Κλεοπάτρας Θανοπούλου
Ήταν κάποτε ένα όμορφο σπίτι με κήπο, όπου μια γυναίκα είχε φυτέψει λουλούδια ροζ και κόκκινα και πάλλευκα και στα κάγκελα της μάντρας είχε απλώσει την τριανταφυλλιά την άγρια να αναρριχάται. Η βρύση της αυλής πότιζε τα καταπράσινα λιμπούρνα, που ο άντρας της τα κλάδευε ολοστρόγγυλα, και τη νεραντζιά και τη μηλιά και τη μυγδαλιά, που άνθιζε μες στη μέση του χειμώνα, τις τρεις ροδιές και τη βερικοκιά, όπου φώλιαζε ο κοκκινολαίμης. Το ζευγάρι ήταν το πιο ευτυχισμένο στο χωρίο, γιατί τόση ήταν η αγάπη τους και θαρρείς μαζί τους το ωραίο σπίτι, τα δέντρα και τα πουλιά περίμεναν με λαχτάρα τον ερχομό ενός παιδιού, που όμως αργούσε, καθώς εκείνοι μεγάλωναν…
Ώσπου, κάποτε, η γυναίκα γέννησε ένα κοριτσάκι, που ντύθηκε με την αγάπη των γονιών του και με χίλιες ευχές απ’ τα πουλιά και τ’ άστρα! Κι όσο μεγάλωνε γινόταν μια κοπέλα πανέμορφη και με το νου σαν το αστέρι το τόσο λαμπρό και φωτεινό, που όλοι το έλεγαν το λιοντάρι τ’ ουρανού! Ήταν σαν άγγελος! Ναι, με άγγελο την παρομοίαζαν και καμάρωναν για λογαριασμό της οι άνθρωποι.
Όταν λουζόταν στη βρυσούλα του κήπου της, στις στάλες του νερού τρύπωνε το φως και τη στόλιζε τα χρώματα της ίριδας κι ο κοκκινολαίμης χόρταινε νερό απ’ τη χούφτα της… Ήταν η ίδια τ’ όνειρο που γεννιέται στης θάλασσας και στ’ ουρανού την άκρη… Έτσι, όλοι έλεγαν πως ο ουρανός κι η θάλασσα την είχαν γεννήσει κι όχι στ’ αλήθεια οι γονείς της, που άλλωστε πολύ νωρίς είχαν φύγει απ’ τη ζωή και την είχαν αφήσει μόνη…
Όμως δεν ήταν στ’ αλήθεια μόνη! Είχε τόσους φίλους, όλο το χωριό, αφού ήταν πλασμένη για δασκάλα των καλών πραγμάτων, κι ήταν γι’ αυτό τόσο χαρούμενη… Διέκρινε πάντα το δίκιο απ’ το άδικο κι όποιος γύρευε λίγη τάξη και λίγο φως και στη δική του ζωή σ’ εκείνη, τη δασκάλα των καλών πραγμάτων στρεφόταν. Κι η ίδια, με καλή καρδιά και με λόγο απαλό και γλυκό, εξηγούσε το σωστό και το δίκιο, ακούραστα σε όλους και για κάθε περίπτωση ξεχωριστά. Την έλεγαν και Διαμαντένια, γιατί, σαν το διαμάντι, καθαρή και κοφτερή τους φαινόταν η σκέψη της. Καθετί είχε τόσες αποχρώσεις στο φως για ‘κείνη…
Το αληθινό της όνομα της ήταν Φωτεινή κι ήταν η ίδια το όνειρο της δικαιοσύνης και της αρμονίας…
Ήταν, πριν αναγκαστούν οι άνθρωποι να θυμηθούν την ελευθερία και τη δικαιοσύνη, αφού τις είχαν χάσει πια, και να τις φανταστούν ανάμεσά τους με πονεμένα λόγια:
…Δώστε σε μένα τους φτωχούς, τους καταφρονεμένους σας
που τσάκισαν οι συμφορές και λαχταρούν γι’ ανάσα
ελεύθερη, στείλτε μου εδώ τους ανεμοδαρμένους,
τους άστεγους, τους ναυαγούς κι όλο τ’ ανθρωπολόι,
που περισσεύει ανέλπιδο στις σκυθρωπές ακτές σας…*
Ήταν τότε, που οι άνθρωποι ήταν ακόμη ευτυχισμένοι, πολλά, μα πάρα πολλά χρόνια πριν… Τότε, που δεν υπήρχαν φτωχοί και καταφρονεμένοι και που οι άνθρωποι δεν είχαν γίνει ακόμη σκλάβοι του εαυτού τους…
Η Φωτεινή ένιωθε την ευθύνη για κάθε άνθρωπο που καθοδηγούσε στη ζωή. Για όλους επιθυμούσε μια θέση στον ήλιο… Κι όλο το χωριό ήταν φίλοι της κι οικογένειά της…
