Τασούλας Παπαμιχαήλ
Κι άπλωσε ο καλός Θεός το χέρι Του, παραμέρισε τα σύννεφα, και φύσηξε στην παλάμη του. Tα δάκτυλα Του έκλεισαν για μια στιγμή τη θεϊκή πνοή κι όταν άνοιξαν, φάνηκε ένα αέρινο πουλάκι με ολάνοιχτα φτερά.
-Καλό δρόμο του είπε ο Θεός, να θυμάσαι να είσαι πάντα καθαρό , θαρραλέο και γλυκόλαλο... Και μη ξεχνάς. Το όνομά σου είναι Συνείδηση.
Φρουπ το πουλάκι πέταξε στο γαλάζιο φως του ουρανού, έφτασε στη γη και χώθηκε στη μικρή καρδούλα του Λένο που μόλις είχε αρχίσει να κτυπάει ρυθμικά. Τικ τακ τικ τακ τικ τακ.
-Τι ζεστή που είναι είπε, και βολεύτηκε αναπαυτικά μέσα της.
Έτσι ο Λένο απέκτησε την πρώτη συντροφιά του. Μαζί έμαθαν να βλέπουν τα όμορφα μάτια της μαμάς, να ακούνε την μαλακή φωνή του μπαμπά, να αγγίζουν το ζεστό χέρι της γιαγιάς, να μυρίζουν το γλυκό γάλα, να γνωρίζουν τα πράγματα που βρίσκονται γύρω τους.
Η Συνείδηση χαιρόταν να τον βλέπει να μεγαλώνει. Τα πόδια του ψήλωναν και τα χέρια του γινόταν δυνατά. Οι ήχοι, που έβγαιναν, στην αρχή άρρυθμοι, από τα κόκκινα χειλάκια του, έγιναν συλλαβές, λέξεις, φράσεις κι όλα γύρω τους, απέκτησαν πια ένα νόημα κι ένα όνομα.
Κι ο Λένο την αγαπούσε. Ήταν καλοί φίλοι οι δυο τους και κουβέντιαζαν συχνά, καθώς γνώριζαν τον κόσμο. Ακόμα κι όταν την ξεχνούσε παρασυρμένος από το παιγνίδι, ένιωθε τη ζεστασιά της.
Ακουμπούσε τότε το λεπτό χεράκι του στο μέρος που ένιωθε τη ρυθμική ανάσα της και ησυχασμένος έκλεινε τα μάτια του, και βυθιζόταν στα πολύχρωμα όνειρά του.
Εκεί γινόταν ο πυροσβέστης που βιαστικός κατέβαζε τη γιαγιά και το σκυλάκι της από το ψηλό παράθυρο που είχε πιάσει φωτιά, η αστυνομικός μέσα στο περιπολικό με τις μπλε φωτεινές σειρήνες του, να ρυθμίζει την κυκλοφορία των αυτοκινήτων.
Ονειρευόταν να είναι δυνατός και να τρέχει με την μοτοσυκλέτα του ή αστροναύτης να ταξιδεύει στο φεγγάρι και το λαμπερό σύμπαν. Πάντα μαζί. Πάντα ακούγοντας την γλυκό κελάηδημά της.
Και μια μέρα ο Λένο άκουσε τη μαμά να του μιλά για το καινούργιο τους σπίτι.
- Θα είναι πολύ πιο άνετο Λένο μου, του είπε. Θα έχεις πια δικό σου δωμάτιο κι ένα μεγάλο γραφείο. Κι από το παράθυρό σου θα βλέπεις το μεγάλο πάρκο που τόσο αγαπάς.
Αλήθεια αυτό το πάρκο ήταν η αδυναμία του Λένο. Εκεί πήγαιναν συχνά με τη μαμά όταν ο καιρός ήταν καλός. Εκεί είχε μάθει να τρέχει με το πατίνι και το ξύλινο ποδηλατάκι του. Εκεί έπαιζε μπάλα. Εκεί έκανε και τους πρώτους του φίλους. Παιδιά της γειτονιάς που γέμιζαν το πάρκο μετά το σχολείο
Τώρα στο νέο τους σπίτι ο Λένο περίμενε κάθε μέρα να έλθει η ώρα που θα τρέξει στις καταπράσινες αλέες με τις κούνιες, το τρενάκι και την ψηλή τσουλήθρα. Τις κούνιες του, το τρενάκι του, την τσουλήθρα του. Έτσι τα έλεγε καθώς τα έβλεπε ανυπόμονος από το δωμάτιό του με την μύτη κολλημένη στο τζάμι.
