Στέλιου Κωνσταντουδάκη
Κεφάλαιο 1
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν η Τούκα, η μικρή χνουδωτή γάτα από το μαγικό Ελ Μπίσκο του Μεξικού. Ήταν ένα γατάκι μετρίου αναστήματος, λίγο ψηλή για την ηλικία της με απαλό κεραμιδί τρίχωμα σαν τα λούτρινα αρκουδάκια που έχουμε όλοι στην αγκαλιά μας όταν κοιμόμαστε.
Η τρυφερή γατούλα, αν και ήταν μόνη στον κόσμο δεν ένιωθε μοναξιά καθώς η αθωότητά της τής έδινε το προνόμιο να αξιοποιεί κάθε στοιχείο της φύσης που θα μπορούσε να της εξασφαλίσει ένα εσωτερικό κίνητρο για να την εξερευνήσει. Αυτό μπορούσε να είναι ένα ξυλαράκι, μία χνουδόμπαλα ή ακόμα και ο αέρας που φυσούσε το απαλό της τρίχωμα.
Η Τούκα ήταν τόσο μικρή και ξένοιαστη που δεν είχε αίσθηση του χρόνου. Το μόνο πράγμα που δεν την άφηνε αδιάφορη ήταν το αίσθημα της πείνας και της δίψας το οποίο ξεχνούσε μόνο όταν είχε κάτι με το οποίο θα μπορούσε να απασχοληθεί.
Φανταστείτε λοιπόν την έκπληξή της όταν, ακολουθώντας τη δική της χνουδόμπαλα, την οποία είχε ονομάσει παπώς, από ένα όνειρο που είχε δει στον ύπνο της με κάτι αρκουδάκια που γίνονταν μπαλίτσες, οδηγήθηκε σε ένα μεγάλο ξύλινο κτήριο με συρόμενες πόρτες, όπου έξω από αυτό κάθονταν δύο άλογα, ο Λούτρης και ο Φρίντο, οι οποίοι την καλωσόρισαν με ένα ζεστό χλιμίντρισμα.
Αφού τους νιαούρισε παιχνιδιάρικα, κοντοστάθηκε στα δυο της πόδια και με μία μαεστρική κίνηση της ουράς της άνοιξε τα δύο θυρόφυλλα και μπήκε μέσα στο σαλούν. Το σαλούν δεν ήταν πολύ μεγάλο. Δίπλα στο αναμμένο τζάκι κάθονταν ήρεμοι δύο σκουριασμένοι τζογαδόροι που πέρναγαν την ώρα τους παίζοντας σκάκι και λίγο παραδίπλα σε ένα στρογγυλό τραπέζι κάθονταν άλλοι δύο που έπαιζαν texas holdem poker με κάτι περίεργα τραπουλόχαρτα, μαγικά θα έλεγες.
Αφού η γατούλα στριφογύρισε γύρω από τις τέσσερις καρέκλες όπου κάθονταν οι συμπαθητικοί τζογαδόροι, στρογγυλοκάθισε σε ένα ψηλό σκαμπό δίπλα στο μπαρ για να παρατηρήσει το χώρο.
Αυτό που της έκανε μεγαλύτερη εντύπωση είναι ότι σε έναν χώρο που ήταν κάπως απομονωμένος από το υπόλοιπο μοτίβο βρίσκονταν σκεπασμένα ένα σετ από τύμπανα και κρουστά, και τρία έγχορδα όργανα, ένα μπάσο και δύο κιθάρες, όπως επίσης και δύο βάσεις για μικρόφωνα.
Τότε ήταν που άκουσε για πρώτη φορά τον Γύπα, τον έναν εκ των δύο τζογαδόρων που έπαιζαν σκάκι να λέει στον Ζούλιο Σέζαρ, τον συμπαίκτη του: « Καλό το σκάκι φίλε, αλλά με το τζαμάρισμα δεν συγκρίνεται τίποτα», για να απαντήσει ο Ζούλιο με έναν αναστεναγμό, βγάζοντας καπνό από την πίπα του και σχηματίζοντας με τον καπνό το αρκουδάκι που η Τούκα είχε δει τόσες φορές στον ύπνο της!
Λίγο πιο πέρα, στο στρογγυλό τραπέζι, οι δύο χαρτοπαίκτες, ο Wiseman και ο Prisoner ήταν απορροφημένοι από την παρτίδα τους. Ο Wiseman έλεγε κάποιες κουβέντες σε μία διάλεκτο που έμοιαζε ινδιάνικη και ο Prisoner, ελαφρώς αναστατωμένος εμφάνιζε και εξαφάνιζε τις χειροπέδες του με τρόπο μαγικό.
Η Τούκα εν τω μεταξύ είχε αρχίσει το μπάνιο της. Έγλειφε τα ποδαράκια της με μανία ενώ η τρίχα της είχε σηκωθεί κάγκελο.
Αφού δε βρήκε κάτι άλλο ενδιαφέρον αποφάσισε να βγει πάλι έξω να μιλήσει με τον Λούτρη και τον Φρίντο.
Τα δύο άλογα ήταν ακριβώς εκεί που τα άφησε.
Τότε ο Λούτρης, στην γατίσια γλώσσα πρόφερε την εξής φράση:
«Αυτό που ψάχνεις θα το βρεις αν ακολουθήσεις τη νοητή ευθεία πίσω από το σαλούν για διάστημα ίσο με τρία μερόνυχτα».
Κεφάλαιο 2
Η Τούκα δεν ήταν πάντα γλυκιά σαν κρέπα με γέμιση σοκολάτα μπισκότο. Μερικές φορές, όταν πεινούσε ειδικά ή όταν ένοιωθε μοναξιά δεν ήθελε κανέναν. Το να μείνει μία μέρα άπλυτη ήταν κάτι που δεν την ενοχλούσε πολύ αφού ανά πάσα στιγμή μπορούσε να χρησιμοποιήσει το σάλιο της που είχε πέραν όλων των άλλων και θεραπευτικές μαγικές ιδιότητες. Αυτό που δεν άντεχε με τίποτα ήταν η πείνα. Τότε ήταν που η κοιλιά της έκανε γουρ και ο ήχος που έβγαινε από όλο το κορμάκι της ήταν σαν ένα ψυγείο στην πρίζα.
