Σοφίας Μιχαηλίδου
Όλα ξεκίνησαν στις 2 Φεβρουαρίου 1997 στην Χίο, όταν γεννήθηκε η μικρή Μαρία. Οι γονείς της, Δημήτρης και Παναγιώτα, ήταν πανευτυχείς που μετά από 10 χρόνια προσπάθειας να κάνουν παιδί ήταν κοντά τους το μικρό καμάρι τους. Από την αρχή της ζωής της, η Μαρία κέντρισε τα βλέμματα όλων των ανθρώπων που ήταν δίπλα της και έγινε αμέσως αγαπητή. Οι γονείς της ήθελαν ένα δεύτερο μωράκι αλλά αυτό ήταν σχεδόν αδύνατον, γιατί είχαν πια μεγαλώσει και ο γιατρός τους συμβούλευε ότι είναι μια ριψοκίνδυνη απόφαση που εγκυμονούσε κινδύνους τόσο για την μητέρα όσο και για το παιδί. Η ζωή κυλούσε παραμυθένια για την μικρή Μαρία, η οποία κέρδιζε όλο και περισσότερο τις εντυπώσεις των συγγενών της με αποτέλεσμα να γίνονται όλα τα καπρίτσια της μέσα στην στιγμή. Ζήλευε πολύ τα άλλα παιδιά και για να εξασφαλίσει ότι θα βρίσκεται πάντα στο επίκεντρο μέσα στην οικογένεια αλλά και έξω από αυτήν αγόραζε βιβλία, ρούχα, τσάντες και γενικά οτιδήποτε εκκεντρικό.
Κατά την παιδική της ηλικία για να κάνει κάτι, ζητούσε πάντοτε αντάλλαγμα. Μια φορά επειδή δεν ήθελε να πάει στον οδοντίατρο, η μαμά της υποσχέθηκε να της αγοράσει ένα πανάκριβο κουκλόσπιτο. Ο μπαμπάς της αν και διστακτικός δέχτηκε τελικά να πληρώσει αυτό το παιχνίδι φοβούμενος μην επιδεινωθεί παραπάνω ο πόνος στο δόντι της. Λίγο καιρό αργότερα ο πατέρας της βλέποντας ότι η Μαρία ζητούσε συνέχεια πράγματα για να ολοκληρώνει τις υποχρεώσεις της, προσπάθησε να κόψει αυτήν την συνήθεια χωρίς ουσιαστικό αποτέλεσμα. Η Μαρία μια ευχάριστη Κυριακή όταν πήγαινε για ύπνο άκουσε άθελα της την συζήτηση των γονιών της και κυρίως τον πατέρα της που έλεγε ότι η κόρη τους γίνεται κακομαθημένη, πράγμα στο οποίο διαφωνούσε η Παναγιώτα επιμένοντας ότι είναι μικρή. Το μικρό κορίτσι μη γνωρίζοντας τι σημαίνει αυτή η λέξη έτρεξε στο δωμάτιο της και έψαξε στο λεξικό.
Κατάλαβε ότι το «κακομαθημένη» έχει αρνητική χροιά και χωρίς να πει κάτι στους γονείς της αποφάσισε να αλλάξει την συμπεριφορά της για να μην έχει ο περίγυρος της κακή εικόνα για την ίδια. Τα χρόνια περνούσαν και η Μαρία καθώς μεγάλωνε γινόταν όλο και πιο ώριμη και έξυπνη βελτιώνοντας μέρα με την μέρα το χαρακτήρα και την στάση της.
Η ανήλικη κόρη της Παναγιώτας και του Δημήτρη στις 1 Αυγούστου 2014 ξεκίνησε το ταξίδι των Πανελληνίων με πολύ πείσμα και με στόχο της, την Νομική. Αυτό που αγαπούσε περισσότερο σε αυτήν την σχολή ήταν η απονομή της δικαιοσύνης που απέδιδε κανείς ασκώντας το επάγγελμα του δικηγόρου. Ακόμα μεγαλύτερη δύναμη όμως της έδιναν τα προσδοκώμενα αποτελέσματα της σχολής, δηλαδή η δημιουργία πραγματικά ενεργών πολιτών που νοιάζονται για το καλό της χώρας. Δεν ήταν μόνα αυτά, όμως, που λάτρευε στην σχολή. Από μικρή κιόλας διάβαζε αστυνομικά μυθιστορήματα, καθώς και τα βιβλία της μαμάς της, και δοκίμαζε να λύσει εύκολες υποθέσεις που είχε στα περιοδικά. Σημαντική επίδραση άσκησε και η μητέρα της, μια από τις καλύτερες δικηγόρους στην Χίο. Ακόμα και όταν ήταν η Μαρία μικρή, έπαιζε ότι ήταν δικηγόρος μαζί με τους φίλους της αντί για κρυφτό ή κυνηγητό. Καθημερινά αγωνιζόταν με πολύ πάθος για να αυξήσει τις πιθανότητες να εισαχθεί στη σχολή που λαχταρούσε, ακολουθώντας πάντα το πολύ απαιτητικό και αυστηρό πρόγραμμα που είχε φτιάξει. Ανάμεσα στις ατελείωτες ώρες διαβάσματος, αυτό που της άρεσε να κάνει στον ελεύθερο χρόνο της ήταν η οδήγηση. Λάτρευε να παίρνει το αμάξι των γονιών της και να περιφέρεται στους δρόμους με προορισμό ένα ψηλό γεφυράκι με θέα όλο το νησί και την θάλασσα. Μαγευόταν μέσα στο απέραντο πέλαγος και περιπλανιόταν στις σκέψεις της που αφορούσαν κυρίως τα σχέδιά της για το μέλλον.