Κι όταν κατέβαινε εκεί, ήθελε να τα έχει όλα δικά του. Να είναι ο πρώτος στη σειρά για την τσουλήθρα, να κάνει μόνο αυτός κούνια, να οδηγεί πάντα αυτός το τραινάκι. Τι κι αν χρειαζόταν να σπρώξει τα άλλα παιδιά; Τι κι αν συχνά μάλωνε μαζί τους; Αυτό το πάρκο ήταν δικό του.
Τα βράδια κατάκοπος από το παιγνίδι στην αρχή δεν το πρόσεξε. Κάτι του έλειπε αλλά ήταν πολύ κουρασμένος για το το ψάξει. Κι αύριο μέρα είναι, σκεφτόταν κι ο ύπνος έκλεινε τα βλέφαρά του.
Αλλά εκείνο το βράδυ δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Κάτι βαρύ κι ενοχλητικό τον πίεζε στο στήθος. Και ήταν κι εκείνα τα φοβισμένα μάτια του μικρού αγοριού που έπεσε από την σκάλα όταν το παραμέρισε βιαστικά για να ανέβει στην τσουλήθρα... και το κορίτσι που έκλαιγε, με τα μαλλιά γεμάτα άμμο, όταν το τράβηξε απότομα από την κούνια για να καθίσει ο ίδιος
Ένιωσε μόνος. Πού ήταν το πουλάκι, η καλή του φίλη με το περίεργο όνομα, η συνείδηση; Γιατί σιωπούσε; Γιατί ήταν τόσο ταραγμένος; Τι του συνέβαινε;
Η μαμά κάθισε κοντά του. Του έπιασε το χέρι τρυφερά. Τι έχεις Λένο μου;
Κι ο Λένο άρχισε να μιλάει. Για το αγαπημένο πουλάκι που είχε σωπάσει, για τους καυγάδες στο πάρκο, για τα μάτια του μικρού αγοριού, για τα λερωμένα μαλλιά του κοριτσιού...
Κι όσο μιλούσε τόσο ένιωθε το βάρος να λιώνει σιγά-σιγά μέσα του. Κι όσο αυτό έλιωνε, τόσο καθαρότερα άκουγε την φωνούλα της Συνείδησης να του μιλά και να του λέει πόσο άπρεπα φερόταν στο πάρκο και πόσο στενοχωριόταν εξ αιτίας του, άλλα παιδιά. Και τότε ο Λένο κατάλαβε.
Ήταν η λύπη της Συνείδησης , αυτό το βάρος και η ταραχή που ένιωθε απόψε.
Ήταν η φωνούλα της που είχε σωπάσει αυτό που του έλειπε.
Κοίταξε τη μαμά στενοχωρημένος. Και τώρα;
Η μαμά τον αγκάλιασε.
-Όλοι οι άνθρωποι έχουμε μες την καρδιά μας ένα πουλάκι που το λένε συνείδηση.
Αυτό μας οδηγεί και μας λέει τι είναι καλό και τι κακό. Κάποιοι άνθρωποι σκεπάζουν την φωνή της και την κάνουν να ζει μες τη βρωμιά. Δεν είναι όμως ευτυχισμένοι Οι περισσότεροι, προσπαθούν να ακούν το γλυκό κελάηδημά της, που τους οδηγεί στο καλό. Να την ακούς Λένο μου. Εκείνη ξέρει.
Ο Λένο έκλεισε τα μάτια. Ακούμπησε το χέρι του στο μέρος της καρδιάς, εκεί που η φωνούλα της συνείδησης ακουγόταν ξανά καθαρή και χαρούμενη, χαμογέλασε, κι ανάλαφρος πια ανέβηκε στα λευκά φτερά του ύπνου.
Ναι, τώρα ήξερε τι έπρεπε να κάνει.
Τασούλα Παπαμιχαήλ
Συμμετοχή στον 1ο Διαγωνισμό Παραμυθιού koukidaki