Το φως ήταν τα περίλαμπρα φτερά της αλλά στο φως κρύβεται πάντα το σκοτάδι. Κι εκείνη το ‘ξερε, πώς να μην το ‘ξερε… Γι’ αυτό, στις προσευχές της, παρακαλούσε τον Πλάστη να μη λαθέψει ποτέ, μην και προκαλέσει κακό, αντί για καλό, σε κάποιον… Κανείς δεν είν’ υπεύθυνος για κανέναν κι είν’ όλοι ελεύθεροι της ψιθύρισε κάποτε στ’ αυτί ο Θεός, που τόσο τη νοιαζόταν, όπως όλα τα παιδιά του, μα εκείνη δεν άκουσε… Παντέρμη Φωτεινή… Φορτωμένη τα βάρη όλου του χωριού , πάσχιζε να διορθώνει τα λάθη των άλλων…Μα η αλήθεια πονάει, όταν μάλιστα κόβει, σαν το διαμάντι… Και ποιος θέλει να παραδεχτεί πως λάθεψε;
Μήπως μπορούσε να δει ότι δεν αργούσε η στιγμή, που θα λάθευε βαριά κι η ίδια…; Η ευθύνη για τους άλλους της φούσκωνε το νου και ξέφευγε απ’ τη μοίρα που της αναλογούσε… Ήταν πρώτη απ’ όλους! Η φαντασία και τ’ όνειρο την οδηγούσαν και περηφάνεια ερχόταν και φούντωνε μέσα της γι’ αυτό… Γιατί, λοιπόν, έπρεπε να την περιορίζει η πραγματικότητα; Γιατί δεν μπορούσε να πετάει απόλυτα ελεύθερη στους ουρανούς του νου της;
Ξεχνούσε πως ο Θεός είχε φτιάξει ουρανό μα και γη… Και πως και το πιο λαμπρό αστέρι έχει την τροχιά του κι αυτή και μόνο… Και ποιος θα της το ’λεγε, αφού αυτή ήταν η δασκάλα του χωριού;
Κι ήρθε η ώρα που άρχισε να νιώθει πως ευθύνη της δεν ήταν πια να λέει την αλήθεια αλλά να βάλει τους χωριανούς της στο δικό της όνειρο, που ήταν θαρρούσε πιο όμορφο απ’ τον κόσμο τον αληθινό, που ο Θεός είχε φτιάξει για όλους… Τι λάθος!
Κάπου κοντά στ’ ωραίο της σπίτι, ζούσε ένας νέος άντρας που πατούσε γερά στη γη και τ’ όνομά του ήταν γι’ αυτό Γήινος… Οι γονείς του αισθάνονταν πολύ τυχεροί και περήφανοι για το γιο τους! Ήταν ο πιο άξιος γιος του χωριού! Εύχονταν να είναι και καλότυχος, γιατί του άξιζε…
Δεν φανταζόταν κανείς πως αισθανόταν τόση μοναξιά… Η ψυχή του μαράζωνε και θύμωνε, που δε μοιραζόταν στ’ αλήθεια με κανέναν τίποτε, αφού ήταν πάντα ένα σκαλί πιο πάνω απ’ τους άλλους ή πολλά… H ζωή του κυλούσε άδεια κι ανούσια κι ας ήξερε πως ό, τι έβαζε με το νου του θα το πετύχαινε, αν είχε την τύχη να ‘χε γεννηθεί σ’ έναν κόσμο που θα μπορούσε να εκτιμήσει την αξία του! Ένα κόσμο, μ’ άλλα λόγια, ανθρώπων αλλιώτικων… Αλλά είχε γεννηθεί σε λάθος κόσμο κι ο κόσμος που ήθελε για τον εαυτό του δεν είχε υπάρξει ποτέ… Αυτό ήταν ένα λάθος του κόσμου κι αν οι άνθρωποι ήταν αλλιώς θα τον έκαναν αρχηγό τους…! Γιατί όχι…;
Κι όταν η Φωτεινή τον είδε για πρώτη φορά, της φάνηκε σαν ηλιακή θεότητα! Ήταν τόσο όμορφος, όσο η ίδια δεν ήταν… Ή έτσι νόμιζε εκείνη, αφού μπροστά της, που ήταν θαρρείς φτιαγμένη από ατόφιο φως, εκείνος θύμιζε πολύ απλά το χώμα, γιατί τόσο γήινες ήταν οι φιλοδοξίες του…
Εκείνη δεν χόρταινε να τον κοιτάζει… Τον έβλεπε ταπεινό κι αξιοπρεπή… Και λυπημένο… Ήταν ο φίλος που πάντα έψαχνε, από τότε που θυμόταν τον εαυτό της, ίσως και προτού γεννηθεί. Κι έφτασε ένα βλέμμα του, για να τον σεβαστεί ολόψυχα και να τον αγαπήσει. Μα στην ερώτηση, αν εκείνος θα την αγαπούσε, απάντηση δεν είχε… Μήπως το όνειρο της αγάπης θα απέμενε μόνο δικό της;
