Γιώργου Α. Μουτσινά
…ψυχή στους δρόμους
μόνο κλειστά μεγάλα γκρίζα παράθυρα
κι ένα φτωχό χιονόνερο που ζητιανεύει χιόνι.
Κική Δημουλά, «Το κοριτσάκι με τα σπίρτα»
Μην αφήνεις το σκοτάδι
την καρδιά σου να γεμίσει·
δώσε πρώτος το σημάδι,
το καλό να ξεκινήσει!
***
Κάμποσα δωδεκάστιχα, μια οικογένεια κι ένα μήνυμα καρδιάς
σου γράφουνε μια ιστορία, που θα ’χε γίνει αχταρμάς,
άμα δεν υπήρχε αγάπη κι ευαισθησία στον κόσμο,
Ξεφύλλισε το παραμύθι, στοιχημάτισε με τον εαυτό σου·
σκέψου, έστω και για μια στιγμή, αν σου χρησιμεύει καθετί δικό σου.
Δίχως να θέλω να σε πρήξω, κάθισε και λογάριασε:
δεν είσαι μόνος σου εδώ πέρα, υπάρχουν κι άλλοι ολόγυρα·
εσύ την περνάς ζάχαρη, κι εκείνοι ζούνε πρόχειρα –
μήπως γέμισε η τσέπη, κι η καρδούλα σου άδειασε;
Ό,τι διαβάσεις παρακάτω για ρούχο το φιλότιμο φοράει,
να σου δείξει πως αυτό που δίνεις, είναι αυτό που σε τιμάει…
–Ι–
– Δεν μπορώ να βλέπω μπάμιες, μου ’φεραν τσιρλιό τα κουνουπίδια·
τα μαρούλια τα νερόβραστα, τα λάχανα, μου φαίνονται όλα ίδια!
Πώς θα ’θελα να μασουλήσω μια ζουμερή μπριζόλα –
έτσι που με μπουκώνει η μαμά μπρόκολα, θαρρώ πως έχω καταπιεί σόλα!
Όσο για φρούτα, άπαπα: σιχαίνομαι, ούτε να τα μυρίσω·
τι κομπόστα, τι γλυκά του κουταλιού –μπλιάχ, πάρτε τα πίσω!
Μπορώ να ’χω ό,τι τραβάει η ψυχή μου, σάμπως τι με μέλλει;
Βαριέμαι και το διάβασμα· δε θα μου πει κανένας τι θα κάνω –
άλλοι δεν έχουνε στον ήλιο μοίρα, θέλουν να σου βγούνε κι από πάνω!…
Εγώ σοκολατούχο γάλα θέλω, παρδαλά ζαχαρωτά, λιγάκι μέλι!
Το ένα μού ξινίζει, το άλλο μού βρωμάει·
θα καταφέρω να μου τηγανίσουνε καμιά πατάτα –πού θα πάει;!
–ΙΙ–
Ψώνιζε η μητέρα καταπράσινα σπανάκια, αχλάδια μοσχομυριστά,
μα ο μικρός δεν έδινε δεκάρα –δεκαπέντε σοκολάτες έκανε μία χαψιά!
Σκοτωνότανε, η κακομοίρα, τρία και τέσσερα φαγιά να μαγειρέψει,
μήπως πείσει τον γιόκα της, έστω μια τόση δα μπουκιά να δοκιμάσει.
Του κάκου· με το πείσμα του, κείνος πετύχαινε τα νεύρα να της σπάσει:
– Παιδάκι μου, πρέπει να τρως σωστά, είσαι στην ανάπτυξη –δε θέλει πολλή σκέψη!
Τι παιχνίδια του ’ταζε, ποδηλατάδες, εκδρομούλες χαρωπές στην εξοχή,
του λόγου του καιγόταν για κεφτέδες, κι ούτε λόγος για φακή!
Με λίγα ψευτοκλάματα, σηκώνονταν όλοι στο φτερό·
κι άμα δεν του κάναν τα χατίρια, ο μικρός έκανε κακό χαμό!
