Αντώνιου Ευθυμίου
Η μικρή Αννούλα ζει σε ένα μικρό, αλλά πολύ ζεστό σπίτι. Η μητέρα της, η κυρία Ερασμία δουλεύει σε φούρνο. Κάθε πρωί ξυπνάει για να φτιάξει φρέσκο ψωμί. Το φούρνισμα μοιάζει με ιεροτελεστία. Η κυρία Ερασμία βάζει νερό (κρύο ή ζεστό ανάλογα με την εποχή), προζύμι, μπυρομαγιά, αλάτι και αλεύρι στο ζυμωτήριο που μοιάζει σαν ένα μεγάλο μίξερ. Αφού ανακατευτούν για λίγα λεπτά και το ζυμάρι είναι έτοιμο, βάζει τις μπάλες του ζυμαριού πάνω σε ένα πάγκο, πάνω στον οποίο στρώνει λίγο αλεύρι, και τις αφήνει να «ξεκουραστούν» για λίγο. Τα ζυμαράκια μοιάζουν με μικρά παιδάκια που κουράστηκαν από το πολύ παιχνίδι και θέλουν να ξαποστάσουν.
Στη συνέχεια, βάζει τις μπάλες στην πλαστική μηχανή, την κυρία «πλάθω», για να τις δώσει το σχήμα που θέλει. Στο τέλος, βάζει τα ψωμιά σε ένα θερμοθάλαμο για να φουσκώσουν. Όταν η κυρία Ερασμία τελειώσει, όλος ο φούρνος γιομίζει μυρουδιές, ψωμάκια, τσουρέκια, κρουασάν, κουλουράκια σε διάφορα σχήματα, ακόμα και γλυκά.
Ο πατέρας της, ο κύριος Λάζαρος, ήταν ένας πάρα πολύ καλός άνθρωπος, γι’ αυτό ο Θεούλης τον πήρε δίπλα του να του κάνει συντροφιά. Η Αννούλα ζει ευτυχισμένη μαζί με τη μητέρα της. Το μόνο παράπονό της είναι ότι δεν έχει αδερφό. Εδώ κι αρκετό καιρό παρακαλάει τη μητέρα της να της φέρει έναν αδερφό. «Δε γίνεται καλή μου. Κάποια παιδάκια έχουν αδερφάκια και κάποια άλλα όχι» της απαντάει. Κι εκείνη μπήγει τα κλάματα. Μια μέρα επιστρέφει από το σχολείο και βρίσκει πάνω στο κρεβάτι της ολοκαίνουριες κηρομπογιές κι ένα τετράδιο ζωγραφικής. Μεθυσμένη από χαρά, αφήνει τη σάκα της, πιάνει τις μπογιές κι αρχίζει να ζωγραφίζει. Στην αρχή ζωγραφίζει σπιτάκια, λουλούδια, λίμνες, ποτάμια, ήλιους, ζωάκια. Είχε γεμίσει σχεδόν όλες τις σελίδες. Είχε μείνει μία τελευταία. Παίρνει τη μαύρη κηρομπογιά κι αρχίζει να ζωγραφίζει ένα αγοράκι, περίπου στην ηλικία της. Στη συνέχεια παίρνει την κόκκινη κηρομπογιά και φτιάχνει ένα μεγάλο χαμόγελο. Έχει τελειώσει. «Να έτσι θέλω να μοιάζει ο αδερφός μου» μονολογεί κι ένα δάκρυ πέφτει πάνω στη ζωγραφιά. Σηκώνεται, κλείνει το φως και πέφτει να κοιμηθεί.
Ξαφνικά, ακούγεται ένας θόρυβος. Η Αννούλα ξυπνάει κι ανάβει το φως. «Ποιος είναι εκεί;» φωνάζει τρομαγμένη. Σηκώνεται και βλέπει δίπλα στο παράθυρο ένα αγοράκι. Δεν έχει χρώμα, σαν να βγήκε από ασπρόμαυρη ταινία. Μόνο τα χείλη του ξεχωρίζουν που είναι κόκκινα. «Εγώ είμαι Αννούλα. Ο αδερφός σου». Η Αννούλα πλησιάζει ακόμη περισσότερο και του πιάνει το χέρι. Διαπιστώνει πως είναι ολοζώντανος και δεν ονειρεύεται.
-Πώς σε λένε; Πρώτη φορά σε βλέπω, ρωτάει η Αννούλα.
-Ο Σονέξ είμαι. Ο αδερφός σου. Δε με θυμάσαι; Πριν λίγο με ζωγράφισες, απάντησε αμέσως.
