Ελένης Κολλιού
Μια φορά κι έναν καιρό, σ’ έναν πύργο σκοτεινό, στα ριζά του περίφημου Γαλάζιου Βουνού, μαράζωνε αιχμάλωτη μια πανώρια κοπέλα που στα σπλάχνα της έτρεφε με αγάπη και λαχτάρα ένα μωρό, το οποίο από μέρα σε μέρα θα αντίκριζε το φως του ήλιου. Πήγαινε καιρός, άγνωστο πόσος ακριβώς, από τότε που ο αδίστακτος αφέντης του πύργου, ο τρομερός άρχοντας του Γαλάζιου Βουνού, την είχε αιχμαλωτίσει την ημέρα που, για κακή της τύχη, χτύπησε την πόρτα του πύργου ζητώντας προσωρινό καταφύγιο από την ξαφνική ανεμοθύελλα. Δεν έχασε την ευκαιρία ο αφέντης του πύργου και, προσφέροντας καταφύγιο στην κοπέλα, αρνήθηκε να την ελευθερώσει μέχρι να γεννήσει και να του παραδώσει το μωρό της. Κι αυτό γιατί, σύμφωνα με έναν παλαιό χρησμό της οικογένειάς του, αν αυτός, που οι μοίρες είχαν ορίσει να παραμείνει άκληρος, κατόρθωνε να αποσπάσει από μία έγκυο γυναίκα που θα ζητούσε καταφύγιο στον πύργο του το παιδί της, αγόρι ή κορίτσι δεν είχε σημασία, η γενιά του όχι μόνο θα διαιωνιζόταν αλλά και θα γινόταν η ενδοξότερη της οικουμένης.
Μαύρη απελπισία έπιασε τη γυναίκα. Πώς ήταν δυνατό να αποχωριστεί το μωρό της, το σπλάχνο της, να το παραδώσει στα χέρια ενός αγνώστου που στην πόρτα του την οδήγησε η άθλια η μοίρα της εκείνο το απόγευμα που βγήκε από το σπιτάκι της για να μαζέψει βότανα να πάει να τα πουλήσει; Κι οι ημέρες που θα γεννιόταν το παιδί πλησίαζαν. Ξαφνικά μια λαμπρή ιδέα φώτισε το σκοτισμένο νου της. Ναι, αυτό ήταν! Θα ξεγελούσε το δεσμοφύλακά της και θα δραπέτευε. Πώς; Μα λέγοντάς του παραμύθια, φυσικά! Γιατί η γυναίκα ήταν θαυμάσια παραμυθού. Μ’ ό,τι κι αν καταπιανόταν, το μυαλό της ακατάπαυστα ύφαινε ιστορίες. Μια και δυο, λοιπόν, λέει στον αφέντη του πύργου με προσποιητή ευγνωμοσύνη: «Αφέντη μου, σ’ ευχαριστώ απ’ της καρδιάς τα βάθη που, με την καλοσύνη σου, εμένα και το σπλάχνο μου έσωσες απ’ του ανέμου το θυμό, την άγρια μανία. Σου αξίζει το παιδάκι μου, χαρά μου να στο δώσω, γιατί αν έλειπες εσύ, θα έλειπε κι εκείνο. Είναι το βιός μου λιγοστό, μα θα σε ανταμείψω, με διηγήσεις σπάνιες θα σου ευφράνω την ψυχή».
Σαν άκουσε τα λόγια της αυτά ο αφέντης ο σκληρός, αισθάνθηκε βαθιά κολακευμένος και με μεγάλη προθυμία αφέθηκε στις διηγήσεις της γυναίκας.
Άγνωστο πόσα μερόνυχτα του έλεγε ιστορίες μέχρι που αυτός, τυλιγμένος στη μαγεία των παραμυθιών παραδόθηκε επιτέλους σε ύπνο βαθύ και διαρκή.
Αρπάζοντας την ευκαιρία, η γυναίκα ξεγλίστρησε από δίπλα του και, με χίλιες προφυλάξεις, το έσκασε από τον πύργο. Να τρέξει γρήγορα δε μπορούσε κι ευχόταν να έχει απομακρυνθεί αρκετά μέχρι την ώρα που θα ξυπνούσε ο δεσμοφύλακάς της.