Όταν έφτασε πια Φεβρουάριος, η Μαρία ταυτόχρονα με το διάβασμα της αποφάσισε -μια και είχε ήδη κλείσει τα 18 της χρόνια- να παρακολουθήσει μαθήματα οδήγησης. Ήταν ιδιαίτερα δύσκολο να συνδυάσει τα δυο αυτά μαζί αλλά το πάθος της για την οδήγηση δεν της επέτρεψε να το παρατήσει και έτσι εγκλιματίστηκε γρήγορα με το νέο πρόγραμμα. Δεν χρειάστηκαν πολλά μαθήματα γιατί η ενήλικη ήξερε να οδηγεί, πράγμα που το κατάλαβαν και οι εξεταστές της αμέσως. Όσον αφορά τα σήματα τα είχε μάθει πριν ακόμα ξεκινήσει τις Πανελλήνιες γιατί ήξερε πως δεν θα είχε χρόνο να ασχοληθεί και με αυτό. Έναν μήνα αργότερα η Μαρία κρατούσε στα χέρια της το δίπλωμα οδήγησης. Το γεγονός αυτό στάθηκε αφορμή για να ζητήσει το κορίτσι από τους γονείς της ένα δικό της αυτοκίνητο. Το αίτημα αυτό έγινε δεκτό από την Παναγιώτα και τον Δημήτρη υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις: το βασικό που έπρεπε να κάνει είναι να συνεχίσει να διαβάζει ώστε να εισαχθεί στην σχολή -που ήταν και επιλογή των γονιών της- γράφοντας έναν καλό βαθμό. Φυσικά, οι γονείς τής τόνισαν ότι η αγορά του αυτοκινήτου θα γινόταν μετά την λήξη των Πανελληνίων.
Μετά από πολλούς μήνες προσπάθειας και εξάσκησης, η Μαρία κλήθηκε να δώσει Πανελλαδικές εξετάσεις στις 18 Μαΐου 2015. Ήταν η πρώτη φορά που το κορίτσι φοβόταν τόσο πολύ. Φαινόταν πολύ αγχωμένη και δεν σήκωνε το κεφάλι της από τα βιβλία. Με το συνεχές διάβασμα έπαιρνε κουράγιο και ανακτούσε την σιγουριά, την οποία έχανε όταν έβλεπε μικρούς βαθμούς στα τεστ που έγραφε στο φροντιστήριο τις τελευταίες αυτές εβδομάδες. Οι εξετάσεις τελείωσαν για την Μαρία στις 29 Μαΐου με πολύ χαρά επειδή κατάφερε να αντιμετωπίσει αυτήν την πρόκληση και με αγωνία γιατί δεν ήξερε αν ο βαθμός της επαρκούσε για την εισαγωγή της στην σχολή.
Πέρασαν τέσσερις εβδομάδες περίπου και η Μαρία ήρθε αντιμέτωπη με την αλήθεια∙ ήταν η ανακοίνωση των βαθμών. Χάρηκε πολύ με τα αποτελέσματα της γιατί είχε γράψει 17.500 μόρια. Όλοι οι συγγενείς και οι φίλοι της την συνέχαιραν συνεχώς για την εξαιρετική και υπομονετική προσπάθεια, καθώς όπως έλεγαν «η Μαρία δεν ήταν ένα τυχαίο άτομο αλλά μια μοναδική και χαρισματική προσωπικότητα». Μπορούσε να φανταστεί οποιοσδήποτε το μηχανογραφικό της υποψήφιας: 1η επιλογή είχε την Νομική της Αθήνας και έπειτα τις άλλες δυο, της Θεσσαλονίκης και της Κομοτηνής. Δεν χρειάστηκε την βοήθεια κανενός συμβούλου γιατί η Μαρία ήταν προσηλωμένη σε ένα μόνο στόχο, την Νομική.