Κι εκείνος… Τι είδε εκείνος; Μα, ένα κορίτσι γυμνό, εκτεθειμένο και παράξενα έξυπνο, αλλά και λίγο κουτό συνάμα, αφού είχε όνειρό της τον κόσμο καλό… Και τον ίδιο μέσα στ’ όνειρό της τον έβλεπε… Μα ποιο είν’ εκείνο τ’ όνειρο που αντέχει; Ο ίδιος δεν ήξερε κανένα…
Ο Γήινος την ήθελε δική του, γιατί αυτή ήταν η πιο όμορφη στο χωριό κι είχε καλή τη φήμη… Μα πώς θα μπορούσε να ζήσει στο δικό της παραμύθι;
Μήπως θα έπρεπε να διαλέξει ανάμεσα σε όνειρα και πραγματικότητα; Γιατί στ’ αλήθεια αυτό το δίλημμα του έβαζε εκείνη με το δαιμόνιο μυαλό της…
Μάλλον, λοιπόν, δεν ήταν έξυπνη μα μόνο πονηρή κι ήθελε να ‘ναι η ίδια πάνω απ’ όλους… Κι από ‘κείνον! Αυτά σκεφτόταν μυστικά ο Γήινος…
Και τι θα γινόταν, αν η Φωτεινή ξυπνούσε απ’ τ’ όνειρο κι η ηλιαχτίδα στα μάτια του δεν ήταν πια εκεί; Αν ένιωθε πως τα τριαντάφυλλα του κήπου της δεν τον συγκινούσαν, κι ας τα έκοβε και της τα χάριζε... Κι αν καταλάβαινε πως το άρωμα απ’ τα άνθη της νεραντζιάς του ήταν αδιάφορο επίσης, κι ας καταβρόχθιζε τα πικρά νεράντζια, που τόσο τον ωφελούσαν...
Και μια νύχτα ξάστερη, είδε, στον ταραγμένο ύπνο του, πως ήταν, λέει, η Φωτεινή, ένα μεγάλο φίδι που τον κατάπινε κι απ’ τον ίδιο δεν έμενε τίποτα πάνω στη γη… Πετάχτηκε τρομαγμένος: η καλύτερη άμυνα είν’ η επίθεση, μονολογώντας αποφάσισε. Και με το ξημέρωμα έτρεξε να πει στους φίλους της: Ποια νομίζει πως είν’ η Φωτεινή, τέλος πάντων, να μας κάνει κουμάντο; Όλοι την περνάτε για καλή… Δεν βλέπετε, λοιπόν, πως σέρνεται στο χώμα και ύπουλα μας δένει στις αλυσίδες της; Κι όμως, είμαστε πλασμένοι ελεύθεροι! Εγώ την αγαπούσα πολύ αλλά δεν ήξερα τι φίδι έτρεφα στον κόρφο μου…
Οι φίλοι της άκουσαν το Γήινο με πολλή προσοχή… Όλοι ήξεραν πως το φίδι ήταν τόσο επικίνδυνο για όσους πατούσαν στη γη… Και να που δεν κατάφερναν πάντα να είναι κρυστάλλινα υπέροχοι, όπως θα τους ήθελε η δασκάλα τους κι έτσι ζήλευαν τον ίδιο τον ιδανικό εαυτό τους, απ’ τον οποίο πάντα κατώτεροι βρίσκονταν. Και προτίμησαν να βάλουν στο νου τους πως εκείνη τους έστηνε παγίδες και τους έδινε, με τον παμπόνηρο, γλυκό της τρόπο, κακές συμβουλές, μόνο για να τους κατηγορήσει μετά για την πικρή αποτυχία... Άρχισαν και να την ειρωνεύονται ότι περνιόταν για πολύ σπουδαία… Ποια ήταν, λοιπόν, αυτή η γυναίκα, να τους πλανεύει έτσι;
Στόμα με στόμα, η ειρωνεία γινόταν θυμός κι ο θυμός, φούντωνε, θέριευε και γινόταν μίσος. Κι οι άνθρωποι ενώθηκαν, σαν σ’ ένα σώμα, κι η Φωτεινή έγινε η Κατήγορος που όλοι μαζί αποστρέφονταν, η Λοξή, η Πονηρή κι ένα σωρό άλλα… Και ξέχασαν που πριν την έλεγαν Διαμαντένια…
Πληγωμένη και βαριά η ψυχή της, έστρεψε το διαμάντι πάνω της…
Άρχισε να κρύβεται απ’ όλους, κι απ’ τον αγαπημένο της, από ντροπή για τα λάθη όλων, σίγουρη πως έφταιγε γι’ αυτά, και βέβαια απ’ όλους ανεπιθύμητη.