Στον ύπνο του ο άρχοντας είδε έναν εφιάλτη. Την ώρα εκείνη, λέει, που η γυναίκα του παρέδιδε με δάκρυα στα μάτια το μωρό της, φάνηκε ένας αετός, άρπαξε το παιδάκι και… πάει! Χάθηκε στην απεραντοσύνη του ουρανού. Κι απόμεινε, λέει, αυτός να κλαίει και να χτυπιέται που απ’ την απροσεξία του έχασε μες απ’ την αγκαλιά του το μωρό που θα συνέχιζε και θα δόξαζε τη γενιά του. Κι όχι μονάχα αυτό μα θα’ πεφταν στο κεφάλι του κι οι βαριές κατάρες των προγόνων του.
Ξύπνησε αλαφιασμένος ο άρχοντας και σύντομα διαπίστωσε πως η γυναίκα έλειπε. Ώστε έτσι λοιπόν. Τον είχε ξεγελάσει! Τώρα θα έβλεπε! Χύθηκε με ορμή στις κακοτράχαλες πλαγιές και πριν περάσει ώρα πολλή φάνηκε η γυναίκα. Σαν τον είδε να τρέχει μανιασμένος ξοπίσω της κι ολοένα να την πλησιάζει, το πρόσωπό της άσπρισε από το φόβο, και, μη ξέροντας που αλλού να απευθυνθεί, στράφηκε προς τον ουρανό κι εκλιπαρώντας φώναξε: «Μητέρα, Παναγίτσα μου, λυπήσου το μωρό μου, λυπήσου με και μένανε τη δύστυχη τη μάνα, κάνε λουλούδι να γεννώ μαζί με το παιδί μου».
Αυτό ήταν! Μέσα σε δευτερόλεπτα γυναίκα και παιδί μεταμορφώθηκαν σε ολόδροσο μπουμπούκι που φύτρωσε σ’ ενός γαλάζιου βράχου τα ριζά, καλά προφυλαγμένο. Τα έχασε ο άρχοντας. Που πήγε η γυναίκα; Έψαξε εδώ, έψαξε εκεί ώσπου απελπισμένος εγκατέλειψε την προσπάθεια και γύρισε στο βουβό πύργο του.
Και το λουλούδι μεγάλωνε. Κι η ρίζα, η μάνα, χωνόταν όλο και πιο βαθιά στην άνυδρη γη για να βρει νερό να θρέψει το λουλούδι. Και σε λίγες μέρες το μπουμπούκι άνοιξε κι από μέσα του αναδύθηκε ένα κοριτσάκι απίστευτης ομορφιάς, με ροδαλά μάγουλα και χείλη. Κι ευθύς η ρίζα που τόσες μέρες έτρεφε το άνθος πήρε τη μορφή της γυναίκας. Δεν περιγράφεται η ευτυχία της γυναίκας σαν αντίκρισε το κοριτσάκι της. Το φρόντιζε, το λάτρευε κι εκείνο μέρα με τη μέρα μεγάλωνε κι ομόρφαινε. Κι επειδή ξεπρόβαλε μέσα απ’ το μπουμπούκι του ρόδου, η μάνα του το ονόμασε Ροδογέννητη.
Η ζωή κυλούσε ανέμελα για την μητέρα και την κόρη μέχρι που μια μέρα η Ροδογέννητη, που άνθιζε από νιάτα κι ομορφιά, συναπαντήθηκε με τον αφέντη του κάστρου. Εκείνος, θέλοντας να εκδικηθεί τη μητέρα της Ροδογέννητης που του είχε στερήσει την ευκαιρία να αναδειχθεί στον ενδοξότερο άντρα της γενιάς του, άρπαξε την κοπέλα και, κάνοντας κουπί με όλη του τη δύναμη, τη μετέφερε, ύστερα από ατέλειωτα μερόνυχτα ταξιδιού, στην λεγόμενη Αντικρινή Όχθη, εκεί όπου κατέληγε το γνωστό για τις απόκρημνες πλαγιές του Αντικρινό Βουνό. Εκεί την εγκατέλειψε να ζήσει εξόριστη.