Λίγες ημέρες αργότερα ένα από τα όνειρα της έγινε πραγματικότητα. Οι γονείς της για να την επιβραβεύσουν της αγόρασαν το αυτοκίνητο που τόσο επιθυμούσε, τηρώντας την υπόσχεση που της είχαν δώσει. Άλλωστε το είχε κερδίσει με την αξία της πετυχαίνοντας το διπλό στόχο που είχε θέσει: την απόκτηση ενός αυτοκινήτου και επίτευξη ενός καλού βαθμού. Ήταν ένα από τα ακριβότερα εκείνης της περιόδου, αλλά αυτό δεν αποτέλεσε εμπόδιο για τον Δημήτρη και την Παναγιώτα, καθώς ο ένας ήταν επιχειρηματίας και η άλλη δικηγόρος. Η Μαρία πήγε πολλές βόλτες σε όλο το νησί της για να ευχαριστηθεί στο έπακρον το ολοκαίνουργιο δώρο της. Το βράδυ όμως έγινε ένα ξαφνικό ατύχημα. Η Μαρία καθώς έβγαινε από ένα μικρό δρομάκι επειδή δεν είχε καλή ορατότητα, συγκρούστηκε με ένα φορτηγό που έτρεχε με μεγάλη ταχύτητα. Η ενήλικη ευτυχώς δεν χτύπησε σοβαρά· είχε μόνο κάτι επιπόλαια τραύματα στο πάνω μέρος του σώματος της και ένα μικρό κάταγμα στο αριστερό της χέρι. Για καλή της τύχη, δεν είχε χάσει τις αισθήσεις της και μπόρεσε να πάρει τηλέφωνο για βοήθεια. Μέσα σε μισή ώρα η Μαρία είχε πάει στο νοσοκομείο έχοντας την συμπαράσταση των γονιών της και το χαλασμένο αμάξι στο συνεργείο με την οδική βοήθεια. Ο υπεύθυνος ζήτησε από την οικογένεια να έρθει για να παραλάβει το όχημα το επόμενο απόγευμα.
Την επόμενη ημέρα το Μαράκι πήρε εξιτήριο από το νοσοκομείο, με την υγεία της να είναι σε άριστη κατάσταση εκτός από τον κατάλευκο γύψο στο χέρι της. Αυτή η Τετάρτη ήταν καθοριστική για την ζωή της Μαρίας και κυρίως πιο διαφορετική από τις άλλες του Αυγούστου∙ ήταν η ημέρα ανακοίνωσης των βάσεων. Χρειάστηκαν αρκετά λεπτά για να μπορέσει να συνδεθεί στην ιστοσελίδα του Υπουργείου Παιδείας, αλλά τελικά τα κατάφερε. Η Μαρία δυσκολεύτηκε πολύ να αποδεχτεί το αποτέλεσμα. Οι γονείς της μόλις μπήκαν στο δωμάτιο επειδή αντίκρισαν εικόνες απελπισίας, κατευθύνθηκαν απευθείας προς τον υπολογιστή. Η Μαρία δεν περνούσε σε καμία σχολή για λίγα μόνο μόρια- ούτε καν στην Κομοτηνή που είχε ως βάση εισαγωγής 17.546 -για αυτό και έκλαιγε με λυγμούς σκουπίζοντας κάθε τόσο τα υγρά και κατακόκκινα μάτια της. Οι γονείς της την συμβούλευαν να παραμείνει αισιόδοξη γιατί είχε ήδη κάποια χρήσιμα προσόντα που μπορούσαν να αξιοποιηθούν ευνοϊκά για το μέλλον της: το δίπλωμα οδήγησης, ένα πτυχίο πληροφορικής καθώς και 3 πτυχία ξένων γλωσσών. Άλλωστε όπως έλεγαν «Όλα για κάποιο λόγο γίνονται. Όταν κλείνει μια πόρτα ανοίγει κάποια άλλη». Αυτό ήταν κάπως παρηγορητικό για την δυστυχισμένη κοπέλα.
Όσο περίμενε η Μαρία να περάσει η ώρα για να πάει στο συνεργείο σκεφτόταν τα λόγια των γονιών της. Πήρε στα χέρια της ένα βιβλίο για καταστάσεις πανικού και από τα νεύρα της το πέταξε στο πάτωμα. Ήταν όμως 5:00 και έπρεπε να προσγειωθεί στην πραγματικότητα γιατί σε μισή ώρα είχε ραντεβού στο συνεργείο.