Άκουγε από μακριά τις κατάρες των ανθρώπων, να γεμίζουν τον ουρανό, σαν προσευχές, κι όλο και πιο βαθιά στην ερημιά της κρυβόταν, όπου κι όπως έβρισκε… Στ’ αναδιπλωμένα φτερά της και στα δάκρυα που έκρυβε βαθιά μέσα της, έλαμπαν ακόμη σε χίλια κομμάτια όλα τα χρώματα στο φως μα όλοι, έβλεπαν πια σ’ εκείνη μόνο το μαύρο της δικής τους ψυχής…
Αν ένοιωθε δυο δάκρυα ν’ ανεβαίνουν στα μάτια, η Φωτεινή έπινε το κλάμα της, σαν το παιδί που κρύβει μια αταξία. Κι αυτό, γιατί ήταν απλά πολύ
Περήφανη για να παραδεχτεί τα λάθη της και να ζητήσει συγνώμη… Ήταν το μεγαλύτερο λάθος απ’ όλα της τα αμέτρητα… Έτσι είπε ο αγαπημένος της, ο
Γήινος, που γινόταν σιγά - σιγά αρχηγός των ανθρώπων, έτσι είπαν κι όλοι…
Κάποιο ξημέρωμα, η Φωτεινή, είχε το πιο παράξενο όνειρο. Τόσο αληθινό, όσο μόνο ένα όνειρο μπορεί να είναι. Ο αγαπημένος της ήταν εκεί, στον κήπο του σπιτιού της, κι έμοιαζε ο ίδιος με το φως του ξημερώματος…
Το φως της ζέσταινε την ψυχή… Εκείνος έκοψε ένα κόκκινο μήλο απ’ το δέντρο, το δάγκωσε κι έφτυσε στο χώμα… Η Φωτεινή δεν το άντεξε: το μήλο ήταν η καρδιά της… Ας έμενε δική της! Ο ήλιος έλαμπε πια κι ο Γήινος της γύριζε την πλάτη, να κοιτάξει το φως περήφανα…
Και στ’ αλήθεια, με ‘κείνον γι’ αρχηγό, οι άνθρωποι άρχισαν να φτιάχνουν τον κόσμο αλλιώτικο από πριν: μάθαιναν τώρα πώς να ‘ναι προσγειωμένοι, κάτι που η Φωτεινή δεν τους είχε ποτέ διδάξει… Έκαναν ό, τι συνέφερε τον καθένα τους, όσο άδικο κι αν ήταν και ποτέ δεν έφταιγαν γι’ αυτό… Το ψέμα κι η απάτη έγιναν ο θεός τους. Έτσι κάποιοι απ’ αυτούς γίνονταν μεγάλοι και τρανοί ενώ οι αδικημένοι τους ζήλευαν και πάλευαν να τους μοιάσουν αδικώντας με τη σειρά τους όποιον μπορούσαν…
Τι κι αν τα λουλούδια μαράζωναν στους κήπους τους που ρήμαζαν και τα πουλιά πετούσαν γι’ αλλού; Τι κι αν δεν έβλεπαν χρώματα κι αν δεν άκουγαν πια κελαηδήματα; Άκουγαν κι έβλεπαν τον εαυτό τους! Κι όλα τ’ άλλα ας γίνονταν στάχτη… Κι, όταν, βαθιά μέσα τους, η ερημιά τους κατέτρωγε, θυμούνταν τη Φωτεινή, που και γι’ αυτό σίγουρα έφταιγε, ανάθεμά την…
Για εκείνη προοριζόταν η σιωπή… Γιατί; Γιατί οι ίδιοι οι φίλοι της κατέτρωγαν τώρα τη ζωή της; Πώς λεγόταν, λοιπόν, η φοβερή αυτή ερημιά, όπου την είχαν ρίξει; Έρεβος… Τι μπορούσε η ίδια να βρει εκεί; Την ελευθερία μάλλον, αφού οι ώρες της σιωπής ήταν οι ώρες της αμφιβολίας. Οι ώρες που αναμετριόταν το καλό με το κακό, το φως με το σκοτάδι στη σιωπηλή καρδιά. Ναι, κι η καρδιά σώπαινε, καθώς τα χέρια δεν άγγιζαν, τα μπράτσα δεν αγκάλιαζαν, το στόμα άλαλο, μα το μυαλό δούλευε! Έστω κι ανάποδα, σαν το τρελό ρολόι: τι δουλειά έχω, λοιπόν, εδώ, εγώ η παράταιρη σ’ ένα κόσμο ξένο;