Η Τούκα τώρα έτρεχε κυνηγώντας τον ήλιο. Θυμάται ακόμα τη φράση του Λούτρη, να ακολουθήσει την ευθεία πίσω από το σαλούν και διαπίστωσε ότι αυτό ήταν ακόμα πιο εύκολο, ειδικά αν ακολουθούσε την πορεία του ήλιου κατά τη διάρκεια της μέρας προς τη δύση του.
Η μικρή μας γάτα ήταν συνηθισμένη στη μοναξιά. Κάθε φορά λοιπόν που πλησίαζε ή που την πλησίαζε ένα ζωντανό πλάσμα ένιωθε μεγάλο ενθουσιασμό και ήθελε πάρα πολύ να το κάνει παρέα. Δύο μέρες αφού είχε κάνει λοιπόν τις πρώτες της γνωριμίες είχε έρθει η ώρα να γνωρίσει άλλο ένα ζωάκι που βρέθηκε στο δρόμο της. Αυτό ήταν ένα σκυλάκι, μικρού αναστήματος, σπάνιο φαινόμενο στην Άγρια Δύση, χρώματος καφέ και με μία φουντωτή ουρά. Βλέποντας την Τούκα να τρέχει ξένοιαστη, άφησε την κιθάρα του και το τραγούδι του και έτρεξε δίπλα της όλο παιχνίδισμα και νάζι.
-Γειά σου, τι κάνεις; είπε το σκυλάκι στην Τούκα σε σπαστά γατίσια.
-Καλά είμαι, ευχαριστώ πολύ! Απάντησε η Τούκα αυθόρμητα. Χάρηκα πολύ για τη γνωριμία, συμπλήρωσε γυρίζοντας το κεφάλι και τότε παρατήρησε κάτι που δεν είχε φανταστεί: το σκυλάκι είχε μόνο ένα μάτι, το άλλο ήταν καλυμμένο με ένα μαύρο πανάκι..
-Είμαι η Τούκα και κατάγομαι από το Μεξικό. Εσένα πώς σε λένε;
-Εγώ είμαι ο Δον Βίτο Αντολίνι Κορλεόνε και μπορείς για συντομία να με φωνάζεις Βίτο. Κατάγομαι από την Ιταλία και από τη Νέα
Υόρκη. Τούκα σε λένε; Μου θυμίζει το όνομά σου ένα ιταλικό τραγούδι..
…Si chiama: Tuca, Tuca, Tuca,
L’ ho inventato io,
Per porterti dire:
« Mi piaci, mi piaci, mi piaci, mi pia»...
Προς τα πού πας;
-Ακολουθώ το μονοπάτι που μου υπόδειξε ο φίλος μου ο Λούτρης, δεν είμαι σίγουρη για το πού θα με οδηγήσει. Γνωρίζεις καθόλου τα κατατόπια;
- Εξαρτάται από το πού θες να πας. Στα δυτικά υπάρχουν πολλά ωραία μέρη. Το δυτικότερο, που είναι ακριβώς κάτω από το Σαν Ντιέγκο, λίγο παρακάτω από την πόλη των αγγέλων των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής είναι η Τιχουάνα.
Μετά από αυτόν τον πολύ εποικοδομητικό διάλογο οι δύο φίλοι συνέχισαν την πορεία τους. Και ενώ ήταν απορροφημένοι από το διάλογο και τις σκέψεις τους δεν παρατήρησαν ότι μπροστά τους είχε μαζευτεί μία αγέλη από γάτες, οι οποίες ήταν διαφορετικές από την Τούκα στο εξής: αντί να έχουν πλούσιο και απαλό τρίχωμα όπως η Τούκα, ήταν καλυμμένες από ένα ροζ δέρμα! Ο Βίτο άρχισε να παρατηρεί και να απαριθμεί τις γάτες και ήταν φανερό ότι την ταραχή του συμπλήρωνε ένα αίσθημα υπερηφάνειας και ανεμελιάς.
Τότε λοιπόν συνέβη το εξής απροσδόκητο. Η Τούκα, η μικρή γάτα από το μυθικό Ελμπίσκο του Μεξικού, κουνώντας ναζιάρικα την ουρά της άρχισε να βαδίζει προς το μέρος της αγέλης των γατών. Ο Βίτο, πάλι, έμεινε πιο πίσω να παρατηρεί. Το βάδισμα της Τούκας σταδιακά μετατράπηκε σε τρέξιμο και αν και αρχικά είχε στο μυαλό της να παίξει με τις υπόλοιπες γάτες, τελικά πέτυχε το ανάποδο αποτέλεσμα.
Ξαφνιασμένες και τρομαγμένες από τη θέα μιας γάτας η οποία είχε τρίχωμα και τους θύμιζε τα αιλουροειδή του Αμαζονίου, οι ροζ γάτες άρχισαν να τρέχουν πανικοβλημένες προς τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Τελικά η Τούκα μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα είχε μείνει μόνη και απορροφημένη από το γατοκυνηγητό δεν είδε καν το Βίτο ο οποίος χίμηξε κυριολεκτικά πάνω της και με μία καρατεριστική κίνηση των άνω άκρων του ακινητοποίησε την Τούκα και την κοίταξε αυστηρά με το μάτι της Θαντέρας.
Τα γεγονότα στη συνέχεια έγιναν με ταχύτητα κινηματογραφική και ήταν λες και βγήκαν από ταινία επιστημονικής φαντασίας. Ο Βίτο με το μάτι να γυαλίζει μουμιοποιήθηκε και στάθηκε στα δύο πόδια. Στο ένα χέρι κρατούσε ένα σκήπτρο με δύο φίδια.