Μάζεψε το βιβλίο και είδε ότι είχε ανοίξει σε μια σελίδα που έγραφε «Μείνε ψύχραιμος. Στο τέλος όλα πηγαίνουν καλά. Αν δεν πάνε καλά τότε σημαίνει πως δεν έφτασε το τέλος και ότι πρέπει να κάνεις υπομονή». Οι γονείς της έλειπαν από το σπίτι οπότε κάλεσε ένα ταξί, το οποίο την πήγε προς τον προορισμό της. Μόλις μπήκε μέσα κοίταξε έναν νεαρό πελάτη με ένα βλέμμα απελπισίας και προβληματισμού που μαρτυρούσε ότι η κοπέλα είχε μια πολύ κακή ημέρα ή μάλλον εβδομάδα. Ο Φίλιππος, ένας 25χρονος νέος -που δούλευε ως οδηγός λεωφορείου σε ένα ταξιδιωτικό γραφείο και είχε αφήσει το λεωφορείο του για επισκευή- αποφάσισε να πλησιάσει την Μαρία και να ρωτήσει τι είχε συμβεί. Η Μαρία απελπισμένη και απογοητευμένη τόσο από την αποτυχία της όσο και από το γεγονός ότι χάλασε το καινούργιο αυτοκίνητο της, ένιωσε την ανάγκη να αφηγηθεί τα γεγονότα. Ο Φίλιππος άκουγε με πολύ προσοχή όσα του έλεγε η κοπέλα αλλά έπρεπε να φύγει γιατί είχε δρομολόγιο. Έτσι της ζήτησε να βγουν την επόμενη ημέρα για δείπνο.
Το απόγευμα της Πέμπτης η Μαρία και ο Φίλιππος βγήκαν να φάνε μαζί σε ένα εστιατόριο. Ο νεαρός ζήτησε από την Μαρία, η οποία ήταν εμφανώς πιο ήρεμη εκείνη την ημέρα, να του πει τι είχε συμβεί τις τελευταίες ημέρες που την αναστάτωσε τόσο πολύ. Η Μαρία εξήγησε στον Φίλιππο για το ατύχημα καθώς και για την αποτυχία της στις Πανελλήνιες. Ο συνομιλητής της αφού σκέφτηκε για λίγα δευτερόλεπτα ρώτησε την Μαρία «Τελικά τι σε ενόχλησε περισσότερο σε όλη αυτή την κατάσταση;» Η κοπέλα απάντησε θλιμμένη «Η αποτυχία μου σημαίνει ότι δεν θα κάνω το όνειρο μου πραγματικότητα και το ατύχημα μου απέδειξε ότι ο πατέρας μου εκείνο το βράδυ είχε δίκιο. Είμαι κακομαθημένη και δεν δίνω σημασία σε αυτά που αξίζουν τελικά». Μόλις είπε και την τελευταία λέξη έσταξε ένα δάκρυ στα μάτια της και έδειξε εντελώς μετανοημένη. Που να ήξερε ότι τα καλύτερα έρχονται όταν δεν τα περιμένεις! Ο συνομιλητής της περιεργάστηκε για λίγο τα λεγόμενα της και αναφώνησε χαρούμενος «Μαρία μην στεναχωριέσαι. Το παρελθόν ανήκει στο παρελθόν. Έχω μια ιδέα! Γιατί δεν έρχεσαι στο ταξιδιωτικό γραφείο που δουλεύω να εργαστείς ως ξεναγός για λίγες μόνο ώρες; Γνωρίζεις ήδη την αγγλική, την γαλλική και την γερμανική γλώσσα, όπως μου είπες, που είναι σημαντικά προσόντα για την πρόσληψη σου. Τα υπόλοιπα θα τα μάθεις μέσω κάποιων βιβλίων που θα σου δώσει το αφεντικό. Με αυτόν τον τρόπο θα μαζέψεις χρήματα για να εξασφαλίσεις τα έξοδα του φροντιστηρίου και να ξαναδώσεις Πανελλήνιες. Έτσι θα καταφέρεις να αποδείξεις στους γονείς σου ότι είσαι αυτόνομη και ανεξάρτητη. Ξέρεις καμιά φορά είναι όμορφο να κερδίζουμε μόνοι μας αυτό που πραγματικά θέλουμε». Η ιδέα αυτή άρεσε πολύ στην 18χρονη, η οποία γεμάτη ενθουσιασμό και ελπίδα ζήτησε από τον Φίλιππο να πάνε μαζί από τα γραφεία για να δώσει συνέντευξη καθώς και το βιογραφικό της την επόμενη ημέρα.