Η ξένη και παράταιρη, ναι, αυτή ήταν τώρα πια… Ήταν η μοίρα της να ‘χει χαράξει την καρδιά της σ’ ένα σύννεφο και να ‘χει δώσει την αγάπη της σ’ αυτόν που ‘χε πετάξει την καρδιά της στο χώμα… Θα στεκόταν έτσι μόνη στην άκρη της ζωής, αφού αυτή ήταν η μοίρα της και μ’ αυτήν είχε γεννηθεί…
Στο σκοτάδι αγκάλιαζε τις φτερούγες της και νανουριζόταν με τραγούδια πικρά, να δει όνειρα γεμάτα παράπονο και θυμό που κακοφόρμιζε, γινόταν δηλητήριο και της έκαιγε την ψυχή.
Μια κακία πρωτόφαντη γινόταν τώρα ελκυστική, τη μαγνήτιζε, την απογείωνε, όσο ποτέ άλλοτε, τη δικαίωνε. Η άλλοτε φωτεινή άγγελος, παραπεταμένη στο σκοτάδι, μπορούσε μόνο να βλέπει εφιάλτες, όπου μισούσε ως και τη θάλασσα και τον ουρανό, που λέγανε πως απ’ αυτούς είχε γεννηθεί… Είχε χτίσει στην άμμο και σ’ αυτήν τώρα βούλιαζε όλο και πιο βαθιά…
Κι έπειτα ξυπνούσε κι αναρωτιόταν πώς είχε βρεθεί εκεί, στην ερημιά...
Μια παράξενη μοίρα τη βάραινε, να διορθώσει το λάθος, μα πώς, αφού το λάθος ήταν αυτή η ίδια… Στεκόταν μπροστά στον καθρέφτη κρύβοντας τα σκοτεινά της μάτια πίσω από ένα χαμόγελο σαν αστραπή. Τώρα και ποιον δε θα ξεγελούσα μ’ αυτό το χαμόγελο… Στ’ αλήθεια, κανέναν δε θα άφηνε να δει τι έκρυβαν τα μάτια της, που αντανακλούσαν το φως… Ήταν τα μάτια ενός δαίμονα… Έτσι, μάταια πάλευε να διώξει την σκοτεινιά κοιτάζοντας τον ήλιο, που την τύφλωνε. Ήταν αυτή το ίδιο το σκοτάδι!
Τα βράδια ήταν, λες και κάποιος είχε κρύψει τον ουρανό μ’ έναν πέτρινο θόλο… Ίσως ήταν ο ίδιος ο Ποιητής του κόσμου, που κι Εκείνος ποτέ δε θα τη συγχωρούσε… Κι ας της ψιθύριζε ο Θεός λόγια γλυκά, η Σκοτεινή δεν άκουγε… Να άνοιγε ο θόλος σε μια μεριά, να δουν τα διψασμένα μάτια τ’ αστέρια… Ο θόλος άνοιγε, ναι, μ’ ένα φτερούγισμα του νου της, μα υπήρχε τίμημα: τ’ αστέρια κι η αρχή ενός παραληρήματος την απέκοπταν από ετούτη τη ζωή, που γινόταν αλληγορία για κάπου αλλού… Εκεί, ψηλά στον ουρανό, έκρυβε τις χαρές όλου του κόσμου στην κιβωτό του νου της, να ταξιδεύουν ως το πρωί που έλπιζε πως θα ερχόταν, κάθε που έπεφτε το σκοτάδι…
Ο Θεός πονούσε: εκείνη μεταμορφωνόταν σε μια άλλη, μέρα με την ημέρα… Πώς να τη βοηθούσε, που ‘χε διαλέξει να κλειστεί στον εαυτό της, λες κι η δυστυχία θα έφευγε μακριά, αν δεν την παραδεχόταν… Δεν προσευχόταν πια. Κι οι δυνάμεις της την άφηναν σιγά-σιγά και το έβλεπε κι αυτό ο Θεός, τη Φωτεινή να βουλιάζει στο τίποτα… Το φως ήταν θαμμένο βαθιά μέσα της σαν την ελπίδα-και την απελπισία-που την τυραννούσε, γιατί έτσι είν’ η ελπίδα…
