλιάδες χρόνια
περπατούσα μες στο δάσος
όμορφος, καμαρωτός
κι έβρεξα μια μάγισσα.
Ούτε ζήτησα συγνώμη,
αλλά έβαλα τα γέλια.
Τότε αυτή με καταριέται
στην αιώνια ζωή.
Κι από τότε ζω για πάντα.
Μου επιτέθηκαν λιοντάρια,
μα η σάρκα μου σαν πέτρα,
έπεσα από γκρεμό,
κι ήτανε σαν λακκουβίτσα,
κι όλοι οι φίλοι μου πεθάναν
κι έχω μείνει πλέον μόνος
και περνάνε οι αιώνες
τελευταίος της γενιάς μου,
νιώθω τέτοια μοναξιά.
Μείνε εδώ για λίγες μέρες».
Έμεινε για μια βδομάδα
και του έκανε παρέα
και του έλεγε το πλάσμα
ιστορίες βασιλιάδων
που χαθήκανε από χρόνια
για βασίλεια και ζώα
που κανείς δεν τα θυμάται.
Κι όσο άκουγε ο Θησέας,
του βαραίνει η ψυχή
«δύσκολη η αθανασία»
σκέφτηκε το ελαφάκι,
καθώς άφηνε το δάσος.

Συνεχίζει ο Θησέας,
μα δεν ξέρει, τι να κάνει,
μάταια του μοιάζουν όλα,
του ‘ρχεται τότε να κλάψει.
«Κάνε αγόρι μου στην άκρη
κι εκεί κλάψε όσο θες»
κι από δίπλα του περνά
μια γελαστή χελώνα,
εκατό χρονών και βάλε,
κουβαλάει ένα καλάθι
προχωράει και σφυρίζει
«Πού πηγαίνετε κυρία;»
«Η κορούλα μου γεννάει
πάω, να δω τα εγγονάκια»
πάει μαζί της ο Θησέας
κι έφτασαν σ’ ένα κηπάκι
που ‘ταν φίσκα στις χελώνες,
μια μόλις είχε γεννήσει,
απλωμένα τ’ αβγουλάκια
άσπρα-άσπρα και μικρά,
μα μετά ραγίζουν όλα
κι όταν σπάνε χελωνάκια
γέμισε όλο το κηπάκι.
«Έχω εκατό παιδιά
και εγγόνια τριακόσια
και δισέγγονα μην ψάχνεις
και τα ξέρω ένα-ένα,
ο Ιάσων που ‘χει ένα
σημαδάκι στο καβούκι,
η Μαρίσα ένα μάτι γαλανό,
ένα μάτι κίτρινο,
κι ο Σωτήρης παχουλός
μ’ ένα κοντό ποδαράκι»
και τον πήρε η γιαγιά
και στο σπίτι της τον πήρε,
ήταν πράσινο κι ωραίο
μες στα δέντρα, τα λουλούδια.
Πάντα είναι ανοιχτό
κλειδαριές δεν ξέρουν, τι είναι
κι όλο έρχονται επισκέπτες,
κι όλο έρχονται εγγόνια,
και δισέγγονα και μικρά
από γείτονες και φίλους.
Καθαρίζει όλη μέρα
η γιαγιά φτιάχνει τσουκάλια
με φαΐ για όποιον περνάει,
στο ποτάμι πάει γελώντας
κι από ‘κει φέρνει νερό,
και λουλούδια όλο φυτεύει
και ο κήπος της γεμάτος
χελωνάκια, λαγουδάκια,
κουκουβάγιες, σκιουράκια,
παίζουν, τρέχουν και γελάνε
κι η γιαγιά Χελώνα στέκει
σε μια σκιερή γωνιά,
καθαρίζει φασολάκια
και του φαγητού την ώρα
στήνει αχανές τραπέζι
κι όλοι τρώνε και γελάνε.
Κι όταν έρχεται η νύχτα,
πέφτουν όλοι κρεβάτια
και κοιμούνται ειρηνικά.
Μόνο η γιαγιά Χελώνα
με κερί μες στο σκοτάδι
τριγυρίζει και κοιτάζει
κι όταν δει, ότι κοιμούνται,
πάει κι αυτή, να ησυχάσει.
Κι ο Θησέας ένα μήνα
πέρασε σ’ αυτό το σπίτι
το μυαλό του χαλαρό
και γελάει συνεχώς.
Μα μια μέρα που γυρνούσε
μες στον κήπο κυνηγούσε
πεταλούδα πορφυρή
την γιαγιά βλέπει σκυμμένη
πέσαν και τα φασολάκια
χάθηκε κι η πεταλούδα.
Την επόμενη ημέρα
θάψαν την γιαγιά Χελώνα.
Ήταν 'κει όλο το δάσος
βουρκωμένο, σιωπηλό.
Στην κουφάλα ενός δέντρου
τηνε 'βάλαν με λουλούδια
και το πρόσωπό της ήταν
ήρεμο και γελαστό,
νόμιζες θα σου μιλούσε.
Μα δεν ήταν λυπημένος
ο Θησέας το Ελαφάκι.
Ένα πορφυρό λουλούδι
άφησε μες στην κουφάλα
και στο δάσος πήγε βόλτα.

Την επόμενη την μέρα
ξεκινάει για το σπίτι
και μετά από μια βδομάδα
είδε το μικρό ποτάμι.
Είχε μπει το καλοκαίρι
κι όλοι πήγαιναν για μπάνιο.
Μαζί πήγε ο Θησέας
κι έπαιξε όλη την μέρα.
Όλα ωραία και καλά.


Θοδωρής Δημητρακόπουλος
Συμμετοχή στον 1ο Διαγωνισμό Παραμυθιού koukidaki

ΔΩΡΑ - Κλικ σε εκείνο που θέλετε για πληροφορίες και συμμετοχές
Pelota, Σταμάτη Γιακουμή4ος όροφος, Μάριου ΛιβάνιουΗ φυγή των τεσσάρων, Χάρη ΜπαλόγλουΑγόρια και κορίτσια, Δημήτρη ΣιάτηΣαν μαργαριτάρι από σ' αγαπώ, Αντώνη ΠαπαδόπουλουBackpack: Ιστορίες χίμαιρεςΑπό τις στάχτες της Καντάνου, Χριστίνας Σουλελέ
Βιβλιοδώρα από τις εκδόσεις ΕλκυστήςΟι τρεις πίνακες, Βαΐας ΠαπουτσήΈξι τίτλοι από τις εκδόσεις ΕλκυστήςΤο κορίτσι της Σελήνης, Μαργαρίτας ΔρόσουΤο ανυπεράσπιστο αγόρι, Αλέξανδρου ΠιστοφίδηΡόνι ο Σαλιγκαρόνης, Χριστίνας ΔιονυσοπούλουΗ περιπετειώδης εξαφάνιση του Καλτσάκη, Ευαγγελίας Τσαπατώρα