Ψιθυρίζοντας μαγικές φράσεις και κουνώντας το άλλο του πόδι σαν να είναι χέρι ανθρώπινο έκανε την Τούκα να δεθεί σε έναν πάσσαλο και με ένα ψιλό σε ήχο σφύριγμα κάλεσε τρία μεταλλαγμένα ζώα, τον Σλάιθ, τον Τζάκαλμαν και τον Βέλτρουρμαν τα οποία άρχισαν να χορεύουν γύρω από την Τούκα, η οποία αδυνατούσε να καταλάβει τι συνέβαινε, γιατί ακόμα και την ύστατη στιγμή η αθώα ψυχή της τής έλεγε ότι τα ζωάκια είχαν πλησιάσει για παρέα.
-Καλώς ήρθατε φίλοι μου από τη μακρινή Χιλή. Σας κάλεσα να εκδικηθείτε το σπάσιμο των δεσμών της αγέλης των σφιγγών.
Αυτό που ακολούθησε δεν μπορούσε να το φανταστεί ούτε ο ίδιος ο Δον Βίτο Αντολίνι Κορλεόνε. Τα τρία μεταλλαγμένα καλύφθηκαν από ένα μεγάλο κεραμιδί σύννεφο, το οποίο, όταν έγειραν τα κεφάλια τους προς την κατεύθυνσή του, τους πέταξε με έναν εκκωφαντικό θόρυβο μία σφαίρα φωτιάς. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα τα τρία ζώα να εξαφανιστούν μονομιάς χωρίς να προλάβουν να κάνουν την παραμικρή κίνηση.
Στη συνέχεια το σύννεφο συρρικνώθηκε και πήρε τη μορφή ενός χαριτωμένου δράκου με χρώμα παρεμφερές με την απόχρωση του τριχώματος της Τούκας. Αφού έκανε δύο πανηγυρικές στροφές γύρω από τον πάσσαλο της Τούκας προσγειώθηκε δίπλα της και κοντοστάθηκε στα δύο πίσω πόδια.
Εν τω μεταξύ ο Βίτο είχε και πάλι μεταμορφωθεί στο γλυκό σκυλάκι που γνωρίσαμε και κούναγε την ουρά του χαρωπά στο νέο χαρακτήρα της ιστορίας. Η Τούκα, απελευθερωμένη από τα μαγικά δεσμά πήρε το λόγο
-Πώς σε λένε;
-Είμαι ο Μουσού, ο προτελευταίος δράκος του γένους των Μποτέ.
Έρχομαι από τη μακρινή Κίνα. Αποστολή μου είναι να πετάω πάνω από τη στεριά και τη θάλασσα και να επεμβαίνω όποτε διακρίνω αδικία.
-Εγώ είμαι η Τούκα, η πιο γλυκιά γάτα της Λατινικής και κεντρικής Αμερικής. Ακολουθώ το μονοπάτι που μου υπέδειξε ο φίλος μου ο Λούτρης, στη νοητή γραμμή πίσω από το σαλούν και στο δρόμο γνώρισα αυτό το χαριτωμένο σκυλάκι που ξέρει τα κατατόπια και ανέλαβε να με βοηθήσει να πάω προς την Τιχουάνα.
-Μίλησες και με τους τζογαδόρους;
-Ναι φυσικά. Μεγαλύτερη εντύπωση βέβαια μού έκανε ο Γύπας.
-Και πας προς την Τιχουάνα; Ευχαρίστως να σε ακολουθήσω και να σε βοηθήσω να πας σώα στον προορισμό σου.
-Ζήτωωω!!, φώναξε ο Βίτο ο οποίος τους άκουγε αποσβολωμένος ενώ το ένστικτό του έλεγε ότι η αγέλη μόλις είχε αρχίσει να σφίγγει.
Και δεν ήταν καθόλου διατεθημένος να αφήσει τον κύκλο να σπάσει ξανά. Μόνο να μεγαλώσει.
Έτσι λοιπόν, με ένα πλατύ χαμόγελο ζωγραφισμένο στο πρόσωπό τους, οι τρεις φίλοι ξεκίνησαν το ταξίδι τους εκ νέου.
Κεφάλαιο 3
Δρόμο παίρνουν, δρόμο αφήνουν οι τρεις φίλοι οι καλοί, μέχρι εκείνη την ώρα τίποτα απρόοπτο δεν τους είχε συμβεί. Ξαφνικά ακούστηκε μια δυνατή βροντή και μέσα από τον ουρανό εμφανίστηκε ένας μασκοφορεμένος μουστακαλής. Ήταν ένα παράξενο ον, ιδιαιτέρως ψηλό σε σχέση με την Τούκα, με δερμάτινο καπέλο και κόκκινη μουστάκα, ζωσμένο με σφαίρες και περίστροφα.
Βλέποντας τους τρεις φίλους όμως σαστισμένους, ξέσπασε σε γέλια. Μάλιστα συνέβη το εξής απρόοπτο: Ανοίγοντας την δερμάτινη καπαρντίνα αποκαλύφθηκαν δύο ελουροειδή το ένα πάνω στο άλλο!! Και αμέσως άρχισαν να καταβρέχουν την ευχάριστη παρέα μας με τα εξάσφαιρα νεροπίστολά τους. Αφού τελείωσαν το νούμερό τους, απαλλάχτηκαν από τη μουστάκα που φαγούριζε είναι η αλήθεια πολύ το ένα από τα δύο, και αποκαλύφθηκε το πραγματικό τους πρόσωπο: επρόκειτο για δύο
αγγελικές υπάρξεις, μία ξανθιά και μία μελαχροινή, για τη ράτσα στην οποία ανήκαν δεν είμαι σίγουρος ακόμα. Επρόκειτο για το δίδυμο της φωτιάς, σύμφωνα με τους αστικούς μύθους η μελαχροινή ήταν η ντο και η ξανθιά, επειδή είδε δεύτερη το φως του ήλιου ήταν η μπεμπέ!