Η ζωή της Σκοτεινής, όπως όλοι την έλεγαν πια, γινόταν μια σκάλα σ’ ένα πηγάδι κι αυτή στο τελευταίο σκαλί πεσμένη, κατρακυλημένη, πεθαμένη σχεδόν, να μην μπορεί ν’ ανέβει ούτε ασθμαίνοντας, λες και δεν είχε πόδια ούτε χέρια, να πιαστεί… Οι ιδέες δεν έφταναν, τα αισθήματα δεν ακολουθούσαν. Το σώμα βαρύ, κατάκοπο. Οι λέξεις ανούσιες, το νόημα, το νόημα… να γεμίσει με νόημα το κενό, το βαθύ αυτό πηγάδι που την είχε καταπιεί και την είχε ξεβράσει πιο κάτω κι απ’ το τελευταίο σκαλί… Κι ευχήθηκε μ’ όλη της τη δύναμη, ν’ άνοιγε η γη, να την κατάπινε…
Κι ένα μεσημέρι, η γη άνοιξε θαρρείς: εκείνη πέταξε πέρα τα παπούτσια της και περπάτησε στο χώμα και το πράσινο. Ποιος χρειαζόταν παπούτσια;
Τα παπούτσια της ψυχής τη στένευαν… Άφησε μια φωνή ν’ ακουστεί στον αέρα. Ο κόσμος άστραφτε και την τύφλωνε. Κι η ίδια μεθυσμένη έπαιζε με τον ήλιο, τραγουδούσε και χόρευε στο φως του… Δεν έσερνε πια το βήμα αλλά χόρευε στ’ όνειρο κι ήταν όλα βαθιά αληθινά, σαν την αλήθεια ενός μύστη…
Φορούσε το άσπρο της φόρεμα, που έκρυβε μέσα του όλα τα χρώματα! Ο ήλιος έκαιγε και το φόρεμά της φαινόταν ακόμη πιο άσπρο... Κι ανέσυρε από μέσα της ρυθμό και σ’ αυτόν ανέμιζε το φόρεμα… Ξάπλωσε, τέλος, κουρασμένη κάτω από τον ήλιο, που τη βοηθούσε να προσανατολίζεται στον ουρανό. Έβλεπε το φως του μες απ’ τα μισόκλειστα βλέφαρα, ώσπου δρασκέλισε τα σύννεφα και βρήκε τον Ήλιο, να πουν δυο κουβέντες οι δυο τους.
- Πού με πας;
- Όπου θέλεις εσύ.
- Θα μου φωτίζεις τα βήματα;
- Πάντα.
Αχ και να αναδυόταν απ’ τη μουσική των αστεριών η ίδια ξανά λαμπερή κι απαστράπτουσα…
Ήταν τα λόγια της ψυχής της, που συχνά δεν είναι αυτά της λογικής…
Ήταν ευαίσθητη. Δεν άντεξε. Ούτε και βρήκε τον τρόπο να διορθώσει το λάθος… Παραφρόνησε, για να αρνηθεί την ερημιά της ζωής της. Κι έφτιαχνε πια τον κόσμο απ’ την αρχή. Στα όνειρά της. Όπως μπορούσε…
Και να που o αγαπημένος της έσμιξε γρήγορα με μια γυναίκα, που πατούσε, σαν αυτόν, στη γη και δεν τρεφόταν με ονειροφαντασίες… Δεν χρειαζόταν να ξέρει πολλά. Ήταν κάποια κάποτε που ήξερε πολλά. Και λοιπόν; Στη ζωή στάθηκε; Όχι! Για να είναι, λοιπόν, πάντα η γυναίκα του μια ψυχή απλή, σαν κούκλα την είχε: μια άψυχη κούκλα. Ως γνωστόν, οι κούκλες δε μιλούν. Κανείς δεν το περιμένει απ’ αυτές, γι’ αυτό… Βγάζουν το πολύ-πολύ ήχους και λέξεις προκαθορισμένες απ’ το κούρδισμα. Έτσι κι εκείνη μπορούσε να μιλά για τις καθημερινές ανάγκες ή -ακόμη καλύτερα- να σχολιάζει κακόβουλα τους άλλους… Μα αν ποτέ μιλούσε στ’ αλήθεια μια κούκλα, θα ήταν αυτό μια καταστροφή σκέτη για την αντίληψη των ανθρώπων για τον κόσμο… Όλοι οι άντρες του χωριού μιμήθηκαν το Γήινο κι έτσι οι γυναίκες τους συνήθιζαν να ζουν στη σιωπή ενώ λόγια που μπουμπούκιαζαν μαραίνονταν, πριν ανθίσουν, αφού ήταν απαγορευμένα.
