Κατερίνας Κρυστάλλη
Ο Μουν
Μια φορά και έναν καιρό ήταν ένα κοριτσάκι, η Θάλεια. Η Θάλεια ζούσε με την μαμά της και τον μαγικό της μονόκερο. Ναι, κυρίες και κύριοι, η μικρή Θάλεια είχε ένα κουκλάκι το οποίο την ημέρα δεν μίλαγε, δεν περπάταγε, δεν έλαμπε. Ήταν ένα κοινό λούτρινο. Το βράδυ όμως ξύπναγε, χλιμίντριζε και το φιστικί του τρίχωμα έλαμπε ολόκληρο.
Η Θάλεια αγαπούσε πολύ τον μονόκερο της αλλά και ο μονόκερος της, ο οποίος ονομάζοταν Μουν, αγαπούσε πολύ την ιδιοκτήτρια του. Μαζί είχαν ταξιδέψει σε όλα τα μέρη του κόσμου, ακόμα και στα αστέρια. Γιατί ξέχασα να σας πω ότι ο Μουν, είχε και φτερά! Αμέ! Άνοιγε τα πολύχρωμα φτερά του και όταν λέμε πολύχρωμα, εννοούμε όλα τα χρώματα του ουράνιου τόξου, και πέταγε! Πέταγε πάνω από πόλεις, κωμοπόλεις, πάνω από δάση και λόφους, πέταγε ακόμα και πάνω από την θάλασσα και από τους ωκεανούς!
Η Θάλεια ήταν πολύ χαρούμενη για αυτό και της άρεσε που ταξίδευε πάνω στον Μουν.
Μια μέρα όμως, ο Μουν εξαφανίστηκε! Η Θάλεια ρώτησε την μαμά της μήπως τον είδε. Η μαμά της όμως δεν ήξερε κάτι. Έψαξε η Θάλεια κάτω από το ψυγείο, κάτω από τον καναπέ, ανάμεσα στα μαξιλάρια του καναπέ, έψαξε στο τραπέζι και στις καρέκλες... Ο Μουν όμως είχε εξαφανιστεί. Η Θάλεια άρχισε να κλαίει και η μαμά της την πήρε αγκαλιά για να την ηρεμήσει. Η Θάλεια όμως δεν ηρεμούσε με τίποτα. Ο Μουν είχε χαθεί και έπρεπε να τον βρει.
Η Θάλεια ρώτησε την μαμά της τι μέρα είναι. Η μαμά της απάντησε πως ήταν Τρίτη. Η Θάλεια σκέφτηκε πως αν ήταν Τρίτη, τότε ο Μουν έπρεπε να γυρίσει σπίτι την επόμενη μέρα γιατί ήταν Τετάρτη και τις Τετάρτες έτρωγαν μαζί παγωτό φράουλα. Η Θάλεια χαρούμενη ρώτησε την μαμά της αν είχαν παγωτό φράουλα στο ψυγείο και η μαμά της, της είπε ναι. Η Θάλεια εκείνο το βράδυ κοιμήθηκε χαρούμενη γιατί την επόμενη μέρα ο Μουν θα γύριζε! Όμως αυτό δεν συνέβη. Ο Μουν δεν πήγε σπίτι. Ούτε την επόμενη μέρα, ούτε την μεθεπόμενη που ήταν Πέμπτη.
Η Θάλεια έκλαιγε κάθε μέρα και η μαμά της δεν ήξερε τι να κάνει για να σταματήσει να κλαίει. Η μαμά της ήταν πολύ στεναχωρημένη γιατί έβλεπε την κορούλα της να κλαίει και δεν το ήθελε αυτό.
Μια μέρα, εκεί που η Θάλεια έτρωγε το αβγό της, μια πέτρα έσπασε το τζάμι της κουζίνας. Ήταν τυλιγμένη με ένα χαρτί. Η μαμά της Θάλειας το άνοιξε, όμως δεν κατάλαβε τις ζωγραφιές που είχε πάνω. Η Θάλεια όμως κατάλαβε. Οι κακοί πειρατές του Αλμυρού Ποταμιού είχαν απαγάγει τον Μουν!