Κακομαθημένο δεν τον έλεγες, ούτε βέβαια, αχάριστο·
απλώς, χρειαζόταν ένα μάθημα, που θα τον έκανε από καλό παιδί, άριστο…
–ΙΙΙ–
Ένα αγοράκι πάμφτωχο, βουτηγμένο μες στη λάσπη σαν σκουπίδι
και, παρά την ξαστεριά, δεν τον ασήμωνε ούτε του φεγγαρόφωτου το φρύδι.
Πόσους δρόμους να ’χε δίχως προορισμό γυρίσει;
Από ποια οικογένεια και γιατί, να ’χε με το ζόρι ξεπορτίσει;
Το παγωμένο αεράκι χτένιζε τ’ ακατάστατα μαλλιά του
και το απόβραδο φανέρωνε τα σκισμένα κουρέλια, για προικιά του.
Τα γύρω σπίτια είχαν κλειδώσει από νωρίς, με σφαλιστά παράθυρα
και σ’ ένα κλαρί, ένα πουλάκι έκρωζε για τα παιδιά της γης που είναι άμοιρα…
Με λιανά χεράκια και ξεγυμνωμένα πόδια πλαγιασμένο στο τσιμέντο,
τα βουρκωμένα βλέφαρα είχε σφουγγίσει, προτού αποκοιμηθεί·
το σεντόνι της νυχτιάς ήταν καφές, που δε βαστάς να τον πιεις σκέτο –
μα δεν υπήρχε κανένας εκεί γύρω να τρέξει, να τον βοηθήσει, να τον νοιαστεί;
Φτάνει η καρδούλα μας να το θελήσει
σαν φάρμακο την πίκρα ν’ ακουμπήσει
–IV–
– Ουστ από δω, βρωμιάρη!, λέγαν στο ορφανό
όσοι διαβάτες το ’βλεπαν να κλαίει μοναχό.
Άλλος ας το γλιτώσει από τη ζητιανιά,
εμείς δεν προλαβαίνουμε να δίνουμε λεφτά!
– Δεν είναι πρόβλημά μου!, συμπλήρωσε ένας γέρος,
έχω αρκετές σκοτούρες απ’ το δικό μου μέρος·
αν ξεχαστώ και δώσω κάτι και σε εσένα,
έπειτα δε θα φτάσει καθόλου και για μένα!
Και η συμπόνοια μίκραινε, αφού δε μοιραζόταν,
σαν ένα παλιοπάπουτσο, πολύ αχρηστευόταν·
την ανθρωπιά, που φτιάχτηκε μόνο να περισσεύει,
στην ερημιά την άφηναν, θηρία να παλεύει…
Φτάνει η καρδούλα μας να το θελήσει
κι η αγάπη θα βρει τρόπο να γυρίσει
–V–
Πολύ δύσκολο δεν ήταν, μες στον ύπνο να τρομάξει
και στους σκουπιδοτενεκέδες ποιος κοιμόταν, ο μοναχογιός να ψάξει!
– Τι δουλειά έχεις εδώ; ρώτησε γεμάτος παραξενιά και απορία,
'κείνον που βρώμικες κονσέρβες σκάλιζε, μέσα στις σκουπιδοσακούλες.
Λυπότανε πραγματικά, που ξαγρυπνούσε τη γειτονιά με φασαρία
και που τον συντρoφεύαν, πλάι στους δρόμους, οι αδέσποτες γατούλες…
– Μη σε τρομάζει τούτο που δεν ξέρεις, αλλά είσαι τυχερός·
εμένα το φαΐ μου είν’ τα σκουπίδια, μένω στον δρόμο, με σκεπάζει ο κεραυνός…
– Τότε, άλλο μη ντρέπεσαι, κόπιασε –αν θέλεις– μέσα
και τρέχοντας θα παραγγείλω στη μαμά, να βάλει μπρος τρανή φριτέζα!
Στάσου, στάσου, κι έχω κρέας στον φούρνο, κοτόπουλο και χοιρινό
και μπισκότα και παστάκια και φράουλας γλυκό χυμό…
Φτάνει η καρδούλα μας να το θελήσει
κι ο δρόμος της αγάπης δε θα κλείσει
–VI–
Πριν τον κατηγορήσετε, σταθείτε και σκεφτείτε το, μισό λεπτό:
πίσω από κάθε ιδιότροπο μικρούλη, στέκει ένας μεγάλος μπερδεμένος.