-Εγώ σε ζωγράφισα, αλλά εσύ πώς ζωντάνεψες;
-Το δάκρυ σου μου έδωσε σάρκα και οστά, είπε χαμογελώντας.
-Δεν το πιστεύω. Επιτέλους απέκτησα αδερφό, φώναξε και τον αγκάλιασε.
-Μόνο που διαφέρουμε Αννούλα.
-Σε τι;
-Εσύ έχεις χρώμα, ενώ εγώ δεν έχω. Μήπως δεν πρόλαβες να με τελειώσεις, ρώτησε λυπημένος.
-Όχι, έτσι ακριβώς ήθελα να σε ζωγραφίσω.
Η Αννούλα παίρνει από το χέρι το Σονέξ και τρέχει στο κρεβάτι της μητέρας της. «Μαμά, μαμά. Έλα να γνωρίσεις τον αδερφό μου.
Είμαι κι εγώ από τα παιδάκια που έχουν αδερφάκια, έτσι δεν είναι» αναφώνησε. Η κυρία Ερασμία σάστισε. Δεν πίστευε στα μάτια της. Ο Σονέξ την πλησίασε και την αγκάλιασε αποκαλώντας την «Μαμά».
«Θα μείνει μαζί μας. Σε παρακαλώ μαμά. Μην αρνηθείς» άρχισε να ικετεύει η Αννούλα. Η κυρία Ερασμία έσκασε ένα χαμόγελο, αγκάλιασε και την κόρη της και απάντησε: «Ναι. Θα μείνει ο Σονέξ μαζί μας. Παιδί μου είναι κι αυτό, πώς μπορώ να αρνηθώ! Πηγαίνετε τώρα για ύπνο γιατί αύριο πρέπει να ξυπνήσετε πρωί για να πάτε σχολείο. Τα παιδιά φίλησαν τη μητέρα τους κι έτρεξαν στο δωμάτιο για να κοιμηθούν.
Ο ήλιος σηκώθηκε ψηλά και μια ηλιαχτίδα άρχισε να χαϊδεύει τα μάγουλα της Αννούλας. «Εμπρός παιδιά, σηκωθείτε. Θα αργήσετε. Σονέξ, είσαι υπναράς» κραύγασε η κυρία Ερασμία. «Είναι η Παναγιώτα μόνη της στο φούρνο. Δεν μπορώ να λείψω πολλή ώρα.
Σηκωθείτε κι αφήστε τα νάζια». Η Αννούλα κι ο Σονέξ άρχισαν να ετοιμάζονται. Ο Σονέξ διαπίστωσε πως δεν έχει δικιά του σάκα κι άρχισε να κλαίει.
-Μην κλαις αδερφούλη μου. Να, πάρε τη δική μου. Δεν με πειράζει μια μέρα να πάω χωρίς σάκα.
-Σίγουρα Αννούλα. Δεν την χρειάζεσαι;
-Ναι. Ό,τι έχω είναι και δικό σου.
-Σ’ ευχαριστώ αδερφούλα μου.
Ο Σονέξ σκύβει και φιλάει την Αννούλα στο μάγουλο. Στη συνέχεια φεύγουν κι οι δυο τους για το σχολείο. Όταν φτάνουν στην τάξη βλέπουν πως η πόρτα είναι κλειστή. «Φαίνεται αργήσαμε», συλλογιέται η Αννούλα. Χτυπάνε δυο φορές την πόρτα και περνάνε μέσα.
-Γεια σου Άννα. Δε θέλω ν’ αργείτε, πόσες φορές θα σας το πω;
Το παιδί δίπλα σου ποιος είναι, ρώτησε όλο απορία η δασκάλα.
-Καινούριος μαθητής, αυθόρμητα απάντησε η Αννούλα.
-Ωραία. Ποιο είναι το όνομά σου παιδί μου, ρώτησε η δασκάλα.
-Σονέξ, ψέλλισε και η Αννούλα τον κοίταξε κατάματα.
-Σονέξ; Μα τι όνομα είναι αυτό, διερωτήθηκε η δασκάλα και όλη η τάξη ξέσπασε σε γέλια.
Ο Σονέξ έκρυψε το πρόσωπό του από ντροπή. Ήθελε η γη να τον καταπιεί. Δεν μπορούσε να φανταστεί ότι η πρώτη του μέρα στο σχολείο θα ήταν τόσο εφιαλτική.
-Παρακαλώ, παρακαλώ σταματήστε. Δεν είναι σωστό αυτό που κάνετε. Φέρνετε το συμμαθητή σας σε δύσκολη θέση. Λοιπόν, Σονέξ, για πες μας, από πού είσαι, τον ρώτησε η δασκάλα.