-Εμείς είμαστε η Τούκα και ο Βίτο και αυτός εδώ είναι ο Μουσού, ο κόκκινος δράκος που έρχεται από την μακρινή Κίνα.
- Και για πού το βάλατε;
- Βαδίζουμε δυτικά και βόρεια, με στόχο να βρούμε την ξωτική Τιχουάνα που θα δώσει απάντηση στα υπαρξιακά της Τούκας. Εσείς πώς βρεθήκατε εδώ;
- Εμείς ψάχνουμε να ζευγαρώσουμε και έχουμε οργώσει όλα τα πλάτη και τα μήκη του σύμπαντος. Τελευταία ανακαλύψαμε αυτόν τον πλανήτη και σκεφτήκαμε μήπως είναι εδώ καλύτερο το κλίμα για αναπαραγωγή. Πιστεύετε ότι θα βρούμε κι άλλους συνοδοιπόρους ακολουθώντας την ίδια νοητή γραμμή πίσω από το σαλούν;
- Καλά, γνωρίσατε κι εσείς τους τζογαδόρους πριν έρθετε εδώ;
- Εγώ δεν τους μίλησα, ο Φρίντο μου διηγήθηκε για την ύπαρξή σου, Τούκα, και προέβλεψε ότι μέχρι τώρα θα έχεις ήδη γίνει παρέα με τους φίλους σου και γι’ αυτό ήρθαμε να σε βρούμε.
Εν τω μεταξύ ο Βίτο είχε ζαλιστεί από τις πολλές σβούρες. Μέσα σε μερικές στιγμές η αγέλη είχε αυξηθεί κατά δύο άτομα και ποιος ξέρει…με αυτούς τους ρυθμούς θα έφτανε ίσως και τα όρια της φυλής….
Κεφάλαιο 4
Οι επόμενες μέρες πέρασαν χωρίς ιδιαίτερες συγκινήσεις. Η παρέα μας συνέχισε το ταξίδι της, ξένοιαστα και με σιγουριά.
Φυσικά αρχηγός ήταν ο Βίτο, ο οποίος περπατούσε όλος καμάρι μπροστά από όλη τη συντροφιά και ακολουθούσαν από κοντά η Τούκα, η Ντο και η Μπεμπέ και πότε από δίπλα τους, πότε από πάνω τους πετούσε περήφανα ο Μουσού.
Η μικρή Τούκα ήταν πραγματικά χαρούμενη. Ο αυθόρμητος χαρακτήρας της την είχε οδηγήσει σε αυτό το συναρπαστικό ταξίδι και η καλοσύνη που ένιωθε μέσα της, η οποία δεν είχε καταλάβει ακόμα από πού πήγαζε την είχε ωφελήσει αρκετά αφού είχε γνωρίσει όλους αυτούς τους συναρπαστικούς φίλους και φίλες.
Εκτός βέβαια από τη συντροφιά δεν ήξερε αν θα ξαναέβλεπε την παρέα του σαλούν, αλλά ποτέ δεν ξέρεις.
Επειδή όμως δεν μ’ αρέσει να σε κρατάω σε αγωνία, φίλε αναγνώστη, θα σου αποκαλύψω ότι ο Λούτρης και ο Γύπας θα επανεμφανιστούν στην ιστορία μας. Όσο για την γλυκιά Τουκίτα με το αστραφτερό τρίχωμα; - Αλήθεια πόσο μαγικό μπορεί να είναι ένα τρίχωμα ενός ζώου το οποίο τρέχει αμέριμνο στην έρημο και το τρίχωμά του διατηρείται πάντα απαλό; Θα μάθεις σύντομα φίλε αναγνώστη και από πού προέρχεται η καλοσύνη της και για ποιο λόγο ακριβώς εμπιστεύεται τόσο πολύ τις δύο νέες της φίλες
Κεφάλαιο 5
Η Τιχουάνα ήταν όπως την είχαν όλοι φανταστεί. Νέκταρ έτρεχε άφθονο από παντού, όλοι παίζανε μεταξύ τους και όλοι οι δίσκοι ήταν γεμάτοι με πλούσια εδέσματα. Η συντροφιά μόλις συνειδητοποίησε ότι είχε πεινάσει..
Η Μπεμπέ και η Ντο κατευθύνθηκαν με γρήγορα βήματα στον μπουφέ με τα αλμυρά εδέσματα και άρχισαν να καταβροχθίζουν πεντανόστιμες κρέπες. Η Τούκα αφού αντάλλαξε μια γρήγορη πονηρή ματιά με το Βίτο έπεσε με τα μούτρα στις βάφλες που ήταν καλυμμένες με μαύρη και λευκή σοκολάτα, με μέλι, με καρύδια, με καρύδα, με σαντιγί και με τροπικά φρούτα. Ο Βίτο, αφού έριξε ένα νεύμα στον Μουσού έκανε ένα σάλτο και βρέθηκε σε ένα μεγάλο κουβά μεγαλύτερο από το ύψος του, γεμάτο με λαχταριστές κροκέτες όλων των γεύσεων που είχε φανταστεί.
Ο μόνος που έμεινε πίσω ήταν ο Μουσού. Βλέπετε οι δράκοι εκείνη την εποχή δεν τρέφονταν με αυτά που έτρωγαν τα υπόλοιπα ζωάκια. Άλλο ήταν αυτό που αναζητούσε. Περπατώντας εδώ και εκεί ξαφνικά έπεσε πάνω σε ένα μεγάλο πολύχρωμο κουτί με πολύχρωμα κουμπιά. Αμέσως άρχισε να τα πατάει όλα σα μικρό παιδί και το αποτέλεσμα ήταν το κουτί να αρχίσει να τραγουδάει:
…Volare, oh...