“Μαμά, μαμά! Ξέρω τι έγινε!” είπε η Θάλεια στην μαμά της η οποία έλαμψε από χαρά γιατί είδε την κόρη της χαρούμενη.
“Οι κακοί πειρατές ποντικοί του Αλμυρού Ποταμιού απήγαγαν τον μονοκέρο μου και ζητάνε λύτρα για να τον ελευθερώσουν!”
“Τι λύτρα;” ρώτησε η μαμά της.
“Δεν λένε,” είπε ψέμματα η Θάλεια.
“Είσαι σίγουρη;” την ρώτησε η μαμά της.
“Ναι, μαμά, δεν λένε τι θέλουν για αντάλλαγμα,” είπε ξανά η Θάλεια.
“Περίεργο αυτό Θάλεια μου,” είπε η μαμά της.
“Το ξέρω. Θα περιμένουμε μήπως στείλουν και άλλο μήνυμα.”
Το ψέμα
Η Θάλεια δεν ήθελε να πει την αλήθεια στην μαμά της. Φοβήθηκε πως αν της έλεγε αυτό που ζήτησαν οι πειρατές, η μαμά της θα την μάλωνε. Αλλά δεν ήξερε πως η μαμά της την αγαπούσε περισσότερο και από την ίδια. Μπορεί να την μάλωνε όταν έκανε ζαβολιές ή όταν δεν κοιμόταν στην ώρα της αλλά θα ήταν πάντα εκεί για να την βοηθήσει. Οι πειρατές είχαν ζητήσει από την Θάλεια να κλέψει κάτι. Να κλέψει από το ψυγείο 2 βραστά αβγά και να τους τα πάει το βράδυ στο πειρατικό τους καράβι. Η Θάλεια είχε φοβηθεί πολύ αλλά ήθελε τόσο πολύ να δει τον Μουν ξανά!
Εκείνο το βράδυ, έφαγε το φαγητό της, έπλυνε τα δοντάκια της και έπεσε μόνη της για ύπνο. Μόλις άκουσε την μαμά της ότι ροχάλιζε, σηκώθηκε όσο πιο αθόρυβα μπορούσε από το κρεβάτι. Έπιασε τα μαλλιά της ψηλά με ένα λαστιχάκι, φόρεσε τις όμορφες ροζ παντόφλες της που είχαν επάνω λευκές πεταλούδες και πήγε στο ψυγείο. Ανέβηκε σε μια καρέκλα και παραλίγο να χάσει την ισορροπία της. Αν και δυσκολεύτηκε να ανοίξει το ψυγείο, τελικά τα κατάφερε. Βρήκε 2 αβγά και τα κράτησε στα χεράκια της. Ύστερα κατέβηκε από την καρέκλα και κίνησε για τον Αλμυρό Ποταμό. Το βράδυ είχε πολύ κρύο, και σκοτάδι και η Θάλεια είχε τρομάξει. Αλλά έκανε αυτό που έκανε για να σώσει τον Μουν. Ένα μικρό ψέμα και μια μικρή κλοπή δεν θα πείραζαν, έτσι δεν είναι;
Φτάνοντας στον Αλμυρό Ποταμό, οι κακοί πειρατές ποντικοί την σταμάτησαν.
“Αλτ! Αλτ, είπαμε! Ποια είσαι και τι θες;”
“Είμαι η Θάλεια. Ήρθα να σώσω τον Μουν,” είπε το κοριτσάκι με δυνατή φωνή.
Οι ποντικοί συζήτησαν μεταξύ τους.
“Μάλιστα, μάλιστα...” είπαν και της γύρισαν την πλάτη για να συζητήσουν ξανά.
“Μας έφερες αυτό που σου ζητήσαμε;”
“Ναι,” είπε η Θάλεια και τους έδωσε τα δύο αβγά.
Δύο ποντικοπειρατές με σπαθιά, πήραν τα αβγά από τα χέρια της Θάλειας. Ήταν πολύ βαριά και δεν μπορούσαν να τα σηκώσουν και ήρθαν και άλλοι ποντικοπειρατές για να τους βοηθήσουν.
