Άννας Κωνσταντίνου
«Τσιαμ τσιαμ»
- Ωχ, έλα τώρα Μιλφόν, σταμάτα να μασουλάς πάνω από το τετράδιό μου, μουρμούρισα απομακρύνοντας μερικούς ξηρούς καρπούς από τη σελίδα.
- Τi γράφεις εκεί; ρώτησε με γεμάτο το στόμα.
- Γράφω μια ιστορία, απάντησα πιάνοντας και πάλι το μολύβι.
- Μια ιστορία; Πω, πω! Δεν ήξερα ότι μπορούσες να γράφεις ιστορίες. Και τi λέει αυτή η ιστορία;
- Λέει, για το πώς γνωριστήκαμε.
- Α, ωραία, είπε κτυπώντας νευρικά το δεξί, πίσω πόδι. Γιατί, τi το ιδιαίτερο έχει; είπε μετά από λίγο.
- Γιατί θέλω όλοι να μάθουν για το πώς ξεκίνησε η ωραία μας φιλία. Θέλω να μάθουν όλοι πως μπορούν να βρουν παντοτινούς φίλους ακόμα και εκεί που δεν το περιμένουν. Λοιπόν, να σου τη διαβάσω; ρώτησα κοιτάζοντάς τον επίμονα.
~~~~~~~~
Σ’ ένα μέρος πολύ μακριά υπήρχε ένα όμορφο, μικρό νησάκι που λεγόταν Αλάσια.
Είχε ψηλά βουνά που ήταν γεμάτα με δέντρα, λευκά λουλουδάκια και λιλά καμπανούλες.
Ανάμεσα στα δάση υπήρχαν μικρές γαλάζιες λιμνούλες ενώ τα ποτάμια με τα κρύα διάφανα νερά τους, κατρακυλούσαν γρήγορα από τα βουνά στις πεδιάδες, κοντά στη θάλασσα. Οι πεδιάδες ήταν απέραντες, γεμάτες από χρυσά στάχυα που λάτρευαν να χορεύουν με τον άνεμο και καθώς κινούνταν κάτω από τον λαμπερό ήλιο, έμοιαζαν με λαμπάκια χριστουγεννιάτικου δέντρου που αναβοσβήνουν συνεχώς.
Σε αυτό λοιπόν το νησί ζούσε ο Μιλφόν, ένα ζωηρό μικρό αγρινό. Είχε καφέ και κόκκινο τρίχωμα και μικρά, χαριτωμένα αυτιά. Το σπίτι του βρισκόταν βαθιά μέσα στο δάσος στην περιοχή με τα μεγάλα βράχια και τις σπηλιές. Μπορούσες να το βρεις σε μια απότομη πλαγιά όπου οι πέτρες γυάλιζαν στον ήλιο. Του άρεσε πολύ να χοροπηδά από τον ένα βράχο στον άλλο, όπως κάνουν οι πεταλούδες από το ένα λουλούδι στο άλλο.
Μαζί με τους φίλους του παίζανε συνήθως σε μια μικρή λιμνούλα, όπου ήταν σκεπασμένη από τον ίσκιο άγριων χορταριών. Όμως μαζί με τον καλύτερό του φίλο τον Οφίων κατέβαιναν συχνά τις απότομες πλαγιές και παίζανε άλλοτε κρυφτό και άλλοτε κυνηγητό, ανάμεσα στα πανύψηλα πεύκα. Σε κάθε βήμα ακουγόταν «τσακ-τσακ» ο ήχος από τα ξηρά χόρτα και τις βελόνες από τα πεύκα που σπάγανε καθώς περπατούσαν μέσα στο δάσος.
Όλα ήταν πολύ ωραία ώσπου μια μέρα, ο Μιλφόν και ο φίλος του, παράκουσαν την εντολή της μητέρας του και πήγαν για παιχνίδι στο μεγάλο ποτάμι. Τους άρεσε πολύ να το χαζεύουν και να βουτάνε τα πόδια τους στο κρύο νερό, που κτυπούσε με ορμή πάνω στα βράχια αφήνοντας ένα μικρό μουρμουρητό.