Cantare, ohohoho...
Nel blu dipinto di blu
Felice di stare lassù….
Ξαφνικά, γύρω από το κυκλικό τραπέζι μια λάμψη εμφανίστηκε και μία πανέμορφη σιλουέτα έκανε την εμφάνισή της. Ήταν μία πολύ λεπτοκαμωμένη γατούλα που στεκόταν στα δύο της πόδια, κρατούσε μία δερμάτινη τσάντα και φορούσε ένα δερμάτινο σακάκι με πούπουλα. Το πιο περίεργο ήταν ότι από όποια οπτική γωνία και αν την έβλεπες ήταν σα ζωγραφιά, ειδικά αν σκεφτόσουν ότι ήταν και μια κουκλίτσα, άνετα θα σκεφτόσουν αυτό που σκέφτηκε και η Τούκα: ένα ζωγραφιστό κουκλάκι..
-Καλησπέρα εκλεκτοί καλεσμένοι μου! Καλώς ήλθατε στο πλούσιο τραπέζι μας! Οι τζογαδόροι με είχαν ενημερώσει για την άφιξή σας!! Ελπίζω όλοι σας να απολαύσετε τη φιλοξενία. Είμαι η θεά της Ευγένιας και όλοι εδώ με φωνάζουν Ζουκού.
Εκείνη την ώρα οι πέντε σύντροφοι το είχαν ρίξει στο φαγητό και δεν άκουγαν τίποτα. Δεν έδωσαν καμία σημασία σε ό,τι έλεγε αυτή η παράξενη γάτα, ούτε καν η ίδια η Τούκα που από την πείνα της ήταν ικανή να φάει την ίδια της την ουρά –ωπ! Συγγνώμη αυτό το έκανε μονίμως ο Βίτο!
Αφού έφαγαν όλοι τους αρκετά, παρατήρησαν ότι από πίσω τους απλωνόταν ένας πελώριος κήπος. Ο κήπος ήταν γεμάτος με άνθη όλων των ειδών και των χρωμάτων και τα λουλούδια κάλυπτε από πάνω ένα στρώμα χρυσόσκονης. Ενώ η παρέα παρατηρούσε το θέαμα καθηλωμένη, η Ντο, που ήταν και η πιο ψηλή από όλη την παρέα, καθώς ο Μουσού σπάνια έπαιρνε τη μορφή που θα του έδινε τον συνολικό του όγκο, παρατήρησε ότι τα λουλούδια ράντιζε με χρυσόσκονη ένα εκθαμβωτικό πλάσμα, με χρυσό τρίχωμα και μεγάλα μπλε μάτια. Αν και έκανε τη δουλειά της αμέριμνη, μόλις την κοίταξε η Ντο, την αντιλήφθηκε και αμέσως άνοιξε διάπλατα τα μάτια της και έστρεψε το κεφάλι της προς την παρέα μας.
-Είμαι η Ανθοδέσμη, η θεά των λουλουδιών και της Άνοιξης. Ήρθε η ώρα να φύγετε από την Τιχουάνα.
Και με αυτά τα λόγια φύσηξε στην παρέα μαγική χρυσόσκονη, όπως η νεράιδα από τον Πήτερ Παν και ένα ένα, τα μέλη της αγέλης εξαφανίζονταν με τρόπο μαγικό για να ταξιδέψουν με την ταχύτητα του φωτός σε μία άλλη χώρα, σε μία άλλη ήπειρο. Ακόμα και ο Μουσού, ο οποίος μπορούσε να πετάξει με μεγάλη ταχύτητα, δέχτηκε με χαρά την χρυσόσκονη της Ανθοδέσμης και πλημμυρίστηκε από το συναίσθημα εκείνο που είχαν νιώσει πριν λίγο οι φίλοι του αφού έφαγαν τις λιχουδιές που βρήκαν στο τραπέζι που είχε ετοιμάσει για αυτούς η Ζουκού και τα άλλα πλάσματα της Τιχουάνας.
Κεφάλαιο 6
Η αγέλη του Βίτο είχε τώρα εμφανιστεί με τρόπο μαγικό σε ένα τοπίο εντελώς διαφορετικό και από αυτό του Μεξικού και από αυτό της Τιχουάνας. Βρίσκονταν όλοι σε ένα τοπίο ορεινό, με χαμηλή βλάστηση και μεγάλα δέντρα, πεύκα, έλατα και άλλα. Το τοπίο ήταν βραχώδες κατά κύριο λόγο και τα ζώα που έβλεπαν από εδώ και από εκεί ήταν άγρια από την άποψη ότι δεν ήταν οργανωμένα σε αγέλες αλλά κυκλοφορούσαν κατά μόνας.
Η ειδοποιός διαφορά ήταν ότι δεν έβλεπες πια πάνθηρες, πούμα και ιαγουάρους, όπως στην Τιχουάνα, αλλά τετράποδα χαμηλού αναστήματος που ανήκαν τα περισσότερα στην οικογένεια των προβάτων. Κάποια είχαν κέρατα μυτερά, άλλα είχαν κέρατα στριφογυριστά, άλλα δεν είχαν καθόλου κέρατα.
Η παρέα μας τα έβλεπε όλα αυτά, όχι τρομαγμένη, αλλά ενθουσιασμένη με τις νέες συναναστροφές τις οποίες επρόκειτο να κάνουν. Ειδικά ο Βίτο, αφού βεβαιώθηκε ότι όλα τα μέλη της αγέλης ήταν εκεί τον έπιασε μια αμηχανία και άρχισε να σβουρίζει θέλοντας να πιάσει την ουρά του. Τότε ήταν που ο Μουσού ζήτησε από την αγέλη να παραμείνει σε εκείνο το σημείο προκειμένου να ρίξει μια ματιά στον περιβάλλοντα χώρο.