Εντωμεταξύ, η ανησυχία της μάνας για τη Ροδογέννητη που αργούσε να επιστρέψει σύντομα έδωσε τη θέση της σε απόγνωση. Όταν είχε πια πέσει το σκοτάδι κι η Ροδογέννητη δεν είχε φανεί πουθενά, η μάνα ήξερε ότι ίσως να μην έβλεπε ποτέ ξανά την αγαπημένη της, την ακριβή της κορούλα. Μέρα και νύχτα προσευχόταν η γυναίκα να ξαναφανεί το παιδί της. Νωρίς νωρίς κάθε πρωί άφηνε το σπιτάκι της και κατέβαινε στην έρημη ακροθαλασσιά, όπου έμενε μέχρι το σούρουπο κι εκεί οι προσευχές της μπερδεύονταν με τους θρήνους της.
Κι οι γοργόνες άκουγαν το παράπονο της μάνας και το διέδιδαν μέσα απ’ τα κοχύλια, και το παράπονο ταξίδευε στα πέρατα της θάλασσας κι όλες οι γοργόνες έμαθαν πως μια γυναίκα γύρευε την κόρη της, τη Ροδογέννητη, κι όλα τα πλάσματα του βυθού ψέλλιζαν τα λόγια της μάνας.
«Πού είσαι, Ροδογέννητη,
κόρη μου λατρεμένη,
τα μάτια της μανούλας σου
δάκρυα αναβλύζουν…»
Κι οι σειρήνες μελοποίησαν το παράπονο της μάνας, κι όταν φυσούσε το αεράκι, η μελωδία ταξίδευε παντού. Κάποια απ’ αυτές τις φορές έφτασε και στα αυτιά της Ροδογέννητης. Μα που βρισκόταν άραγε η μητέρα της;
Έκλαιγε απαρηγόρητη η μάνα της, άλλοτε σιωπηλά, άλλοτε γοερά, και τα δάκρυα που έπεφταν στη θάλασσα γίνονταν μαργαριτάρια. Κι οι καλές γοργόνες αράδιαζαν με τέτοιο τρόπο τα μαργαριτάρια ώστε, με τα χρόνια, σχηματίστηκε ένας δρόμος που οδηγούσε απ’ το σημείο που χύνονταν τα δάκρυα της μάνας στην ακρογιαλιά που χρόνια τώρα ζούσε η Ροδογέννητη.
Την ημέρα το κορίτσι διασκέδαζε τη μοναξιά και τη θλίψη του παιχνιδίζοντας στην ακροθαλασσιά, χτίζοντας πύργους στην άμμο, κουβεντιάζοντας με τις γοργόνες του πελάγους κι όταν σκοτείνιαζε, ανηφόριζε στο ερειπωμένο γειτονικό χωριό στους πρόποδες του Αντικρινού Βουνού, όπου το συντρόφευαν τα αγαπημένα του ζωάκια κι οι νεράιδες του δάσους. Και κάθε σούρουπο η Ροδογέννητη τους διηγιόταν τις περιπέτειές της στην ακροθαλασσιά, και κάθε πρωί ιστορούσε στις γοργόνες τις ιστορίες των νεράιδων του δάσους.
Ένα πρωινό, καθώς η Ροδογέννητη έψαχνε για χρωματιστές πετρούλες, παρατήρησε μια ασυνήθιστα λαμπερή, ολοστρόγγυλη πετρούλα, που όμοιά της δεν είχε ξαναδεί. Την πήρε στα χεράκια της και την περιεργάστηκε.
Εντωμεταξύ, σ’ έναν τόπο μακρινό, ο Αρχοντής, ένας ποιητής έδινε μάχη για την αγάπη μιας όμορφης μα κακομαθημένης κόρης ενός πλούσιου άρχοντα. Η αρχοντοπούλα όμως είχε ανακοινώσει ότι θα παντρευόταν αυτόν που θα της χάριζε το πιο πολύτιμο δώρο. Μα ο ποιητής μας, φτωχός καθώς ήταν σε υλικά αγαθά, αποφάσισε ότι έπρεπε να βγάλει απ’ το μυαλό του την αρχοντοπούλα. Σκέφτηκε, λοιπόν, να εξοριστεί από τον τόπο του. Πίστευε πως αυτός ήταν ο μόνος τρόπος να λησμονήσει την αγάπη του για την κακότροπη αρχοντοπούλα που η ομορφιά της του είχε κλέψει την καρδιά.