-Έρχομαι από το εξωτικό Άιφαργωζ, εκεί που ο ήλιος είναι πιο λαμπερός και δε δύει ποτέ. Τα λουλούδια είναι πιο ψηλά από τους ανθρώπους κι άμα βρεθείς στη θάλασσα δεν κινδυνεύεις να βραχείς.
Οι πέτρες είναι πιο ελαφρές από πούπουλο και στις στέγες των σπιτιών ξεκουράζονται αστέρια, απάντησε όλο χαρά ο Σονέξ.
Οι συμμαθητές του έμειναν άφωνοι να τον κοιτάζουν όλο θαυμασμό. Δεν είχαν ξανακούσει ποτέ για μια τέτοια μυθική χώρα.
-Και τους γονείς σου πώς τους λένε, συνέχισε η δασκάλα.
-Τη μητέρα μου Ιβύλομ και τον πατέρα μου Ίτραχ, αποκρίθηκε ο Σονέξ.
-Πολύ ενδιαφέροντα όλα αυτά που μας είπες Σονέξ. Τώρα σε παρακαλώ κάθισε στη θέση σου για να ξεκινήσει το μάθημα, είπε η δασκάλα.
Σε λίγο το μάθημα τελείωσε και όλοι οι μαθητές βγήκαν έξω για διάλειμμα. Ξαφνικά, ένα αγόρι πλησιάζει το Σονέξ.
-Γεια σου. Με λένε Πέτρο, και του δίνει το χέρι.
-Χαίρω πολύ Πέτρο.
-Θέλεις να γίνουμε φίλοι;
-Γιατί όχι; Πάμε να παίξουμε;
-Ναι, αλλά ήθελα να σε ρωτήσω κάτι;
-Τι πράγμα;
-Γιατί είσαι έτσι;
-Πώς έτσι, δηλαδή, ρώτησε και χαμήλωσε το κεφάλι του.
-Να, χωρίς χρώμα. Κοίταξε εμένα, κοίτα και τα άλλα παιδιά. Όλοι έχουν χρώμα. Εσύ γιατί δεν έχεις;
Ο Σονέξ δεν απάντησε κι άρχισε να κλαίει. Τον πλησιάζει η Αννούλα και τον ρωτάει όλο απορία:
-Γιατί κλαις αδελφούλη μου; Ποιος σε στεναχώρησε;
-Κανείς, κανείς. Απλά, θέλω να φύγω από το σχολείο, αμέσως τώρα.
-Να φύγεις από το σχολείο, ρώτησε ξαφνιασμένη η Αννούλα.
-Ναι και δε θέλω να ξανάρθω ποτέ.
-Μα γιατί;
-Είμαι διαφορετικός από τους άλλους. Δεν είμαι σαν τα άλλα παιδιά.
-Τι εννοείς;
-Δεν έχω χρώμα Αννούλα, δεν το βλέπεις. Κανείς δε μ’ αγαπάει πραγματικά.
-Εγώ σ’ αγαπάω Σονέξ, ακριβώς όπως είσαι. Αν είχες χρώμα, δεν θα ήσουν ο Σονέξ ο αδερφός μου, αλλά κάποιος άλλος. Και μην ξεχνάς πως έχεις το πιο κόκκινο χαμόγελο από όλα τα παιδιά του σχολείου, είπε η Αννούλα και τον έσφιξε στην αγκαλιά της.
-Αννούλα, Αννούλα, ξύπνα παιδί μου, φωνάζει η κυρία Ερασμία.
-Τι έγινε μαμά; Γιατί με ξύπνησες;
-Μα είναι ώρα να πας στο σχολείο παιδί μου. Σήκω γρήγορα.
-Και ο Σονέξ;
-Ποιος Σονέξ;
-Ο αδερφός μου.
-Κορούλα μου δεν έχεις αδερφό. Μα τόσο πολύ θέλεις ένα αδερφάκι;
-Όχι μανούλα, αρκεί που έχω εσάς.
Η Αννούλα σηκώθηκε γρήγορα να ετοιμαστεί να πάει στο σχολείο. Τότε παρατήρησε τη ζωγραφιά πάνω στο τραπέζι. Ο Σονέξ την κοιτούσε χαρούμενος με ένα μεγάλο κατακόκκινο χαμόγελο.
Αντώνιος Ευθυμίου
Συμμετοχή στον 1ο Διαγωνισμό Παραμυθιού koukidaki