Η γυναίκα του Γήινου στόλιζε το κουκλίστικο κορμί της με διαμάντια, για να λάμπει. Σίγουρα από ‘κείνη που τη λέγαν πριν Διαμαντένια είχε πάρει μια τέτοια ιδέα… Όπως και να ήταν, από τότε πολλοί τσακίστηκαν στα ορυχεία, για να λάμπουν οι γυναίκες, αφού δεν υπήρχε κανείς να μην επιθυμεί να λάμπει κι η δική του… Κι όλοι ζητούσαν όλο και περισσότερη λάμψη στη ζωή τους, μια επιθυμία που δεν τελείωνε ποτέ…
Η πραγματικότητα όλου του χωριού γινόταν ένα χρυσό κλουβί αλλά στα όνειρα και στα τραγούδια τους, λες από κερκόπορτα, όλο και τρύπωνε η Φωτεινή, που πάλευε να ‘ναι το αρνητικό του κόσμου, καθώς αυτός γινόταν όλο και πιο άσχημος: αποτύπωνε το μαύρο άσπρο κι αντίστροφα. Κάποιος έπρεπε να βλέπει τον κόσμο σαν άσσο μπαστούνι ανάποδο, σαν οιωνό θανάτου της ψυχής, σαν την ερημιά και σαν τον πάγο. Και τους τάραζε τη ζωή…
Το χωριό… Το χωριό που ήξερε τα πάντα… Η ενοχή της παλιάς γνώσης, που ποτέ δε θα παραδέχονταν. Το χωριό που γέμιζε από ζευγάρια που στα κρυφά θρηνούσαν για την αγάπη που ποτέ δεν γεύονταν, αφού δεν πίστευαν πια σ’ αυτήν, και πάσχιζαν να μη μοιάζουν οι μέρες με τις νύχτες τους: γεμάτες εφιάλτες που αναδύονταν από παντού: απ’ τα έρημα σπιτικά του, από τη ζωή τους, που πρόδινε τις μάταιες ελπίδες τους κι από τα τραγούδια τους, που -τι παράξενο!- δεν μιλούσαν για διαμάντια ούτε για
αρχηγιλίκια αλλά για τη χαμένη αγάπη… Τη χαμένη ζωή… Αυτήν τραγουδούσαν πια οι άνθρωποι…
Κι ο Γήινος, όσα κι αν είχε αποκτήσει αδικώντας, ένιωθε πάντα φτωχός, πάμφτωχος. Δεν ήταν κακός, όχι… Εκείνη, όταν ήταν ακόμη η δασκάλα του χωριού, έλεγε πως κανείς δεν είχε φτιαχτεί κακός… Ούτε και κουτός ήταν…
Πώς είχαν οι πράξεις του τόσο λαθέψει; Ήταν παράξενο μα όλα φαίνονταν σαν μια μεγάλη παρεξήγηση: όλη η ζωή μια παρεξήγηση… Τις νύχτες, που πάλευε να κοιμηθεί, του ερχόταν στο νου η Φωτεινή. Τόσο τον αγαπούσε, που έλεγε πως πετούσε στον ουρανό, όταν βάδιζε πλάι του… Θυμόταν πώς είχε ποδοπατήσει τον έρωτά της… Και δεν έκλεινε μάτι… Από σύντροφός της στ’ όνειρο, είχε γίνει ο εχθρός της, για την αγάπη του χωριού και για το αρχηγιλίκι… Μα, να που η ζωή όλων γινόταν πια εφιάλτης...
Και τώρα τι να έκανε; Αν σήκωνε το χαλί, ποιος θα τον λογάριαζε για δυνατό; Ποιος θα τον ήθελε γι’ αρχηγό; Έπρεπε να πάρει την αλήθεια στον τάφο του…Αλλιώς, θα έχανε τι άραγε; Την ανείπωτη ερημιά του… Δηλαδή, ό,τι είχε και δεν είχε… Στις προσευχές του, ακόμη κι εκεί, κρυβόταν απ’ το Θεό τον ίδιο… Δοκίμαζε πια την ντροπή, που ως τώρα του ήταν άγνωστη λέξη.