Όταν αναθρέφεις κάποιον, θα μου πεις, πότε πότε, νιώθεις σίγουρα χαμένος,
αλλά, αν είναι να κάνεις κάτι, τουλάχιστον κάν' το με τον τρόπο τον σωστό!
Της δικής μας ιστορίας, τελοσπάντων, οι γονείς 'δείχναν την αγάπη τους με πράγματα,
χωρίς ένα χάδι, ένα φιλί, βεβαίως, στην καρδιά δε γίνονται και θαύματα!
Η αλήθεια είναι πως κανένας απ’ τους δυο τους δεν πλησίαζε το παιδί του,
η μάνα χωμένη στη δουλειά της κι ο πατέρας στη δική του·
οπότε, κι ο μοναχογιός γύρευε ευκαιρίες γι’ αταξία –
ή για οτιδήποτε, που θα ’δινε στη ζωή του σημασία…
Που ήταν ο μπαμπάς φευγάτος σε ταξίδια, κάπως τον δικαιολογεί·
η μητέρα μπαινόβγαινε σε κουζίνα και γραφείο, δεν καθότανε στιγμή…
–VII–
Πάλι τους ξεπαράδιασες, και μάνα και πατέρα –
με πορτοφόλι αδειανό πώς θα τα βγάλουν πέρα;
Κάνουνε από δυο δουλειές, να ’χεις ό,τι ποθήσεις
κι άμα σωθούνε τα λεφτά, βουλιάζουν μες στις τύψεις…
Γέμισαν τα δωμάτια παιχνίδια μέχρι επάνω,
μα αν θέλεις την αγάπη τους, άλλο στείλε σινιάλο:
ζήτα τους να ’ναι πλάι σου κι εκείνοι θα σ’ ακούσουν,
πες μια συγγνώμη μια φορά, λίγο κουτός αν ήσουν!
Πόσα μπορούν τα χρήματα σημαντικά να δώσουν;
Δεν είναι η καρδιά ΔΕΗ, ν’ ανοίξει αν σ’ την πληρώσουν!
Ψέματα λεν οι πάμπλουτοι ότι είναι ευτυχισμένοι·
η λύπη μες στα πλούτη τους σαν κατακάθι μένει!
Φτάνει η καρδούλα μας να το θελήσει
κι ό,τι αξίζει ξέρει αυτή να ξεχωρίσει
–VIII–
Η μάνα, λίγο αργότερα, έτρεχε μες στο σπίτι αλαφιασμένη,
να διώξει με κλωτσιές τον άστεγο –ήταν για όλα ντροπιασμένη.
– Ποιος σου ’πε να βάλεις μέσα όλους τους ξένους, δίχως να ρωτάς·
είναι ανθρώποι πονηροί κι άμα μας κλέψουνε, θα σκούζει σαν αγρίμι ο μπαμπάς!…
– Μητέρα, είπα να του δώσω κάτι, μπας και τον στυλώσει,
τον είδα και τον λυπήθηκα, κι ας μην έχει αντάλλαγμα, για να μας δώσει!
– Μη στεναχωριόσαστε, κυρία, δε σας ήθελα κακό,
στα πράματα του άλλου, φέρομαι πάντοτε με σεβασμό·
το μόνο, τώρα, που θα ’θελα, είναι να μου κάνετε μια χάρη:
δε θέλω ούτε να γκρινιάζω μήτε να γίνομαι κουραστικός,
αλλά οι μαυρισμένες σας μπανάνες μου θύμισαν πως είμαι μέρες νηστικός
και θα ’θελα ν’ αφήσετε την πείνα μου, κάτι απ’ τον κάδο σας να πάρει…
Φτάνει η καρδούλα μας να το θελήσει
κι η αγάπη την ψυχή μας θα στολίσει
–VIV–
Εκείνη συγκινήθηκε, ο κανακάρης της δεν είχε τι να πει –
πρώτη φορά, που δεν τράβαγε ολονών την προσοχή…
Και σαν επέστρεψε ο μπαμπάς, κατάκοπος, από μακρύ ταξίδι,
είδε πως ήταν παιδί μαργαριτάρι, κρυμμένο σε στραπατσαρισμένο στρείδι!