Αποφάσισε, λοιπόν, να οργώσει τις θάλασσες και δε θα σταματούσε να ταξιδεύει παρά μόνο όταν θα έφθανε σε τόπο πολύ πολύ μακρινό από όπου θα ήταν αδύνατο να ξαναγυρίσει στην πατρίδα του. Δε φανταζόταν, βέβαια, τι είδους σχέδιο είχε εξυφάνει γι’ αυτόν η μοίρα. Ούτε φανταζόταν ότι, πολλά χρόνια αργότερα, ένα από τα ποιήματά του θα αφηγούταν την προσωπική του ιστορία μέχρι τη στιγμή που ο Αρχοντής συναπαντήθηκε με τη μοίρα του. Από το ποίημά του αυτό σώθηκε ένα απόσπασμα που αφηγείται την ιστορία από τη στιγμή που μνηστήρες φορτωμένοι με αμύθητους θησαυρούς, έσπευσαν στο παλάτι της αγαπημένης του Αρχοντή, ελπίζοντας ότι θα κέρδιζαν την προτίμησή της.
Πολλοί μνηστήρες έφτασαν με δώρα φορτωμένοι
μα η βασιλοπούλα μας ποτέ της δεν ευφράνθη.
Στο μεταξύ ο Αρχοντής τις θάλασσες οργώνει
γυρεύοντας τη γιατρειά στον πόνο της καρδιάς του.
Καθώς ταξίδευε, τον άνεμο έχοντας πολέμιο κι άλλοτε σύμμαχό του,
είδε στου Ηλιάτορα το φως να λάμπουμε οι πέρλες,
που ήταν της μάνας δάκρυα και δείχνανε το δρόμο
για να’ ρθει η Ροδογέννητη στη μητρική αγκάλη.
Και ξαφνικά φωτίστηκε ο μαύρος λογισμός του
κι άρχισε μ’ ευλάβεια τις πέρλες να συλλέγει
και γέμιζε τους σάκους του κι οι πέρλες δε σωνόνταν.
Όμως κι η Ροδογέννητη απόφαση είχε πάρει
να εύρη τη μανούλα της, να σμίξει με τη ρίζα.
Μπαίνει σε βάρκα με κουπί και με λευκό πανάκι
που πάνω του έχει κέντημα φτιαγμένο απ’ τις νεράιδες
το κόκκινο τριαντάφυλλο.
Εύκολο το ταξίδι της, εγυάλιζαν οι πέρλες,
το δρόμο της της έδειχναν προς τη γλυκιά της μάνα.
Και το βαρκάκι εγλύστραγε σε θάλασσα ασημένια
που οι Τρίτωνες ημέρεψαν για χάρη της μικρούλας.
Μα ξαφνικά… Τι συμφορά! Εχάθηκαν οι πέρλες!
Κι ο δρόμος για τη μάνα της εχάθηκε κι εκείνος!
Κι αυτό γιατί ο Αρχοντής με τα μαργαριτάρια
τους σάκους του εγέμισε και τα΄ χε αφανίσει.
Πιάνει τη Ροδογέννητη απελπισία μεγάλη την ώρα που ο Αρχοντής
στον τόπο του εγύρνα, μαργαριτάρια αστραφτερά στην κόρη να προσφέρει.
Φτερούγισε η καρδούλα του, γέμισε προσδοκία
πως θα’ κανε γυναίκα του την όμορφη την κόρη,
τη δύστροπη που ορέγονταν τους θησαυρούς του κόσμου!
Και, πέφτοντας στα γόνατα, τα ακριβά πετράδια
στης κόρης της κακότροπης απόθεσε τα πόδια.
Μα εκείνη του αποκρίθηκε με λόγια περιφρόνιας:
«Πόσο αστεία κι ευτελής φαντάζει η προσφορά σου,
ανάξια της ομορφιάς και της λαμπρής γενιάς μου!
Από μπροστά μου να χαθείς, ποτέ να μην ξανάρθεις
κι, όσο για το δώρο σου, τις τιποτένιες πέτρες,
στη μανιασμένη θάλασσα να πας να τις φουντάρεις!»