Όπως είπα και πριν, το τοπίο ήταν βραχώδες και τα ζώα άγρια.
Αυτό επιβεβαίωνε και ο Μουσού με το πέταγμά του, το μόνο που δεν γνώριζα και ήταν σε θέση να το δει ο φτερωτός μας δράκος ήταν δύο παπαγάλοι, ο ένας κίτρινος και ο άλλος μπλε που κάθονταν σε ένα κλαδί και πείραζαν ο ένας τον άλλον. Ο ένας έλεγε με γλώσσα ανθρώπινη «Μπλε», «Μπλε», «Ορέστης», «Μπλε» και ο άλλος έλεγε «ο φουρόγατος», «ο φουρόγατος».
Ήταν αρκετά χιουμοριστικό το θέαμα και του Μουσού γέλαγαν ακόμα και τα κινέζικα μουστάκια του.
Αφού είδε και απόειδε, επέστρεψε στην παρέα του ο Μουσού και περιέγραψε το θέαμα στους υπόλοιπους συνοδοιπόρους του. Τότε τα δύο ελουροειδή μάντεψαν σωστά ότι τα δύο πτηνά ονομάζονταν Ορέστης και Μπλε. Στη συνέχεια από ένστικτο πετάχτηκε η μικρή Τούκα, ενθυμούμενη όσα είχε ακούσει από το Λούτρη και την Ανθοδέσμη και φώναξε:
«Αυτόν πρέπει να βρω! Τον φουρόγατο!»
Στο άκουσμα αυτής της φράσης η παρέα ανασυντάχτηκε και ξεκίνησε τη νέα της διαδρομή. Δεν ήταν και εύκολη η αποστολή τους. Έπρεπε να ακολουθήσουν το ένστικτο της Τούκας για να βρουν ένα ζωάκι που δεν είχαν ιδέα για τη μορφή του. Το μόνο που φαντάστηκαν και είχαν σαν οδηγό είναι ότι μέχρι τώρα δεν είχαν δει κάποιο ζώο που να φέρνει σε αιλουροειδές, είτε σε γάτα, όπως η Τούκα, είτε σε λιοντάρι όπως η Μπεμπέ και η Ντό.
Η δίψα τους για την αναζήτηση του φουρόγατου έκανε την αγέλη να ξεχάσει το χρόνο και την πείνα. Ξαφνικά, ο Βίτο συνειδητοποίησε ότι η ώρα είχε περάσει, ο ήλιος έδυε και η κοιλιά του γουργούριζε σαν ψυγείο. Χωρίς να πει κουβέντα, ο Μουσού έστρεψε το βλέμμα του πονηρά στο Βίτο και αφού άνοιξε τα φτερά του εξαφανίστηκε για μερικά λεπτά, αφήνοντας την παρέα του ανάμεσα σε κάτι θάμνους.
Μετά από λίγο επέστρεψε και αφού άνοιξε το στόμα του, έριξε στο χώμα τέσσερα ψάρια, μισό κιλό γαυράκια για τα κορίτσια, μία πέστροφα για τον ίδιο και μία χούφτα κουρκουμπίνια για το Βίτο.
Αφού τους έριξε μία φτυσιά φωτιά και τα έκανε σαν καραμελωμένα προσκάλεσε την παρέα στο δείπνο. Ενώ έτρωγαν η φωτιά που είχε ανάψει ο Μουσού τούς συντρόφευε και δίπλα σε αυτήν τη φωτιά αφού έφαγαν και συζήτησαν μερικές από τις περιπέτειες που είχαν ακούσει από το στόμα των τζογαδόρων, αποκοιμήθηκαν.
Κεφάλαιο 7
Η Τούκα βρισκόταν στο έβδομο όνειρο. Είχε ήδη ονειρευτεί κατά σειρά το παπώς, το Λούτρη και τον Φρίντο, τους τζογαδόρους, τη Ζουκού, την Ανθοδέσμη και φυσικά έναν έναν τους φίλους της. Στο τελευταίο της όνειρο κυριευόταν από ένα αίσθημα σιγουριάς και ανεμελιάς, κάτι που αποτυπωνόταν και στην φατσούλα της και φυσικά στο απαλό τρίχωμά της.
Τότε είναι που συνέβη το πιο καθοριστικό βήμα για να φτάσουμε στο ευτυχισμένο τέλος της ιστορίας μας. Παρόλο που όλη η αγέλη κοιμόταν βαθιά, η Τούκα άνοιξε ενστικτωδώς τα μάτια της, νομίζοντας ότι κάτι της είχαν ψιθυρίσει ο Γύπας που βρισκόταν καβάλα στο Λούτρη.
Μέσα από το θρόισμα των φύλλων παρατήρησε τέσσερα διαμάντια ακίνητα, σαν μάτια που την κοίταζαν και την επεξεργάζονταν. Το εντυπωσιακό είναι ότι τα τέσσερα λαμπυρίζοντα μάτια είχαν στρέψει την προσοχή τους εξολοκλήρου στην Τούκα αδιαφορώντας για τον κίνδυνο που θα μπορούσε να τους προκαλέσει ο Μουσού ή ο μονόφθαλμος Βίτο.
Αλήθεια, ξεχάσατε φίλοι μου τι μπορούσε να συμβεί στο Βίτο αν ένιωθε ότι σπάει η αγέλη του;
Η Τούκα χωρίς να ξυπνήσει κανέναν σηκώθηκε στα τέσσερά της πόδια και αφού έκανε ένα γρήγορο μπάνιο κατευθύνθηκε προς τις δύο σιλουέτες που ήταν λίγα μέτρα παρά πέρα. Με τη βοήθεια της λάμψης του φεγγαριού που έλαμπε από πάνω από τη φωτιά ολόκληρο, παρατήρησε ότι επρόκειτο για ένα μεγάλο σκυλί, ανοιχτού καφέ χρώματος, πολύ γυμνασμένο και με πολύ χαρακτηριστικό αγαπησιάρικο βλέμμα και για έναν πολύ αστείο γάτο, ο οποίος ήταν πολύ μεγάλος σε μέγεθος, με δεδομένο ότι ήταν γάτος σίγουρα και όχι κάποιο άλλο ελουροειδές, με μια κοιλιά γεμάτη λες και είχε φάει μόνος του όλα τα εδέσματα που είχε προσφέρει η Ζουκού στην παρέα μας στην Τιχουάνα!