“Πού είναι ο Μουν;” ρώτησε η Θάλεια και οι ποντικοπειρατές έβαλαν τα γέλια.
“Νόμιζες ότι θα έπαιρνες πίσω τον μονόκερο σου με δύο αβγά;” και έσκασαν στα γέλια.
Η Θάλεια τους κοίταξε έτοιμη να βάλει τα κλάματα.
“Αν δεν μας φέρεις από το σπίτι σου ένα λάχανο, ξέχνα τον μονόκερο”.
“Δηλαδή, μου είπατε ψέμματα;” ρώτησε η Θάλεια.
“Το λάχανο,” επέμεναν οι ποντικοπειρατές. “Έχεις τρεις μέρες”.
Η Θάλεια στεναχωρήθηκε πολύ αλλά δεν έβαλε τα κλάματα μπροστά τους. Ήταν ένα μικρό αλλά γενναίο κορίτσι. Θα τους πήγαινε το λάχανο και ήλπιζε αυτή την φορά να έπαιρνε πίσω τον καλύτερο της φίλο.
Το λάχανο
Η Θάλεια βρισκόταν στο δωμάτιο της και ζωγράφιζε με πράσινες και μπλε και ροζ και καφέ κηρομπογιές· τα αγαπημένα της χρώματα. Σκέφτηκε πως αν έδινε στους ποντικοπειρατές τις ζωγραφιές της, αυτοί θα της έδιναν πίσω τον Μουν. Τότε την φώναξε η μαμά της για να φάνε για μεσημέρι. Η Θάλεια πήγε στο μπάνιο, έπλυνε προσεκτικά τα χέρια της με σαπούνι που μύριζε λεβάντα και τα σκούπισε στην μικρή πετσετούλα. Ύστερα πήγε στην κουζίνα και κάθισε στην καρέκλα της. Το φαγητό της μαμά της μύριζε υπέροχα και ανυπομονούσε να φάει!
“Θάλεια μου, μάντεψε τι σου μαγείρεψα σήμερα!” είπε χαρούμενα η μαμά της.
“Τι μαμάκα;” ρώτησε η Θάλεια γεμάτη ανυπομονησία.
“Λαχανόρυζο! Που σου αρέσει τόσο πολύ!”
Η Θάλεια γούρλωσε τα μάτια της! To λάχανο... αυτό που ήθελαν οι πειρατές για να της δώσουν πίσω τον αγαπημένο της Μουν... η μαμά της... η μαμά της το μαγείρεψε! Η Θάλεια δεν άντεξε και έβαλε τα κλάματα! Η μαμά της έτρεξε γρήγορα κοντά της και την πήρε αγκαλιά.
“Αγάπη μου τι έπαθες; Γιατί κλαίς;”
Η Θάλεια ένιωθε το κεφάλι της να πονάει και τα μάτια της να καίνε.
“Μαμά... μαμά μου!” είπε και συνέχισε το κλάμα.
Η μητέρα της, την πήρε από το χέρι, την πήγε στο μπάνιο και της έπλυνε το προσωπάκι.
“Έλα να καθίσουμε στο δωμάτιο σου και να μου πεις τι έχεις”, της είπε ενώ την έβαλε να καθίσει στο κρεβάτι της.
Η Θάλεια ξάπλωσε και πήρε αγκαλιά το μαξιλάρι της.
“Έκανα κάτι που δεν έπρεπε. Έκανα κάτι κακό μαμά. Μην με μαλώσεις!” και δώστου κλάματα και η άμοιρη η μαμά της Θάλειας να της χαϊδεύει το κεφάλι.
“Τι κακό έκανες; Μήπως έκοψες τις πανέμορφες τουλίπες του γείτονα μας;”
Η μικρή κούνησε το κεφάλι της αρνητικά.
“Χμμ... Μήπως έβγαλες το γάλα από το ψυγείο και το έχυσες στον νεροχύτη;”
“Όχι...” είπε δειλά η Θάλεια.