Σαν άδολο μα φοβισμένο παιδί μπροστά στον Παντοδύναμο, δεν έφταιγε για τίποτα. Πώς να έφταιγε άλλωστε ο ταπεινός, απλός άνθρωπος; Σίγουρα, έλεγε, πάντα φταίει ο εξυπνότερος.. Είχε πιαστεί κορόιδο από εκείνη, που το μυαλό της έκοβε σαν διαμάντι… Αλλά γιατί ο Θεός σιωπούσε; Γιατί, τάχα;
Η ζωή στο χωριό βούλιαζε ολοένα στο χώμα αλλά το αγαπημένο πουλάκι της Φωτεινής, ο κοκκινολαίμης, ακόμα ερχόταν. Ο Γήινος κι η γυναίκα του, απορούσαν με το μικρό πουλάκι:
- Καλά, είναι ο ίδιος;
- Τόσα χρόνια; Πόσο ζει ένας κοκκινολαίμης; Σαν τον κόρακα;
- Ξέρω κι εγώ;
Γιατί επέμενε τόσο το μικρό πουλάκι; Ήταν η περιοδικότητα του χρόνου που διαλαλούσε με τον ερχομό του; Ή μήπως η ίδια η αιωνιότητα; Το ίδιο ήταν. Ήταν σαν ένα σημάδι θεϊκό πως όλα θα πάνε καλά. Τώρα, που οι άνθρωποι γίνονταν όλο και πιο εγωιστές, όλο και πιο άδικοι κι ο κόσμος όλο και πιο άσχημος, ήταν σαν να έλεγε όχι άλλο, όχι πια. Η ομορφιά είναι εδώ.
Στην εποχή που έρχεται και φεύγει, στη Φωτεινή, που έγινε Σκοτεινή κι έφυγε μακριά, σαν μια εποχή του χρόνου κι εκείνη, στο Γήινο που έγινε Υπόγειος, σ’ αυτούς που θα έρθουν για να φύγουν ξανά, να βρουν άλλη φωλιά για το κρύο του χειμώνα…
Αυτή ήταν η ιστορία της Φωτεινής που έγινε Σκοτεινή… Κι ας πούμε την αλήθεια: η φαντασία της δεν υπήρξε ποτέ παντοδύναμη ούτε κι ήταν ποτέ δικό της το βάρος κάθε ανθρώπινου λάθους… Ήταν μόνο το πιο λαμπερό μυαλό κι η πιο εύθραυστη καρδιά…
Κι, όπως όλοι λένε, το πήρε πάνω της…
Κι όσο για τον παραμυθά που σας γράφει, έχει τον τρόπο να μιλάει τη γλώσσα της Φωτεινής, τη γλώσσα της ψυχής της! Κι η ψυχή της είν’ όμορφη, μπορεί και τη βλέπει! Μπορεί και την ακούει να λέει πως, όταν έβλεπε μια ηλιαχτίδα στα μάτια του Γήινου, ήταν στ’ αλήθεια εκεί, κι ας μην το πίστευε ο ίδιος…
Και κάτι ακόμη: ο παραμυθάς έχει την ανάγκη να συγχωρεί. Μια σκιά στην καρδιά του κάνει τη συγχώρεση να μη μοιάζει παντοδύναμη μα έστω. Ο ίδιος θα στοιχηματίζει σ’ αυτήν, κι ας χάνει… Κι αν τον δικάζει κι αυτόν η Σκοτεινή, ο παραμυθάς ξέρει πως αυτό είναι μόνο το τσόφλι, που μέσα έχει μια ψυχή άσπρη, σαν χάδι…
Ποιος έφταιξε ή πού είν’ η αρχή του κακού; Ίσως δεν υπάρχει λόγος να αναρωτιέται κανείς… Ο κόσμος έχει, στ’ αλήθεια, παράξενη ιστορία… Μακάρι απλά να μην ήταν τόσα και τόσα τα ανάποδα… Και μακάρι να γύριζαν τα ρολόγια πίσω κι ο κόσμος να είχε ξανά την ευκαιρία να προλάβει το κακό.
Κι επειδή αυτό δε γίνεται, ίσως γίνεται να δούμε τα λάθη μας στο φως και να γειάνουμε τις καρδιές μας.
Ίσως γίνεται να παντρευτούν η πραγματικότητα με τ’ όνειρο, για να γίνουν όλα αλήθεια…
Ίσως γίνεται να κοιτάξουμε μπροστά…
Κλεοπάτρα Θανοπούλου
* Emma Lazarus Ο νέος κολοσσός, απόσπασμα. (Μετφρ. Μήτσος Λυγίζος)
Συμμετοχή στον 1ο Διαγωνισμό Παραμυθιού koukidaki