Στις 10:00 το πρωί οι δύο φίλοι συναντήθηκαν έξω από τα γραφεία. Το αφεντικό του Φίλιππου ενθουσιάστηκε πολύ με το βιογραφικό της Μαρίας -είχε πολλά σημαντικά προσόντα, αν και ήταν ακόμα μικρή- και μέσα στα επόμενα είκοσι λεπτά είχε αποφασίσει πως θα την προσλάβει στην δουλειά του. Το απόγευμα ο Φίλιππος και η Μαρία βρίσκονταν έξω από τα γραφεία και περίμεναν το αφεντικό εφόσον τους είχε ενημερώσει ότι η δουλειά τους αρχίζει στις 5:00. Μέσα σε δυο ώρες η ξενάγηση είχε τελειώσει και τα παιδιά πήγαν σε μια καφετέρια για να γιορτάσουν την πρώτη επιτυχία της Μαρίας. Το βράδυ οι γονείς της την περίμεναν με αγωνία για να την συγχαρούν και να μάθουν πως πήγε η πρώτη ημέρα στην δουλειά.
Οι ημέρες περνούσαν γεμάτες για την Μαρία που τώρα είχε ξεκινήσει και τα φροντιστήρια με σκοπό την προετοιμασία της στις Πανελλήνιες του 2016. Παράλληλα ο εργοδότης τής αύξησε το μισθό αφού ενθουσιαζόταν όλο και περισσότερο με τις καλές κοινωνικές της δεξιότητες και την γρήγορη κατανόηση και αποστήθιση των πληροφοριών που απαιτούνταν για τις ξεναγήσεις. Μια εβδομάδα αργότερα μετά την ξενάγηση που είχαν τα παιδιά, ο Φίλιππος πήγε την Μαρία με το αυτοκίνητο του σε μια γέφυρα για να της ζητήσει να τα φτιάξουν. Κατά τύχη ήταν η ίδια γέφυρα, στην οποία κατέφευγε η Μαρία κατά την διάρκεια των Πανελληνίων λόγω της πίεσης για να ξεσκάει. Ο Φίλιππος είχε στήσει κάτω στις πέτρες τριαντάφυλλα που σχημάτιζαν την λέξη «Σ’ΑΓΑΠΩ», είχε φουσκώσει μπαλόνια σε σχήμα καρδιάς και ζήτησε από την Μαρία να γίνει το κορίτσι του. Η Μαρία συγκινημένη δέχτηκε την πρόταση του Φίλιππου και έπεσε με φόρα πάνω στην αγκαλιά του. Εκείνο το βράδυ έμεινε αξέχαστο στα παιδιά.
Μετά από λίγο καιρό την Κυριακή 27 Σεπτεμβρίου η Μαρία πήρε μια πολύ σημαντική απόφαση. Είχε κουραστεί λόγω των υπερβολικά πολλών υποχρεώσεων που είχε, κάτι που την οδήγησε στο να θέλει να παραιτηθεί από την δουλειά γιατί αλλιώς κινδύνευε η εισαγωγή της στην Νομική. Αποφάσισε να εκφράσει τις σκέψεις τις στην μητέρα και τον πατέρα της, οι οποίοι συμβούλεψαν την κόρη τους να μιλήσει με το αφεντικό της και να αποφασίσει μετά τι θα κάνει. Το απόγευμα η Μαρία είχε κανονίσει να βγει με το αγόρι της για να συζητήσει τα θέματα που την απασχολούσαν. Στις 6:00 ο Φίλιππος πήγε από το σπίτι της να την πάρει. Εκεί ήταν και οι γονείς της Μαρίας που τον υποδέχτηκαν πολύ όμορφα και φιλόξενα. Τα δύο παιδιά πήγαν στην καφετέρια και η Μαρία άρχισε να του αναλύει τους προβληματισμούς της, κυρίως αυτόν της δουλειάς. Ο Φίλιππος, επειδή γνώριζε καλύτερα τον κ. Μιχάλη, της πρότεινε να μιλήσει με το αφεντικό της γιατί σίγουρα θα την καταλάβαινε και θα μπορούσε να την βοηθήσει. Έτσι της έκλεισε ραντεβού μαζί του για την επόμενη ημέρα.
Δευτέρα πρωί-πρωί η Μαρία πήγε στο γραφείο του κ. Μιχάλη, ώστε να του εκφράσει τις ανησυχίες της. Το αφεντικό την συμμερίστηκε αμέσως και της πρότεινε μια εναλλακτική λύση, πιο ευνοϊκή για την ίδια. Η ιδέα ήταν η εξής: ο κ. Μιχάλης θα της ανέθετε μια πιο εύκολη δουλειά στο γραφείο και όχι ως ξεναγός μόνο για μία ώρα τρεις φορές την εβδομάδα και έτσι θα κατάφερνε να καλύψει τα έξοδα του φροντιστηρίου. Η Μαρία, αν και επιφυλακτική στη αρχή, δέχτηκε αυτή την πρόταση επειδή θα ήταν πιο ξεκούραστα για την ίδια. Οι ημέρες κυλούσαν όμορφα και αποδοτικά για την Μαρία και όλοι ήταν περήφανοι για τις σωστές αποφάσεις που είχε πάρει.