- Πω, πω! Για κοίτα εκεί κάτι άγρια βατόμουρα, είπε ο Μιλφόν γουρλώνοντας τα μάτια, και διέσχισε αμέσως το ποτάμι πριν ο Οφίων προλάβει να πει κουβέντα.
Είχε περάσει το ποτάμι όταν κάτι, εντελώς ξαφνικά, του άρπαξε το πίσω, δεξί του πόδι και έπεσε με δύναμη στο έδαφος.
- Άουτς, φώναξε.
Είδε το πόδι του εγκλωβισμένο σε ένα σιδερένιο στόμα με δόντια. Προσπάθησε να ελευθερωθεί όμως με κάθε του κίνηση, αυτά τα δόντια, έμπαιναν ολοένα και περισσότερο στο δέρμα του πληγώνοντας τον παραπάνω.
- Οφίων, Οφίων βοήθησέ με! φώναξε με όλη του τη δύναμη.
- Τι έπαθες; ρώτησε καθώς διέσχιζε και αυτός το ποτάμι. Τον βρήκε πεσμένο στο έδαφος να κλαίει από τον πόνο.
- Τι είναι αυτό;
- Δεν ξέρω αλλά δεν με αφήνει με τίποτα! είπε κλαίγοντας.
Ο Οφίων έκανε μερικά βήματα πίσω για να δει καλύτερα, μυρίστηκε... έκανε και άλλα βήματα γύρω γύρω... αλλά δεν γνώριζε τι να κάνει! Τελικά τέντωσε και τα τέσσερα του πόδια, χαμήλωσε τα αυτιά και φώναξε θυμωμένα.
- Άφησέ τον!
Δεν έγινε τίποτα.
Με μία κίνηση ο Οφίων δάγκωσε την αλυσίδα πίσω από τις δαγκάνες και την τράβηξε προς το μέρος του απότομα. Το μόνο που κατάφερε ήταν οι δαγκάνες να κλείσουν ακόμη περισσότερο και να κάνουν μεγαλύτερη ζημιά στο πόδι του φίλου του.
- Πρέπει να φέρω τη μαμά. Σίγουρα θα ξέρει τι να κάνει, είπε με αποφασιστικότητα και έφυγε.
- Μην αργήσεις! τον παρακάλεσε ο Μιλφόν.
Μετά από αρκετή ώρα, άκουσε βήματα να πλησιάζουν προς το μέρος του. Δεν ήταν όμως τα συνηθισμένα βήματα της μαμάς του ή οποιουδήποτε άλλου από την ομάδα του.
Ήταν άνθρωποι! Θυμήθηκε τη μαμά του που του έλεγε να μην πλησιάσει ποτέ τους ανθρώπους γιατί αυτοί, κάνουν κακό! Τότε τον κυρίευσε τρόμος. Προσπάθησε για άλλη μια φορά να ελευθερωθεί, χωρίς να τα καταφέρει.
«Τι να κάνω τώρα;» σκέφτηκε.
Μα δεν μπορούσε να κάνει κάτι. Άκουγε να τον πλησιάζουν γρήγορα, και το μόνο που πρόσεξε πριν κλείσει σφικτά τα μάτια του, ήταν κάτι πράσινες γαλότσες να τον πλησιάζουν.
Στην αρχή, τα βήματα του φάνηκαν βαριά, πολύ βαριά και οι γαλότσες πολύ μεγάλες λες και τις φορούσε κανένας γίγαντας! Έτσι του φάνηκε, επειδή είχε φοβηθεί πολύ. Όταν σταμάτησε ο θόρυβος άνοιξε ελάχιστα τα μάτια του, ίσα ίσα για να πάρει μια ματιά από τον τρομερό άνθρωπο που τον πλησίασε. Δεν είχε δει ποτέ του και αναρωτήθηκε πώς έμοιαζαν.