Πολύς καιρός δε χρειάστηκε, μέλος της πλούσιας οικογένειας να γίνει,
να ντύνεται όμορφα, όσο μπορεί να μελετά, σαν πρίγκιπας να τρώει και να πίνει!
Άξαφνα, είχε αποκτήσει αδερφό, στοργική μάνα και γενναιόδωρο πατέρα,
η φτώχεια του δεν πλάγιαζε στα ξύλα, στα μάγουλά του στέγνωσε το δάκρυ·
μόνος δεν αισθανότανε στον κόσμο, η ύπαρξή του σήμαινε για κάποιους κάτι –
είχε ξημερώσει επιτέλους μια καινούργια μέρα!
Μα κι ο μοναχογιός άλλαξε, είχε συνετιστεί, δεν ήτανε πια ίδιος·
από μονόχνοτος, μπορούσε τρυφερός να γίνει αδερφός, σύντροφος και φίλος!
Φτάνει η καρδούλα μας να το θελήσει
κι ο ήλιος της αγάπης δε θα δύσει
–X–
Αμάσητες μη χάψετε όλες εδώ τις λέξεις·
χειρότερη είναι η ζωή –μας φέρνει μαύρες σκέψεις!
Τολμήστε να ανοίξετε καμιά εφημερίδα:
εκεί να δείτε όνειρα, που ψάχνουν για πατρίδα…
Είναι να μη σου έρχεται βαρβάτη στεναχώρια,
όταν βλέπεις τον δίπλα σου να έχει χίλια ζόρια;
Ό,τι προσφέρεις μόνο εσύ φαίνεται σαν σταγόνα,
σημαίνει όμως την αρχή για έναν κοινό αγώνα!
Μπορείς να είσαι σίγουρος ότι θα φτάσουν κι άλλοι,
αν μάθουν πως το πείσμα σου δε σκύβει το κεφάλι·
γιατί η καλοσύνη σου κολλάει σαν τη γρίπη
και ξέρει πού θα βρει αυτόν, αγάπη που του λείπει!
Φτάνει η καρδούλα μας να το θελήσει
γερά θεμέλια απ’ την αρχή να ξαναχτίσει
–XI–
Μέρα με τη μέρα το φτωχόπαιδο ανακάλυπτε τις ανέσεις και τα πλούτη:
– Πώπω τηλέφωνα, τηλεοράσεις, αμάξια και κοσμήματα –τι ’ναι τούτοι;!
Μα, για όνομα Θεού, έχετε ανάγκη εσείς οι πλούσιοι από κάτι;
Μου φαίνεται ότι τα λούσα τ’ ακριβά είναι, σε τελική ανάλυση, απάτη…
Εγώ ήθελα οικογένεια, φίλους, σπιτικό και φαγητό·
να μην ήξερα τι είχα, δε νομίζω πως θα μου ’βγαινε και σε καλό.
Θα ’λεγα πως με τα λίγα, μαθαίνεις κουτσά στραβά να βολεύεσαι.
Με τα πολλά, συνηθίζεις να κοιτάζεις το συμφέρον και δε χαίρεσαι!
Τα γουναρικά και τα παλτά ζεσταίνουν, άραγε, καθόλου την καρδιά σου;
Τα γλέντια, οι μουσικές, τα φαγοπότια, προσφέρουν κάτι άλλο, από το γέλιο;
Τίποτα δε συγκρίνεται μ’ ό,τι παίρνω απ’ τη ματιά σου –
μια συντροφιά που δε σε νοιάζεται, μοιάζει με χιλιοπαιγμένο έργο…
–XII–
Κι οι γονείς του παιδιού δεν προσποιούνταν· είχαν πράγματι αλλάξει:
δεν κρατούσαν την αγάπη τους στα λόγια –κάθε στιγμή την κάναν πράξη!
Έκλεβαν πάντοτε χρόνο, να χαρούνε σαν παιδιά με τα παιδιά τους·
χαχάνιζαν στην πίσω αυλή, τα Σάββατα διαβάζαν παραμύθια μέχρι αργά,
συζητούσαν με τις ώρες μπρος στο τζάκι, με τη φλογερή φωτιά –
αφήναν το σπουργίτι να φωλιάσει, μέσα στη φιλόξενη καρδιά τους!