-Καλησπέρα, τι κάνεις; μίλησε πρώτος ο σκύλος, σε γατίσια γλώσσα φυσικά, πώς αλλιώς θα συνεννοούνταν με τον φίλο του;
- Καλησπέρα σας, είμαι η Τούκα, η γλυκούλα γάτα από το Μεξικό! Δεν ξέρω πως βρέθηκα εδώ. Τα παιδιά που κοιμούνται γύρω μου είναι η παρέα μου.
Τότε αφού κορδώθηκε καλά καλά ο γάτος, άρχισε να μιλά με στόμφο
-Καλησπέρα Τούκα και καλωσόρισες! Εγώ είμαι ο Τούκης, ένας από τους τελευταίους γάτους του είδους μου. Είμαι ένας από τους τελευταίους άγριους φουρόγατους και σε καλωσορίζω στα μέρη μας.
-Αλήθεια, πού βρισκόμαστε; Δεν έχω καταλάβει.
-Βρίσκεστε στα μαγικά Χανιά της Κρήτης, όπου ρέει άφθονο κρασί και μέλι.
Τελειώνοντας αυτήν την φράση, ο Τούκης κόρδωσε ακόμα πιο περήφανα την χοντρή κοιλιά του, τέντωσε την ουρά του όσο πιο ψηλά μπορούσε και κοίταξε γουρλώνοντας τα μάτια την Τούκα με ένα βλέμμα ερωτικό, προσπαθώντας να την μαγέψει.
«Μα καλά τι λέει αυτός ο τύπος», σκέφτηκε η Τούκα, «ποιο μέλι και κρασί, αφού εδώ είμαστε μέσα στα αγριόχορτα...» Μη θέλοντας όμως να τον προσβάλλει προσπάθησε να πάρει το ίδιο βλέμμα και άρχισε και αυτή να κοιτά αποσβολωμένη τον Τούκη.
Κεφάλαιο 8
Ενώ η Τούκα προσπαθούσε να αντιληφθεί τις προθέσεις των δύο νέων της φίλων μία νέα σιλουέτα εμφανίστηκε πίσω από έναν βράχο και ενώ ο ήλιος είχε αρχίσει να ρίχνει τις πρώτες του ακτίνες στα μάτια τους.
-Παρασκευά, τι κάνεις εδώ;
-Μπέτυ, ησυχία! Επιτέλους βρήκαμε την Τούκα, ένα μήνα μου μιλάει για αυτήν ο Τούκης.
Η Μπέτυ ήταν ένα δεύτερο σκυλί μεγάλου αναστήματος, πιο τριχωτό από το άλλο, εξίσου όμως αγαπησιάρικο.
-Πόσο καιρό δηλαδή με ψάχνετε αγαπημένε μου Τούκη; ρώτησε η Τούκα τον γατούλη που την κοίταζε τόση ώρα αποχαυνωμένος.
-Πριν από μέρες είδα στον ύπνο μου ένα αρκουδάκι που γινόταν συνεχώς μπαλίτσα και μου είπε ότι ένα πλάσμα σαν εσένα θα έρθει να με βοηθήσει να διαιωνίσω το υπό εξαφάνιση είδος μου.
-Μπα μπα; Τι έχουμε εδώ; Με αυτόν τον διάλογο τα τρία ζωάκια δεν είχαν καταλάβει ότι η αγέλη είχε εν τω μεταξύ ξυπνήσει και ότι περίμενε την καλύτερη στιγμή για να ενταχθεί στην παρέα.
Τα λόγια φυσικά ήταν του θαρραλέου Βίτο, του σκύλου με ρίζες από την Ιταλία και τη Ν. Υόρκη που δεν φοβόταν τίποτα και κορδωτός καμαρωτός, σηκωμένος στα δύο του πόδια μπήκε ανάμεσα στα δύο γατιά και στη μέση των τεσσάρων τετράποδων για να διαλευκάνει το μυστήριο.
-Βιτούλη μου σ’ ευχαριστώ! Μην ανησυχείς, τα παιδιά είναι ο Τούκης, ο Παρασκευάς και η Μπέτυ.
Τότε μόνο ο Βίτο παρατήρησε ότι πάνω από τα δύο γατάκια είχε σχηματιστεί ένα ροζ συννεφάκι με χρυσή βροχή σαν τη σκόνη της Ανθοδέσμης και το κυριότερο; Ο Παρασκευάς και η Μπέτυ ήταν σκυλάκια, ήταν ζωάκια ίδια με αυτόν με τα οποία θα μπορούσε να γίνει κολλητός φίλος!!
Κεφάλαιο 9
-Καλά βρήκατε τον έρωτά σας εσείς οι δύο... εμείς να δω θα ζευγαρώσουμε ποτέ; αναρωτήθηκε η μικρή Μπεμπέ απευθυνόμενη στην Ντο που καθόταν από δίπλα.
- Κάθε πράγμα στο καιρό του, πετάχτηκε χαμογελαστός ο Μουσού που ήταν πλέον πολύ χαρούμενος που είχε βοηθήσει την Τούκα να βρει τον Τούκη.
- Έλα μωρέ αδερφούλα, τι σκας, τέτοιες κούκλες που είμαστε...
