Κωνσταντίνου Μαυροματάκη
Μια φορά και έναν παλιό καιρό ήταν στον κόσμο ένα πλάσμα που το λέγανε Σκιά.
Ένα ζώο υπέροχο με φτερά και βράγχια, φωνή εξαίσια και σπάνια, θλιμμένη ομορφιά.
Συχνά πετούσε βλέποντας τον κόσμο από ψηλά, η φωλιά της πότε στα βουνά, πότε στη θάλασσα βαθιά.
Πετούσε περήφανη ακούγοντας το τραγούδι της στον αντίλαλο των βουνών.
Άλλοτε πάλι, στην όχθη της λίμνης για ώρες χαμένη στην αντανάκλαση της σπάνιας της ομορφιάς.
Και όμως, παρόλη την περηφάνια της φίλους είχε όλα τα ζώα και τα φυτά.
Και χωρίς να διακρίνει αν πρόκειται για ερπετό, φυτό ή αγρίμι σε κάθε της βόλτα είχε πάντα έναν φίλο.
Ένα απόγευμα, αετού φωνή την προσκαλεί, ο αετός που το προηγούμενο απόγευμα μαζί της ζυγιάζονταν ανάμεσα στα σύννεφα.
«Σκιά, εσύ που έχεις βράγχια και κολυμπάς στα πιο άγρια νερά, σώσε τον γιο μου που πνίγεται στης λίμνης τα νερά!»
Μα αυτή, ασάλευτη έμενε αποσβολωμένη στη σπάνια της ομορφιά.
Ώσπου το σκοτάδι έπεσε βαθύ.
Δύοντας ο ήλιος φώτισε στον πυθμένα της λίμνης το νεκρό φτερωτό.
Μια ακτίνα διαπέρασε τις βλεφαρίδες της Σκιάς και της πρόσφερε το μακάβριο θέαμα.
Μες στα αφτιά της τότε αντήχησε η κραυγή του αετού.
Βούτηξε με όλη της τη φορά στο νερό.
Έβγαλε έξω το αετόπουλο. Τα βράγχια της όμως γέμισαν απ' τα πούπουλα του αετού.
«Τι έπαθα η άμοιρη!» φώναζε.
«Τι έπαθες;» ρώτησε ο αετοπατέρας.
«Έχασα τα βράγχια μου!»
«Δεν είχες ποτέ βράγχια» αποκρίθηκε ο αετοπατέρας, «αφού αυτά που είχες τον γιο μου δεν μπόρεσαν να σώσουν!»
Και ο καιρός κυλούσε με τον αντίλαλο των τραγουδιών της Σκιάς να σχίζει δάση και πλαγιές.
Ένα πρωί, ο λύκος που το προηγούμενο βράδυ ούρλιαζαν μαζί ως το φεγγάρι, της φωνάζει από την απέναντι πλαγιά:
«Σκιά! Εσύ που ’χεις φτερά σώσε τον γιο μου που κρέμεται πίσω σου, στον γκρεμό, ψηλά!»
Μ’ αυτή ασάλευτη έμενε στη λίμνη μπροστά, αποσβολωμένη, στη σπάνια, θλιμμένη της ομορφιά...
Τη στιγμή που τα νύχια του μικρού λύκου δεν άντεξαν άλλο και το κορμί του έπεσε στο κενό, βγήκε απ' το στόμα του τέτοια κραυγή που η Σκιά γύρισε αμέσως.
Και σαν τον είδε να πέφτει άπλωσε τα φτερά της μ’ αυτά να τον αγκαλιάσει.
Αλλά ο γκρεμός ήταν τόσο ψηλός που τα φτερά δεν άντεξαν και ξεριζώθηκαν απ' την πλάτη της.
Ο λυκοπατέρας βρήκε τον γιο του νεκρό αγκαλιασμένο από δύο εξαίσια φτερά.
«Τι έπαθα η άμοιρη!» φώναζε η Σκιά. «Τι έπαθες;» ρώτησε ο λύκος.
«Έχασα τα φτερά μου».
«Δεν είχες ποτέ φτερά!» αποκρίθηκε ο λυκοπατέρας, «αφού αυτά που είχες τον γιο μου δεν μπόρεσαν να σώσουν!»
Κι έτσι έμειναν στην Σκιά η δυνατή φωνή και η σπάνια, θλιμμένη ομορφιά.
Γύρισε, λοιπόν, στη γη, εκεί όπου η λίμνη ακουμπάει την ακτή.
Ένα μεσημέρι ελάφια παίζανε μπλέκοντας τα κέρατά τους στα χέρια της.
Κι εκείνο το δειλινό που η Σκιά θαύμαζε το άκουσμα του αντίλαλου της φωνής στην απέναντι πλαγιά, ένα ελάφι της φωνάζει: «Σκιά βάλε και εσύ λίγη φωνή, που είναι τόσο δυνατή.
Η κόρη μου έχει χαθεί, και στο δάσος βγήκαν κυνηγοί!»
Μα αυτή δεν άκουγε τίποτα άλλο από τον αντίλαλο της σπάνιας, θλιμμένης της φωνής.
Και όταν ένα βέλος διαπέρασε της ελαφοκόρης την καρδιά, την είδε η Σκιά να πέφτει νεκρή στη γη και έβγαλε τέτοια κραυγή που η φωνή της ξεριζώθηκε κι απέμεινε βουβή.
Κι έμεινε για πάντα στη σιωπή να ακολουθεί ότι κινείται πάνω στη γη...
Και τόσο πολύ αηδίασε με την σπάνια, θλιμμένη της μορφή που την παράτησε και από τότε, ένα με το χώμα, παίρνει όποια μορφή της προσφερθεί.
Κωνσταντίνος Μαυροματάκης
Συμμετοχή στον 1ο Διαγωνισμό Παραμυθιού koukidaki