“Μήπως... μήπως σκαρφάλωσες στην καρέκλα και έπεσες;” είπε η μαμά και κοίταξε τα γόνατα και τους αγκώνες της κόρης της.
Η μαμά δεν θα το βρει ποτέ αν δεν της το πω, σκέφτηκε η Θάλεια. Δεν ξέρω τι να κάνω.
Έχω φοβηθεί. «Αν... αν τα ποντίκια πειρατές κάνουν κακό στον Μουν; Αν... αν η μαμά όμως με βοηθήσει να τον σώσουμε;» σκέφτηκε η Θάλεια και αμέσως έλαμψε το προσωπάκι της.
“Σου είπα ψέμματα!” φώναξε με όλη της την δύναμη και ύστερα κατέρρευσε.
Η μαμά της την κοίταξε αυστηρά.
“Θάλεια, τι έχουμε πει για τα ψέματα;”
“Ναι, μαμά, δεν πρέπει να λέμε ψέμματα πρέπει να λέω πάντα την αλήθεια και ας φοβάμαι πως θα με μαλώσεις. Με τα ψέμματα δεν μου έχεις εμπιστοσύνη. Ακόμα και αν κάνω κάτι λάθος ή κάτι που δεν πρέπει, καλύτερα να πω την αλήθεια. Μαμά... έχεις δίκιο. Δεν θα πω ξανά ψέμματα”.
“Ωραία. Πες μου τώρα τι έγινε”.
“Θυμάσαι τους ποντικοπειρατές μαμά; Ε, στο γράμμα τους ζήτησαν λύτρα. Είπα ψέμματα πως δεν ζήτησαν”.
Η μαμά της Θάλειας ξεφύσηξε θυμωμένη και έτοιμη να της βάλει τις φωνές όπως κάθε φορά που η μικρή έλεγε κάποιο ψέμα. Αλλά κρατήθηκε. Πήρε αρκετές ανάσες και της είπε:
“Καταλαβαίνω γιατί το έκανες. Φοβήθηκες πως αν μου έλεγες την αλήθεια, θα φώναζα. Σου ζητάω συγνώμη. Το κάνω για το καλό σου, το κάνω για την προστασία σου αλλά δεν πρέπει να σου φωνάζω ποτέ. Σου υπόσχομαι πως δεν θα το ξανακάνω” και την αγκάλιασε και την κράτησε στην ζεστή αγκαλιά της για αρκετή ώρα.
Η ώρα της αλήθειας
“Πες μου τώρα. Τι ακριβώς συνέβη;” ρώτησε η μαμά την κορούλα της.
“Λοιπόν... στην αρχή οι ποντικοί πειρατές του Αλμυρού Ποταμού, μου ζήτησαν να τους πάω 2 αβγά βραστά από το ψυγείο. Για να ελευθερώσουν τον Μουν μου. Όταν τους τα πήγα όμως, με κορόιδεψαν και με απείλησαν πως για να πάρω πίσω τον καλύτερο μου φίλο έπρεπε να τους πάω ένα λάχανο.
“Α!” είπε η μαμά της Θάλειας. “Ακούς εκεί απαιτήσεις! Λοιπόν, άκου να δεις τι θα κάνουμε. Θα πάμε και θα τους μιλήσω. Πότε πρέπει να το πας;”
“Μαμά μου, μανουλίτσα μου, σε αγαπώ πολύ!” είπε περιχαρής η Θάλεια.
Μια και δυο, μαμά και κόρη κίνησαν για τον Αλμυρό Ποταμό, εκεί που ζούσαν οι ποντικοπειρατές. Η Θάλεια είχε πολλή αγωνία για το τι θα συνέβαινε και για το αν θα έπαιρνε τον μονόκερο της πίσω. Η μαμά της είχε αυτοπεποίθηση. Ήξερε πως όλα θα πήγαιναν καλά.
Μόλις οι ποντικοπειρατές είδα την Θάλεια, έτριψαν τα χέρια τους από την χαρά τους. Θα έπαιρναν το λάχανο που τους είχε υποσχεθεί. Όταν όμως είδαν την μαμά της, το έβαλαν στα πόδια.
