Κατερίνας Γαϊτάνου
Μια φορά κι έναν καιρό, μέσα σε ένα χάρτινο κιβώτιο ενός εργοστασίου οικιακού εξοπλισμού, υπήρχε μία εξάδα από μεγάλα, στρογγυλά πιάτα που επρόκειτο να πουληθούν σε διάφορα καταστήματα της εταιρείας. Ένα από αυτά βρισκόταν και στο Παγκράτι.
Η εξάδα –στο χρώμα του ανοιχτού μπεζ-κίτρινου– σύντομα θρονιάστηκε στο ράφι της, ενώ ένα συνοδευτικό πιάτο εκτός συλλογής τοποθετήθηκε κάτω χαμηλά στην μπροστινή βιτρίνα του μαγαζιού, σετάκι με ίδιου χρώματος κούπα και μικρότερο πιατάκι του γλυκού. Η αλήθεια είναι ότι η συγκεκριμένη συλλογή δεν είχε κάτι ιδιαίτερο να επιδείξει, μιας και ήταν μονόχρωμη κι εντελώς συνηθισμένη σα σχήμα. Βασιζόταν όμως στο brandname της εταιρείας αλλά και στην τάση τη δεδομένης εποχής, όπου η γενική προσταγή της μόδας ήταν το “less is more”.
Πράγματι, η επωνυμία της μάρκας δεν άργησε να εξαργυρώσει τη φήμη της, και σύντομα τα έξι πιάτα βρέθηκαν στην κατοχή της Χριστίνας, η οποία ξεκινούσε τη νέα της ζωή δύο τετράγωνα πιο πάνω από το κατάστημα.
Η Χριστίνα είχε νοικιάσει το όμορφο δυαράκι της λίγες μέρες πριν· με μεγάλη προσμονή κατέβηκε εκείνο το απόγευμα της Πέμπτης στο κατάστημα που είχε σταμπάρει καθώς εξερευνούσε τη νέα της γειτονιά, και κατευθείαν ζήτησε από την πωλήτρια μία εξάδα από τα μπεζοκίτρινα πιάτα της βιτρίνας, έξι πιρούνια, έξι κουτάλια κι έξι κουταλάκια του γλυκού. Στην ερώτηση της πωλήτριας για το εάν θα χρειαζόταν και κάτι άλλο απάντησε ευγενικά ότι θα ήθελε και μαχαίρια και μικρά πιρουνάκια, αλλά δυστυχώς η αρκετά υψηλή τιμή των όσων είχε ήδη επιλέξει δεν της επέτρεπαν να ξεπεράσει τον προϋπολογισμό της. Είχε δει όμως ήδη ποια ήθελε, και θα περνούσε κατά πάσα πιθανότητα τον επόμενο μήνα για να τα αγοράσει και να συμπληρώσει τη συλλογή της.
Κράτησε την κομψή σακούλα με τα σκεύη γερά από τη λαβή και ανηφόρισε προς το σπίτι της. Ο καιρός ήταν παραδομένος στην αθώα λαγνεία του Σεπτέμβρη, όπου όλα είναι ήπια και φωτεινά και πολλά υποσχόμενα, καθώς για πολλούς ανθρώπους αρχίζει η νέα σελίδα στο βιβλίο της ζωής τους μετά τις καλοκαιρινές διακοπές. Σκέφτηκε τις εντυπώσεις που θα δημιουργούσαν τα πιάτα στην αδελφή της τη Λία: θα εκτιμούσε μεν την εγκυρότητα της μάρκας, θα διαφωνούσε όμως με την απλότητα του σχεδίου. «Μα γιατί δεν πήρες κάτι πιο ιδιαίτερο;» την έβλεπε ήδη να λέει στην φανταστική βιντεοκλήση τους, ειδικά εάν της έλεγε και την τιμή. Το ίδιο θα έλεγε αναμφισβήτητα και η μαμά της (και η μαμά της και η Λία ήταν της ίδιας προσέγγισης στα πράγματα, και στους ανθρώπους, και στη ζωή γενικότερα).
Στη Χριστίνα όμως δεν άρεσε το εντυπωσιακό. Προτιμούσε πάντα αντικείμενα ήσυχα στο χρώμα ή στο σχήμα, οπωσδήποτε μονόχρωμα και κατά προτίμηση σε παλ αποχρώσεις. Το βασικό της επιχείρημα για τη συγκεκριμένη επιλογή των πιάτων θα ήταν ότι εάν, ας πούμε, το πιάτο ήταν με πολλά σχέδια, θα «κουκούλωνε» την παρουσία του φαγητού επάνω του, κι έτσι θα έκλεβε τις εντυπώσεις από το σημείο αναφοράς στο οποίο θα πρέπει να στρέφεται η προσοχή. Άρα την μονότονη παρουσία του πιάτου θα ερχόταν να αναπληρώσει ένα ενδιαφέρον περιεχόμενο, όπως μια φλογερή αστακομακαρονάδα ή ένα σπιτικό μπέργκερ με πατάτες σε σχήμα κυδωνιού.