Οργίστηκε ο ποιητής, τις πέρλες τότε αρπάει,
μ’ αυτές τους σάκους γέμισε κι ευθύς στη βάρκα μπήκε.
Νυχθημερόν ταξίδευε κι αναπαμό δεν είχε.
Κι όταν το σκότος έπεφτε, τα άστρα εκοιτούσε
κι ο Πόλαρις του έδειχνε ποιο δρόμο να τραβήξει
ώσπου να φτάσει ως εκεί που βρήκε τα πετράδια.
Σαν έφτασε, λοιπόν, εκεί, με κόρη ανταμώθη
που Ροδογέννητη του λέει πως είναι τ’ όνομά της.
Ασάλευτη στη βάρκα της σημάδι καρτερούσε
να φτάσει ως τη μανούλα της που λαχταρούσε χρόνους.
Ο ποιητής εθαύμασε του κοριτσιού τα κάλλη
κι η καρδιά του σκίρτησε στη θέα των ματιών της.
Τα μάτια μοιάζαν ποταμοί που στους υγρούς τους δρόμους
αλάργα εταξίδευε του χωρισμού ο πόνος.
Μίλησε τότε ο ποιητής, είπε τα βάσανά του
και ρώτησε την κοπελιά της θλίψης την αιτία.
Κι ευθύς η Ροδογέννητη του απαντά και λέει:
«Από της μάνας τη γλυκιά, την τρυφερή αγκάλη
μ’ άρπαξε άντρας φθονερός και ζω στην εξορία.
Τα δάκρυα της μάνας μου γινήκαν άσπρες πέρλες
που αράδιασαν για χάρη μου της θάλασσας οι κόρες
το δρόμο να μου δείξουνε για τη ζεστή αγκαλιά της.
Μπήκα μες στο βαρκάκι μου το νεραϊδοφτιαγμένο
κι έχοντας πίστη στην καρδιά έλαμνα τα κουπιά μου
ώσπου το στόμα του βυθού τις πέρλες τις κατάπιε.
Κι έτσι με βρίσκεις να θρηνώ στη μέση του πελάγου
τη θάλασσα εκλιπαρώ λύτρωση να μου δώσει».
Βούρκωσε ευθύς ο ποιητής, σκίρτησε η καρδιά του
κι αγάπης δάκρυα έχυσε για τη γλυκιά κοπέλα.
Κι ανοίγοντας τα χέρια του, όμοια μ’ αετού φτερούγες,
στην αγκαλιά του έκλεισε την λυπημένη κόρη.
Κι εκείνη αμέσως ένιωσε τη θέρμη της ψυχής του,
Πλημμύρισε η καρδούλα της του έρωτα τη γλύκα.
Κι όταν εξεχείλισαν οι όχθες των ματιών της
απ’ της αγάπης τη χαρά κι απ’ τον καημό της μάνας,
οι χείμαρροι που διέσχισαν τις ροδαλές παριές της,
σμίγοντας με τη θάλασσα, γίναν μαργαριτάρια.
Έτσι, λοιπόν, εσμίξανε, κόρης και μάνας δάκρυα
κι οι πέρλες παρατάχθηκαν και δείξανε το δρόμο
για τη συνάντηση που οι δυο με πόθο καρτερούσαν.
Ανέλπιστα βρεθήκανε και δεν ξαναχωρίσαν
κι οι ξακουστές της θάλασσας αφέντρες, οι Νηρηίδες,
τις πέρλες απ’ της θάλασσας εσύναξαν την κλίνη
και στόλισαν του κοριτσιού το νυφικό φουστάνι.
Τελείωσε η αφήγηση, και οι στερνές αράδες
σε σένα απευθύνονται, αγαπητέ αναγνώστη.
Σου εύχομαι η μοίρα σου ποτέ να μην ορίσει
ανθρώπους να αποχωριστείς που έχεις αγαπήσει.
Κι αν κάποτε αυτό συμβεί, εσύ να μη λυγίσεις,
τούτο –θερμά παρακαλώ– να μην το λησμονήσεις.
Ελένης Κολλιού
Συμμετοχή στον 1ο Διαγωνισμό Παραμυθιού koukidaki