Τότε λοιπόν, ενώ τα λέγανε αυτά τα γλυκά αιλουροειδή, εμφανίστηκε σαν από μηχανής θεός ο Ρομπέν. Ήταν ένας γεροδεμένος σκύλος, πιο μεγαλόσωμος από τους υπόλοιπους και έχοντας τη γλώσσα του έξω τούς μίλησε σε μία γλώσσα που θύμιζε τις κουβέντες των τζογαδόρων.
-Γενναίοι μου φίλοι, σας έχω επιφυλάξει μία έκπληξη, είπε, λες και γνωρίζονταν όλοι από καιρό. Τότε αφού σηκώθηκε στα δύο του πόδια, όπως συνήθιζε να κάνει ο Βίτο φταρνίστηκε με δύναμη και από το στόμα του πετάχτηκαν μαγικά βότανα, τα οποία διασκορπίστηκαν στην ατμόσφαιρα.
Μονομιάς η αγέλη του Βίτο, η οποία πλέον απαρτιζόταν ούτε λίγο ούτε πολύ από εννιά φίλους άρχισε να εξαϋλώνεται!
Το νέο ταξίδι προς το άγνωστο είχε ήδη ξεκινήσει!
Κεφάλαιο 10
-Πού βρίσκομαι; άρχισε να αναρωτιέται η Τούκα, που πάλι βρισκόταν σε αχαρτογράφητα νερά.
-Είσαι στις μαγευτικές και τροπικές Σεϋχέλλες!, απάντησε ο Ρομπέν, που βρισκόταν ακριβώς δίπλα της. Απέραντες ακτές ξεπρόβαλαν μπροστά της με γαλαζοπράσινα νερά και κοχύλια!
Το αμμώδες τοπίο συμπλήρωναν φοίνικες και δέντρα που είχαν καρπούς καρύδας.
Λίγο πιο πέρα, ήταν στοιβαγμένα εννιά σπιτάκια, ένα για κάθε μέλος της αγέλης, ειδικά διαμορφωμένα με λαχταριστά εδέσματα.
Τα είχε ετοιμάσει όλα ο μάγος Ρομπέν.
Ο Βίτο είχε ήδη ξεκινήσει το τραγούδι του:
«Lasciatemi cantare
con la chitarra in mano
lasciatemi cantare
sono un italiano»
Η Μπεμπέ και η Ντο έπαιζαν με τα κύματα, την ώρα που ο Παρασκευάς με τη Μπέτυ κυλιόντουσαν στην χρυσαφένια άμμο.
Λίγο παραπέρα ο Τούκης με την Τούκα μουσούδιζαν ευτυχισμένοι.
Και ζούσαν αυτοί καλά…
-Μισό λεπτό… Ο Μουσού πού είναι; Αναρωτήθηκε για άλλη μία φορά ο Βίτο που τον είχε πιάσει ανησυχία.. Τότε παρατήρησε δρακόντεια βήματα πάνω στην άμμο και αμέσως φώναξε τους φίλους του να τον ακολουθήσουν. Οι οκτώ φίλοι αμέσως μαζεύτηκαν και άρχισαν να ακολουθούν τα ίχνη, τα οποία τους οδήγησαν σε ένα μεγάλο πάρκο, γεμάτο με άνθη σαν αυτά που πότιζε η φίλη τους η Ανθοδέσμη.
Αυτό που αντίκρισε η Τούκα δεν θα μπορούσε να το έχει φανταστεί!
Ήταν όλοι τους εκεί! Η Ζουκού, η Ανθοδέσμη, οι τέσσερις τζογαδόροι, ο Λούτρης και ο Φρίντο. Όλοι ατένιζαν τη μαγεμένη ατμόσφαιρα και παρακολουθούσαν το Ζούλιο να εμφανίζει πάλι το παπώς από τον καπνό της πίπας του.
-Καλώς ήρθατε φίλοι μου! Ακούστηκε μια παιχνιδιάρικη φωνή που δεν είχε ξανακουστεί.
Ναι!! Ήταν το παπώς, ο μικρός πρωταγωνιστής των ονείρων της Τούκας.
-Πολύ χαίρομαι που σας βλέπω όλους ξανά, είπε ο Βίτο που συμπεριφερόταν σα να τους ξέρει όλους. Μήπως είδατε τον φίλο μου τον Μουσού;
-Μα φυσικά, απάντησε ο prisoner, βρίσκεται ακριβώς πίσω από το σαλούν και έχει και παρέα.
-Παρέα; αναρωτήθηκε ο Βίτο, ο οποίος δεν είχε παρατηρήσει ότι ήδη οι υπόλοιποι τετράποδοι φίλοι του είχαν βγει έξω από το σαλούν. Το ίδιο έκανε και ο Βίτο ο οποίος φτάνοντας στο σημείο που του είχαν υποδείξει οι σκουριασμένοι τζογαδόροι, άκουσε το Μουσού να λέει
- Φίλοι μου, να σας συστήσω τη Ρίφα.
Δίπλα του καθόταν ένα εκθαμβωτικό πλάσμα, με μεγάλα φτερά σαν πανιά από ιστιοφόρο, χρώματος βιολετί ενώ κάθε τρεις και λίγο έφτυνε ασημένιες φλόγες. Όπως καταλάβατε καλοί μου φίλοι, ο Μουσού είχε βρει στο πρόσωπο της Ρίφας το άλλο του μισό και ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα!
Μια φορά και έναν καιρό ήταν η Τούκα, η μικρή χνουδωτή γάτα από το μαγικό Ελ Μπίσκο του Μεξικού..
Μια μαγική ιστορία φιλίας, αγάπης και περιπλάνησης που απευθύνεται σε παιδιά ηλικίας εφτά και άνω και σε μεγάλους που δεν έπαψαν ποτέ να νιώθουν παιδιά...
Στέλιος Κωνσταντουδάκης
Συμμετοχή στον 1ο Διαγωνισμό Παραμυθιού koukidaki