Κάπως έτσι πέρασαν οι επόμενοι μήνες για την Μαρία. Η ίδια διάβαζε εντατικά και με ένα πολύ αυστηρό πρόγραμμα ταυτόχρονα όμως εργαζόταν και στο γραφείο του κ. Μιχάλη. Όλοι στήριζαν και ενθάρρυναν την Μαρία να συνεχίσει τον αγώνα της γιατί φαινόταν αρκετά εξαντλημένη και είχε χάσει το κουράγιο της. Οι Πανελλήνιες άρχισαν στις 16 Μαΐου για τους υποψηφίους. Η Μαρία είχε καλύτερη ψυχολογία φέτος γιατί είχε περάσει την διαδικασία μια φορά και ήξερε τι να περιμένει. Αυτό φαινόταν και από το τεράστιο χαμόγελο και την σιγουριά που είχε όταν έβγαινε από την εξεταστική αίθουσα. Στις 30 Μαΐου ο Φίλιππος περίμενε όπως και κάθε φορά την Μαρία έξω από το σχολείο για να πάνε στο εστιατόριο να γιορτάσουν την λήξη των Πανελλαδικών.
Λίγες εβδομάδες αργότερα βγήκαν οι βαθμοί των υποψηφίων. Η Μαρία ήταν στο δωμάτιο της μαζί με το αγόρι και την οικογένειά της, οι οποίοι περίμεναν να δουν πόσο έγραψε η νεαρή. Μόλις άνοιξε η ιστοσελίδα η Μαρία συγκινήθηκε γιατί είχε βελτιώσει σε μεγάλο βαθμό το επίπεδο της. Έγραψε 19.100, πράγμα που σημαίνει ότι οι πιθανότητες να μην περάσει ήταν ελάχιστες. Εκείνο το βράδυ η Μαρία και ο Φίλιππος υπέβαλλαν το μηχανογραφικό της που περιλάμβανε τα τρία τμήματα Νομικής, όπως και πέρυσι. Δεν υπήρχε λόγος να σκεφτεί πως θα κάνει το μηχανογραφικό γιατί ακόμα και έναν χρόνο αργότερα ήταν συγκεντρωμένη μόνο στην Νομική.
Στις 24 Αυγούστου η Μαρία κέρδισε τον αγώνα των Πανελληνίων∙ πέρασε στην Νομική Αθηνών από τους πρώτους. Ένιωσε τόσο περήφανη και δικαιωμένη γιατί όλοι οι κόποι της ανταμείφθηκαν. Οι γονείς της με την βοήθεια του Φίλιππου οργάνωσαν ένα πάρτι-έκπληξη για να γιορτάσουν την επιτυχία της Μαρίας. Μόλις πέρασε η Μαρία την εξώπορτα αντίκρισε μια μεγάλη τούρτα και όλους τους φίλους και τους συγγενείς της, που κάθονταν στο τραπέζι του σαλονιού. Μπροστά από αυτούς υπήρχε ένα διακοσμημένο χαρτόνι που έγραφε «Συγχαρητήρια» και πολλά κουτιά με δώρα που περίμεναν την Μαρία για να τα ανοίξει. Πρώτος από όλους έδωσε το δώρο του ο Φίλιππος. Άνοιξε το κουτί και είδε ένα κλειδί. Δεν κατάλαβε στην αρχή περί τίνος επρόκειτο αλλά ο Φίλιππος της εξήγησε πως το κλειδί άνοιγε το καινούργιο σπίτι που αγόρασε στην Αθήνα για να μείνουν μαζί. Οι γονείς τής πήραν μερικά έπιπλα για το καινούργιο σπίτι της σε πολύ μοντέρνα χρώματα. Τα υπόλοιπα δώρα θα τα άνοιγε αργότερα με την ησυχία της. Όλοι έλεγαν πολύ καλά λόγια για την πετυχημένη Μαρία αλλά κυρίως εντυπωσιάζονταν με την αλλαγή του χαρακτήρα της.