Μπαίνοντας στην μικρή κουζινίτσα ακούμπησε προσεκτικά τη σακούλα στο μαξιλαράκι της μίας και μοναδικής καρέκλας δίπλα από το τραπέζι κι άνοιξε το κεντρικό ντουλάπι με την πιατοθήκη. Για πολλοστή φορά έμεινε να κοιτάζει με θαυμασμό το απαλό φιστικί χρώμα που είχε επιλέξει για όλα τα ντουλάπια και μετά ίσιωσε με τα δάχτυλα το εσωτερικό καρό αυτοκόλλητο σε απαλή ροζ-κόκκινη απόχρωση. Ένα ολόκληρο Σαββατοκύριακο είχε ξοδέψει προκειμένου να επενδύσει όλα τα ντουλάπια με το χαριτωμένο αυτοκόλλητο, προσπαθώντας να το αλφαδιάσει απόλυτα με τις διάφορες γωνίες τους εδώ κι εκεί, κι αφού το είχε ψάξει σε τουλάχιστον επτά διαφορετικά μαγαζιά.
Ήταν απόλυτα ευχαριστημένη από την επιλογή της, η οποία ερχόταν τώρα να ολοκληρωθεί με την τοποθέτηση των πιάτων στην πιο περίοπτη θέση. Τα έβγαλε ένα-ένα από τις χάρτινες θήκες τους, τα έπλυνε με λίγο απορρυπαντικό και τα σκούπισε απαλά με καθαρή πετσέτα. Σύντομα, τα στρογγυλά σκεύη είχαν στερεωθεί με προσοχή αλλά κι αγάπη στα ξύλινα χωρίσματα, και η Χριστίνα ξεκίνησε την προετοιμασία του πρώτου της γεύματος στην καινούρια της κουζίνα.
Τα πιάτα ακούμπησαν πλαγιαστά στη θήκη τους, και το ντουλάπι έκλεισε απομακρύνοντας κάθε χιλιοστό φωτός που έμπαινε από το στενό παραθυράκι της κουζίνας. Τώρα βρίσκονταν και πάλι στο απόλυτο σκοτάδι, όπως και τον καιρό που τα είχαν βάλει μέσα στο χαρτόκουτο για να τα μεταφέρουν στα καταστήματα. Είχαν μείνει εκεί μέσα ποιος ξέρει για πόσον καιρό, και μετά βρέθηκαν στο φως στις προθήκες του μαγαζιού, και τώρα ξανά στο σκοτάδι, περιμένοντας την κάθε φορά που η Χριστίνα θα τα τοποθετούσε επάνω στο τραπέζι ή στο δίσκο παρέα με το φαγητό.
Στην αρχή ήταν ενθουσιασμένη κάθε φορά που τα χρησιμοποιούσε. Τα πιάτα από τη μεριά τους απολάμβαναν κι αυτά τις αντιδράσεις όσων γεύονταν τα φαγητά της, κι οι περισσότεροι δεν παρέλειπαν να πουν έναν καλό λόγο και για το λιτό τους σχέδιο. Και μπορεί η Χριστίνα να μην τα ξεχώριζε γιατί έμοιαζαν όλα μεταξύ τους σαν δυο σταγόνες νερού, τα πιάτα όμως ήξεραν ποιο ήταν ποιο, και σύντομα άρχισαν να πέφτουν μεταξύ τους τα πρώτα στοιχήματα για το ποιο θα ήταν το ανθεκτικότερο και θα γλίτωνε το σπάσιμο. Έτσι, όταν η Χριστίνα σκούπιζε όλα τα σκεύη και τα ξανατοποθετούσε στα ράφια, τα πιάτα ξεκινούσαν έναν τρελό καυγά για το ποιο εκείνη χρησιμοποιούσε συχνότερα, αλλά και ποιο από όλα σύντομα θα τους άφηνε χρόνους.
Ήταν το βράδυ που η Χριστίνα περίμενε τον Σοφοκλή για να φάνε παρέα και να δούνε ταινία στον υπολογιστή. Του είχε τάξει ανάμεσα σε άλλα χειροποίητες τηγανιτές πατάτες οι οποίες, πάρα το γεγονός ότι είναι το πιο απλό φαϊ του κόσμου, ήταν η σπεσιαλιτέ της.
Κάτι έγινε λοιπόν την ώρα που η Χριστίνα τις έβγαζε με την από το τηγάνι -χτύπησε το τηλέφωνο; αφαιρέθηκε;- κι αντί να βάλει τις τηγανιτές πατάτες στο πιάτο και το καυτό λάδι ξεχωριστά σε ένα τσίγκινο δοχείο μέχρι να κρυώσει και να το πετάξει στον κάδο οργανικής ανακύκλωσης, έριξε το καυτό λάδι κατευθείαν πάνω στο πιάτο μαζί με τις πατάτες.