Το ζητιανάκι δεν ένοιωσε ούτε μια φορά μονάχο, μες στο πελώριο σπίτι,
τα μέλη της οικογένειας το ζεστάναν, όπως φουντώνει ο ήλιος τα σπαρτά…
Δεν μπορεί, συλλογιζόταν, κάποιο ψέμα πρέπει να ’ταν όλα αυτά –
να τον είχε αγκαλιάσει τόσο πρόσχαρα η τύχη;
Όλες του οι μέρες ήταν γεμάτες ευτυχία, χαρά και γέλιο·
δε θα υπερβάλω, άμα σας πω πως η ζωή του πλησίαζε το τέλειο!
Φτάνει η καρδούλα μας να το θελήσει
κι η αγάπη την παγωνιά θα ντύσει
–XIII–
– Πάλι στο χέρι κινητό, έλεγε ο φτωχούλης,
και ύστερα μου κλαίγεσαι ότι είσαι μοναχούλης…
Μες στην οθόνη δε θα βρεις καμιά καλή παρέα·
δες έξω απ’ το παράθυρο, εκεί είναι τα ωραία.
Άφησ’ τα μηχανήματα που ζουν με μπαταρίες·
γερό παιχνίδι παίζεται, να ξέρεις, στις πλατείες,
που τις γεμίζουν τα παιδιά με ποδοβολητά τους –
κι όχι με τ’ αποχτήματα τα ηλεκτρονικά τους!
Εσύ είσαι ο μοναχογιός, δύο γονιών καμάρι,
έχε τα μάτια τέσσερα, για κάνε μου τη χάρη:
μη γίνεσαι ζωντόβολο, να ’χεις καθάριο πνεύμα,
να μην αποβλακώνεσαι σε συσκευές με ρεύμα!
–XIV–
Ούτε που πήραν είδηση πως έφτασε η Μεγαλοβδομάδα
και ’τρέχαν τελευταία ώρα, να πάρουν λαμπριάτικη λαμπάδα!
Κάθε σούρουπο πηγαίναν όλοι τους στην εκκλησιά
και φχαριστόντουσαν των διακοπών το κέφι, το χαμόγελο, την ανεμελιά!
Νηστέψαν, ’ψησαν κουλουράκια, τσούγκρισαν αβγά κατακόκκινα σαν αίμα,
«Χριστός Ανέστη!» ευχηθήκαν, «Αληθώς!» ακούγοντας, Κυριακή του Πάσχα·
παρέα σε όλες τις γιορτές, μετρούσαν τα ολόφεγγα, ανοιξιάτικα άστρα
κι έδιωχναν μακριά τη στεναχώρια, που κάποτε σκοτείνιαζε το βλέμμα…
Ύστερα, ο μοναχογιός γύρισε με καινούργιο αδερφάκι στο σχολείο,
γεμάτες οι τσάντες του χρωματιστά μολύβια και κολλαριστά τετράδια.
Οι δάσκαλοί του κάναν το παιδί ν’ αγαπήσει σαν ελπίδα το βιβλίο·
κατάλαβε πως το πονούσαν – η ψυχούλα του θα χόρταινε τα χάδια…
Φτάνει η καρδούλα μας να το θελήσει
σ’ όλα τα δύσκολα ποτέ να μη λυγίσει
–XV–
Όταν μόνο με λυπάσαι, δε με βοηθά και τόσο·
το χεράκι μου έλα πιάσε, θέλω τόσο να γλιτώσω
από όσα έχω περάσει, ώσπου τώρα να σε βρω,
περπατάω στο σκοτάδι, με το φως μου λιγοστό…
Κάνεις σαν να μην υπάρχω, όμως είμαι κάπου εδώ,
δε θα φύγω αν δεν περάσεις απ’ τον δρόμο, να σε δω.