Δεν ήταν πλέον αχάριστη αλλά μια συνειδητοποιημένη γυναίκα που εκτιμούσε τα πάντα γύρω της και δεν θεωρούσε τίποτα δεδομένο, όπως συνήθιζε να κάνει όταν ήταν μικρότερη. Είχε βραδιάσει και το σπίτι άδειασε από τον κόσμο που είχε φιλοξενήσει πρωτύτερα. Η Μαρία ενώ συμμάζευε και άνοιγε τα δώρα αποφάσισε πως κάποια από τα αυτά θα τα χρησιμοποιήσει για το σπίτι της και άλλα θα τα μεταμόρφωνε με τις κατασκευαστικές τις ικανότητες και θα τα δώριζε στους ανθρώπους γύρω της.
Τον Οκτώβριο τα δύο παιδιά μετακόμισαν στην Αθήνα. Τα μαθήματα άρχισαν και η Μαρία προσαρμόστηκε εύκολα στις νέες συνθήκες. Άλλωστε έτρεφε τόση αγάπη για την νομική επιστήμη που δε χόρταινε να διδάσκεται για αυτήν. Καθημερινά διάβαζε πολύ για τα μαθήματα της γιατί ένιωθε πως η σχολή είναι το τελευταίο βήμα για να δει το όνειρο της να πραγματοποιείται. Όλα τα μαθήματα τα περνούσε με μεγάλο βαθμό και οι καθηγητές της είχαν εντυπωσιαστεί με το πάθος και το ταλέντο της. Ο Φίλιππος από την άλλη είχε βρει δουλειά σε ένα εργοστάσιο που κατασκευάζονται αυτοκίνητα και στήριζε με όποιον τρόπο μπορούσε την κοπέλα του. Με πολλή μελέτη και αφοσίωση πέρασαν τα επόμενα τέσσερα χρόνια, στο τέλος των οποίων οι καθηγητές του πανεπιστημίου με πολλή χαρά και ευγνωμοσύνη παρέδωσαν στην Μαρία το πτυχίο που τόσο επιθυμούσε. Μάλιστα την συμβούλεψαν να συνεχίσει την σταδιοδρομία της με μακροπρόθεσμο στόχο την φοίτηση της στην Εθνική Σχολή Δικαστών. Ήταν πολύ σίγουροι ότι οι δυνατότητες της κοπέλας ήταν απεριόριστες και δεν είχε τίποτα να φοβηθεί.
Η Μαρία το συζήτησε αργότερα με τον Φίλιππο και τους γονείς της και θεώρησαν πως ήταν μια ευκαιρία ζωής που έπρεπε να αξιοποιηθεί. Το πρώτο βήμα της ήταν η απόκτηση άδειας ασκήσεως του επαγγέλματος του δικηγόρου, το οποίο δεν δυσκολεύτηκε καθόλου να το πάρει. Το επόμενο στάδιο περιλάμβανε την συμμετοχή της στους διαγωνισμούς των νομικών που γίνονταν το 2022. Περίμενε μέχρι τότε διαβάζοντας συνεχώς όλα τα συγγράμματα του πανεπιστημίου της γιατί ακουγόταν ότι αυτές οι εξετάσεις «είναι πάρα πολύ δύσκολες και θέλουν άριστη γνώση της επιστήμης». Όταν έφτασε η ημέρα των εξετάσεων η Μαρία δεν πήγε αγχωμένη γιατί ήξερε πως ακόμα και μέχρι εκείνο το σημείο είχε πετύχει το όνειρο της. Τελικά όταν βγήκαν τα αποτελέσματα ένιωσε τρισόλβια και πανευτυχής γιατί είχε περάσει στην Εθνική σχολή δικαστών. Αφού ακολούθησε όλη την εκπαίδευση σε αυτήν την σχολή προσλήφθηκε ως δικαστής στην Αθήνα το 2024 κοντά στην περιοχή που έμενε. Το αγόρι της είχε ξετρελαθεί με την αποφασιστικότητα και το πείσμα της κοπέλας του που την ανέβασαν σε μεγάλο βαθμό κοινωνικά. Η Μαρία ξεκίνησε την επαγγελματική της πορεία ως δικαστικός με μεγάλη επιτυχία στην πρώτη δίκη της. Το βράδυ της ίδιας ημέρας ο Φίλιππος έκανε πρόταση γάμου στην Μαρία, την οποία αποδέχτηκε με ενθουσιασμό. Όλα τα όνειρα της είχαν πραγματοποιηθεί και η Μαρία ζούσε την ζωή που πραγματικά επιθυμούσε.