Μια σκουρόχρωμη γραμμή σαν μελανιασμένη φλέβα απλώθηκε μέχρι τη μέση του πιάτου κάτω από τις λαχταριστές πατάτες, η οποία δε θα έφευγε ποτέ ξανά. Με τον ίδιο τρόπο που κι ο Σοφοκλής δεν θα ερχόταν τελικά εκείνο το βράδυ –όπως και κανένα απ’ όλα τα επόμενα. Η Χριστίνα αναγκάστηκε να τις φάει μόνη της, παρέα με τη θλίψη της για εκείνον και τη στεναχώρια της για το πιάτο που είχε καταστραφεί. Λέγεται ότι ακόμα θα υπάρχει κάπου αποτυπωμένη στο χωροχρόνο η εικόνα της να ξεπλένει το τραυματισμένο πιάτο κάτω από το τρεχούμενο νερό, μαζί με τα δάκρυά της να θολώνουν τη θέα της γραμμής και να την κάνουν να φαντάζει ακόμα μεγαλύτερη απ’ ό,τι ήταν στην πραγματικότητα.
Στον σιωπηλό κόσμο του ντουλαπιού, τα πιάτα ήταν ανήσυχα: το πρώτο από την ομάδα είχε λαβωθεί και ήταν το πρώτο που πιθανόν θα αποχωρούσε. Ό,τι ραγίζει σύντομα θα σπάσει, αυτό είναι γνωστό σε όλους. Κανένα τους εκείνη τη νύχτα δεν είχε διάθεση να τσακωθεί· ίσως γιατί οι καυγάδες δεν είναι παρά η αντίδρασή μας όταν έχουμε την πολυτέλεια να ζούμε μακριά από το φόβο του θανάτου. Ψίθυροι αναστάτωσης ακούγονταν πού και πού στην πιατοθήκη, αλλά μετά από λίγο κόπασαν κι αυτοί καθώς η νύχτα προχωρούσε.
Οι μέρες πέρασαν, οι εβδομάδες, και μαζί τους και τα χρόνια. Εκατοντάδες οι φορές που η Χριστίνα ανοιγόκλεισε το ντουλάπι, τα πιάτα εξακολούθησαν να είναι χρήσιμα με το συνηθισμένο τρόπο δίνοντας τη δική τους παρουσία απέναντι στο χρόνο. Μέσα στα πλαίσια της φυσικής φθοράς, έσπασαν όλα. Όλα, πλην του ενός που είχε ραγίσει το θλιμμένο εκείνο βράδυ. Και τώρα, είχε έρθει η ώρα που η Χριστίνα ετοιμαζόταν για μια νέα μετακόμιση, πίσω στο χωριό της αυτή τη φορά, πίσω στην αφετηρία από όπου είχε ξεκινήσει δεκατέσσερα χρόνια πριν.
Το πακετάρισμα είχε αποδειχτεί ιδιαίτερα χρονοβόρο, διότι όλα αυτά τα χρόνια που η Χριστίνα έμενε στο Παγκράτι δεν είχε κάνει καμία γενική εκκαθάριση στα πράγματά της, κι εδώ και μία εβδομάδα τα αντικείμενα που έβαζε σε σακούλες απορριμμάτων μπορούσαν γενναία να συγκριθούν στον αριθμό με εκείνα που θα κρατούσε για να πάρει μαζί της. Ήθελε να πετάξει πολλά, ακόμα και πράγματα σε καλή κατάσταση, μόνο και μόνο για να ανοίξει χώρο για τα καινούρια. Ήταν συνειδητά έτοιμη για μια καινούρια, πολλά υποσχόμενη αρχή.
Προσεκτικά τώρα τύλιγε τα πιάτα σε νάιλον με πλαστικές φυσαλίδες· την επομένη θα ερχόταν το φορτηγό για τη μετακόμιση. Τα χέρια της έπιασαν το σημαδεμένο πιάτο και το κράτησε στο φως για μερικές στιγμές. Ο ήλιος του Ιούλη εξαφάνιζε σχεδόν κάθε ψεγάδι με το δυνατό του φως. Ασυναίσθητα, το έσφιξε στην αγκαλιά της. «Εσύ κι εγώ διανύσαμε το χρόνο παρά τις πληγές μας, και σταθήκαμε όρθιοι», ψιθύρισε. «Σου αξίζει να ταξιδέψεις μαζί μου στη νέα περιπέτεια της ζωής μου».
Και κάνοντας αυτές τις σκέψεις, το τοποθέτησε τρυφερά επάνω στις μαλακές φυσαλίδες.
Κατερίνα Γαϊτάνου
Συμμετοχή στον 1ο Διαγωνισμό Παραμυθιού koukidaki