Πάντα όμως πέφτει η νύχτα και ποτέ δεν έχεις έρθει
και τρυπώνω σε μιαν άκρη, να τη βγάλω σαν τον κλέφτη…
Βιάσου, κι έχουν απομείνει στο συρτάρι ξεχασμένα
χαμόγελα αφόρετα για μούτρα λυπημένα,
που κρατάνε το κουράγιο στην ψυχή τους φυλαχτό
κι ένα θαύμα από σένα περιμένουνε μικρό!
Φτάνει η καρδούλα μας να το θελήσει
στη μοναξιά θα δώσει ό,τι ζητήσει
XVI–
Ξέχασα να σας πω ότι η ιστορία μας έχει ένα ακόμα μυστικό,
που άλλοι θα σας το κρύβανε, αλλά εμένα δε θα μου ’μοιαζε σωστό·
δεν είναι λίγοι αυτοί που θάβουν το αλλιώτικο –τάχα ντροπιάζει–,
όμως κανείς δεν είναι τέλειος –είν’ το καλούπι μας ξεχωριστό και δεν αλλάζει!
Που λέτε, το νιόφερτο στο σχολειό παιδί είχε καημό μεγάλο για τα γράμματα,
φτάνει να μην έγραφε κατεβατά ή καμιά περίεργη ορθογραφία…
Παράπονο δεν είχαν οι δασκάλοι· το μυαλό του ρουφούσε ένα κάρο πράματα,
μα στη Γλώσσα δεν τραβούσε τόσο όσο στα Μαθηματικά ή τη Γεωγραφία.
Οι δικοί του παραξενευτήκαν γρήγορα με τον νου και τα γραπτά του,
αφού είχανε προσέξει πως δεν ήταν ούτε χαζομάρα μήτε, βέβαια, τεμπελιά·
έτσι, επισκέφθηκαν μια μέρα έναν κύριο, που τα εξέταζε όλ’ αυτά,
κι όλοι μαζί βρήκανε τρόπους, να τον βοηθήσουν στα μαθήματά του!
–XVII–
Μην πιστέψετε πως όλα τα παιδιά συνετίζονται, όπως οι μεγάλοι·
είναι κάποια ξεροκέφαλα κι έχουν αγύριστο κεφάλι!
Είχαν δει πως ο μικρός ήταν αδύναμος και τον έβαλαν μεμιάς στο μάτι,
όμως ο μοναχογιός τούς παραφύλαγε, δεν ήθελε κανείς κακό να πάθει…
– Αν δεν είχα λογική, αμέσως θα σου άλλαζα τα φώτα,
αλλά, αντί να πω βρισιές, βουτάω τη γλώσσα στο μυαλό μου, πρώτα!
Μπράβο, που τα γυαλιά του αδερφού μου βάλθηκες να σπάσεις·
τώρα, που οι γύρω σου σε τρέμουν, θαρρείς πως είσαι μάγκας και σκληρός,
μα όταν, μετά, στις τύψεις σου επάνω θα σκοντάψεις,
θα σκεφτείς: εγώ που δέρνω, που αντιμιλάω, ο νταής –εγώ είμ’ αυτός;
Δε χρειαστήκανε καβγάδες άλλοι, μήτε να πιαστούν στα χέρια·
το ζητιανάκι αγαπήθηκε σαν ίσος, δεν ξανάζησε τέτοια περιπέτεια!
Φτάνει η καρδούλα μας να το θελήσει
και με αγάπη στον θυμό θα απαντήσει
–XVIII–
Αν ήταν όλοι ίδιοι, θα ’μοιαζε βαρετό
κι η πλάση από την πλήξη, θα σου ’φερνε εμετό…
Τριγύρω αυτά που ξέρουμε άνοστη θα ’χαν γεύση
και όλο τους το νόημα κάποιος θα το ’χε κλέψει.
Πουλάκια τότε θα ’πλέαν μες στα βαθιά νερά
κι όλα τα ψάρια θα ’βγαίναν να ζήσουν στη στεριά!
Με δύο μάτια ορθάνοιχτα, θα ’ρχότανε ο ύπνος
κι αν είχες κλειστά βλέφαρα, πάλι θα ’μενες ξύπνιος!
Γι’ αυτό, να μη σκοτίζεσαι, αν όντως διαφέρεις·
με χίλια δυο χαρίσματα, στην ποικιλία προσφέρεις,
όπως το φρέσκο πέταλο στο σπάνιο λουλούδι
και μία νότα υπέροχη, σε μαγικό τραγούδι!