Λίγο καιρό μετά η Μαρία έμεινε έγκυος και μάλιστα, όπως τους ενημέρωσε ο γιατρός σε δίδυμα κοριτσάκια. Για αυτό τον λόγο το καλοκαίρι του 2026 παντρεύτηκαν στην Χίο. Οι νέοι γονείς αποφάσισαν πως θα έμεναν στην Χίο για να γεννήσει εκεί η Μαρία. Όταν ήρθε η ώρα της γέννας, η Μαρία και ο Φίλιππος αντίκρισαν τα μικρά αγγελούδια τους δακρύζοντας από συγκίνηση. Ακόμα και όταν έπρεπε να τα δώσουν στον γιατρό για να κάνει τις απαραίτητες εξετάσεις δεν ήθελαν να τα αποχωριστούν αλλά μόνο να τα βλέπουν και να τα καμαρώνουν. Η ημέρα αυτή ήταν η καλύτερη με διαφορά για το ζευγάρι.
Ο καιρός πέρασε τόσο γρήγορα∙ τα κορίτσια, η Μάρθα και η Κυριακή, μεγάλωσαν σαν πριγκίπισσες μέσα στην οικογένεια και έφτασε η πρώτη ημέρα σχολείου για ακόμα μια φορά. Τα κορίτσια πήγαιναν Τετάρτη Δημοτικού. Όταν τις ρωτούσες τι ήθελαν να γίνουν έλεγαν μαθηματικοί γιατί τους άρεσαν πολύ τα σχήματα, οι αριθμοί και οι πράξεις. Ήταν οι καλύτερες στην τάξη μέχρι την ημέρα που πήραν 5/10 στο τεστ της προπαίδειας και στεναχωρήθηκαν πάρα πολύ. Όταν έφτασαν στο σπίτι ξέσπασαν σε κλάματα και έπεσαν στην αγκαλιά του πατέρα τους γιατί η Μαρία έπρεπε να κάνει κάτι εξωτερικές δουλειές στην Χίο. Ο Φίλιππος πήρε τηλέφωνο την Μαρία να της διηγηθεί τι είχε συμβεί. Η Μαρία κάθισε και σκέφτηκε για λίγο και έπειτα θυμήθηκε συγκινημένη τις δικές της αποτυχίες και πόσο την είχαν βοηθήσει οι γονείς στο να τις ξεπεράσει. Έτσι πήγε στο διπλανό ζαχαροπλαστείο, αγόρασε ένα κουτί γλυκά και δίνοντας τα στον Δημήτρη και την Παναγιώτα είπε «ευχαριστώ». Οι γονείς της την κοίταξαν περίεργα και η ίδια αισθάνθηκε την ανάγκη να επεξηγήσει «Βλέπω τώρα τα κορίτσια μου που είναι απογοητευμένα και θυμήθηκα πόσο πολύ με είχατε στηρίξει, όταν ήμουν μικρή. Είμαι τόσο δυνατή επειδή εσείς με κάνατε έτσι. Χρειάζεται καμιά φορά μια μικρή πρόφαση για να σου θυμίσει ουσιώδη πράγματα. Ευχαριστώ πολύ!». Όταν έφτασε σπίτι το επόμενο πρωί, είδε τις διδυμούλες με πρησμένα μάτια από το χθεσινό κλάμα. Αφού τις άφησε να περιγράψουν τα γεγονότα, έκανε ένα μικρό και γλυκό κήρυγμα «Μικρούλες μου μην πάψετε ποτέ να ονειρεύεστε! Δείτε την μανούλα σας, που ενώ την πρώτη φορά απέτυχε στις πανελλήνιες και παρόλο που μπορούσε με τα χρήματα που είχαν οι γονείς της να εξαγοράσει και να πληρώσει μια θέση στο πανεπιστήμιο, δεν τους άφησε να το κάνουν. Η αποτυχία και γενικά κάθε αστοχία είναι για να καταλάβουμε τα λάθη μας και να βελτιωθούμε. Μας κάνει πιο δυνατούς και ώριμους. Από την άλλη η επιτυχία είναι περισσότερο απολαυστική όταν την πετυχαίνεις μόνος σου χρησιμοποιώντας τις δικές σου δυνάμεις. Τα υλικά αγαθά και τα χρήματα είναι μόνο τα μέσα για να μας καθοδηγούν και να μας δίνουν βοήθεια όταν την χρειαζόμαστε αλλά μέχρι εκεί. Ούτε εγώ δεν είχα καταλάβει όλα αυτά που σας λέω. Τα χρήματα δεν φέρνουν την ευτυχία. Πολλές μικρές αναμνήσεις σαν εσάς εδώ, λοιπόν, είναι αυτά που δημιουργούν μόνιμα χαμόγελα. Τα όνειρα, άλλωστε, ξεκινούν εκεί που σταματάει η πραγματικότητα. Συμφωνείτε;»
Σοφία Μιχαηλίδου
Συμμετοχή στον 1ο Διαγωνισμό Παραμυθιού koukidaki