“Επ! Που νομίζετε πως πηγαίνετε;” είπε η μαμά της Θάλειας και αμέσως τα ποντικάκια πάγωσαν στην θέση τους.
Ψέλλιζαν διάφορες λέξεις αλλά καμία δεν έβγαζε νόημα. Μέχρι που ένα δυνατό ποντίκι πειρατής, με κόκκινα και πορτοκαλί φτερά στο καπέλο του βγήκε μπροστά. Τα υπόλοιπα το κοίταξαν με λαχτάρα στα μάτια αλλά και αυτό έκανε πίσω και κρύφτηκε πίσω από άλλους πειρατές.
“Λοιπόν, ακούστε με και ακούστε με καλά... Αυτό που κάνατε ήταν λάθος. Δεν έπρεπε να κλέψετε τον μονόκερο της Θάλειας. Αν θέλατε να παίξετε μαζί του, έπρεπε να τον ζητήσετε. Και αν ήθελε η Θάλεια να τον μοιραστεί μαζί σας, τότε και μόνο τότε θα μπορούσατε να τον πάρετε”.
Όλοι οι πειρατές κούνησαν τα κεφάλια τους καταφατικά.
“Ακόμα μεγαλύτερο λάθος όμως ήταν που ζητήσατε λύτρα από την κόρη μου. Δεν ντρέπεστε βρε; Λύτρα; Για ένα λούτρινο; Και δεν φτάνει που σας τα έφερε της ζητήσατε και περισσότερα; Αυτές οι συμπεριφορές είναι ανάρμοστες και λάθος”.
Τα ποντικάκια έσκυψαν τα κεφάλια τους. Μερικά έβαλαν τα κλάματα. Γνώριζαν πως δεν έπρεπε να είχαν φερθεί έτσι.
“Λοιπόν, τέλος το κήρυγμα. Υπόσχεστε πως θα είστε καλά ποντικάκια από εδώ και στο εξής;”
“Ναι!” απάντησαν όλα με μια φωνή.
“Και δεν θα κλέβετε ξένα μαγικά λούτρινα;”
“Ναι!”
“Ούτε θα σπάτε τα τζάμια σε ξένα σπίτια;”
Εκεί μερικά γέλασαν, μαζί με την Θάλεια, αλλά απάντησαν όλα θετικά.
Ο αρχηγός τους, αυτός με το καπέλο που είχε πάνω κόκκινα και πορτοκαλί φτερά έδωσε εντολή και οι ποντικοπειρατές έφεραν πίσω τον Μουν στην Θάλεια. Μόλις την είδε άρχισε να χτυπάει δυνατά τα φτερά του από την χαρά του και ας ήταν μέρα. Η Θάλεια τον αγκάλιασε και έτρεξε κοντά στην μαμά της.
“Μαμά... θέλω να σου πω ευχαριστώ και...”
“Και;”
“...και πως δεν θα ξαναπώ ψέμματα. Αυτή την φορά η περιπέτεια μου είχε αίσιο τέλος. Τις άλλες όμως που θα πω ψέμματα θα είναι έτσι; Οπότε...”, εδώ αναστέναξε η μικρή μας Θάλεια. “Οπότε όχι άλλα ψέμματα. Μόνο την αλήθεια και εσύ θα υποσχεθείς πως δεν θα με μαλώσεις, ναι;”
“Ναι κοριτσάκι μου μονάκριβο,” απάντησε η μαμά της και μαζί με τον Μουν, τον μαγικό φτερωτό μονόκερο με το φιστικί χρώμα που έλαμπε το βράδυ, κίνησαν για το σπίτι τους.
Έπρεπε να φτιάξουν και το σπασμένο τζάμι κάποια στιγμή βλέπετε.
Το τέλος.
Ή μήπως η αρχή για μια καινούργια σχέση μητέρας - κόρης;
Κατερίνα Κρυστάλλη
Συμμετοχή στον 1ο Διαγωνισμό Παραμυθιού koukidaki