–XVIV–
Πέρασε, ξέρετε, πολύς καιρός, μήνες και χρόνια, από τότε·
το ζητιανάκι έγινε γενναίος ναυτικός, περνά τις θάλασσες με τρανό βαπόρι.
Κι εγώ, σας πληροφορώ, μεγάλωσα, βρήκα δουλειά –δεν είμαι πια αγόρι·
στο ταβερνάκι μου έρχεστε, ξελιγωμένοι τα φαγητά μου τρώτε!
Νομίζετε πως αφήνετε τις έγνοιες σας, πως με το χρήμα η λύπη ξεθυμαίνει,
αλλά είν’ η δόλια πίκρα σας λεκές, που δε γλυκαίνει…
Σας βλέπω, που παραγγέλνετε κρέατα εκλεκτά, ορεκτικά και πλούσια επιδόρπια,
πίνετε το ακριβότερο κρασί, διαλέγετε σαλατικά, θαλασσινά, ψαρικά ντόπια·
κι αφού το γεύμα σας με δυνατά ρεψίματα τελειώσετε, σε λίγο, πάλι λέτε πως πεινάτε,
μα, πόσες φορές, έστω και μια σταλιά σκεφτήκατε,
πόσο κι άμα κοπιάσατε γι’ αυτά που σας δοθήκανε
κι ότι είστε τυχεροί, που μπορείτε να ’χετε ό,τι θέλετε να φάτε;
–XX–
Για δες εκεί που νόμιζα ότι τα είχα όλα,
μου ’ρθανε κατακέφαλα αμύθητα τα δώρα·
τα ’φερε στο κατώφλι μου ένα παιδάκι ξένο,
που γρήγορα ήρθε κι έγινε αδέρφι αγαπημένο…
Το μάθημά μου έμαθα, βρήκα τα συγκαλά μου·
με όσα είδα κι έπαθα, έπηξαν τα μυαλά μου.
Χώρεσα μες στα χέρια μου τεράστιο θησαυρό,
για το καλό του άλλου, να κάνω ό,τι μπορώ!
Και τώρα μη ρωτήσετε ποιος πήρε πιο πολλά·
το πιο γενναίο μερίδιο, το κέρδισε η καρδιά:
αυτή που δε λογάριασε πόσα χωράει η τσέπη
κι όταν πετάξει σαν πουλί, όλα τα επιτρέπει!
Φτάνει η καρδούλα μας να το θελήσει
κι η αγάπη θα γίνει μια φωτιά, που δε θα σβήσει
***
Άρχισα ν’ αμφιβάλλω για τη δύναμη της φαντασίας·
φοβάμαι πως κάπως θ’ άλλαζε το τέλος τούτης μας της ιστορίας.
Γιατί τα άτυχα παιδάκια είναι στη ζωή πολλά και οι καλοί ανθρώποι λίγοι,
να βοηθήσεις πάντα δεν μπορείς, να κάνεις σαν θεός το άγριο ήμερο·
δεν ευκαιρείς να χρησιμεύσεις σε πολλά –δεν είσαι δα κι από σίδερο!–,
οπότε γκρινιάζεις, μοναχά, που το άδικο απ’ τον λαιμό σε πνίγει…
Βέβαια, η δυστυχία δε σταματά τη βοήθειά σου να προσμένει,
να δώσεις λόγο και φωνή, σ’ όποιον αναγκάζεται κάθε μέρα να σωπαίνει.
Ένας λόγος παραπάνω, θα μου πείτε, το λοιπόν,
να προσφέρεις ένα χέρι, χρώμα να βάλεις στο παρόν·
μια στάλα καλοσύνη να χαρίσεις σ’ όσους την αποζητούν,
γιατί ίσως κάποιοι δεν ξυπνήσουν, όταν αποκοιμηθούν…
Φτάνει η καρδούλα μας να το θελήσει
κι ο κόσμος όλος με μια αγκαλιά θα πλημμυρίσει!
Γιώργος Α. Μουτσινάς
Συμμετοχή στον 1ο Διαγωνισμό Παραμυθιού koukidaki