Τα μάτια του αντίκρισαν ένα μικρό κορίτσι, περίπου οκτώ χρονών, που καθόταν πολύ κοντά του και τον κοιτούσε με τα μεγάλα, καφέ της μάτια, που γυάλιζαν στο φως. Φορούσε μια κοντή τζιν φόρμα με κόκκινο, καρό φανελάκι και πράσινες γυαλιστερές γαλότσες, που τώρα που τις έβλεπε καλύτερα... χμ... δεν του φαίνονταν και τόσο μεγάλες, και ο άνθρωπος όχι και τόσο τρομακτικός! Έμειναν για λίγο να κοιτάζουν πολύ καλά ο ένας τον άλλο χωρίς να λένε τίποτα.
- Χμ, έκανε το κορίτσι ξαφνικά, μου φαίνεται πως έχεις μπελάδες, είπε και κάθισε σταυροπόδι δίπλα του.
Tα καστανά της μαλλιά πιασμένα χαμηλά, μισά δεξιά, μισά αριστερά, φωτίστηκαν στον μεσημεριανό ήλιο.
Ο Μιλφόν, ξαφνιάστηκε όταν είδε να σηκώνει το χέρι της να το περνά πάνω από το κεφάλι του απαλά, και να το κατεβάζει μαλακά στη πλάτη του. Για μια στιγμή μόνο, χαμήλωσε τα αυτιά του. Το κορίτσι επανέλαβε αυτή την κίνηση μερικές φορές ακόμα, και ο Μιλφόν, άρχισε πλέον να αισθάνεται ωραία. Έπρεπε να περάσει λίγη ώρα ώστε να καταλάβει το χάδι του κοριτσιού.
Όταν ήταν πιο ήρεμο, το κορίτσι προσπάθησε λίγες φορές να ανοίξει την παγίδα όπου είχε πιαστεί το πόδι του αγρινού. Δεν τα κατάφερε όμως.
- Δεν ανοίγει, τον ενημέρωσε, όμως θα ξαναδοκιμάσω. Αυτή τη φορά αλλιώς, είπε και σηκώθηκε.
Κοίταξε τριγύρω ψάχνοντας για κάτι και μόλις το βρήκε πήγε προς το μέρος του. Ήταν ένα κομμάτι ξύλο, κατάλληλο για να το χώσει ανάμεσα στα δόντια της παγίδας και να ελευθερώσει το πόδι του. Αυτή ήταν η ιδέα και αυτό έκανε.
Χρειάστηκε να προσπαθήσει τρεις και τέσσερις φορές βάζοντας ολοένα και περισσότερη δύναμη, αλλά στο τέλος τα κατάφερε. Ο Μιλφόν την κοίταζε με ενδιαφέρον και πρέπει να ομολογήσω πως ήταν πολύ υπομονετικός. Μόλις ένιωσε την παγίδα να χαλαρώνει γύρω από το πόδι του, το τράβηξε αμέσως. Η χαρά του ήταν μεγάλη που προσπάθησε να τρέξει αμέσως, όμως δεν μπορούσε. Το πόδι του ήταν πληγωμένο και το πονούσε αλλά τουλάχιστον μπορούσε να περπατήσει.
Ήταν πλέον ελεύθερος και αυτό το χρωστούσε μόνο σε αυτήν. Ένιωθε τόση ευγνωμοσύνη!
Ήταν και οι δύο χαρούμενοι και ευτυχισμένοι.
Διέσχισε το ποτάμι και της έριξε μια τελευταία αποχαιρετιστήρια ματιά. Ήταν χαμογελαστή, με τον αέρα να της παίρνει τα μαλλιά και τις βελόνες των πεύκων να πέφτουν εδώ και εκεί γύρω της, σαν τη βροχή. Γύρω τους τα πουλάκια του δάσους κελαηδούσαν χαρωπά…
~~~~~~~~
- Λοιπόν, πώς σου φάνηκε; ρώτησα ανυπόμονα.
Μα ο Μιλφόν κοιμόταν βαθιά και οι μακριές του βλεφαρίδες τρεμόπαιζαν.
Ονειρευόταν το μεγάλο, καταπράσινο δάσος…
Άννα Κωνσταντίνου
Συμμετοχή στον 1ο Διαγωνισμό Παραμυθιού koukidaki